Παλιότερα, τα χρήματα λέγονταν «άσπρα». Έχεις άσπρα, έχεις άστρα, λέει μια παλιά παροιμία. Όχι, δεν ονομάστηκαν «άσπρα» τα νομίσματα επειδή ήταν ασημένια, άρα λευκά• το λευκό χρώμα ονομάστηκε έτσι επειδή έμοιαζε με τα νομίσματα: Στα λατινικά asper σημαίνει «τραχύς». Το νιόκοπο ασημένιο νόμισμα, τραχύ και λαμπερό πριν λειανθεί από τη χρήση, ονομαζόταν nummus asper, τραχύ νόμισμα. Σιγά-σιγά έμεινε μόνο το επίθετο, asper, και πήρε θέση ουσιαστικού, και πέρασε στα βυζαντινά ελληνικά (από τον πληθυντικό: aspera, aspra) όπου άσπρα ονομάστηκαν τα ασημένια νομίσματα μικρής αξίας. Και επειδή το ασήμι είναι λευκό, η λέξη άσπρο έφτασε να εκφράζει τη λευκότητα, κι έγινε συνώνυμο της λέξης «λευκός» και μάλιστα την υποκατέστησε στη λαϊκή γλώσσα.
Η λέξη όμως κράτησε και την πρωταρχική σημασία της κυρίως στη λαϊκή γλώσσα και χρησιμοποιήθηκε στο μεσαίωνα για να περιγράψει διάφορους τύπους νομισμάτων χαμηλής συνήθως αξίας, πολλές φορές μάλιστα σε αντιδιαστολή με τα φλωρία που ήταν συνήθως κιτρινωπά και μεγαλύτερης αξίας. Στο τέλος έφτασε να σημαίνει γενικά τα χρήματα.
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.