Αδιάκριτα σημαίνει χωρίς διακριτικότητα, χωρίς ευγένεια, χωρίς λεπτότητα. Π.χ. τα λόγια του είναι πολύ αδιάκριτα, με κάνουν και ντρέπομαι.
Αδιακρίτως σημαίνει ανεξαιρέτως. Π.χ. άπαντες είναι υπόχρεοι φόρου αδιακρίτως επαγγέλματος.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος
Περισσότερα γλωσσικά λάθη εδώ.
Αδιακρίτως σημαίνει ανεξαιρέτως. Π.χ. άπαντες είναι υπόχρεοι φόρου αδιακρίτως επαγγέλματος.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος
Περισσότερα γλωσσικά λάθη εδώ.