έκκληση < ελληνιστική κοινή ἔκκλησις < αρχαία ελληνική ἐκκαλέω / ἐκκαλῶ < καλέω / καλῶ
επίκληση, παράκληση
(νομικός όρος) έφεση δίκης
έκλυση < εκλύω
η ελευθέρωση μέρους από ένα σύνολο ενός σώματος κάτω από ορισμένες συνθήκες, όπως «έκλυση αερίων» δηλ. η έξοδος αερίων από κάποιο υγρό ή και στερεό σώμα.