Γράφει ο Μανώλης Δημελλάς.
Αν οι φτωχοί δεν έδιναν το αίμα εσύ δεν θα φορούσες στέμμα.
Βασίλης Τσαβαλιάρης. Σας λέει τίποτε αυτό το όνομα;
Πάνε τα παιδιά μου…… η τελευταία του φράση.
Η ιστορία του δεν γράφτηκε με φωτεινά γράμματα.
Ούτε τον μνημονεύουν σε φιλολογικά μνημόσυνα.
Τον Βασίλη τον πήρε μια σφαίρα το 1940. Μα το ιδιαίτερο στην ιστορία του είναι που χάθηκε το ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου.
Έξω από ένα φυλάκιο και λίγο πριν εκπνεύσει το τελεσίγραφο των Ιταλών. Στην πρώτη-πρώτη, επίθεση τους.
Ο Τσαβαλιάρης είναι ο πρώτος νεκρός στρατιώτης του πολέμου.
Με καταγωγή από την Πιαλεία Τρικάλων αφήνει πίσω οικογένεια. Την γυναίκα του μα και τρία παιδιά. Σε μαύρη φτώχεια.
Ο μεγάλος γιος θυμάται. Βουρκώνει.
Μεγαλώσαμε δύσκολα. Δεν είχαμε,…τίποτα. Κυριολεκτεί.
Έκαμε το καθήκον του. Μα τι είναι το καθήκον μας;
Στο λεξικό βρήκα πως είναι αυτό που οφείλει να πράξει κάποιος, ακολουθώντας γραπτούς ή άγραφους κανόνες, τη συνείδηση ή τη θρησκεία, την κοινωνία, το έθιμο ή τον ηθικό νόμο επαγγελματικά καθήκοντα, οικογενειακό καθήκον, ηθικό καθήκον.
Συνώνυμο του είναι η υποχρέωση και το χρέος. Που όπως διαβάζω στον Μπαμπινιώτη είναι η οφειλή μας. Η λέξη χρη, που δήλωσε το «πρέπει, ό,τι γεννά υποχρέωση ή ανάγκη», έδωσε δύο λέξεις-κλειδιά τής καθημερινής ζωής των Ελλήνων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, τις λέξεις χρήμα και χρέος.
Εδώ είμαστε. Τι χρώσταγε ο Βασίλης Τσαβαλιάρης που το πλήρωσε με την ζωή του;
Μάλιστα έφυγε πριν αρχίσει να γράφεται η ιστορία.
Σε μια ιστορία που ο ίδιος, δεν φαίνεται να χωράει.
Σπουδαία η Ελληνική γλώσσα αποδίδει όλα τα συναισθήματα μα και διφορούμενη, αμφίσημη. Έτσι και η ζωή μας.
Πως θα περιγράφατε εσείς την ιστορία του Βασίλη; Άξιζε να δώσει ότι , κυριολεκτικά, είχε; Για την πατρίδα του;
Ποια τελικά είναι αυτή η πατρίδα; και με ποιο δικαίωμα όλοι αυτοί οι περισπούδαστοι νομοθέτες και πολιτικοί ανοίγουν ένα πηγάδι και μας πετούν βίαια μέσα; Μήπως γιατί μαζί τα φάγαμε;
Περπατώ στους δρόμους τις Χαλκίδας, η επαρχία αυτή την εποχή στέκεται καλύτερα. Παίζουν τάβλι, σχολιάζουν, μα στέκονται δημιουργικά σε ένα χωροχρόνο που προκαλεί τουλάχιστον θλίψη. Δύσκολο να βλέπεις τους διπλανούς να υποφέρουν.
Γίνεται ακόμη πιο ζόρικο όταν τοποθετούν τις κοινωνικές ομάδες απέναντι. Τραγικό όταν η διανόηση του τόπου όταν η αριστερά δεν παίρνει δυναμική θέση. Δεν στέκεται αρωγός και οδηγός σε όλη την καταστροφολογία που μας πάει με 1000 (μόνο;) στον πάτο.
Η αντίδραση είναι ατομική, έτσι βολεύει, άρα και στενή, ίσα που χωρά σε ένα σπίτι. Εξατμίζεται με ένα καλό δείπνο. Ο χορτάτος δεν καταλαβαίνει, δεν νιώθει τον πεινασμένο.
Οι άνθρωποι δεν είναι ούτε ευτυχισμένοι ούτε δυστυχισμένοι. Είναι απλώς τραγικοί. Γράφει ο κορυφαίος, Σταύρος Σταυρόπουλος.
Δεν έχουν φωταύγεια όλοι οι άνθρωποι. Ευτυχώς.
Μπορεί στο τιμόνι οι οδηγοί να μην έχουν δίπλωμα.
Να ξεκίνησαν τις ανθρωποθυσίες.
Μα κάθε που φέρνω τον Τσαβαλιάρη μπροστά, λέω, δεν μπορεί στην στροφή θα μετρηθούμε, τουλάχιστον θα δούμε πως σε αυτή την διαδρομή είμαστε όλοι μαζί.
Πάνε τα παιδιά μου…… η τελευταία του φράση.
Η ιστορία του δεν γράφτηκε με φωτεινά γράμματα.
Ούτε τον μνημονεύουν σε φιλολογικά μνημόσυνα.
Τον Βασίλη τον πήρε μια σφαίρα το 1940. Μα το ιδιαίτερο στην ιστορία του είναι που χάθηκε το ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου.
Έξω από ένα φυλάκιο και λίγο πριν εκπνεύσει το τελεσίγραφο των Ιταλών. Στην πρώτη-πρώτη, επίθεση τους.
Ο Τσαβαλιάρης είναι ο πρώτος νεκρός στρατιώτης του πολέμου.
Με καταγωγή από την Πιαλεία Τρικάλων αφήνει πίσω οικογένεια. Την γυναίκα του μα και τρία παιδιά. Σε μαύρη φτώχεια.
Ο μεγάλος γιος θυμάται. Βουρκώνει.
Μεγαλώσαμε δύσκολα. Δεν είχαμε,…τίποτα. Κυριολεκτεί.
Έκαμε το καθήκον του. Μα τι είναι το καθήκον μας;
Στο λεξικό βρήκα πως είναι αυτό που οφείλει να πράξει κάποιος, ακολουθώντας γραπτούς ή άγραφους κανόνες, τη συνείδηση ή τη θρησκεία, την κοινωνία, το έθιμο ή τον ηθικό νόμο επαγγελματικά καθήκοντα, οικογενειακό καθήκον, ηθικό καθήκον.
Συνώνυμο του είναι η υποχρέωση και το χρέος. Που όπως διαβάζω στον Μπαμπινιώτη είναι η οφειλή μας. Η λέξη χρη, που δήλωσε το «πρέπει, ό,τι γεννά υποχρέωση ή ανάγκη», έδωσε δύο λέξεις-κλειδιά τής καθημερινής ζωής των Ελλήνων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, τις λέξεις χρήμα και χρέος.
Εδώ είμαστε. Τι χρώσταγε ο Βασίλης Τσαβαλιάρης που το πλήρωσε με την ζωή του;
Μάλιστα έφυγε πριν αρχίσει να γράφεται η ιστορία.
Σε μια ιστορία που ο ίδιος, δεν φαίνεται να χωράει.
Σπουδαία η Ελληνική γλώσσα αποδίδει όλα τα συναισθήματα μα και διφορούμενη, αμφίσημη. Έτσι και η ζωή μας.
Πως θα περιγράφατε εσείς την ιστορία του Βασίλη; Άξιζε να δώσει ότι , κυριολεκτικά, είχε; Για την πατρίδα του;
Ποια τελικά είναι αυτή η πατρίδα; και με ποιο δικαίωμα όλοι αυτοί οι περισπούδαστοι νομοθέτες και πολιτικοί ανοίγουν ένα πηγάδι και μας πετούν βίαια μέσα; Μήπως γιατί μαζί τα φάγαμε;
Περπατώ στους δρόμους τις Χαλκίδας, η επαρχία αυτή την εποχή στέκεται καλύτερα. Παίζουν τάβλι, σχολιάζουν, μα στέκονται δημιουργικά σε ένα χωροχρόνο που προκαλεί τουλάχιστον θλίψη. Δύσκολο να βλέπεις τους διπλανούς να υποφέρουν.
Γίνεται ακόμη πιο ζόρικο όταν τοποθετούν τις κοινωνικές ομάδες απέναντι. Τραγικό όταν η διανόηση του τόπου όταν η αριστερά δεν παίρνει δυναμική θέση. Δεν στέκεται αρωγός και οδηγός σε όλη την καταστροφολογία που μας πάει με 1000 (μόνο;) στον πάτο.
Η αντίδραση είναι ατομική, έτσι βολεύει, άρα και στενή, ίσα που χωρά σε ένα σπίτι. Εξατμίζεται με ένα καλό δείπνο. Ο χορτάτος δεν καταλαβαίνει, δεν νιώθει τον πεινασμένο.
Οι άνθρωποι δεν είναι ούτε ευτυχισμένοι ούτε δυστυχισμένοι. Είναι απλώς τραγικοί. Γράφει ο κορυφαίος, Σταύρος Σταυρόπουλος.
Δεν έχουν φωταύγεια όλοι οι άνθρωποι. Ευτυχώς.
Μπορεί στο τιμόνι οι οδηγοί να μην έχουν δίπλωμα.
Να ξεκίνησαν τις ανθρωποθυσίες.
Μα κάθε που φέρνω τον Τσαβαλιάρη μπροστά, λέω, δεν μπορεί στην στροφή θα μετρηθούμε, τουλάχιστον θα δούμε πως σε αυτή την διαδρομή είμαστε όλοι μαζί.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.