Παντρεύομαι ή νυμφεύομαι;

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0
Σ' ένα γάμο, ο ένας παντρεύεται και ο άλλος νυμφεύεται.

Για την ακρίβεια:

· Η γυναίκα «υπό-ανδρεύεται» ή όπως λέμε σήμερα «παντρεύεται». Δηλαδή μπαίνει κάτω από την φροντίδα του άντρα της, ή για την ακρίβεια «υπό του ανδρός». Η λέξη προέρχεται από τα συνθετικά «υπό»+«ανήρ» όπου στην αρχαιότητα «ανήρ» ήταν ο «άνδρας». Άρα το ρήμα «παντρεύομαι» κανονικά πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο από γυναίκες.

· Ο άνδρας «νυμφεύεται», δηλαδή αποκτά μια δική του «νύμφη»,για σύζυγο· σύζυγος (συν + ζυγός) ονομάζεται και ο αρσενικός και ο θηλυκός σύντροφος, αφού μοιράζεται (συν) τις υποχρεώσεις (ζυγός) του γάμου. Το ζευγάρι των συζύγων ονομάζεται ανδρόγυνο. 
Για του λόγου το ασφαλές, δείτε την ετυμολογία των λέξεων:
παντρεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος παντρεύω < υπανδρεύω < ύπανδρος (γυνή). 
νυμφεύομαι < νύμφη + -ομαι
Συνεπώς, κανονικά θα έπρεπε για τους άντρες να χρησιμοποιούμε τη λέξη νυμφεύομαι και για τις γυναίκες τη λέξη παντρεύομαι, καθώς η ιστορία της προέλευσης της λέξης παντρεύω μάς πάει στο ελληνιστικό επίθετο ὁ ὕπανδρος, ἡ ὕπανδρος, τὸ ὕπανδρον, το οποίο παράγεται από το ὑπ(ό)- και το -ανδρος (από το αρχαιοελληνικό ουσιαστικό ὁ ἀνήρ). Χρησιμοποιούνταν σχεδόν αποκλειστικά στο θηλυκό γένος, αναφερόταν μόνο σε γυναίκες (ἡ ὕπανδρος γυνή) και σήμαινε τη γυναίκα που ήταν υποκείμενη σε άντρα, την έγγαμη γυναίκα, τη σύζυγο. Από το ελληνιστικό επίθετο πλάστηκε το μεσαιωνικό ρήμα ὑπανδρεύω, αρχικά για να δηλώσει τη σύναψη γάμου για γυναίκα. Ωστόσο, ήδη από τον 15ο αι. μ.Χ. απαντάται με τη διευρυμένη σημασία που έχει διατηρήσει μέχρι σήμερα, αναφερόμενο στη σύναψη γάμου και για τον άντρα και για τη γυναίκα. Μαζί με τη σημασία, άλλαξε και η μορφή του, αφού το αρχικό άτονο φωνήεν αποβλήθηκε και η προφορά [nð] εξελίχθηκε σε [nd], κάτι που επηρέασε και την ορθογραφία της λέξης.
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)