Δεν θέλω να πάω σχολείο»! Το λέει και το ξαναλέει με πείσμα και ένταση. Και το πιστεύει. Ό,τι κι αν κάνετε, ό,τι και αν του πείτε, με το καλό ή με το κακό, εκείνο επιμένει και αρνείται να οδηγηθεί στο χώρο της μάθησης. Δεν είναι τυχαίο που κάποια παιδιά δεν θέλουν να πάνε στο σχολείο. Υπάρχει κάτι βαθύτερο πίσω από αυτή την επίμονη άρνηση, που πρέπει να την ψάξετε. Διαφορετικά το παιδί σας δεν θα αγαπήσει ποτέ το σχολείο, κι αν θα πάει, θα πάει κάνοντας αγγαρεία, έτσι θα αισθάνεται, δεν θα αγαπήσει ποτέ τα μαθήματα, δεν θα διαβάζει, δεν θα προχωρήσει.
Στο θέμα αναφέρεται ο επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου Ευστράτιος Παπάνης. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πως σε κάποια παιδιά δεν αρέσει το σχολείο. Υπάρχουν αίτια που τα παιδιά προτάσσουν διάφορες αφορμές για να μην πάνε σχολείο.
Μερικά παιδιά νιώθουν μοναξιά στο σχολείο. Μη έχοντας αναπτύξει κοινωνικές δεξιότητες από το σπίτι, την οικογένεια, πηγαίνουν στο σχολείο και μένουν απομακρυσμένα και απομονωμένα από τα υπόλοιπα παιδιά.
Ή ενδεχομένως να έχουν κάποιους φίλους στο οικογενειακό περιβάλλον, εκεί τριγύρω από το σπίτι, την οικογένεια, με αποτέλεσμα στο σχολείο να μένουν μόνα τους.
«Συνεπώς εάν ο δάσκαλος δεν διακρίνεται από ευαισθησία, ώστε να είναι σε θέση να ξεχωρίσει ένα παιδί που απομονώνεται, τότε δεν θα υπάρξει κινητοποίηση ούτε από την πλευρά των γονέων, αλλά μήτε και από την πλευρά του ίδιου του δασκάλου», σημειώνει ο κ. Παπάνης, επισημαίνοντας το εξής:
«Εάν δεν καταπολεμηθεί η αίσθηση αυτή της μοναξιάς που νιώθει το παιδάκι και η αιτία που μένει μόνο στο σχολείο, υπάρχει ο κίνδυνος αυτή η κατάσταση να μονιμοποιηθεί και να μην ξεπεραστεί εύκολα.
Μάλιστα, στην περίπτωση που μια τέτοια κατάσταση εμπεδωθεί από την πρώτη τάξη του Δημοτικού και τη Δευτέρα τάξη, τότε υπάρχει περίπτωση να το ακολουθεί σε όλη του τη ζωή, εκτός των άλλων προβλημάτων».
Το ποσοστό των παιδιών που δεν θέλουν να πάνε καθόλου σχολείο είναι 5% έως 10% των μαθητών.
Ενα ποσοστό παιδιών έχει αναπτύξει έτσι κι αλλιώς μια σχολική φοβία από πολύ μικρή ηλικία. Σχολική φοβία σημαίνει εξάρτηση από τους γονείς. Έτσι προφασίζονται διάφορες καταστάσεις, όπως ότι στο σχολείο τα δέρνουν τα άλλα παιδιά, ενδεχομένως ότι ο δάσκαλος είναι κακός κ.ο.κ.
Στην πραγματικότητα δεν ισχύει τίποτε απ’ όλα αυτά, αλλά τα λένε για να μείνουν στο σπίτι με τους γονείς τους.
«Οι μητέρες που λένε στα παιδιά τους πως όταν τη χρειαστούν θα είναι εκεί, κοντά τους, ενισχύουν το φόβο του παιδιού για το σχολείο», σημειώνει ο κ. Παπάνης και συνεχίζει: «Πρέπει να λένε στα παιδιά ότι το σχολείο είναι ένα καλό μέρος και να προσπαθούν να μην επεμβαίνουν. Να εκλείψουν φαινόμενα που η μητέρα προσπαθεί να μπει μέσα στην τάξη, να το κοιτάει συνέχεια από το παράθυρο ή να στέκεται έξω από την πόρτα της τάξης, εν ολίγοις να είναι υπερπροστατευτική. Αυτό δημιουργεί μια έντονη φοβία στο παιδάκι για το σχολείο».
«Η σχολική φοβία έχει τις ρίζες της στο γεγονός ότι όταν το παιδί ήταν βρέφος η μητέρα, το πρόσωπο δηλαδή που αγαπούσε περισσότερο, εξαφανιζόταν χωρίς να το προειδοποιήσει. Δηλαδή, εάν είχε κάποια δουλειά έφευγε χωρίς εκείνο να το καταλάβει και χωρίς να του μιλήσει, να του εξηγήσει γιατί πρέπει να λείψει και πότε θα επιστρέψει.
Θα έπρεπε να του πει: “Μωρό μου, φεύγω για λίγο και θα γυρίσω σε μισή ώρα, σ’ ένα τέταρτο”. Αυτό πρέπει να γίνεται, ακόμη και όταν το παιδί δεν μιλάει. Στην ηλικία των 8 με 18 μηνών το παιδί προσκολλάται στη μητέρα.
Συνεπώς, το άγχος είναι άλλη μια αιτία που ένα παιδί δεν θέλει να πηγαίνει στο σχολείο», εξηγεί ο κοινωνιολόγος, ενώ παρατηρεί:
«Πολλές φορές οι δάσκαλοι δεν έχουν αρκετή επάρκεια για να καταλάβουν τα ιδιαίτερα προβλήματα των παιδιών, με αποτέλεσμα το άγχος τους να επιτείνεται. Στο χώρο του σχολείου συγκεντρώνονται παρέες εναντίον άλλης παρέας ή ενός παιδιού και τα δέρνουν τα χτυπούν κ.ο.κ. Το παιδί μπορεί να φοβάται να το αναφέρει στους γονείς του ή δεν αποκλείεται οι γονείς να μη δίνουν αρκετή σημασία εάν τους το πει, με αποτέλεσμα –και είναι λογικό– το παιδάκι να φοβάται να πάει σχολείο».
Η υποβάθμιση του πολιτισμικού περιβάλλοντος
– Ένας άλλος λόγος που αρνούνται το σχολείο –αυτό αφορά κυρίως παιδιά μεγαλύτερων ηλικιών– είναι το γεγονός ότι έχουν χιλιάδες παραδείγματα για άτομα που πέτυχαν, αναδύθηκαν και εξελίχθηκαν χωρίς να έχουν πάει σχολείο. Πέτυχαν χωρίς να έχουν δώσει έμφαση στην εκπαίδευση. Για παράδειγμα ηθοποιοί, μοντέλα κ.ο.κ.
Δεν υπάρχει πια το πολιτισμικό περιβάλλον που να ενισχύει το σχολείο και την παιδεία. Άρα, το θέμα έχει και κοινωνικές προεκτάσεις. Τα πρότυπα που έχουν σήμερα τα παιδιά τα ωθούν σε επαγγέλματα που δεν απαιτούν γνώσεις.
Υπάρχουν και παθολογικά αίτια, όπως για παράδειγμα εάν ένα παιδάκι δεν ακούνε καλά ή δεν βλέπει καλά, έχει ως αποτέλεσμα να απομονώνεται.
Εδώ ο ρόλος των γονέων είναι σημαντικός. Να προσέχουν το παιδί τους και αν παρατηρήσουν π.χ. ότι τρίβει τα μάτια του συνέχεια ή χάνει σειρές, θα πει ότι υπάρχουν προβλήματα όρασης.
Συνεπώς, υπάρχουν και παθολογικά αίτια και πολλές φορές ο δάσκαλος, επειδή έχει πάρα πολλά παιδιά, δεν το αντιλαμβάνεται.
Συμπερασματικά, δεν υπάρχουν παιδιά που δεν θέλουν το σχολείο, αλλά υπάρχουν αιτίες, βαθύτερες, που ωθούν τα παιδιά μακριά από το σχολείο ή σε μοναχική διαδρομή μέσα σ’ αυτό.
«Ακριβώς έτσι είναι τα πράγματα. Μάλιστα, πολλές φορές τα παιδιά, όταν νιώθουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και παραγκωνισμένα στο σχολείο, δημιουργούν εναλλακτικές. Δηλαδή, δημιουργούν παρέες έξω από το σχολείο. Όταν συμβεί αυτό, τότε το σχολείο έχει φύγει τελείως από τη ζωή τους», επισημαίνει ο κ. Παπάνης.
-Οι γονείς θα πρέπει να ασχολούνται με τα παιδιά τους. Να παρατηρούν, να συζητούν, αλλά να μην είναι υπερπροστατευτικοί. Μέτρον άριστον…
Η επικοινωνία μεταξύ γονέα-δασκάλου είναι πάρα πολύ σημαντική και αυτό πρέπει να καλλιεργηθεί στα σχολεία, ώστε οι γονείς να γνωρίζουν τη συμπεριφορά του παιδιού τους αλλά και οι δάσκαλοι να γνωρίζουν για το μαθητή τους.
Ενας άλλος λόγος που τα παιδάκια δεν θέλουν να πάνε σχολείο είναι γιατί οι γονείς τους δεν τους έδωσαν κίνητρο, δεν τους μίλησαν για τη γνώση, την αξία και τη σημασία του κάθε μαθήματος.
«Τα παιδάκια αυτά δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί πηγαίνουν στο σχολείο. Οι γονείς τους χρησιμοποίησαν εκφράσεις του στιλ “μάθε γράμματα για να πετύχεις στη ζωή σου, “για να βρεις δουλειά” και παρόμοιες εκφράσεις, όπως “θα πας σχολείο για να γίνεις άνθρωπος”, παραγκωνίζοντας το νόημα στη μάθηση. Δεν τους εξήγησαν ποτέ το “γιατί” μαθαίνουν» εξηγεί ο κ. Παπάνης, προσθέτοντας πως οι γονείς θα έπρεπε να μιλήσουν και να εξηγήσουν στα παιδιά τους τι είναι το κάθε μάθημα και γιατί το μαθαίνουμε. Για παράδειγμα η Γεωγραφία.
Μαθαίνουμε πού βρίσκεται η κάθε πόλη, απλά, κατανοητά για ένα παιδί προσχολικής ηλικίας. Πάντα συγκεκριμένα πράγματα και όχι αοριστολογίες…
Περισσότερες συμβουλές εδώ.