Όλα ξεκίνησαν στις 15 Αυγούστου 1909 μια μυστική οργάνωση στρατιωτικών που έδρασε στην Ελλάδα στις αρχές του 20ού αιώνα, υπό την ονομασία Στρατιωτικός Σύνδεσμος, προχώρησε σε κίνημα στο Γουδί με αιτήματα μεταρρυθμίσεις στο στράτευμα, τη δικαιοσύνη, την παιδεία και την πολιτική ζωή της χώρας.
Απο το 1897, λόγω του ατυχούς ελληνοτουρκικού πολέμου, η Ελλάδα βιώνε μια εξευτελιστική συντριβή, την εποχή μάλιστα που η κοινωνία της βρισκόταν στο απόγειο της εθνικής και αλυτρωτικής έξαρσης. Είχε υποστεί την οικονομική και πολιτική κατάρρευση του κράτους της, δεδομένο που συνεπαγόταν τον ισχυρό κλονισμό της αξιοπιστίας της στο εξωτερικό και την εκδήλωση της περιφρόνησης από το μέτωπο των ισχυρών της Ευρώπης. Είχε ανεχθεί τέλος, την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, κατάφωρη μείωση της εθνικής κυριαρχίας.
Ένα χρόνο πριν το κίνημα στο Γουδί , το 1908 η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης στη διακήρυξη εκ μέρους των Κρητών της Ένωσης με την Ελλάδα , δηλαδή η αποδοχή της διατήρησης της Κρήτης υπό την τουρκική επικυριαρχία, προτάσσοντας την πάση θυσία αποφυγή ελληνοτουρκικού πολέμου και υπακούοντας στην επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, έπληξε για άλλη μια φορά το κύρος του βασιλιά και του περιβάλλοντός του, ως προς την ικανότητά τους στη διαχείριση των εθνικών θεμάτων.
Στο χώρο των Ελλήνων αξιωματικών κυριαρχούσε αίσθημα ταπείνωσης και μειονεξίας, καταγόμενο από την ήττα του '97 και διαιωνιζόμενο από την "άψογον", όπως ειρωνικά ονομάστηκε, στάση της Ελλάδας στις σχέσεις με την Τουρκία, ειδικά με αφορμή την διακήρυξη της Ένωσης της Κρήτης. Ταυτόχρονα, καθολική είναι η δυσαρέσκεια απέναντι στον πολιτικό κόσμο, υπεύθυνο για την ανεπάρκεια του εξοπλισμού του στρατού, την εν γένει κακή κατάστασή του. Το κλίμα αναστάτωσης συμπλήρωναν τα παράπονα για ευνοιοκρατία αλλά και κάποιες γερμανικής εμπνεύσεως ρυθμίσεις που παρακώλυαν τις προαγωγές και απειλούσαν με στασιμότητα τη σταδιοδρομία πολλών αξιωματικών, φαινόμενα συνδεμένα και τα δύο με τον πρίγκηπα Κωνσταντίνο, τον επικεφαλής του στρατεύματος.
Εξάλλου, η οικονομική κρίση το 1908, αποτέλεσμα της αδυναμίας διάθεσης των γεωργικών προϊόντων στο εξωτερικό και της διεθνούς ύφεσης που μείωσε τα εμβάσματα Ελλήνων από την Αίγυπτο και την Αμερική, έπληξε και τα εισοδήματα των στρατιωτικών, οι οποίοι, όπως και άλλες επαγγελματικοκοινωνικές ομάδες, στηρίζονταν εκτός του μισθού τους σε οικογενειακούς, αγροτικούς κυρίως, πόρους.
Στο κλίμα αναβρασμού που υπήρξε στις ένοπλες δυνάμεις έπαιξε ρόλο κι ένα ακόμη γεγονός. Ήταν έντονη η επίδραση που είχε στους Έλληνες αξιωματικούς η κίνηση των Νεοτούρκων, της "Ένωσης και Προόδου", η οποία ενέτεινε το υπάρχον αίσθημα μειονεξίας, αντιπαραθέτοντας στην αναγεννητική προσπάθεια των Τούρκων το τέλμα της Ελλάδας. Έτσι, αρκετοί κατώτεροι κυρίως αξιωματικοί ίδρυσαν μια μυστική εταιρεία, η οποία άρχισε να αριθμεί όλο και περισσότερα μέλη, το Στρατιωτικό Σύνδεσμο, που τέθηκε τελικά υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Νικόλαου Ζορμπά.
Μέσα σε αυτό το κλίμα γεννήθηκε ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, από τη σύμπραξη μιας ομάδας υπαξιωματικών υπό τον ταγματάρχη Γεώργιο Σ. Καραϊσκάκη, εγγονό του στρατηγού της Ρούμελης, και μιας ομάδας κατώτερων αξιωματικών υπό τους Θεόδωρο Πάγκαλο και Επαμεινώνδα (Παμμίκο) Ζυμβρακάκη. Η ομάδα των υπαξιωματικών ιδρύθηκε πρώτη (συμμετείχαν σε αυτήν μεταξύ άλλων και οι Νικόλαος Πλαστήρας και Γεώργιος Κονδύλης) και είχε ως αιχμή επαγγελματικά αιτήματα. Η ομάδα των «λοχαγών» ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1908 με έναν πυρήνα περί τους υπολοχαγούς Θεόδωρο Πάγκαλο και Χρήστο Χατζημιχάλη. Αυτοί, υπέγραψαν το πρώτο πρωτόκολλο του «Στρατιωτικού Συνδέσμου».
Η ύπαρξη του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» έγινε ευρύτερα γνωστή στις 25 Ιουνίου του 1909 όταν ο φρούραρχος Αθηνών, συνταγματάρχης Σχινάς, εισέβαλλε απρόσκλητος στο σπίτι του υπολοχαγού Χατζημιχάλη, την ώρα που πραγματοποιούσαν συνωμοτική σύσκεψη 181 αξιωματικοί - μέλη της οργάνωσης, απ' όλα τα όπλα και μέχρι του βαθμού του συνταγματάρχη. Ομως η οργάνωση αυτή είχε προϊστορία... Γράφει ο στρατηγός Θ. Πάγκαλος στα απομνημονεύματα του: «Τον Οκτώβριον του 1908 συνήλθεν εις την οικίαν μου, επί της οδού Αριστοτέλους 37, ολιγάριθμος ομάς υπολοχαγών και ανθυπολοχαγών όπως συσκεφθώμεν περί του τρόπου ενεργείας προς αντιμετώπισιν της καταστάσεως. Μετά πολύωρον συζήτησιν απεφασίσαμεν τότε κατά πλειοψηφίαν ότι έπρεπε να συγκροτηθή Στρατιωτικός Σύνδεσμος, ο οποίος να επιβάλη Κυβέρνησιν έξω των κομμάτων, ήτις, υπό την επίβλεψιν του Συνδέσμου, να έχη δικτατορικήν εξουσίαν όπως προβή τάχιστα ''εις ανασυγκρότησιν των ενόπλων δυνάμεων της χώρας κατά ξηράν και κατά θάλασσαν'' ως ανεγράφετο εις το αρχικόν σχέδιον του οικείου πρωτοκόλλου... Ούτω τον Οκτώβριο του 1908 ιδρύετο ο Σ.Σ. (σ.σ. Στρατιωτικός Σύνδεσμος) και ουχί τον Αύγουστο του 1909 ως ανεγράφεται υπό πάντων ανεξαιρέτως όσοι ησχολήθησαν με την ιστορία του ''Γουδί'' πλανηθέντες εκ της κατά Ιούνιον του 1909 πρώτης εμφανίσεως αυτού εν την οικία Χατζημιχάλη».
Στην πραγματικότητα βέβαια, η συνωμοτική ομάδα των στρατιωτικών για την οποία κάνει λόγο ο Πάγκαλος δεν ήταν η μόνη που δρούσε στο στράτευμα, αν και σ' αυτή ανήκει η τιμή ότι έδωσε στην όλη στρατιωτική συνωμοτική οργάνωση το ιστορικό όνομα «Στρατιωτικός Σύνδεσμος» και προηγήθηκε της συγκρότησης άλλων ομάδων, γεγονός που επιβεβαιώνεται από διάφορες ιστορικές πηγές. Για την ακρίβεια μετά την ομάδα του Πάγκαλου, ομάδα συγκρότησαν τόσο οι λοχαγοί, όσο και οι υπαξιωματικοί. «Το Καλοκαίρι του 1909- γράφει ο Τ. Βουρνάς- εξελίσσονται στο στρατό τρεις παράλληλες συνωμοτικές κινήσεις: των υπαξιωματικών, των ανθυπολοχαγών και των λοχαγών».
Ολες αυτές οι ομάδες, παρά τις διαφορές αντιλήψεων που είχαν μεταξύ τους, μπόρεσαν να βρουν μια κοινή γραμμή πλεύσης, αρχής γενομένης από τη σύσκεψη, που προαναφέραμε, στο σπίτι του υπολοχαγού Χατζημιχάλη. Στη συνέχεια συγκρότησαν 15μελή προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή από έξι λοχαγούς κι εννέα κατώτερους, που όμως όταν απέκτησε μονιμότερα χαρακτηριστικά και ξανασχηματίστηκε την αποτελούσαν 7 λοχαγοί και 2 υπολοχαγοί γεγονός που σήμαινε μια μετατόπιση της ηγεσίας προς τις ανώτερες τάξεις των αξιωματικών. Η Διοικούσα Επιτροπή κατέληξε στο οριστικό πρωτόκολλο του Συνδέσμου, ενώ στις αρχές Αυγούστου 1909 η οργάνωση απέκτησε γενικό αρχηγό το συνταγματάρχη του Πυροβολικού Ν. Ζορμπά. Γράφει γι' αυτόν ο Γ. Κορδάτος8: «Ηταν τίμιος, μυαλωμένος και σαν αξιωματικός και άνθρωπος είχε καλή φήμη. Δεν έκανε όμως για αρχηγός. Οι επαναστάσεις που χαράζουν καινούριους δρόμους βρίσκουν και τον κατάλληλο αρχηγό... Ανάμεσα όμως στους αξιωματικούς δεν υπήρχε τότε άλλος που να έχει κύρος και να είναι σεβαστός. Ο Ζορμπάς ήταν ο καλύτερος. Ο καλύτερος όμως ως την ώρα που η επανάσταση βρισκόταν στην οργανωτική περίοδο. Από τη στιγμή όμως που άρχισε η δράση δεν ήταν ο κατάλληλος».
Χωρίς αμφιβολία ο Κορδάτος έχει απόλυτα δίκιο όσον αφορά την αδυναμία του Ζορμπά να ηγηθεί μιας ριζοσπαστικής επανάστασης, αλλά αν ο Ζορμπάς ήταν πρόβλημα -και μάλιστα μέγιστο- αυτό αφορούσε και την περίοδο της προπαρασκευής. Για να είμαστε ακριβείς, ο Ζορμπάς ήταν ο καταλληλότερος αρχηγός για να εκφράσει τους συμβιβασμούς που είχαν συντελεστεί μεταξύ των ομάδων των στρατιωτικών που συγκρότησαν το «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» στην τελική του μορφή και πραγματοποίησαν το κίνημα. Οι συμβιβασμοί αυτοί είχαν προκαλέσει υποχώρηση των ριζοσπαστικών στοιχείων, γεγονός που φαίνεται ξεκάθαρα στο πρόγραμμα που έδωσαν οι κινηματίες στη δημοσιότητα στις 15 Αυγούστου.
Ο Σύνδεσμος ήλθε σε επαφή με την ομάδα Καραϊσκάκη, αλλά και με την ομάδα υπό τον ίλαρχο Παύλο Ζυμβρακάκη και έτσι άρχισε η ραγδαία επέκτασή της. Στις 25 Ιουνίου, 181 αξιωματικοί συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του υπολοχαγού Χατζημιχάλη για τη σύνταξη προγραμματικών αρχών. Η διαρροή της είδησης προκάλεσε την πτώση της κυβέρνησης Θεοτόκη, ενώ οι κατευναστικές προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία δηλώσεις (σχετικά με το Κρητικό και το Μακεδονικό) της κυβέρνησης Ράλλη προκάλεσαν την οργή του Συνδέσμου.
Συγκεκριμένα, τον Ιούνιο του 1909, μπροστά στο φόβο πραξικοπήματος, η κυβέρνηση του Δ. Ράλλη επιτέθηκε στο Στρατιωτικό Σύνδεσμο με ένα κύμα μεταθέσεων, καθώς και παραπομπή 12 αξιωματικών σε ανακριτικό συμβούλιο προς απόταξη.
Όταν η εφημερίδα Χρόνος, διερμηνεύοντας τις θέσεις του Συνδέσμου, επιτέθηκε κατά «της βουλευτικής φεουδαρχίας των κομματικών συμμοριών και των Αυλών», ζητώντας μεταρρυθμίσεις και απομάκρυνση του Διαδόχου Κωνσταντίνου, καθώς και των πριγκίπων από το στράτευμα, ο Ράλλης προχώρησε σε συλλήψεις. Ο κύβος είχε ριφθεί. Στις 14 Αυγούστου, με μια παράτολμη ενέργειά του, ο Πάγκαλος απελευθερώνει τους κρατουμένους αξιωματικούς Σάρρο και Ταμπακόπουλο, προκαλώντας την οργή του Ράλλη, που διατάζει επιφυλακή και δεκάδες συλλήψεων. Τη νύχτα προς τη 15η Αυγούστου, ο Σύνδεσμος προχωρά στο Κίνημα στο Γουδί το οποίο επικρατεί άμεσα.
Στο πρόγραμμά τους οι κινηματίες ξεκαθάριζαν ότι: Δεν επιδίωκαν να καταργήσουν τη δυναστεία των Γλύξμπουργκ ή να αντικαταστήσουν το βασιλιά. Δεν επιδίωκαν επίσης ούτε την εγκαθίδρυση στρατοκρατίας ή την αλλαγή του Συνάγματος, ούτε την κατάργηση της κυβέρνησης, ούτε την αύξηση ή την απομάκρυνση στελεχών των Ενοπλων Δυνάμεων. Με άλλα λόγια δήλωναν πλήρη σεβασμό στις δομές του καθεστώτος.
Εξέφραζαν όμως την παράκληση να απομακρυνθούν από το στράτευμα ο διάδοχος του θρόνου Κωνσταντίνος και οι πρίγκιπες Νικόλαος, Χριστόφορος και Ανδρέας, καθώς και ο επίδοξος διάδοχος Γεώργιος. Επίσης με το ίδιο ύφος ζητούσαν στο μέλλον οι υπουργοί των Στρατιωτικών και των Ναυτικών να προέρχονται από τους εν ενεργεία ανωτέρους αξιωματικούς ή απ' αυτούς που βρίσκονταν σε διαθεσιμότητα.
Ακόμη διατύπωναν την ευχή όπως «ο σχεδόν πενόμενος λαός ν' ανακουφισθή εκ των επαχθών φόρων». Τέλος υπέβαλλαν ένα πρόγραμμα στρατιωτικής οργάνωσης των κατά ξηρά και θάλασσα δυνάμεων, το οποίο βεβαίως, εκτός ορισμένων καινοτομιών που περιείχε, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί και ιδιαίτερα τολμηρό.
Το κίνημα στο Γουδί κάθε άλλο παρά είχε πρόγραμμα ριζοσπαστικών αλλαγών για την ελληνική πραγματικότητα εκείνης της εποχής. Εντούτοις οι δυνατότητες για τέτοιες αλλαγές υπήρξαν μεγάλες και οι συνθήκες ώριμες. Οι επιτυχίες του κινήματος από την πρώτη στιγμή της εκδήλωσής του το φανερώνουν, όπως άλλωστε εμφανής είναι και η σαθρότητα της καθεστηκυΐας, μέχρι τη στιγμή που εκδηλώθηκε το κίνημα, τάξης πραγμάτων.
Το κίνημα, χωρίς να το επιδιώξει, συμπαρέσυρε σε πτώση την κυβέρνηση του Δ. Ράλλη, ενώ υποχρέωσε τα ανάκτορα να αποδεχτούν ένα από τα βασικά του αιτήματα, που ήταν η απομάκρυνση του διαδόχου και των πριγκίπων από το στράτευμα. Στο μεταξύ, μέρα με τη μέρα οι κινηματίες συγκέντρωναν γύρω τους ευρεία λαϊκή υποστήριξη. Στις 14 Σεπτέμβρη 1909 ο λαός της Αθήνας και του Πειραιά με συλλαλητήριο εξέφρασαν την υποστήριξή τους στο κίνημα, διατυπώνοντας αληθινά ριζοσπαστικές διεκδικήσεις για την εποχή, όπως: Επιβολή φόρου στο εισόδημα, προστασία της παραγωγής, μεταβολή των υπαλλήλων σε υπηρέτες του λαού, βελτίωση της θέσης των εργατών, καταδίκη της τοκογλυφίας. Παρ' όλα αυτά η ηγεσία του Συνδέσμου κάθε άλλο παρά εκμεταλλεύεται την υποστήριξη και το ριζοσπαστισμό των μαζών. Συντηρητική φύσει και θέση αναζητεί το συμβιβασμό με την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, επιδιώκοντας μικροαλλαγές.
Τους όρους των επαναστατών αποδέχθηκε ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, που σχημάτισε κυβέρνηση μετά την παραίτηση του Ράλλη, οπότε και ο αρχηγός του Συνδέσμου, συνταγματάρχης Νικόλαος Ζορμπάς, έδωσε διαταγή στις επαναστατημένες μονάδες να γυρίσουν στις θέσεις τους, χωρίς έτσι να εγκαθιδρυθεί δικτατορία, σύμφωνα με τις παροτρύνσεις μεγάλης μάζας του λαού και του φοιτητικού κόσμου.
Το μεγαλειώδες συλλαλητήριο των συντεχνιών της Αθήνας και του Πειραιά, που πραγματοποιήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου, έκανε πρόδηλη πλέον την υποστήριξη του λαού στις θέσεις του Συνδέσμου, ενώ η υποστήριξη που βρήκε το Κίνημα προκάλεσε την έντονη ανησυχία των κομμάτων, του θρόνου και των ξένων δυνάμεων. Σε γενικές γραμμές ο Σύνδεσμος δεν προχώρησε σε κάποια πιο ριζοσπαστική πολιτική κίνηση, όπως επιβολή δικτατορικής κυβέρνησης, παρα περιορίστηκε σε έμμεσες πιέσεις προς τα υπουργεία και το κοινοβούλιο με στόχο την ικανοποίηση των στόχων του, κάτι για το οποίο επικρίθηκε έντονα απο τον Ελευθέριο Βενιζέλο, όταν ήρθε στην Ελλάδα.
Χωρίς αμφιβολία το κίνημα στο Γουδί εξέφραζε την έντονη και για πολλά χρόνια συσσωρευμένη λαϊκή αγανάκτηση στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, της συμμαχίας δηλαδή των ανώτερων στρωμάτων της αστικής τάξης, όπως αυτή εμφανίστηκε στην Ελλάδα.
Σε καμία όμως περίπτωση δεν μπορούσε να προχωρήσει περισσότερο, δεδομένης και της κύριας αδυναμίας του να παίξει πρωτόβουλο και ανεξάρτητο πολιτικό ρόλο στις εξελίξεις. Την κατάσταση αυτή σφραγίζει η είσοδος του Ελευθερίου Βενιζέλου στην ελληνική πολιτική σκηνή, ο οποίος καλείται από το «Στρατιωτικό Σύνδεσμο», στα τέλη του 1909, να έρθει, στην τότε Ελλάδα, από την Κρήτη που δεν είχε ακόμη ενσωματωθεί στην ελληνική επικράτεια. «Η άφιξή του --γράφει ο Σβορώνος-- ανοίγει νέα περίοδο στην ελληνική Ιστορία».
Με την άφιξή του στην Αθήνα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος άρχισε επαφές με τα μέλη του Στρατιωτικού Συνδέσμου καθώς και με τους πολιτικούς αρχηγούς των κομμάτων. Βασικές προτάσεις του, που έγιναν αποδεκτές από τον Σύνδεσμο αλλά και από αρκετούς πολιτικούς, ήταν η, αντισυνταγματική, σύγκληση αναθεωρητικής βουλής, και όχι συντακτικής, μη θέτοντας έτσι πολιτειακό ζήτημα, η διάλυση του Στρατιωτικού Συνδέσμου μετά την σύγκληση αναθεωρητικής βουλής, η απομάκρυνση των βασιλοπαίδων από τον στρατό και ο διορισμός νέας κυβέρνησης υπό τον Στέφανο Δραγούμη.
Την 1η Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνεδρίαση της Βουλής σχετικά με την ψήφιση της προτάσεως περί αναθεωρήσεως μη θεμελιωδών διατάξεων του συντάγματος, πρόταση που ψηφίστηκε με 150 ψήφους υπέρ και 11 κατά. Κατά την προεκλογική περίοδο ο Βενιζέλος έλειπε στο εξωτερικό, στην Ελβετία και την Ιταλία επιστρέφοντας οκτώ ημέρες μετά την διεξαγωγή των εκλογών. Κατά τις εκλογές της 8ης Αυγούστου 1910 η παράταξη του Βενιζέλου πέτυχε σημαντική νίκη έναντι των συνασπισμένων παλαιών κομμάτων αποκτώντας ευρεία πλειοψηφία στη Βουλή.
Μετά απο μια ομολογουμένως, πετυχημένη στρατιωτική και διπλωματική προετοιμασία η Ελλάδα βγαίνει νικηφόρα απο τους δύο βαλκανικούς πολέμους του 1912 - 1914.
Απο το 1914 μέχρι το 1915 στην Ελλάδα όλοι ξέρουν πως υποβόσκει μια έντονη καχυποψία μεταξύ βασιλέως Κωνσταντίνου του Β' και του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου γύρω απο την αρμόζουσα πολιτική που πρέπει να εφαρμόσει στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο και συγκεκριμένα με ποιόν συνασπισμό θα συμμαχήσει.
Από τη μια μεριά βρίσκονται οι οπαδοί της Αντάντ (με ηγέτη τον πρωθυπουργό και ηγέτη του Κόμματος των φιλελευθέρων Ε. Βενιζέλο) και από την άλλη μια ευρύτατη σύμπραξη πολιτικών δυνάμεων, που περιλαμβάνει γερμανόφιλους και θιασώτες της ουδετερότητας (με ουσιαστικό εκφραστή το βασιλιά Κωνσταντίνο).
Η πρώτη παράταξη υποστηρίζει ότι η συμπόρευση με τους Αγγλογάλλους θα λειτουργήσει υπέρ της εκπλήρωσης των ελληνικών αλυτρωτικών πόθων (με δεδομένο ότι η Τουρκία είχε ήδη συστρατευτεί με τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες, ενώ η Βουλγαρία προσανατολιζόταν προς αυτή την κατεύθυνση).
Η δεύτερη παράταξη απαντά ότι η χώρα, αν εμπλακεί στην πολεμική αναμέτρηση, θα μπει απλώς σε επικίνδυνες εθνικές περιπέτειες, για να υπηρετήσει τα αγγλογαλλικά συμφέροντα.
Μέχρι το 1915 η Ελλάδα παρέμεινε εκτός της σύρραξης. Της ζήτησε όμως η Αντάντ να πάρει μέρος στην εκστρατεία στα Δαρδανέλλια. Ο Βενιζέλος, που ήθελε να μπει η χώρα στον πόλεμο με την Αντάντ, πιστεύοντας στην τελική νίκη της, διαφώνησε με το βασιλιά, υπέβαλε την παραίτησή του και πήγε για ταξίδι ξεκούρασης και αναψυχής στην Αίγυπτο. Η Βουλή διαλύθηκε κατόπιν βασιλικού διατάγματος κι έγιναν εκλογές στις 31 Μαΐου 1915, με το Βενιζέλο να τις παρακολουθεί από τη Μυτιλήνη, που έδωσαν την πλειοψηφία στο Κόμμα των Φιλελευθέρων. Ο βασιλιάς με βαριά καρδιά και πολύ απογοητευμένος, μιας και πίστευε ότι η πολεμική του δράση θα ανταμείβετο και στην κάλπη από τον ελληνικό λαό, ο οποίος τον αποθέωνε δυο χρόνια πριν κατά την επιστροφή από το μέτωπο και εκδήλωνε ακόμα την αγάπη του, έδωσε εντολή στο Βενιζέλο να σχηματίσει κυβέρνηση, από την επόμενη κιόλας μέρα όμως ψάχνοντας αφορμές να σύρει τη χώρα σε νέες εκλογές.
Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε αποφασίσει να απαλλαγεί από τον Κρητικό πολιτικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι για δύο ακόμα μήνες μέχρι τον Αύγουστο του 1915 συνέχισε να άρχει της χώρας η ηττημένη εκλογικά πρώην κυβέρνηση του Γούναρη, καθότι ο βασιλιάς προφασιζόμενος ασθένεια καθυστερούσε να προχωρήσει στη σύγκληση της νέας βουλής. Τελικώς, όταν συγκλήθηκε η νέα βουλή, ο πρωθυπουργός Βενιζέλος, τόνισε σε κοινοβουλευτική ομιλία του ότι η Ελλάδα θα έμενε ουδέτερη εκτός αν έκτακτες περιστάσεις την υποχρέωναν ν' αλλάξει γραμμή πλεύσης, μη θέλοντας σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή για τη χώρα να οξύνει περισσότερο τα πράγματα, ελπίζοντας ότι ο βασιλιάς θα έβλεπε το συμφέρον της χώρας καθαρότερα στο μέλλον.
Μετά από πολυήμερες πολιτικές ζυμώσεις και διαβουλεύσεις, διαπιστώνεται το ανέφικτο συμφωνίας μεταξύ βασιλιά και πρωθυπουργού και ο τελευταίος αναγκάζεται να υποβάλει την παραίτηση του (21 Φεβρουαρίου), η οποία και γίνεται αποδεκτή. Σημειώνεται ότι τις ημέρες εκείνες διεξάγεται ένας άνευ προηγουμένου διπλωματικός «αγώνας δρόμου» από την πλευρά των Αγγλογάλλων και των Γερμανών, που και οι δύο επιδιώκουν να προσελκύσουν την Ελλάδα με το μέρος τους, με υποσχέσεις και απειλές. Οι πρώτοι μάλιστα εμφανίζονται πιο πλουσιοπάροχοι σε προσφορές, υποσχόμενοι σχεδόν την εκπλήρωση της ελληνικής Μεγάλης Ιδέας.
Κατά τη διάρκεια αυτού του διπλωματικού παρασκηνίου, ακούγονται πολλά και διάφορα για τους δυο βασικούς πρωταγωνιστές του δράματος. Έτσι, ο Κωνσταντίνος δέχεται τις πρώτες σαφείς κατηγορίες περί γερμανοφιλίας (συγκαλυμμένης με την επίφαση της ουδετερόφιλης στάσης του), ενώ ο Βενιζέλος κατηγορείται ότι διεξάγει απαράδεκτα διπλωματικά παζάρια, αποδεχόμενος ακόμα και την παραχώρηση μέρους της ανατολικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία, προκειμένου να συμπράξει κι αυτή με την Αντάντ (με αντάλλαγμα συμμαχικές παραχωρήσεις στη Μικρασϊα). Στην όλη διαμάχη φαίνεται να εμπλέκεται και η βασίλισσα Σοφία, η οποία -ως αδελφή του Γερμανού κάιζερ Γουλιέμου- επηρεάζει σαφώς το βασιλιά Κωνσταντίνο στις ουδετερόφιλες διακηρύξεις του.
Λίγες μέρες μετά την παραίτηση του Βενιζέλου, ο Κωνσταντίνος διορίζει κυβέρνηση μειοψηφίας υπό τον Δημήτριο Γούναρη (24 Φεβρουαρίου). Η κυβέρνηση αυτή κινείται γενικά στα ουδετερόφιλα πλαίσια της πολιτικής του Κωνσταντίνου, παράλληλα όμως κάνει σαφές στους Συμμάχους της Αντάντ ότι μια ενδεχόμενη πολεμική σύμπραξη μ' αυτούς προϋποθέτει και τη σαφή εξασφάλιση εκ μέρους τους των βόρειων συνόρων της χώρας (που απειλούνταν από την ακόμα ουδέτερη Βουλγαρία).
Την Ίδια ώρα, ο βασιλιάς και το περιβάλλον του προσπαθούν ν' αναζητήσουν ανάλογες εγγυήσεις από την πλευρά των Κεντρικών Δυνάμεων. Οι όλοι χειρισμοί της κυβέρνησης Γούναρη και του βασιλιά αποδεικνύονται τουλάχιστον ατυχείς και δεν βρίσκουν ουσιαστική ανταπόκριση ούτε από την πλευρά της Αντάντ, ούτε και από την πλευρά των Κεντρικών Δυνάμεων. Και οι δυο εμπόλεμοι συνασπισμοί, προσδοκώντας την προσέλκυση της Βουλγαρίας, αρνούνται εγγυήσεις για τα ελληνικά σύνορα και αρκούνται σε γενικόλογες διατυπώσεις «γεναιοδωρίας».
Η κυβέρνηση του υπέργηρου Σκουλούδη (80 ετών), χωρίς αποτέλεσμα επίσης, διέλυσε τη Βουλή και διεξήγαγε εκλογές στις 6 Δεκεμβρίου 1915, στις οποίες δεν πήρε μέρος το Κόμμα των Φιλελευθέρων, θεωρώντας τες άκυρες, στην πραγματικότητα θέλοντα να στηλιτεύσει την πέρα κάθε ορίου βασιλική ανάμειξη στις πολιτικές υποθέσεις και επειδή φοβόταν ότι αν ηττηθεί θα υπήρχε λαϊκή νομιμοποίηση της βασιλικής άποψης περί ουδετερότητας, κάτι που δεν ήθελε να συμβεί, καθότι θα περιοριζόταν η αντιπολιτευτική δράση της βενιζελικής παράταξης και τα ερείσματά της στο λαό, με ό,τι συνεπάγετο και για τις εθνικές υποθέσεις μια τέτοια εξέλιξη.
Από πληροφορίες δε, γνώριζαν ότι οι κωνσταντινική μερίδα θα έκανε εκμετάλλευση της επιστράτευσης στην οποία ευρίσκετο τότε ο ελληνικός στρατός για να φέρει το αποτέλεσμα που ήθελε και να νικήσει (π.χ. οι στρατιώτες, ένας αριθμός 300.000 αντρών, θα ψήφιζαν εντός των στρατοπέδων υποκείμενοι σε πολλές πιέσεις ή εκφοβισμούς, έχοντες και το φάσμα ενός νέου πολέμου μπροστά τους). Την ίδια ώρα ο Βενιζέλος και οι οπαδοί του εντείνουν τις πιέσεις τους για άμεση ένταξη στην Αντάντ, μια πολιτική που βρίσκει σύμφωνα και κάποια μέλη της βασιλικής οικογένειας (χαρακτηριστικότερη περίπτωση ο τότε διάδοχος Γεώργιος, μετέπειτα βασιλιάς).
Την κατάσταση σύγχυσης επιδείνωνε μια ξαφνική σοβαρή ασθένεια του βασιλιά (Απρίλιος), η οποία τον αδρανοποιεί προσωρινά από τη δημόσια ζωή - παρά λίγο να τον οδηγήσει στο Θάνατο-. Παράλληλα, η Ελλάδα ζει την έξαψη ενός άγριου προεκλογικού αγώνα, κατά τη διάρκεια του οποίου οι δυο μεγάλες παρατάξεις (βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί) μετέρχονται όλα τα μέσα για να προσελκύσουν ψήφους. Μεταξύ άλλων, αλληλοκατηγορούνται για εθνική μειοδοσία και εμφανίζονται οι μεν ως εκφραστές του αλυτρωτικού εθνικού οράματος και οι δε ως εγγυητές της ειρήνης και της εθνικής ασφάλειας. Στο πλαίσιο αυτής της προεκλογικής έντασης, η βενιζελική παράταξη αρχίζει ν' αποκτά μια αδιαμόρφωτη αλλά σαφή αντιμοναρχική ταυτότητα (μια και το βασιλικό περιβάλλον δρα πλέον ανοιχτά υπέρ των αντιπάλων της), ενώ -στην άλλη πλευρά- γίνεται όλο και πιο εμφανής η αντιπάθεια προς την Αντάντ αλλά και η ολίσθηση σε πολιτικές αντιλήψεις που αρμόζουν μάλλον σε απόλυτες μοναρχίες και όχι σε συνταγματικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα.
Εν τω μεταξύ, οι σύμμαχοι της Αντάντ, αποβίβασαν στρατό στη Θεσσαλονίκη, υπό τη γενική διοίκηση του Γάλλου στρατηγού Σαράιγ, ανοίγοντας το Βαλκανικό Μέτωπο. Στα αγγλογαλλικά στρατεύματα προστέθηκαν λίγο αργότερα 130.000 Σέρβοι στρατιώτες μεταφερόμενοι με πλοία από την Κέρκυρα, όπου είχαν καταφύγει μαζί με τη σερβική βουλή και κυβέρνηση μετά τη συντριβή του σερβικού στρατού από τη συνδυασμένη επίθεση της Βουλγαρίας, της Αυστροουγγαρίας και της Γερμανίας (την Κέρκυρα είχαν καταλάβει τότε οι Δυνάμεις της Αντάντ για να γλιτώσουν το σερβικό στρατό από την πλήρη καταστροφή, χωρίς να ερωτηθεί καν η ελληνική κυβέρνηση που μη μπορώντας να αντιδράσει, δέχτηκε το γεγονός).
Οι εκλογές της 31ης Μαΐου 1915 καταλήγουν σε νέο και μεγαλειώδη θρίαμβο της πολιτικής του Ε. Βενιζέλου και του Κόμματος φιλελευθέρων, που κερδίζει 189 βουλευτικές έδρες, έναντι 127 των συνασπισμένων αντιπάλων του. Σ' αυτούς θα πρέπει να συνυπολογιστούν και οι δύο σοσιαλιστές βουλευτές της θεσσαλονίκης, που -από σαφώς διαφορετική ιδεολογική σκοπιά από εκείνην του Κωνσταντίνου- αντιδρούν στην πολεμική εμπλοκή της Ελλάδας.
Η νίκη του Βενιζέλου προκαλεί πραγματικό «σοκ» στο βασιλιά που για ένα διάστημα κάνει ό,τι μπορεί για να καθυστερήσει την νέα πρωθυπουργοποίηση του Βενιζέλου. Με τους χειρισμούς του όμως επιδεινώνει το ήδη βαρύ πολιτικό κλίμα, χωρίς να ουσιαστικά να πετύχει τίποτα. Στις 3 Αυγούστου -και ενώ πολλοί σύμβουλοι του τον παροτρύνουν να προχωρήσει σε συνταγματική εκτροπή- ο Κωνσταντίνος αναγκάζεται να ορκίσει και πάλι τον Βενιζέλο πρωθυπουργό, κάνοντας του όμως σαφές ότι δεν πρόκειται να υποχωρήσει από τις απόψεις του για την μη έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο.
Στις συνθήκες αυτές, οι εξελίξεις ήταν ήδη προδιαγεγραμμένες. Η νέα κυβέρνηση Βενιζέλου, θεωρώντας αυτονόητο δικαίωμα της να καθορίζει η ίδια (και όχι ο θρόνος) την εξωτερική πολιτική της χώρας, προετοιμάζει το έδαφος για την πλήρη ένταξη της χώρας στο συνασπισμό της Αντάντ. Την ίδια ώρα ο Κωνσταντίνος, συνεχίζει τις διαβουλεύσεις του με Γερμανούς ιθύνοντες, δρώντας μάλλον ως ουσιαστικός κυβερνήτης της χώρας παρά ως ανεύθυνος άρχων.
Η κατάσταση εκτραχύνεται στις 8-10 Σεπτεμβρίου, όταν η Βουλγαρία προχωράει αρχικά σε μερική και στη συνέχεια σε γενική επιστράτευση, κάνοντας σαφές ότι επίκειται η είσοδος της στον πόλεμο, με την πλευρά των Κεντρικών Δυνάμεων (με πρώτο στόχο της τη Σερβία). Στις νέες συνθήκες, ο πρωθυπουργός κατορθώνει μεν να πείσει το βασιλιά για την ανάγκη ανάλογης γενικής επιστράτευσης από τη μεριά της Ελλάδας, όχι όμως και για την ανάγκη άμεσης εμπλοκής στον πόλεμο. Έτσι, η χώρα βρίσκεται για ένα διάστημα σε μια σχεδόν παρανοϊκή κατάσταση «ένοπλης ουδετερότητας», που προκαλεί αντιδράσεις τόσο από την πλευρά των Αγγλογάλλων, όσο και των Γερμανών.
Κατά τις επόμενες ημέρες οι Σύμμαχοι της Αντάντ μεθοδεύουν την απόβαση δυνάμεων τους στη Θεσσαλονίκη (με τη σιωπηρή ανοχή -αν όχι προτροπή- του Βενιζέλου), ενώ ο Κωνσταντίνος προσανατολίζεται πλέον ανοιχτά στη λογική της συνταγματικής εκτροπής, για να ανατρέψει την κυβέρνηση.
Η ολοκληρωτική ρήξη θα έλθει το βράδυ της 21ης προς 22α Σεπτεμβρίου 1915, όταν ο Βενιζέλος, μ' έναν θυελλώδη λόγο του στη Βουλή, υποστηρίζει πλέον ανοιχτά την ανάγκη της εξόδου στον πόλεμο. Ακολουθεί η διαδικασία ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση, που καταλήγει με 142 θετικές ψήφους, 102 αρνητικές και 13 αποχές.
O βασιλιάς αρνείται ν' αποδεχτεί τη νέα κατάσταση. Μετά την ιστορική εκείνη συνεδρίαση της Βουλής, συναντιέται με τον πρωθυπουργό και του κάνει σαφές ότι ο ίδιος επιμένει στην πολιτική της ουδετερότητας.
Εμπρός στη νέα βασιλική άρνηση, ο Βενιζέλος, ο νικητής των εκλογών και της πρόσφατης ψηφοφορίας στη Βουλή, αναγκάζεται να υποβάλει και πάλι την παραίτηση του.
Λίγες ώρες αργότερα, σχηματίζεται βασιλική κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Α. Ζαΐμη, ενώ οι Αγγλογάλλοι αρχίζουν την αποβίβαση στρατευμάτων τους στη Θεσσαλονίκη.
Ήταν η ουσιαστική απαρχή της περιόδου του Εθνικού Διχασμού.
Μέσα σ' αυτό το χάος, η νέα κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη προσπαθεί να κρατήσει μάλλον ήπια στάση απέναντι στους Αγγλογάλλους, κάνοντας όμως σαφές σ' αυτούς ότι επιμένει στην πολιτική της ουδετερότητας. Κατά τις αμέσως επόμενες ημέρες το πολιτικό κλίμα οξύνεται υπέρμετρα, με τον Ελευθέριο Βενιζέλο να καταγγέλλει απροκάλυπτα πλέον -και μάλιστα από το βήμα της Βουλής- τον Κωνσταντίνο για συνταγματική εκτροπή και για κατάλυση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Όσο περνούν οι μέρες, οι σχέσεις μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης βασιλικών εντολών. Ακολουθεί η διάλυση της Βουλής και η προκήρυξη νέων εκλογών για τις 6 Δεκεμβρίου, από τις οποίες όμως δηλώνει αποχή ο Ε. Βενιζέλος και το κόμμα του.
Στις 16 Αυγούστου 1916 έγινε συλλαλητήριο των βενιζελικών στην Αθήνα, όπου με την υποστήριξη του συμμαχικού στρατού, που είχε αποβιβαστεί στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας, ο Βενιζέλος ανακοίνωσε στο λαό την πλήρη διαφωνία του με τους χειρισμούς του Στέμματος. Τέθηκε επικεφαλής επανάστασης (Κίνημα Εθνικής Άμυνας) με έδρα τη Θεσσαλονίκη, όπου πήγε και σχημάτισε επαναστατική "Προσωρινή Κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας" μαζί με τους ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη και στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή, χρησιμοποιώντας την ήδη ευρισκόμενη εκεί Κρητική Χωροφυλακή, αφού προηγουμένως στις 25 Σεπτεμβρίου πέρασε από την Κρήτη, η οποία προσχώρησε κι αυτή στην επανάσταση. Ο Βενιζέλος διστάζοντας να προχωρήσει στην κατάργηση της μοναρχίας διακήρυξε: "δεν στρεφόμαστε εναντίον του Βασιλιά, αλλά εναντίον των Βουλγάρων", επιρρίπτοντας την ευθύνη στους "κακούς συμβούλους" του Κωνσταντίνου. Προσχώρησαν επίσης στο Κίνημα και τα άλλα νησιά του Αιγαίου.
Η ελληνική ουδετερότητα καταρρέει ουσιαστικά από τις αρχές του 1916, όταν ο διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων της Μακεδονίας στρατηγός Σαράιγ εγκαταλείπει τη στάση του «φιλοξενούμενου» και αρχίζει να συμπεριφέρεται ως αρχηγός κατοχικών δυνάμεων.
Δεν διστάζει μάλιστα να αφοπλίσει ελληνικές δυνάμεις και να απελάσει διπλωμάτες των Κεντρικών Δυνάμεων. Την ίδια ώρα η φιλοβασιλική κυβέρνηση Σκουλούδη ακολουθεί απόλυτα παθητική στάση απέναντι στις εξελίξεις και στις 10 Μαίου, μετά από πιέσεις και απειλές της Γερμανίας, διαπράττει το ολίσθημα να παραδώσει το οχυρό Ρούπελ στους Βουλγάρους (συμμάχους των Κεντρικών Δυνάμεων). Με την πράξη της εκείνη προκαλεί θύελλα αντιδράσεων, τόσο σε εσωτερικό επίπεδο, όσο και από την πλευρά των Συμμάχων της Αντάντ, που κηρύσσουν το στρατιωτικό νόμο στις περιοχές που ελέγχουν. Ακολουθεί η παραίτηση του Σκουλούδη και η επάνοδος του Α. Ζαΐμη στην πρωθυπουργία (11 Ιουνίου), επί των ημερών του οποίου οι βουλγαρικές δυνάμεις θα προελάσουν στο έδαφος της Μακεδονίας. Τότε, μέσα σε κατάσταση γενικής σύγ¬χυσης, εκδηλώνεται το φιλοβενιζελικό κίνημα της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη (17 Αυγούστου) και λίγο αργότερα σχηματίζεται νέα κυβέρνηση στην Αθήνα από τον Νικόλαο Καλογερόπουλο (29 Αυγούστου).
Η διάσπαση της χώρας σε δύο κράτη θα ολοκληρωθεί στις 26 Σεπτεμβρίου, με την άφιξη του Ε. Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη, που θα σχηματίσει επαναστατική φιλοσυμμαχική κυβέρνηση και θα κηρύξει τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις. Την ίδια ώρα, ο Καλογερόπουλος παραιτείται και νέος βασιλικός πρωθυπουργός αναλαμβάνει στην Αθήνα ο Σπυρίδων Λάμπρος (27 Σεπτεμβρίου).
Τον Οκτώβριο και τις πρώτες μέρες του Νοεμβρίου οι Σύμμαχοι εντείνουν τις διπλωματικές και στρατιωτικές πιέσεις προς το καθεστώς των Αθηνών. Στις 18 Νοεμβρίου ένα γαλλικό άγημα επιχειρεί να βαδίσει κατά της πρωτεύουσας, αποκρούεται όμως από δυνάμεις αφοσιωμένες στο βασιλιά. Κατά τις συγκρούσεις αυτές, σκοτώνονται 57 ξένοι στρατιώτες.
Στις μέρες που ακολουθούν, το κωνσταντινικό καθεστώς εξαπολύει τρομερές διώξεις στην Αθήνα εναντίον των βενιζελικών (θύμα τους είναι και ο δήμαρχος Εμμανουήλ Μπενάκης, που ξυλοκοπείται άγρια), ενώ οι Σύμμαχοι εντείνουν το ναυτικό αποκλεισμό του κράτους των Αθηνών.
Η διαφωνία του πρωθυπουργού Βενιζέλου με το βασιλιά Κωνσταντίνο, η παραίτησή του Βενιζέλου και ο σχηματισμός στη Θεσσαλονίκη Προσωρινής Κυβέρνησης (26 Σεπτεμβρίου/9 Οκτωβρίου 1916), η οποία τάχθηκε με το πλευρό των Συμμάχων και κήρυξε έκπτωτο τον Κωνσταντίνο, καθώς και οι συγκρούσεις των Νοεμβριανών στην Αθήνα, ήταν η αιτία για την οποία η Εκκλησία της Ελλάδας τελικά αφόρισε τον Βενιζέλο στο σημερινό Πεδίο του Άρεως (12 Δεκεμβρίου). Παρόντες είναι ο μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος, αρκετοί επίσκοποι, δεκάδες ιερείς και πλήθος λαού.
Μετά τα Νοεμβριανά του 1916, οι Αγγλογάλλοι εντείνουν αφόρητα τις πιέσεις τους προς το αποκλεισμένο κωνσταντινικό κράτος των Αθηνών. Μεταξύ άλλων, η κυβέρνηση Λάμπρου υποχρεώνεται να παραδώσει στους συμμάχους στρατιωτικό υλικό και πλοία, να αποσύρει τα στρατεύματα της στην Πελοπόννησο και -το χειρότερο- να δεχτεί μια εξευτελιστική τελετή στο Ζάππειο (16 Ιανουαρίου 1917), κατά τη διάρκεια της οποίας η ελληνική σημαία «υποκλίνεται» στις συμμαχικές. Στόχος των Αγγλογάλλων είναι πλέον η ανατροπή του Κωνσταντίνου, στην οποία ωστόσο αντιδρούν ακόμα το τσαρικό καθεστώς της Ρωσίας και η «σύμμαχος» Ιταλία.
Την ίδια ώρα, η φιλοανταντική κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης επεκτείνει σταδιακά την εξουσία της σε όλο και μεγαλύτερο μέρος της χώρας.
Το Φεβρουάριο του 1917 ανατρέπεται το τσαρικό καθεστώς της Ρωσίας και ο Κωνσταντίνος χάνει και το τελευταίο διεθνές στήριγμα του.
Παράλληλα, ο πληθυσμός των αποκλεισμένων περιοχών ζει τραγικές ώρες, στερούμενος πλέον ακόμα και των μέσων διατροφής. Η όλη κατάσταση φανατίζει περισσότερο τους φιλοβασιλικούς, που εφευρίσκουν τότε το περίφημο σύνθημα «Ελιά-ελιά και Κώτσο βασιλιά». Μέσα στο γενικό χάος, παραιτείται ο Λάμπρου και σχηματίζεται μια ακόμα κυβέρνηση υπό τον Α. Ζαΐμη (21 Απριλίου).
Στα τέλη Μαΐου οι Γάλλοι απαιτούν πλέον άμεσα την παραίτηση του βασιλιά, απειλώντας νέα ένοπλη επέμβαση. Αυτή τη φορά ο Κωνσταντίνος υποκύπτει και δέχεται να φύγει από την Ελλάδα, αφήνοντας το θρόνο στο δευτερότοκο γιο του Αλέξανδρο, τον οποίο ωστόσο δεν αναγνωρίζει ως νέο βασιλιά αλλά απλώς ως τοποτηρητή του θρόνου του!
Η αποχώρηση του Κωνσταντίνου από τη χώρα θα συντελεστεί στις 2 Ιουνίου 1917, μέσα σε κλίμα γενικού πένθους. Χιλιάδες οπαδοί του τον κατευοδώνουν με θρήνους και κατάρες κατά του «προδότη» Βενιζέλου.
Στις 14 Ιουνίου φτάνει στην Αθήνα η κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου και έτσι η Ελλάδα ενοποιείται και πάλι. Λίγες ημέρες αργότερα (29 Ιουνίου), ο βασιλιάς Αλέξανδρος υπογράφει νόμο, με τον οποίο καταργείται η Βουλή που είχε προκύψει από τις μονόπλευρες εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου 1915 και αναβιώνει η Βουλή που είχε προκύψει από τις προγενέστερες εκλογές της 31ης Μαΐου του ίδιου χρόνου. Είναι η περίφημη «Βουλή των Λαζάρων», που θα παραμείνει μέχρι το 1920.
Κατά τους μήνες που ακολουθούν η κυβέρνηση Βενιζέλου στερεώνει την εξουσία της σε ολόκληρη την Ελλάδα και εξαπολύει πρωτοφανείς διώξεις εναντίον των αντιπάλων της, φυλακίζοντας ή εξορίζοντας χιλιάδες από αυτούς. Παράλληλα, οργανώνει τη στρατιωτική συμμετοχή της χώρας στον Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ.
Με την κάθοδο του Βενιζέλου στην Αθήνα και την επανενοποίηση της χώρας (Ιούνιος 1917), η Ελλάδα εντάσσεται ολοκληρωτικά στις δυνάμεις της Αντάντ και τα στρατεύματα της μετέχουν δραστήρια στις πολεμικές επιχειρήσεις του Μακεδονικού Μετώπου. Η συμβολή τους ωστόσο στην τελική συμμαχική νίκη είχε αρχίσει ουσιαστικά από τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο του προηγούμενου χρόνου -με τη συγκρότηση της Προσωρινής Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης- όταν ολόκληρες μονάδες αρνήθηκαν να πειθαρχήσουν στις εντολές της Αθήνας για τήρηση ουδετερότητας και πήραν μέρος, κάτω από γαλλική διοίκηση, στις επιχειρήσεις εναντίον των Βουλγάρων εισβολέων. Την ίδια περίπου εποχή, πάντως, έλαβε χώρα και το δραματικό επεισόδιο της Καβάλας, όπου ο διοικητής του Δ' Σώματος Στρατού στρατηγός Χατζόπουλος παραδόθηκε αμαχητί στους Βουλγάρους και μεταφέρθηκε μαζί με τους άνδρες του -400 αξιωματικοί και 6.000 οπλίτες- στο Γκέρλιτς της Γερμανίας.
Η ελληνική πολεμική εμπλοκή κλιμακώνεται κατά το πρώτο εξάμηνο του 1917 (χάρη στις προσπάθειες της προσωρινής κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης) και επισημοποιείται πλήρως με την επανένωση της χώρας τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου. Στους μήνες που ακολουθούν, ο Βενιζέλος αγωνίζεται να ανασυγκροτήσει τις σχεδόν διαλυμένες ένοπλες δυνάμεις (με τη βοήθεια κυρίως Γάλλων συμβούλων), ενώ παράλληλα προχωράει με γοργούς ρυθμούς στην υλοποίηση των σχεδίων γενικής επιστράτευσης (στα οποία όμως εναντιώνονται πολλοί παράγοντες του ανατραπέντος βασιλικού καθεστώτος). Ακόμα, προωθεί στη ζώνη του μετώπου όλο και μεγαλύτερες δυνάμεις, οι οποίες και θα συμβάλουν αποφασιστικά στην ανατροπή των δυσμενών για τους συμμάχους ισορροπιών.
Η ουσιαστική συμβολή της Ελλάδας στη συμμαχική νίκη θα επιβεβαιωθεί το 1918, όταν τα ελληνικά στρατεύματα θα σημειώσουν εντυπωσιακές επιτυχίες σε αλλεπάλληλες συγκρούσεις του μακεδονικού μετώπου. Σημαντικότερη από αυτές είναι αναμφισβήτητα η ελληνική νίκη επί των Βουλγάρων στην ιστορική μάχη του Σκρα (17 Μαΐου 1918), κατά την οποία βρήκαν το θάνατο 600 Έλληνες μαχητές.
Με την έστω και ολιγόμηνη συμμετοχή της στις επιχειρήσεις του Α' Παγκόσμιου Πολέμου η Ελλάδα «νομιμοποιήθηκε» να συμπεριληφθεί μεταξύ των νικητών. Έτσι, αφενός μεν απέτρεψε τα όποια διεθνή σχέδια για την εδαφική της συρρίκνωση (με την απώλεια, κυρίως, εδαφών της Μακεδονίας και της Θράκης) και αφετέρου άνοιξε το δρόμο για την ικανοποίηση των εθνικών αλυτρωτικών της δικαίων με τις διεθνείς συμφωνίες του 1919-1920, οι οποίες σαν Θεία Δίκη(;) κατέρρευσαν το 1922.
Απο το 1897, λόγω του ατυχούς ελληνοτουρκικού πολέμου, η Ελλάδα βιώνε μια εξευτελιστική συντριβή, την εποχή μάλιστα που η κοινωνία της βρισκόταν στο απόγειο της εθνικής και αλυτρωτικής έξαρσης. Είχε υποστεί την οικονομική και πολιτική κατάρρευση του κράτους της, δεδομένο που συνεπαγόταν τον ισχυρό κλονισμό της αξιοπιστίας της στο εξωτερικό και την εκδήλωση της περιφρόνησης από το μέτωπο των ισχυρών της Ευρώπης. Είχε ανεχθεί τέλος, την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, κατάφωρη μείωση της εθνικής κυριαρχίας.
Ένα χρόνο πριν το κίνημα στο Γουδί , το 1908 η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης στη διακήρυξη εκ μέρους των Κρητών της Ένωσης με την Ελλάδα , δηλαδή η αποδοχή της διατήρησης της Κρήτης υπό την τουρκική επικυριαρχία, προτάσσοντας την πάση θυσία αποφυγή ελληνοτουρκικού πολέμου και υπακούοντας στην επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, έπληξε για άλλη μια φορά το κύρος του βασιλιά και του περιβάλλοντός του, ως προς την ικανότητά τους στη διαχείριση των εθνικών θεμάτων.
Στο χώρο των Ελλήνων αξιωματικών κυριαρχούσε αίσθημα ταπείνωσης και μειονεξίας, καταγόμενο από την ήττα του '97 και διαιωνιζόμενο από την "άψογον", όπως ειρωνικά ονομάστηκε, στάση της Ελλάδας στις σχέσεις με την Τουρκία, ειδικά με αφορμή την διακήρυξη της Ένωσης της Κρήτης. Ταυτόχρονα, καθολική είναι η δυσαρέσκεια απέναντι στον πολιτικό κόσμο, υπεύθυνο για την ανεπάρκεια του εξοπλισμού του στρατού, την εν γένει κακή κατάστασή του. Το κλίμα αναστάτωσης συμπλήρωναν τα παράπονα για ευνοιοκρατία αλλά και κάποιες γερμανικής εμπνεύσεως ρυθμίσεις που παρακώλυαν τις προαγωγές και απειλούσαν με στασιμότητα τη σταδιοδρομία πολλών αξιωματικών, φαινόμενα συνδεμένα και τα δύο με τον πρίγκηπα Κωνσταντίνο, τον επικεφαλής του στρατεύματος.
Εξάλλου, η οικονομική κρίση το 1908, αποτέλεσμα της αδυναμίας διάθεσης των γεωργικών προϊόντων στο εξωτερικό και της διεθνούς ύφεσης που μείωσε τα εμβάσματα Ελλήνων από την Αίγυπτο και την Αμερική, έπληξε και τα εισοδήματα των στρατιωτικών, οι οποίοι, όπως και άλλες επαγγελματικοκοινωνικές ομάδες, στηρίζονταν εκτός του μισθού τους σε οικογενειακούς, αγροτικούς κυρίως, πόρους.
Στο κλίμα αναβρασμού που υπήρξε στις ένοπλες δυνάμεις έπαιξε ρόλο κι ένα ακόμη γεγονός. Ήταν έντονη η επίδραση που είχε στους Έλληνες αξιωματικούς η κίνηση των Νεοτούρκων, της "Ένωσης και Προόδου", η οποία ενέτεινε το υπάρχον αίσθημα μειονεξίας, αντιπαραθέτοντας στην αναγεννητική προσπάθεια των Τούρκων το τέλμα της Ελλάδας. Έτσι, αρκετοί κατώτεροι κυρίως αξιωματικοί ίδρυσαν μια μυστική εταιρεία, η οποία άρχισε να αριθμεί όλο και περισσότερα μέλη, το Στρατιωτικό Σύνδεσμο, που τέθηκε τελικά υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Νικόλαου Ζορμπά.
Μέσα σε αυτό το κλίμα γεννήθηκε ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, από τη σύμπραξη μιας ομάδας υπαξιωματικών υπό τον ταγματάρχη Γεώργιο Σ. Καραϊσκάκη, εγγονό του στρατηγού της Ρούμελης, και μιας ομάδας κατώτερων αξιωματικών υπό τους Θεόδωρο Πάγκαλο και Επαμεινώνδα (Παμμίκο) Ζυμβρακάκη. Η ομάδα των υπαξιωματικών ιδρύθηκε πρώτη (συμμετείχαν σε αυτήν μεταξύ άλλων και οι Νικόλαος Πλαστήρας και Γεώργιος Κονδύλης) και είχε ως αιχμή επαγγελματικά αιτήματα. Η ομάδα των «λοχαγών» ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1908 με έναν πυρήνα περί τους υπολοχαγούς Θεόδωρο Πάγκαλο και Χρήστο Χατζημιχάλη. Αυτοί, υπέγραψαν το πρώτο πρωτόκολλο του «Στρατιωτικού Συνδέσμου».
Η ύπαρξη του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» έγινε ευρύτερα γνωστή στις 25 Ιουνίου του 1909 όταν ο φρούραρχος Αθηνών, συνταγματάρχης Σχινάς, εισέβαλλε απρόσκλητος στο σπίτι του υπολοχαγού Χατζημιχάλη, την ώρα που πραγματοποιούσαν συνωμοτική σύσκεψη 181 αξιωματικοί - μέλη της οργάνωσης, απ' όλα τα όπλα και μέχρι του βαθμού του συνταγματάρχη. Ομως η οργάνωση αυτή είχε προϊστορία... Γράφει ο στρατηγός Θ. Πάγκαλος στα απομνημονεύματα του: «Τον Οκτώβριον του 1908 συνήλθεν εις την οικίαν μου, επί της οδού Αριστοτέλους 37, ολιγάριθμος ομάς υπολοχαγών και ανθυπολοχαγών όπως συσκεφθώμεν περί του τρόπου ενεργείας προς αντιμετώπισιν της καταστάσεως. Μετά πολύωρον συζήτησιν απεφασίσαμεν τότε κατά πλειοψηφίαν ότι έπρεπε να συγκροτηθή Στρατιωτικός Σύνδεσμος, ο οποίος να επιβάλη Κυβέρνησιν έξω των κομμάτων, ήτις, υπό την επίβλεψιν του Συνδέσμου, να έχη δικτατορικήν εξουσίαν όπως προβή τάχιστα ''εις ανασυγκρότησιν των ενόπλων δυνάμεων της χώρας κατά ξηράν και κατά θάλασσαν'' ως ανεγράφετο εις το αρχικόν σχέδιον του οικείου πρωτοκόλλου... Ούτω τον Οκτώβριο του 1908 ιδρύετο ο Σ.Σ. (σ.σ. Στρατιωτικός Σύνδεσμος) και ουχί τον Αύγουστο του 1909 ως ανεγράφεται υπό πάντων ανεξαιρέτως όσοι ησχολήθησαν με την ιστορία του ''Γουδί'' πλανηθέντες εκ της κατά Ιούνιον του 1909 πρώτης εμφανίσεως αυτού εν την οικία Χατζημιχάλη».
Στην πραγματικότητα βέβαια, η συνωμοτική ομάδα των στρατιωτικών για την οποία κάνει λόγο ο Πάγκαλος δεν ήταν η μόνη που δρούσε στο στράτευμα, αν και σ' αυτή ανήκει η τιμή ότι έδωσε στην όλη στρατιωτική συνωμοτική οργάνωση το ιστορικό όνομα «Στρατιωτικός Σύνδεσμος» και προηγήθηκε της συγκρότησης άλλων ομάδων, γεγονός που επιβεβαιώνεται από διάφορες ιστορικές πηγές. Για την ακρίβεια μετά την ομάδα του Πάγκαλου, ομάδα συγκρότησαν τόσο οι λοχαγοί, όσο και οι υπαξιωματικοί. «Το Καλοκαίρι του 1909- γράφει ο Τ. Βουρνάς- εξελίσσονται στο στρατό τρεις παράλληλες συνωμοτικές κινήσεις: των υπαξιωματικών, των ανθυπολοχαγών και των λοχαγών».
Ολες αυτές οι ομάδες, παρά τις διαφορές αντιλήψεων που είχαν μεταξύ τους, μπόρεσαν να βρουν μια κοινή γραμμή πλεύσης, αρχής γενομένης από τη σύσκεψη, που προαναφέραμε, στο σπίτι του υπολοχαγού Χατζημιχάλη. Στη συνέχεια συγκρότησαν 15μελή προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή από έξι λοχαγούς κι εννέα κατώτερους, που όμως όταν απέκτησε μονιμότερα χαρακτηριστικά και ξανασχηματίστηκε την αποτελούσαν 7 λοχαγοί και 2 υπολοχαγοί γεγονός που σήμαινε μια μετατόπιση της ηγεσίας προς τις ανώτερες τάξεις των αξιωματικών. Η Διοικούσα Επιτροπή κατέληξε στο οριστικό πρωτόκολλο του Συνδέσμου, ενώ στις αρχές Αυγούστου 1909 η οργάνωση απέκτησε γενικό αρχηγό το συνταγματάρχη του Πυροβολικού Ν. Ζορμπά. Γράφει γι' αυτόν ο Γ. Κορδάτος8: «Ηταν τίμιος, μυαλωμένος και σαν αξιωματικός και άνθρωπος είχε καλή φήμη. Δεν έκανε όμως για αρχηγός. Οι επαναστάσεις που χαράζουν καινούριους δρόμους βρίσκουν και τον κατάλληλο αρχηγό... Ανάμεσα όμως στους αξιωματικούς δεν υπήρχε τότε άλλος που να έχει κύρος και να είναι σεβαστός. Ο Ζορμπάς ήταν ο καλύτερος. Ο καλύτερος όμως ως την ώρα που η επανάσταση βρισκόταν στην οργανωτική περίοδο. Από τη στιγμή όμως που άρχισε η δράση δεν ήταν ο κατάλληλος».
Χωρίς αμφιβολία ο Κορδάτος έχει απόλυτα δίκιο όσον αφορά την αδυναμία του Ζορμπά να ηγηθεί μιας ριζοσπαστικής επανάστασης, αλλά αν ο Ζορμπάς ήταν πρόβλημα -και μάλιστα μέγιστο- αυτό αφορούσε και την περίοδο της προπαρασκευής. Για να είμαστε ακριβείς, ο Ζορμπάς ήταν ο καταλληλότερος αρχηγός για να εκφράσει τους συμβιβασμούς που είχαν συντελεστεί μεταξύ των ομάδων των στρατιωτικών που συγκρότησαν το «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» στην τελική του μορφή και πραγματοποίησαν το κίνημα. Οι συμβιβασμοί αυτοί είχαν προκαλέσει υποχώρηση των ριζοσπαστικών στοιχείων, γεγονός που φαίνεται ξεκάθαρα στο πρόγραμμα που έδωσαν οι κινηματίες στη δημοσιότητα στις 15 Αυγούστου.
Ο Σύνδεσμος ήλθε σε επαφή με την ομάδα Καραϊσκάκη, αλλά και με την ομάδα υπό τον ίλαρχο Παύλο Ζυμβρακάκη και έτσι άρχισε η ραγδαία επέκτασή της. Στις 25 Ιουνίου, 181 αξιωματικοί συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του υπολοχαγού Χατζημιχάλη για τη σύνταξη προγραμματικών αρχών. Η διαρροή της είδησης προκάλεσε την πτώση της κυβέρνησης Θεοτόκη, ενώ οι κατευναστικές προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία δηλώσεις (σχετικά με το Κρητικό και το Μακεδονικό) της κυβέρνησης Ράλλη προκάλεσαν την οργή του Συνδέσμου.
Συγκεκριμένα, τον Ιούνιο του 1909, μπροστά στο φόβο πραξικοπήματος, η κυβέρνηση του Δ. Ράλλη επιτέθηκε στο Στρατιωτικό Σύνδεσμο με ένα κύμα μεταθέσεων, καθώς και παραπομπή 12 αξιωματικών σε ανακριτικό συμβούλιο προς απόταξη.
Όταν η εφημερίδα Χρόνος, διερμηνεύοντας τις θέσεις του Συνδέσμου, επιτέθηκε κατά «της βουλευτικής φεουδαρχίας των κομματικών συμμοριών και των Αυλών», ζητώντας μεταρρυθμίσεις και απομάκρυνση του Διαδόχου Κωνσταντίνου, καθώς και των πριγκίπων από το στράτευμα, ο Ράλλης προχώρησε σε συλλήψεις. Ο κύβος είχε ριφθεί. Στις 14 Αυγούστου, με μια παράτολμη ενέργειά του, ο Πάγκαλος απελευθερώνει τους κρατουμένους αξιωματικούς Σάρρο και Ταμπακόπουλο, προκαλώντας την οργή του Ράλλη, που διατάζει επιφυλακή και δεκάδες συλλήψεων. Τη νύχτα προς τη 15η Αυγούστου, ο Σύνδεσμος προχωρά στο Κίνημα στο Γουδί το οποίο επικρατεί άμεσα.
Στο πρόγραμμά τους οι κινηματίες ξεκαθάριζαν ότι: Δεν επιδίωκαν να καταργήσουν τη δυναστεία των Γλύξμπουργκ ή να αντικαταστήσουν το βασιλιά. Δεν επιδίωκαν επίσης ούτε την εγκαθίδρυση στρατοκρατίας ή την αλλαγή του Συνάγματος, ούτε την κατάργηση της κυβέρνησης, ούτε την αύξηση ή την απομάκρυνση στελεχών των Ενοπλων Δυνάμεων. Με άλλα λόγια δήλωναν πλήρη σεβασμό στις δομές του καθεστώτος.
Εξέφραζαν όμως την παράκληση να απομακρυνθούν από το στράτευμα ο διάδοχος του θρόνου Κωνσταντίνος και οι πρίγκιπες Νικόλαος, Χριστόφορος και Ανδρέας, καθώς και ο επίδοξος διάδοχος Γεώργιος. Επίσης με το ίδιο ύφος ζητούσαν στο μέλλον οι υπουργοί των Στρατιωτικών και των Ναυτικών να προέρχονται από τους εν ενεργεία ανωτέρους αξιωματικούς ή απ' αυτούς που βρίσκονταν σε διαθεσιμότητα.
Ακόμη διατύπωναν την ευχή όπως «ο σχεδόν πενόμενος λαός ν' ανακουφισθή εκ των επαχθών φόρων». Τέλος υπέβαλλαν ένα πρόγραμμα στρατιωτικής οργάνωσης των κατά ξηρά και θάλασσα δυνάμεων, το οποίο βεβαίως, εκτός ορισμένων καινοτομιών που περιείχε, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί και ιδιαίτερα τολμηρό.
Το κίνημα στο Γουδί κάθε άλλο παρά είχε πρόγραμμα ριζοσπαστικών αλλαγών για την ελληνική πραγματικότητα εκείνης της εποχής. Εντούτοις οι δυνατότητες για τέτοιες αλλαγές υπήρξαν μεγάλες και οι συνθήκες ώριμες. Οι επιτυχίες του κινήματος από την πρώτη στιγμή της εκδήλωσής του το φανερώνουν, όπως άλλωστε εμφανής είναι και η σαθρότητα της καθεστηκυΐας, μέχρι τη στιγμή που εκδηλώθηκε το κίνημα, τάξης πραγμάτων.
Το κίνημα, χωρίς να το επιδιώξει, συμπαρέσυρε σε πτώση την κυβέρνηση του Δ. Ράλλη, ενώ υποχρέωσε τα ανάκτορα να αποδεχτούν ένα από τα βασικά του αιτήματα, που ήταν η απομάκρυνση του διαδόχου και των πριγκίπων από το στράτευμα. Στο μεταξύ, μέρα με τη μέρα οι κινηματίες συγκέντρωναν γύρω τους ευρεία λαϊκή υποστήριξη. Στις 14 Σεπτέμβρη 1909 ο λαός της Αθήνας και του Πειραιά με συλλαλητήριο εξέφρασαν την υποστήριξή τους στο κίνημα, διατυπώνοντας αληθινά ριζοσπαστικές διεκδικήσεις για την εποχή, όπως: Επιβολή φόρου στο εισόδημα, προστασία της παραγωγής, μεταβολή των υπαλλήλων σε υπηρέτες του λαού, βελτίωση της θέσης των εργατών, καταδίκη της τοκογλυφίας. Παρ' όλα αυτά η ηγεσία του Συνδέσμου κάθε άλλο παρά εκμεταλλεύεται την υποστήριξη και το ριζοσπαστισμό των μαζών. Συντηρητική φύσει και θέση αναζητεί το συμβιβασμό με την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, επιδιώκοντας μικροαλλαγές.
Τους όρους των επαναστατών αποδέχθηκε ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, που σχημάτισε κυβέρνηση μετά την παραίτηση του Ράλλη, οπότε και ο αρχηγός του Συνδέσμου, συνταγματάρχης Νικόλαος Ζορμπάς, έδωσε διαταγή στις επαναστατημένες μονάδες να γυρίσουν στις θέσεις τους, χωρίς έτσι να εγκαθιδρυθεί δικτατορία, σύμφωνα με τις παροτρύνσεις μεγάλης μάζας του λαού και του φοιτητικού κόσμου.
Το μεγαλειώδες συλλαλητήριο των συντεχνιών της Αθήνας και του Πειραιά, που πραγματοποιήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου, έκανε πρόδηλη πλέον την υποστήριξη του λαού στις θέσεις του Συνδέσμου, ενώ η υποστήριξη που βρήκε το Κίνημα προκάλεσε την έντονη ανησυχία των κομμάτων, του θρόνου και των ξένων δυνάμεων. Σε γενικές γραμμές ο Σύνδεσμος δεν προχώρησε σε κάποια πιο ριζοσπαστική πολιτική κίνηση, όπως επιβολή δικτατορικής κυβέρνησης, παρα περιορίστηκε σε έμμεσες πιέσεις προς τα υπουργεία και το κοινοβούλιο με στόχο την ικανοποίηση των στόχων του, κάτι για το οποίο επικρίθηκε έντονα απο τον Ελευθέριο Βενιζέλο, όταν ήρθε στην Ελλάδα.
Χωρίς αμφιβολία το κίνημα στο Γουδί εξέφραζε την έντονη και για πολλά χρόνια συσσωρευμένη λαϊκή αγανάκτηση στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, της συμμαχίας δηλαδή των ανώτερων στρωμάτων της αστικής τάξης, όπως αυτή εμφανίστηκε στην Ελλάδα.
Σε καμία όμως περίπτωση δεν μπορούσε να προχωρήσει περισσότερο, δεδομένης και της κύριας αδυναμίας του να παίξει πρωτόβουλο και ανεξάρτητο πολιτικό ρόλο στις εξελίξεις. Την κατάσταση αυτή σφραγίζει η είσοδος του Ελευθερίου Βενιζέλου στην ελληνική πολιτική σκηνή, ο οποίος καλείται από το «Στρατιωτικό Σύνδεσμο», στα τέλη του 1909, να έρθει, στην τότε Ελλάδα, από την Κρήτη που δεν είχε ακόμη ενσωματωθεί στην ελληνική επικράτεια. «Η άφιξή του --γράφει ο Σβορώνος-- ανοίγει νέα περίοδο στην ελληνική Ιστορία».
Με την άφιξή του στην Αθήνα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος άρχισε επαφές με τα μέλη του Στρατιωτικού Συνδέσμου καθώς και με τους πολιτικούς αρχηγούς των κομμάτων. Βασικές προτάσεις του, που έγιναν αποδεκτές από τον Σύνδεσμο αλλά και από αρκετούς πολιτικούς, ήταν η, αντισυνταγματική, σύγκληση αναθεωρητικής βουλής, και όχι συντακτικής, μη θέτοντας έτσι πολιτειακό ζήτημα, η διάλυση του Στρατιωτικού Συνδέσμου μετά την σύγκληση αναθεωρητικής βουλής, η απομάκρυνση των βασιλοπαίδων από τον στρατό και ο διορισμός νέας κυβέρνησης υπό τον Στέφανο Δραγούμη.
Την 1η Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνεδρίαση της Βουλής σχετικά με την ψήφιση της προτάσεως περί αναθεωρήσεως μη θεμελιωδών διατάξεων του συντάγματος, πρόταση που ψηφίστηκε με 150 ψήφους υπέρ και 11 κατά. Κατά την προεκλογική περίοδο ο Βενιζέλος έλειπε στο εξωτερικό, στην Ελβετία και την Ιταλία επιστρέφοντας οκτώ ημέρες μετά την διεξαγωγή των εκλογών. Κατά τις εκλογές της 8ης Αυγούστου 1910 η παράταξη του Βενιζέλου πέτυχε σημαντική νίκη έναντι των συνασπισμένων παλαιών κομμάτων αποκτώντας ευρεία πλειοψηφία στη Βουλή.
Μετά απο μια ομολογουμένως, πετυχημένη στρατιωτική και διπλωματική προετοιμασία η Ελλάδα βγαίνει νικηφόρα απο τους δύο βαλκανικούς πολέμους του 1912 - 1914.
Απο το 1914 μέχρι το 1915 στην Ελλάδα όλοι ξέρουν πως υποβόσκει μια έντονη καχυποψία μεταξύ βασιλέως Κωνσταντίνου του Β' και του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου γύρω απο την αρμόζουσα πολιτική που πρέπει να εφαρμόσει στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο και συγκεκριμένα με ποιόν συνασπισμό θα συμμαχήσει.
Από τη μια μεριά βρίσκονται οι οπαδοί της Αντάντ (με ηγέτη τον πρωθυπουργό και ηγέτη του Κόμματος των φιλελευθέρων Ε. Βενιζέλο) και από την άλλη μια ευρύτατη σύμπραξη πολιτικών δυνάμεων, που περιλαμβάνει γερμανόφιλους και θιασώτες της ουδετερότητας (με ουσιαστικό εκφραστή το βασιλιά Κωνσταντίνο).
Η πρώτη παράταξη υποστηρίζει ότι η συμπόρευση με τους Αγγλογάλλους θα λειτουργήσει υπέρ της εκπλήρωσης των ελληνικών αλυτρωτικών πόθων (με δεδομένο ότι η Τουρκία είχε ήδη συστρατευτεί με τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες, ενώ η Βουλγαρία προσανατολιζόταν προς αυτή την κατεύθυνση).
Η δεύτερη παράταξη απαντά ότι η χώρα, αν εμπλακεί στην πολεμική αναμέτρηση, θα μπει απλώς σε επικίνδυνες εθνικές περιπέτειες, για να υπηρετήσει τα αγγλογαλλικά συμφέροντα.
Μέχρι το 1915 η Ελλάδα παρέμεινε εκτός της σύρραξης. Της ζήτησε όμως η Αντάντ να πάρει μέρος στην εκστρατεία στα Δαρδανέλλια. Ο Βενιζέλος, που ήθελε να μπει η χώρα στον πόλεμο με την Αντάντ, πιστεύοντας στην τελική νίκη της, διαφώνησε με το βασιλιά, υπέβαλε την παραίτησή του και πήγε για ταξίδι ξεκούρασης και αναψυχής στην Αίγυπτο. Η Βουλή διαλύθηκε κατόπιν βασιλικού διατάγματος κι έγιναν εκλογές στις 31 Μαΐου 1915, με το Βενιζέλο να τις παρακολουθεί από τη Μυτιλήνη, που έδωσαν την πλειοψηφία στο Κόμμα των Φιλελευθέρων. Ο βασιλιάς με βαριά καρδιά και πολύ απογοητευμένος, μιας και πίστευε ότι η πολεμική του δράση θα ανταμείβετο και στην κάλπη από τον ελληνικό λαό, ο οποίος τον αποθέωνε δυο χρόνια πριν κατά την επιστροφή από το μέτωπο και εκδήλωνε ακόμα την αγάπη του, έδωσε εντολή στο Βενιζέλο να σχηματίσει κυβέρνηση, από την επόμενη κιόλας μέρα όμως ψάχνοντας αφορμές να σύρει τη χώρα σε νέες εκλογές.
Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε αποφασίσει να απαλλαγεί από τον Κρητικό πολιτικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι για δύο ακόμα μήνες μέχρι τον Αύγουστο του 1915 συνέχισε να άρχει της χώρας η ηττημένη εκλογικά πρώην κυβέρνηση του Γούναρη, καθότι ο βασιλιάς προφασιζόμενος ασθένεια καθυστερούσε να προχωρήσει στη σύγκληση της νέας βουλής. Τελικώς, όταν συγκλήθηκε η νέα βουλή, ο πρωθυπουργός Βενιζέλος, τόνισε σε κοινοβουλευτική ομιλία του ότι η Ελλάδα θα έμενε ουδέτερη εκτός αν έκτακτες περιστάσεις την υποχρέωναν ν' αλλάξει γραμμή πλεύσης, μη θέλοντας σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή για τη χώρα να οξύνει περισσότερο τα πράγματα, ελπίζοντας ότι ο βασιλιάς θα έβλεπε το συμφέρον της χώρας καθαρότερα στο μέλλον.
Μετά από πολυήμερες πολιτικές ζυμώσεις και διαβουλεύσεις, διαπιστώνεται το ανέφικτο συμφωνίας μεταξύ βασιλιά και πρωθυπουργού και ο τελευταίος αναγκάζεται να υποβάλει την παραίτηση του (21 Φεβρουαρίου), η οποία και γίνεται αποδεκτή. Σημειώνεται ότι τις ημέρες εκείνες διεξάγεται ένας άνευ προηγουμένου διπλωματικός «αγώνας δρόμου» από την πλευρά των Αγγλογάλλων και των Γερμανών, που και οι δύο επιδιώκουν να προσελκύσουν την Ελλάδα με το μέρος τους, με υποσχέσεις και απειλές. Οι πρώτοι μάλιστα εμφανίζονται πιο πλουσιοπάροχοι σε προσφορές, υποσχόμενοι σχεδόν την εκπλήρωση της ελληνικής Μεγάλης Ιδέας.
Κατά τη διάρκεια αυτού του διπλωματικού παρασκηνίου, ακούγονται πολλά και διάφορα για τους δυο βασικούς πρωταγωνιστές του δράματος. Έτσι, ο Κωνσταντίνος δέχεται τις πρώτες σαφείς κατηγορίες περί γερμανοφιλίας (συγκαλυμμένης με την επίφαση της ουδετερόφιλης στάσης του), ενώ ο Βενιζέλος κατηγορείται ότι διεξάγει απαράδεκτα διπλωματικά παζάρια, αποδεχόμενος ακόμα και την παραχώρηση μέρους της ανατολικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία, προκειμένου να συμπράξει κι αυτή με την Αντάντ (με αντάλλαγμα συμμαχικές παραχωρήσεις στη Μικρασϊα). Στην όλη διαμάχη φαίνεται να εμπλέκεται και η βασίλισσα Σοφία, η οποία -ως αδελφή του Γερμανού κάιζερ Γουλιέμου- επηρεάζει σαφώς το βασιλιά Κωνσταντίνο στις ουδετερόφιλες διακηρύξεις του.
Λίγες μέρες μετά την παραίτηση του Βενιζέλου, ο Κωνσταντίνος διορίζει κυβέρνηση μειοψηφίας υπό τον Δημήτριο Γούναρη (24 Φεβρουαρίου). Η κυβέρνηση αυτή κινείται γενικά στα ουδετερόφιλα πλαίσια της πολιτικής του Κωνσταντίνου, παράλληλα όμως κάνει σαφές στους Συμμάχους της Αντάντ ότι μια ενδεχόμενη πολεμική σύμπραξη μ' αυτούς προϋποθέτει και τη σαφή εξασφάλιση εκ μέρους τους των βόρειων συνόρων της χώρας (που απειλούνταν από την ακόμα ουδέτερη Βουλγαρία).
Την Ίδια ώρα, ο βασιλιάς και το περιβάλλον του προσπαθούν ν' αναζητήσουν ανάλογες εγγυήσεις από την πλευρά των Κεντρικών Δυνάμεων. Οι όλοι χειρισμοί της κυβέρνησης Γούναρη και του βασιλιά αποδεικνύονται τουλάχιστον ατυχείς και δεν βρίσκουν ουσιαστική ανταπόκριση ούτε από την πλευρά της Αντάντ, ούτε και από την πλευρά των Κεντρικών Δυνάμεων. Και οι δυο εμπόλεμοι συνασπισμοί, προσδοκώντας την προσέλκυση της Βουλγαρίας, αρνούνται εγγυήσεις για τα ελληνικά σύνορα και αρκούνται σε γενικόλογες διατυπώσεις «γεναιοδωρίας».
Η κυβέρνηση του υπέργηρου Σκουλούδη (80 ετών), χωρίς αποτέλεσμα επίσης, διέλυσε τη Βουλή και διεξήγαγε εκλογές στις 6 Δεκεμβρίου 1915, στις οποίες δεν πήρε μέρος το Κόμμα των Φιλελευθέρων, θεωρώντας τες άκυρες, στην πραγματικότητα θέλοντα να στηλιτεύσει την πέρα κάθε ορίου βασιλική ανάμειξη στις πολιτικές υποθέσεις και επειδή φοβόταν ότι αν ηττηθεί θα υπήρχε λαϊκή νομιμοποίηση της βασιλικής άποψης περί ουδετερότητας, κάτι που δεν ήθελε να συμβεί, καθότι θα περιοριζόταν η αντιπολιτευτική δράση της βενιζελικής παράταξης και τα ερείσματά της στο λαό, με ό,τι συνεπάγετο και για τις εθνικές υποθέσεις μια τέτοια εξέλιξη.
Από πληροφορίες δε, γνώριζαν ότι οι κωνσταντινική μερίδα θα έκανε εκμετάλλευση της επιστράτευσης στην οποία ευρίσκετο τότε ο ελληνικός στρατός για να φέρει το αποτέλεσμα που ήθελε και να νικήσει (π.χ. οι στρατιώτες, ένας αριθμός 300.000 αντρών, θα ψήφιζαν εντός των στρατοπέδων υποκείμενοι σε πολλές πιέσεις ή εκφοβισμούς, έχοντες και το φάσμα ενός νέου πολέμου μπροστά τους). Την ίδια ώρα ο Βενιζέλος και οι οπαδοί του εντείνουν τις πιέσεις τους για άμεση ένταξη στην Αντάντ, μια πολιτική που βρίσκει σύμφωνα και κάποια μέλη της βασιλικής οικογένειας (χαρακτηριστικότερη περίπτωση ο τότε διάδοχος Γεώργιος, μετέπειτα βασιλιάς).
Την κατάσταση σύγχυσης επιδείνωνε μια ξαφνική σοβαρή ασθένεια του βασιλιά (Απρίλιος), η οποία τον αδρανοποιεί προσωρινά από τη δημόσια ζωή - παρά λίγο να τον οδηγήσει στο Θάνατο-. Παράλληλα, η Ελλάδα ζει την έξαψη ενός άγριου προεκλογικού αγώνα, κατά τη διάρκεια του οποίου οι δυο μεγάλες παρατάξεις (βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί) μετέρχονται όλα τα μέσα για να προσελκύσουν ψήφους. Μεταξύ άλλων, αλληλοκατηγορούνται για εθνική μειοδοσία και εμφανίζονται οι μεν ως εκφραστές του αλυτρωτικού εθνικού οράματος και οι δε ως εγγυητές της ειρήνης και της εθνικής ασφάλειας. Στο πλαίσιο αυτής της προεκλογικής έντασης, η βενιζελική παράταξη αρχίζει ν' αποκτά μια αδιαμόρφωτη αλλά σαφή αντιμοναρχική ταυτότητα (μια και το βασιλικό περιβάλλον δρα πλέον ανοιχτά υπέρ των αντιπάλων της), ενώ -στην άλλη πλευρά- γίνεται όλο και πιο εμφανής η αντιπάθεια προς την Αντάντ αλλά και η ολίσθηση σε πολιτικές αντιλήψεις που αρμόζουν μάλλον σε απόλυτες μοναρχίες και όχι σε συνταγματικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα.
Εν τω μεταξύ, οι σύμμαχοι της Αντάντ, αποβίβασαν στρατό στη Θεσσαλονίκη, υπό τη γενική διοίκηση του Γάλλου στρατηγού Σαράιγ, ανοίγοντας το Βαλκανικό Μέτωπο. Στα αγγλογαλλικά στρατεύματα προστέθηκαν λίγο αργότερα 130.000 Σέρβοι στρατιώτες μεταφερόμενοι με πλοία από την Κέρκυρα, όπου είχαν καταφύγει μαζί με τη σερβική βουλή και κυβέρνηση μετά τη συντριβή του σερβικού στρατού από τη συνδυασμένη επίθεση της Βουλγαρίας, της Αυστροουγγαρίας και της Γερμανίας (την Κέρκυρα είχαν καταλάβει τότε οι Δυνάμεις της Αντάντ για να γλιτώσουν το σερβικό στρατό από την πλήρη καταστροφή, χωρίς να ερωτηθεί καν η ελληνική κυβέρνηση που μη μπορώντας να αντιδράσει, δέχτηκε το γεγονός).
Οι εκλογές της 31ης Μαΐου 1915 καταλήγουν σε νέο και μεγαλειώδη θρίαμβο της πολιτικής του Ε. Βενιζέλου και του Κόμματος φιλελευθέρων, που κερδίζει 189 βουλευτικές έδρες, έναντι 127 των συνασπισμένων αντιπάλων του. Σ' αυτούς θα πρέπει να συνυπολογιστούν και οι δύο σοσιαλιστές βουλευτές της θεσσαλονίκης, που -από σαφώς διαφορετική ιδεολογική σκοπιά από εκείνην του Κωνσταντίνου- αντιδρούν στην πολεμική εμπλοκή της Ελλάδας.
Η νίκη του Βενιζέλου προκαλεί πραγματικό «σοκ» στο βασιλιά που για ένα διάστημα κάνει ό,τι μπορεί για να καθυστερήσει την νέα πρωθυπουργοποίηση του Βενιζέλου. Με τους χειρισμούς του όμως επιδεινώνει το ήδη βαρύ πολιτικό κλίμα, χωρίς να ουσιαστικά να πετύχει τίποτα. Στις 3 Αυγούστου -και ενώ πολλοί σύμβουλοι του τον παροτρύνουν να προχωρήσει σε συνταγματική εκτροπή- ο Κωνσταντίνος αναγκάζεται να ορκίσει και πάλι τον Βενιζέλο πρωθυπουργό, κάνοντας του όμως σαφές ότι δεν πρόκειται να υποχωρήσει από τις απόψεις του για την μη έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο.
Στις συνθήκες αυτές, οι εξελίξεις ήταν ήδη προδιαγεγραμμένες. Η νέα κυβέρνηση Βενιζέλου, θεωρώντας αυτονόητο δικαίωμα της να καθορίζει η ίδια (και όχι ο θρόνος) την εξωτερική πολιτική της χώρας, προετοιμάζει το έδαφος για την πλήρη ένταξη της χώρας στο συνασπισμό της Αντάντ. Την ίδια ώρα ο Κωνσταντίνος, συνεχίζει τις διαβουλεύσεις του με Γερμανούς ιθύνοντες, δρώντας μάλλον ως ουσιαστικός κυβερνήτης της χώρας παρά ως ανεύθυνος άρχων.
Η κατάσταση εκτραχύνεται στις 8-10 Σεπτεμβρίου, όταν η Βουλγαρία προχωράει αρχικά σε μερική και στη συνέχεια σε γενική επιστράτευση, κάνοντας σαφές ότι επίκειται η είσοδος της στον πόλεμο, με την πλευρά των Κεντρικών Δυνάμεων (με πρώτο στόχο της τη Σερβία). Στις νέες συνθήκες, ο πρωθυπουργός κατορθώνει μεν να πείσει το βασιλιά για την ανάγκη ανάλογης γενικής επιστράτευσης από τη μεριά της Ελλάδας, όχι όμως και για την ανάγκη άμεσης εμπλοκής στον πόλεμο. Έτσι, η χώρα βρίσκεται για ένα διάστημα σε μια σχεδόν παρανοϊκή κατάσταση «ένοπλης ουδετερότητας», που προκαλεί αντιδράσεις τόσο από την πλευρά των Αγγλογάλλων, όσο και των Γερμανών.
Κατά τις επόμενες ημέρες οι Σύμμαχοι της Αντάντ μεθοδεύουν την απόβαση δυνάμεων τους στη Θεσσαλονίκη (με τη σιωπηρή ανοχή -αν όχι προτροπή- του Βενιζέλου), ενώ ο Κωνσταντίνος προσανατολίζεται πλέον ανοιχτά στη λογική της συνταγματικής εκτροπής, για να ανατρέψει την κυβέρνηση.
Η ολοκληρωτική ρήξη θα έλθει το βράδυ της 21ης προς 22α Σεπτεμβρίου 1915, όταν ο Βενιζέλος, μ' έναν θυελλώδη λόγο του στη Βουλή, υποστηρίζει πλέον ανοιχτά την ανάγκη της εξόδου στον πόλεμο. Ακολουθεί η διαδικασία ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση, που καταλήγει με 142 θετικές ψήφους, 102 αρνητικές και 13 αποχές.
O βασιλιάς αρνείται ν' αποδεχτεί τη νέα κατάσταση. Μετά την ιστορική εκείνη συνεδρίαση της Βουλής, συναντιέται με τον πρωθυπουργό και του κάνει σαφές ότι ο ίδιος επιμένει στην πολιτική της ουδετερότητας.
Εμπρός στη νέα βασιλική άρνηση, ο Βενιζέλος, ο νικητής των εκλογών και της πρόσφατης ψηφοφορίας στη Βουλή, αναγκάζεται να υποβάλει και πάλι την παραίτηση του.
Λίγες ώρες αργότερα, σχηματίζεται βασιλική κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Α. Ζαΐμη, ενώ οι Αγγλογάλλοι αρχίζουν την αποβίβαση στρατευμάτων τους στη Θεσσαλονίκη.
Ήταν η ουσιαστική απαρχή της περιόδου του Εθνικού Διχασμού.
Μέσα σ' αυτό το χάος, η νέα κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη προσπαθεί να κρατήσει μάλλον ήπια στάση απέναντι στους Αγγλογάλλους, κάνοντας όμως σαφές σ' αυτούς ότι επιμένει στην πολιτική της ουδετερότητας. Κατά τις αμέσως επόμενες ημέρες το πολιτικό κλίμα οξύνεται υπέρμετρα, με τον Ελευθέριο Βενιζέλο να καταγγέλλει απροκάλυπτα πλέον -και μάλιστα από το βήμα της Βουλής- τον Κωνσταντίνο για συνταγματική εκτροπή και για κατάλυση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Όσο περνούν οι μέρες, οι σχέσεις μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης βασιλικών εντολών. Ακολουθεί η διάλυση της Βουλής και η προκήρυξη νέων εκλογών για τις 6 Δεκεμβρίου, από τις οποίες όμως δηλώνει αποχή ο Ε. Βενιζέλος και το κόμμα του.
Η νέα κυβέρνηση προσπαθεί να πετύχει κάποιες συνεννοήσεις με την Αντάντ, με τρόπο όμως εντελώς αδέξιο. Μεταξύ άλλων απειλεί ότι, τηρώντας τους όρους της ουδετερότητας, θα αφοπλίσει τα συμμαχικά στρατεύματα της Μακεδονίας. Είναι σαφές ότι με τους τότε χειρισμούς του το βασιλικό περιβάλλον προσπαθεί να κερδίσει χρόνο, αναμένοντας ίσως και θεαματικές αλλαγές στο μακεδόνικο μέτωπο, σε βάρος των δυνάμεων της Αντάντ. Οι μονόπλευρες εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου οδηγούν φυσικά στην επικράτηση των αντιβενιζελικών κομμάτων. Το αποτέλεσμα τους όμως καταγγέλλεται ως παράνομο από τον Βενιζέλο (που ενισχύεται πλέον εμφανώς από τον συμμαχικό παράγοντα).
Στις 16 Αυγούστου 1916 έγινε συλλαλητήριο των βενιζελικών στην Αθήνα, όπου με την υποστήριξη του συμμαχικού στρατού, που είχε αποβιβαστεί στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας, ο Βενιζέλος ανακοίνωσε στο λαό την πλήρη διαφωνία του με τους χειρισμούς του Στέμματος. Τέθηκε επικεφαλής επανάστασης (Κίνημα Εθνικής Άμυνας) με έδρα τη Θεσσαλονίκη, όπου πήγε και σχημάτισε επαναστατική "Προσωρινή Κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας" μαζί με τους ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη και στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή, χρησιμοποιώντας την ήδη ευρισκόμενη εκεί Κρητική Χωροφυλακή, αφού προηγουμένως στις 25 Σεπτεμβρίου πέρασε από την Κρήτη, η οποία προσχώρησε κι αυτή στην επανάσταση. Ο Βενιζέλος διστάζοντας να προχωρήσει στην κατάργηση της μοναρχίας διακήρυξε: "δεν στρεφόμαστε εναντίον του Βασιλιά, αλλά εναντίον των Βουλγάρων", επιρρίπτοντας την ευθύνη στους "κακούς συμβούλους" του Κωνσταντίνου. Προσχώρησαν επίσης στο Κίνημα και τα άλλα νησιά του Αιγαίου.
Η ελληνική ουδετερότητα καταρρέει ουσιαστικά από τις αρχές του 1916, όταν ο διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων της Μακεδονίας στρατηγός Σαράιγ εγκαταλείπει τη στάση του «φιλοξενούμενου» και αρχίζει να συμπεριφέρεται ως αρχηγός κατοχικών δυνάμεων.
Δεν διστάζει μάλιστα να αφοπλίσει ελληνικές δυνάμεις και να απελάσει διπλωμάτες των Κεντρικών Δυνάμεων. Την ίδια ώρα η φιλοβασιλική κυβέρνηση Σκουλούδη ακολουθεί απόλυτα παθητική στάση απέναντι στις εξελίξεις και στις 10 Μαίου, μετά από πιέσεις και απειλές της Γερμανίας, διαπράττει το ολίσθημα να παραδώσει το οχυρό Ρούπελ στους Βουλγάρους (συμμάχους των Κεντρικών Δυνάμεων). Με την πράξη της εκείνη προκαλεί θύελλα αντιδράσεων, τόσο σε εσωτερικό επίπεδο, όσο και από την πλευρά των Συμμάχων της Αντάντ, που κηρύσσουν το στρατιωτικό νόμο στις περιοχές που ελέγχουν. Ακολουθεί η παραίτηση του Σκουλούδη και η επάνοδος του Α. Ζαΐμη στην πρωθυπουργία (11 Ιουνίου), επί των ημερών του οποίου οι βουλγαρικές δυνάμεις θα προελάσουν στο έδαφος της Μακεδονίας. Τότε, μέσα σε κατάσταση γενικής σύγ¬χυσης, εκδηλώνεται το φιλοβενιζελικό κίνημα της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη (17 Αυγούστου) και λίγο αργότερα σχηματίζεται νέα κυβέρνηση στην Αθήνα από τον Νικόλαο Καλογερόπουλο (29 Αυγούστου).
Η διάσπαση της χώρας σε δύο κράτη θα ολοκληρωθεί στις 26 Σεπτεμβρίου, με την άφιξη του Ε. Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη, που θα σχηματίσει επαναστατική φιλοσυμμαχική κυβέρνηση και θα κηρύξει τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις. Την ίδια ώρα, ο Καλογερόπουλος παραιτείται και νέος βασιλικός πρωθυπουργός αναλαμβάνει στην Αθήνα ο Σπυρίδων Λάμπρος (27 Σεπτεμβρίου).
Τον Οκτώβριο και τις πρώτες μέρες του Νοεμβρίου οι Σύμμαχοι εντείνουν τις διπλωματικές και στρατιωτικές πιέσεις προς το καθεστώς των Αθηνών. Στις 18 Νοεμβρίου ένα γαλλικό άγημα επιχειρεί να βαδίσει κατά της πρωτεύουσας, αποκρούεται όμως από δυνάμεις αφοσιωμένες στο βασιλιά. Κατά τις συγκρούσεις αυτές, σκοτώνονται 57 ξένοι στρατιώτες.
Στις μέρες που ακολουθούν, το κωνσταντινικό καθεστώς εξαπολύει τρομερές διώξεις στην Αθήνα εναντίον των βενιζελικών (θύμα τους είναι και ο δήμαρχος Εμμανουήλ Μπενάκης, που ξυλοκοπείται άγρια), ενώ οι Σύμμαχοι εντείνουν το ναυτικό αποκλεισμό του κράτους των Αθηνών.
Η διαφωνία του πρωθυπουργού Βενιζέλου με το βασιλιά Κωνσταντίνο, η παραίτησή του Βενιζέλου και ο σχηματισμός στη Θεσσαλονίκη Προσωρινής Κυβέρνησης (26 Σεπτεμβρίου/9 Οκτωβρίου 1916), η οποία τάχθηκε με το πλευρό των Συμμάχων και κήρυξε έκπτωτο τον Κωνσταντίνο, καθώς και οι συγκρούσεις των Νοεμβριανών στην Αθήνα, ήταν η αιτία για την οποία η Εκκλησία της Ελλάδας τελικά αφόρισε τον Βενιζέλο στο σημερινό Πεδίο του Άρεως (12 Δεκεμβρίου). Παρόντες είναι ο μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος, αρκετοί επίσκοποι, δεκάδες ιερείς και πλήθος λαού.
Μετά τα Νοεμβριανά του 1916, οι Αγγλογάλλοι εντείνουν αφόρητα τις πιέσεις τους προς το αποκλεισμένο κωνσταντινικό κράτος των Αθηνών. Μεταξύ άλλων, η κυβέρνηση Λάμπρου υποχρεώνεται να παραδώσει στους συμμάχους στρατιωτικό υλικό και πλοία, να αποσύρει τα στρατεύματα της στην Πελοπόννησο και -το χειρότερο- να δεχτεί μια εξευτελιστική τελετή στο Ζάππειο (16 Ιανουαρίου 1917), κατά τη διάρκεια της οποίας η ελληνική σημαία «υποκλίνεται» στις συμμαχικές. Στόχος των Αγγλογάλλων είναι πλέον η ανατροπή του Κωνσταντίνου, στην οποία ωστόσο αντιδρούν ακόμα το τσαρικό καθεστώς της Ρωσίας και η «σύμμαχος» Ιταλία.
Την ίδια ώρα, η φιλοανταντική κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης επεκτείνει σταδιακά την εξουσία της σε όλο και μεγαλύτερο μέρος της χώρας.
Το Φεβρουάριο του 1917 ανατρέπεται το τσαρικό καθεστώς της Ρωσίας και ο Κωνσταντίνος χάνει και το τελευταίο διεθνές στήριγμα του.
Παράλληλα, ο πληθυσμός των αποκλεισμένων περιοχών ζει τραγικές ώρες, στερούμενος πλέον ακόμα και των μέσων διατροφής. Η όλη κατάσταση φανατίζει περισσότερο τους φιλοβασιλικούς, που εφευρίσκουν τότε το περίφημο σύνθημα «Ελιά-ελιά και Κώτσο βασιλιά». Μέσα στο γενικό χάος, παραιτείται ο Λάμπρου και σχηματίζεται μια ακόμα κυβέρνηση υπό τον Α. Ζαΐμη (21 Απριλίου).
Στα τέλη Μαΐου οι Γάλλοι απαιτούν πλέον άμεσα την παραίτηση του βασιλιά, απειλώντας νέα ένοπλη επέμβαση. Αυτή τη φορά ο Κωνσταντίνος υποκύπτει και δέχεται να φύγει από την Ελλάδα, αφήνοντας το θρόνο στο δευτερότοκο γιο του Αλέξανδρο, τον οποίο ωστόσο δεν αναγνωρίζει ως νέο βασιλιά αλλά απλώς ως τοποτηρητή του θρόνου του!
Η αποχώρηση του Κωνσταντίνου από τη χώρα θα συντελεστεί στις 2 Ιουνίου 1917, μέσα σε κλίμα γενικού πένθους. Χιλιάδες οπαδοί του τον κατευοδώνουν με θρήνους και κατάρες κατά του «προδότη» Βενιζέλου.
Στις 14 Ιουνίου φτάνει στην Αθήνα η κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου και έτσι η Ελλάδα ενοποιείται και πάλι. Λίγες ημέρες αργότερα (29 Ιουνίου), ο βασιλιάς Αλέξανδρος υπογράφει νόμο, με τον οποίο καταργείται η Βουλή που είχε προκύψει από τις μονόπλευρες εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου 1915 και αναβιώνει η Βουλή που είχε προκύψει από τις προγενέστερες εκλογές της 31ης Μαΐου του ίδιου χρόνου. Είναι η περίφημη «Βουλή των Λαζάρων», που θα παραμείνει μέχρι το 1920.
Κατά τους μήνες που ακολουθούν η κυβέρνηση Βενιζέλου στερεώνει την εξουσία της σε ολόκληρη την Ελλάδα και εξαπολύει πρωτοφανείς διώξεις εναντίον των αντιπάλων της, φυλακίζοντας ή εξορίζοντας χιλιάδες από αυτούς. Παράλληλα, οργανώνει τη στρατιωτική συμμετοχή της χώρας στον Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ.
Με την κάθοδο του Βενιζέλου στην Αθήνα και την επανενοποίηση της χώρας (Ιούνιος 1917), η Ελλάδα εντάσσεται ολοκληρωτικά στις δυνάμεις της Αντάντ και τα στρατεύματα της μετέχουν δραστήρια στις πολεμικές επιχειρήσεις του Μακεδονικού Μετώπου. Η συμβολή τους ωστόσο στην τελική συμμαχική νίκη είχε αρχίσει ουσιαστικά από τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο του προηγούμενου χρόνου -με τη συγκρότηση της Προσωρινής Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης- όταν ολόκληρες μονάδες αρνήθηκαν να πειθαρχήσουν στις εντολές της Αθήνας για τήρηση ουδετερότητας και πήραν μέρος, κάτω από γαλλική διοίκηση, στις επιχειρήσεις εναντίον των Βουλγάρων εισβολέων. Την ίδια περίπου εποχή, πάντως, έλαβε χώρα και το δραματικό επεισόδιο της Καβάλας, όπου ο διοικητής του Δ' Σώματος Στρατού στρατηγός Χατζόπουλος παραδόθηκε αμαχητί στους Βουλγάρους και μεταφέρθηκε μαζί με τους άνδρες του -400 αξιωματικοί και 6.000 οπλίτες- στο Γκέρλιτς της Γερμανίας.
Η ελληνική πολεμική εμπλοκή κλιμακώνεται κατά το πρώτο εξάμηνο του 1917 (χάρη στις προσπάθειες της προσωρινής κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης) και επισημοποιείται πλήρως με την επανένωση της χώρας τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου. Στους μήνες που ακολουθούν, ο Βενιζέλος αγωνίζεται να ανασυγκροτήσει τις σχεδόν διαλυμένες ένοπλες δυνάμεις (με τη βοήθεια κυρίως Γάλλων συμβούλων), ενώ παράλληλα προχωράει με γοργούς ρυθμούς στην υλοποίηση των σχεδίων γενικής επιστράτευσης (στα οποία όμως εναντιώνονται πολλοί παράγοντες του ανατραπέντος βασιλικού καθεστώτος). Ακόμα, προωθεί στη ζώνη του μετώπου όλο και μεγαλύτερες δυνάμεις, οι οποίες και θα συμβάλουν αποφασιστικά στην ανατροπή των δυσμενών για τους συμμάχους ισορροπιών.
Η ουσιαστική συμβολή της Ελλάδας στη συμμαχική νίκη θα επιβεβαιωθεί το 1918, όταν τα ελληνικά στρατεύματα θα σημειώσουν εντυπωσιακές επιτυχίες σε αλλεπάλληλες συγκρούσεις του μακεδονικού μετώπου. Σημαντικότερη από αυτές είναι αναμφισβήτητα η ελληνική νίκη επί των Βουλγάρων στην ιστορική μάχη του Σκρα (17 Μαΐου 1918), κατά την οποία βρήκαν το θάνατο 600 Έλληνες μαχητές.
Με την έστω και ολιγόμηνη συμμετοχή της στις επιχειρήσεις του Α' Παγκόσμιου Πολέμου η Ελλάδα «νομιμοποιήθηκε» να συμπεριληφθεί μεταξύ των νικητών. Έτσι, αφενός μεν απέτρεψε τα όποια διεθνή σχέδια για την εδαφική της συρρίκνωση (με την απώλεια, κυρίως, εδαφών της Μακεδονίας και της Θράκης) και αφετέρου άνοιξε το δρόμο για την ικανοποίηση των εθνικών αλυτρωτικών της δικαίων με τις διεθνείς συμφωνίες του 1919-1920, οι οποίες σαν Θεία Δίκη(;) κατέρρευσαν το 1922.
Περισσότερα ιστορικά αφιερώματα εδώ.