Όσο μεγαλύτερες είναι αυτές οι προσδοκίες τόσο το παιδί θα δυσκολευτεί να αντεπεξέλθει. Ορισμένοι γονείς προβάλουν τις δικές τους επιθυμίες και τα δικά τους βιώματα. Αν ήταν οι ίδιοι καλοί μαθητές ή αν έχουν πανεπιστημιακή μόρφωση απαιτούν από το παιδί τους να ακολουθήσει την ίδια πορεία. Πιέζουν υπερβολικά με αποτέλεσμα το παιδί να αναπτύξει αντιδραστικούς μηχανισμούς και οτιδήποτε έχει σχέση με το σχολείο να του προξενεί δυσαρέσκεια.
Το παιδί θα πρέπει να αναπτύξει μια αυτόνομη σχέση με το σχολείο έτσι ώστε το διάβασμα να είναι μια προσωπική του υπόθεση. Οι γονείς είναι εκεί για να ενθαρρύνουν και να βοηθήσουν αν χρειαστεί όταν οι συνθήκες της σχολικής πραγματικότητας αποδεικνύονται δύσκολες.
Ορισμένα παιδιά θα τα καταφέρουν. Ένα μεγάλο ποσοστό όμως, που σύμφωνα με μελέτες φτάνει το 25 – 30 %, θα παρουσιάσει από την πρώτη τάξη του σχολείου μαθησιακές δυσκολίες και θα βρεθεί αντιμέτωπο με την σχολική αποτυχία. Σχολική αποτυχία που βιώνεται τις πιο πολλές φορές καταστροφικά από τους γονείς, με πίκρα και απογοήτευση. Το ίδιο το παιδί έχει μια άσχημη εικόνα για τον εαυτό του και υποφέρει από συναισθήματα αυτό-υποτίμησης. Νοιώθει την απογοήτευση στα μάτια των γονιών του και ταυτόχρονα την αδυναμία του να τους ικανοποιήσει.
Τίθεται εύλογα το ερώτημα για τους λόγους που οδηγούν ένα παιδί στην αποτυχία και για την ύπαρξη κάποιων στοιχείων που θα μας επιτρέψουν να προβλέψουμε το μέλλον του παιδιού στο σχολείο.
Με αδρό τρόπο τα παιδιά με σχολική δυσκολία μπορούν να χωριστούν σε τρεις ομάδες. Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει τα παιδιά που οι δυσκολίες τους οφείλονται σε μειωμένες νοητικές ικανότητες. Είμαστε τότε στα πλαίσια της νοητικής υστέρησης και ανάλογα με το βαθμό της θα πρέπει να εξετάσουμε αν το παιδί μπορεί να ακολουθήσει τη κανονική σχολική φοίτηση ή απαιτείται εξειδικευμένο πλαίσιο. Η δεύτερη ομάδα αποτελείται από τα παιδιά που η σχολική τους δυσκολία οφείλεται πρωταρχικά στις συναισθηματικές τους διαταραχές. Τέλος η τρίτη ομάδα είναι αυτή των ειδικών αναπτυξιακών μαθησιακών διαταραχών, που υπολογίζεται ότι περιλαμβάνει το 3-7% των παιδιών σχολικής ηλικίας.
Η διάγνωση «Ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές σχολικών ικανοτήτων» αφορά παιδιά με φυσιολογική ή ανώτερη νοημοσύνη.
Για τα παιδιά με φυσιολογική νοημοσύνη η διαδικασία της μάθησης ξεκινάει από την αρχή της ζωής τους. Μια καλή συναισθηματική επικοινωνία με την μητέρα θα δώσει κίνητρα για την λεκτική επικοινωνία. Η κατάκτηση του λόγου είναι ένα σημαντικό βήμα για την εξερεύνηση του κόσμου και την απόκτηση γνώσεων. Έχει αποδειχθεί στατιστικά παιδιά που παρουσίασαν καθυστέρηση του λόγου, παρουσίασαν σε μεγάλο βαθμό μαθησιακές διαταραχές κατά τη σχολική φοίτηση.
Σημαντικό ρόλο φαίνεται να παίζει επίσης η εξοικείωση του παιδιού με τα παιχνίδια γνώσεων και το βιβλίο στην προσχολική ηλικία. Το παιδί γοητευμένο από τις ωραίες εικόνες του παραμυθιού θα ενδιαφερθεί να αποκωδικοποιήσει τα γραπτά σύμβολα που τις συνοδεύουν και να τους αποδώσει ένα νόημα. Τα παιδιά που προέρχονται από οικογένειες που αγαπούν τη συζήτηση, την ανταλλαγή ιδεών και το διάβασμα δεν θα παρουσιάσουν δυσκολίες στο να μάθουν γραφή και ανάγνωση.
Μαθησιακές διαταραχές διαπιστώνονται όμως ακόμα και όταν τα ερεθίσματα από το περιβάλλον είναι ικανοποιητικά. Αποτελούν σ’ αυτή την περίπτωση την έκφραση μιας ατομικής δυσκολίας του παιδιού. Πιστοποιούν την ύπαρξη ιδιοσυγκρασιακών οργανικών ή ψυχολογικών προβλημάτων που αναστέλλουν την ικανότητα για μάθηση.
Δρ Λαζαράτου, boro.gr
Περισσότερα θέματα για τις μαθησιακές δυσκολίες εδώ.