έτοιμος < αρχαία ελληνική ἕτοιμος, παράλληλος τύπος από τον 5ο αιώνα π.Χ. του επιθέτου ἑτοῖμος
1. που έχει ολοκληρώσει όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές ενέργειες για να προχωρήσει σε μια πράξη ή να αντιμετωπίσει μια κατάσταση
2. που λόγω χαρακτήρα ή συνθηκών έχει διαρκώς μια τάση να αντιμετωπίζει τις καταστάσεις με πάγια τακτική, παρόμοιο τρόπο
3. που έχει ολοκληρωθεί η κατασκευή του ή οποιαδήποτε άλλη εργασία (επισκευή, συντήρηση κλπ)
4. που το έχει ετοιμάσει ή φροντίσει κάποιος άλλος για μας
έτυμος < ἔτυμος < ἐτεός (πιθανώς < εἰμί)
1. αληθινός, πραγματικός
2. βέβαιος
3. (πληθυντικός ουδετέρου) ἔτυμα: η αλήθεια
4. (ελληνιστική κοινή ) (ενικός ουδετέρου) ἔτυμον: η αληθής σημασία ή αρχή μιας λέξης, η ετυμολογία
5. (ενικός ουδετέρου) ἔτυμον: (επιρρηματικά) πράγματι, όντως
Περισσότερα φιλολογικά θέματα εδώ.