Υποβολιμαίος σημαίνει καθ’ υπαγόρευσιν, κατευθυνόμενος και κακόβουλος.
Πρόκειται για αρχαία λέξη ὑποβολιμαῖος<ὑποβολή + -ιμαῖος[<-ιμος+ -αῖος] πρβλ. κλοπ-ιμαίος, επιστολ-ιμαίος, θηνησ-ιμαίος.
Ο τύπος υποβολιμιαίος είναι εσφαλμένος, από επίδραση άλλων επιθέτων σε –ιαίος(εβδομαδ-ιαίος, μην-ιαίος, ωρ-ιαίος, βαθμ-ιαίος) που δεν σχηματίζονται από –ιμος.
π.χ. «Απέδειξε ότι το δημοσίευμα ήταν υποβολιμαίο για να τον εκθέσει στην κοινή γνώμη».
Περισσότερα γλωσσικά λάθη εδώ.
Ο τύπος υποβολιμιαίος είναι εσφαλμένος, από επίδραση άλλων επιθέτων σε –ιαίος(εβδομαδ-ιαίος, μην-ιαίος, ωρ-ιαίος, βαθμ-ιαίος) που δεν σχηματίζονται από –ιμος.
π.χ. «Απέδειξε ότι το δημοσίευμα ήταν υποβολιμαίο για να τον εκθέσει στην κοινή γνώμη».
Περισσότερα γλωσσικά λάθη εδώ.