Ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές σχολικών ικανοτήτων
Γράφει η Ελένη Λαζαράτου
Αναπλ. Καθηγήτρια Παιδοψυχιατρικής
Οι Ειδικές Αναπτυξιακές Διαταραχές Σχολικών Ικανοτήτων κατά ICD-10 ή οι ειδικές μαθησιακές δυσκολίες κατά DSM-5 εκδηλώνονται με ειδικές και σημαντικές ελλείψεις στην εκμάθηση σχολικών δεξιοτήτων, οι οποίες δεν είναι το άμεσο επακόλουθο άλλων διαταραχών ( νοητικής υστέρησης, εκτεταμένων νευρολογικών ελλειμμάτων, οπτικών ή ακουστικών διαταραχών που δεν έχουν αποκατασταθεί ή συναισθηματικών δυσκολιών).
Για να τεθεί η διάγνωση απαιτείται η επίδοση σε σταθμισμένες δοκιμασίες να είναι σημαντικά χαμηλότερη από την αναμενόμενη με βάση το νοητικό δυναμικό και τη χρονολογική ηλικία του ατόμου και οι δυσκολίες μάθησης να συμμετέχουν στην ακαδημαϊκή επίδοση και σε συνδεόμενες δραστηριότητες της καθημερινής ζωής.
Η δυσλεξία (ειδική διαταραχή της ανάγνωσης) είναι η συχνότερη μαθησιακή διαταραχή που εκφράζεται κυρίως σαν δυσκολία στην μάθηση της ανάγνωσης και της γραφής, παρότι υπάρχει καλή εκπαίδευση, φυσιολογική νοημοσύνη και καλό κοινωνικο-πολιτιστικό περιβάλλον .
Σύμφωνα με τον ορισμό της International Dyslexic Association (IDA) Δυσλεξία: «Χαρακτηρίζεται από δυσκολία στην ακριβή και απρόσκοπτη αναγνώριση των λέξεων και από πτωχή απόδοση στην ορθογραφία και στην αποκωδικοποίηση της έννοιας των λέξεων. Αυτές οι δυσλειτουργίες προέρχονται από τυπικό έλλειμμα στη φωνολογική συνιστώσα της γλώσσας και αξιολογούνται σε σχέση με άλλες γνωστικές ικανότητες (για την ηλικία του παιδιού) και ασφαλώς σε σχέση με την αποτελεσματική διδασκαλία μέσα στην τάξη»
Η ανάγνωση είναι μια εξαιρετικά πολύπλοκη κινητική, αντιληπτική, γνωσιακή και γλωσσολογική διαδικασία. Για να μπορέσει το παιδί να αποκτήσει την ικανότητα της ανάγνωσης, πρέπει αφ’ ενός να έχει κατακτημένες μια σειρά από διαφορετικές ικανότητες και αφ’ ετέρου να είναι σε θέση να τις απαρτιώσει κατά τη διαδικασία της ανάγνωσης. Οι ικανότητες αυτές είναι αδρά οι εξής : α) η ικανότητα διάκρισης των φωνημάτων, β) η επαρκής βραχεία γλωσσική μνήμη, γ) η ικανότητα διάκρισης της συντακτικής δομής των φράσεων και προτάσεων, δ) η δυνατότητα κατανόησης του συμβολικού νοήματος των λέξεων και των προτάσεων και ε) η διάκριση δεξιού-αριστερού, επάνω-κάτω.
Εκτός των ανωτέρω προϋποθέσεων, το παιδί πρέπει να μπορεί να μάθει, πως να μετασχηματίζει τα γράμματα σε ήχους, δηλαδή να μάθει να μετασχηματίζει την σχηματική αναπαράσταση των γραμμάτων σε φωνητική αναπαράσταση.
Το δυσλεκτικό παιδί διαβάζει συλλαβιστά, με άχρωμη φωνή, παρατονίζει, παραλείπει λέξεις ή και προτάσεις ολόκληρες, συγχέει παρόμοια σχηματικά γράμματα και συλλαβές. Στην ορθογραφία κάνει πολλά λάθη, δεν μπορεί να εφαρμόσει τους γραμματικούς κανόνες, αντιστρέφει ή παραλείπει γράμματα και συλλαβές. Δεν διαχωρίζει τις λέξεις και αδυνατεί να χρησιμοποιήσει τα σημεία στίξεως. Ταυτόχρονα δυσκολεύεται να κατανοήσει το κείμενο που διάβασε και η λεκτική του έκφραση είναι φτωχή.
Στο ιστορικό των δυσλεκτικών παιδιών συνήθως διαπιστώνεται θετικό οικογενειακό ιστορικό, καθυστέρηση στην εξέλιξη του λόγου, δυσκολία στη διάκριση αριστερού - δεξιού, και ελάσσονα σημεία κινητικής διαταραχής.
Παρότι η δυσλεξία έχει οργανική βάση, ψυχολογικοί παράγοντες παίζουν ρόλο στην έκφρασή της και τις συνέπειες που μπορεί να έχει στη σχολική και επαγγελματική ζωή. Αν η διάγνωση δεν γίνει έγκαιρα μέχρι την ηλικία των 8 ετών, τα δυσλεκτικά παιδιά βιώνουν την αποτυχία, θεωρούνται κακοί μαθητές, κατηγορούνται για τεμπέληδες. Αντιδραστικά εκδηλώνουν αδιαφορία παραιτούνται τελείως από την προσπάθεια ή αντίθετα εξεγείρονται, γίνονται επιθετικά και παρουσιάζουν διαταραχές της συμπεριφοράς.
Για να τεθεί η διάγνωση απαιτείται η επίδοση σε σταθμισμένες δοκιμασίες να είναι σημαντικά χαμηλότερη από την αναμενόμενη με βάση το νοητικό δυναμικό και τη χρονολογική ηλικία του ατόμου και οι δυσκολίες μάθησης να συμμετέχουν στην ακαδημαϊκή επίδοση και σε συνδεόμενες δραστηριότητες της καθημερινής ζωής.
Η δυσλεξία (ειδική διαταραχή της ανάγνωσης) είναι η συχνότερη μαθησιακή διαταραχή που εκφράζεται κυρίως σαν δυσκολία στην μάθηση της ανάγνωσης και της γραφής, παρότι υπάρχει καλή εκπαίδευση, φυσιολογική νοημοσύνη και καλό κοινωνικο-πολιτιστικό περιβάλλον .
Σύμφωνα με τον ορισμό της International Dyslexic Association (IDA) Δυσλεξία: «Χαρακτηρίζεται από δυσκολία στην ακριβή και απρόσκοπτη αναγνώριση των λέξεων και από πτωχή απόδοση στην ορθογραφία και στην αποκωδικοποίηση της έννοιας των λέξεων. Αυτές οι δυσλειτουργίες προέρχονται από τυπικό έλλειμμα στη φωνολογική συνιστώσα της γλώσσας και αξιολογούνται σε σχέση με άλλες γνωστικές ικανότητες (για την ηλικία του παιδιού) και ασφαλώς σε σχέση με την αποτελεσματική διδασκαλία μέσα στην τάξη»
Η ανάγνωση είναι μια εξαιρετικά πολύπλοκη κινητική, αντιληπτική, γνωσιακή και γλωσσολογική διαδικασία. Για να μπορέσει το παιδί να αποκτήσει την ικανότητα της ανάγνωσης, πρέπει αφ’ ενός να έχει κατακτημένες μια σειρά από διαφορετικές ικανότητες και αφ’ ετέρου να είναι σε θέση να τις απαρτιώσει κατά τη διαδικασία της ανάγνωσης. Οι ικανότητες αυτές είναι αδρά οι εξής : α) η ικανότητα διάκρισης των φωνημάτων, β) η επαρκής βραχεία γλωσσική μνήμη, γ) η ικανότητα διάκρισης της συντακτικής δομής των φράσεων και προτάσεων, δ) η δυνατότητα κατανόησης του συμβολικού νοήματος των λέξεων και των προτάσεων και ε) η διάκριση δεξιού-αριστερού, επάνω-κάτω.
Εκτός των ανωτέρω προϋποθέσεων, το παιδί πρέπει να μπορεί να μάθει, πως να μετασχηματίζει τα γράμματα σε ήχους, δηλαδή να μάθει να μετασχηματίζει την σχηματική αναπαράσταση των γραμμάτων σε φωνητική αναπαράσταση.
Το δυσλεκτικό παιδί διαβάζει συλλαβιστά, με άχρωμη φωνή, παρατονίζει, παραλείπει λέξεις ή και προτάσεις ολόκληρες, συγχέει παρόμοια σχηματικά γράμματα και συλλαβές. Στην ορθογραφία κάνει πολλά λάθη, δεν μπορεί να εφαρμόσει τους γραμματικούς κανόνες, αντιστρέφει ή παραλείπει γράμματα και συλλαβές. Δεν διαχωρίζει τις λέξεις και αδυνατεί να χρησιμοποιήσει τα σημεία στίξεως. Ταυτόχρονα δυσκολεύεται να κατανοήσει το κείμενο που διάβασε και η λεκτική του έκφραση είναι φτωχή.
Στο ιστορικό των δυσλεκτικών παιδιών συνήθως διαπιστώνεται θετικό οικογενειακό ιστορικό, καθυστέρηση στην εξέλιξη του λόγου, δυσκολία στη διάκριση αριστερού - δεξιού, και ελάσσονα σημεία κινητικής διαταραχής.
Παρότι η δυσλεξία έχει οργανική βάση, ψυχολογικοί παράγοντες παίζουν ρόλο στην έκφρασή της και τις συνέπειες που μπορεί να έχει στη σχολική και επαγγελματική ζωή. Αν η διάγνωση δεν γίνει έγκαιρα μέχρι την ηλικία των 8 ετών, τα δυσλεκτικά παιδιά βιώνουν την αποτυχία, θεωρούνται κακοί μαθητές, κατηγορούνται για τεμπέληδες. Αντιδραστικά εκδηλώνουν αδιαφορία παραιτούνται τελείως από την προσπάθεια ή αντίθετα εξεγείρονται, γίνονται επιθετικά και παρουσιάζουν διαταραχές της συμπεριφοράς.
Περισσότερες συμβουλές εδώ.