Υπέρ και γενική ή υπέρ και αιτιατική; Και τα δύο, αλλά με διαφορετική σημασία!
Η πρόθεση υπέρ, συντασσόμενη με γενική, έχει την έννοια της υπεράσπισης, της υποστήριξης, της ωφέλειας, της ευεργεσίας: έπεσε μαχόμενος υπέρ πίστεως και πατρίδος .
Η πρόθεση υπέρ, συντασσόμενη με αιτιατική, υποδηλώνει την υπέρβαση ποσού, πάνω ή/και πέρα από κάποιο ποσό: η γυναίκα μου είναι υπέρ το δέον ωραιοπαθής.
Αξίζει ν' αναφερθεί ότι το υπέρ το συναντάμε και σε άλλες τρεις περιπτώσεις:
Στη φράση τάσσομαι ή είμαι υπέρ, η οποία σημαίνει ότι υιοθετώ και υποστηρίζω κάτι, ασπάζομαι κάτι: η βουλή τάχθηκε υπέρ της κατάργησης των κλειστών επαγγελμάτων, αλλά και στη φράση τα υπέρ και τα κατά, στην οποία σημαίνει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα, τα συν και τα πλην μιας κατάστασης: ζύγισε προσεκτικά τα υπέρ και τα κατά της επιλογής του.
Τέλος, ως αχώριστο μόριο και πρώτο συνθετικό το υπέρ δίνει στη συντριπτική πλειοψηφία των λέξεων την έννοια της υπερβολής, του περισσότερου από το μέτριο ή από ένα όριο αναφοράς και σπανίως δίνει την έννοια της υπεράσπισης ή του τοπικού υπεράνω ή παραπέρα:
υπερτροφικός, υπερτρίχωση, υπερωκεάνιο υπερρεαλισμός, υπέρογκος (υπερβολή)
υπερώα (ο ουρανίσκος), υπερώο(ο εξώστης), υπερσιβηρικός, υπερυψώνω (τοπικό)
υπεραμύνομαι, υπερασπίζομαι, υπερψηφίζω (υπεράσπιση).
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης, φιλόλογος
Περισσότερα φιλολογικά θέματα εδώ.