Πρέπει η Πολιτεία να ενσκήψει στο θέμα για να λυθεί. → λάθος
Πρέπει η Πολιτεία να εγκύψει στο θέμα για να λυθεί. → σωστό
Πρέπει η Πολιτεία να εγκύψει στο θέμα για να λυθεί. → σωστό
Προσοχή !
εγκύπτω = σκύβω πάνω, εξετάζω προσεκτικά (σκύβω< αρχ. κύπτω)
Πολλοί ερευνητές έχουν εγκύψει στη θεραπεία τού καρκίνου.
ενσκήπτω = πλήττω ξαφνικά και με ορμή (αρχ. ενσκήπτω∙ πρβλ. σκήπτρο)
Στην Ινδονησία ενσκήπτουν καταστρεπτικές καταιγίδες.
Στην Ινδονησία ενσκήπτουν καταστρεπτικές καταιγίδες.
Περισσότερα γλωσσικά λάθη εδώ.