«Είμαι όπως κάθε άλλος άνθρωπος. Το μόνο που κάνω είναι να παρέχω… ζήτηση»! Ο Αλ Καπόνε ήταν ένας πανέξυπνος άνθρωπος και ένας παμπόνηρος γκάγκστερ. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως οι διωκτικές Αρχές στις ΗΠΑ προσπαθούσαν επί πολλά χρόνια να τον συλλάβουν για κάποιο έστω από τα εγκλήματά του αλλά ουδέποτε το κατάφεραν.
Την πρώτη φορά που καταδικάστηκε ήταν για ασέβεια προς το δικαστήριο, την δεύτερη για απλή οπλοφορία και την τρίτη για φοροδιαφυγή. Η τελευταία του καταδίκη, σε 11 χρόνια φυλακή και πρόστιμο 50.000 δολαρίων ήταν αυτή που τον οδήγησε, μετά την απόρριψη της έφεσής του, στις διαβόητες φυλακές του Αλκατράζ.
Ήταν ίσως ο κακοποιός που διαχειριζόταν καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο το –πολύτιμο για τον ίδιο- άλλοθι. Και μιλάμε για έναν άνθρωπο που η εγκληματική δραστηριότητά του ήταν τεράστια και πολυδαίδαλη. Τόσο μεγάλη που η… χάρη του έφτασε ακόμα και στην Ελλάδα και συγκεκριμένα την Αθήνα!
Η Ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ ειδοποιεί τις ελληνικές αρχές
Η «γνωριμία» του Καπόνε με το έγκλημα έγινε από πολύ νωρίς. Ήδη σε ηλικία 14 ετών ο νεαρός Καπόνε εγκατέλειψε το σχολείο και εντάχθηκε σε δυο συμμορίες. Στους «Μαχαιροβγάλτες» του Μπρούκλιν και στους «Σαράντα κλέφτες Τζούνιορς».
Το 1920 είχε μετακομίσει στο Σικάγο και υπό τις οδηγίες του οι δύο συμμορίες συνεργάστηκαν, κυρίως στο λαθρεμπόριο μπύρας, τη μαστροπεία και τα παράνομα στοιχήματα. Πέντε χρόνια αργότερα, και μετά την επικήρυξη του αρχηγού της σπείρας, ο Καπόνε ανέλαβε τα ηνία.
Η συνέχεια είναι εντυπωσιακή και η ανέλιξή του στις βαθμίδες του οργανωμένου εγκλήματος τάχιστη. Το όνομά του έγινε συνώνυμο του τρόμου για τους αντιπάλους του και ως το τέλος της δεκαετίας βρισκόταν στη λίστα των πλέον καταζητούμενων κακοποιών.
Το 1932 βρίσκεται στην κορυφή του εγκλήματος αλλά και στις φυλακές της Ατλάντα καταδικασμένος για φοροδιαφυγή. Η συμμορία του, όμως, δεν σταματά τη δράση της. Με τις δικές του εντολές συνεχίζει να δρα όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά σχεδόν σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Τότε, λίγο πριν τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ στέλνει επείγον έγγραφό στις ελληνικές τράπεζες και τις διωκτικές αρχές της χώρας, με το οποίο τις προειδοποιεί πως μια διεθνής σπείρα παραχαρακτών θα «έριχνε» στην αγορά πλαστά εικοσαδόλαρα.
«Τα πλαστά δολάρια έχουν τυπωθεί ειδικώς επί χάρτου εμπεποτισμένου με μεταξωτάς κλωστάς προς απομίμηση των γνήσιων δολαρίων. Είναι δε εσπαρμένα καθ’ όλην την επιφάνεια του χάρτου αυτών ίνες, ελαφρώς ερυθραί και υπάρχουν και κυανοί τοιαύται συνεστραμμένα. Αντιθέτως εις τα τεθέντα εις κυκλοφορίαν πλαστά δολάρια αι ίνες είνε ευθείαι και ελαφρώς ελισσόμεναι με κλωστοειδείς γραμμάς», αναφερόταν χαρακτηριστικά στο προειδοποιητικό μήνυμα που έφτασε στην Ελλλάδα.
Στόχος να τονιστούν με λεπτομέρειες οι διαφορές μεταξύ των πλαστών και των γνήσιων χαρτονομισμάτων που ήταν ικανές να ξεγελάσουν ακόμη και τους πλέον έμπειρους ταμίες τραπεζών.
Πώς «ρίχτηκαν» στην αγορά τα πλαστά δολάρια
Οι πληροφορίες της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ αποδείχθηκαν σωστές. Τα μέλη της συμμορίας του Αλ Καπόνε είχαν ήδη φτάσει στην Ελλάδα και είχαν πιάσει δουλειά.
Η Αθήνα, άλλωστε, υπήρξε μόνο ένας από τους προορισμός των κακοποιών, που είχαν ήδη ρίξει πλαστά χαρτονομίσματα για λογαριασμό του αφεντικού τους στο Παρίσι, την Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια.
Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν και ο χρηματομεσίτης Αθ. Τριγωνίδης, εντελώς ανυποψίαστος, πήγαινε στην Εκδοτική Τράπεζα της Ελλάδος για να πραγματοποιήσει άλλη μια συναλλαγή, έχοντας μαζί του εικοσαδόλαρα.
Ο ταμίας Μουτζουρίδης, που όπως και οι υπόλοιποι συνάδελφοί του είχαν ενημερωθεί για τα πλαστά δολάρια, όταν πήρε στα χέρια του τα χαρτονομίσματα κατάλαβε πως… κάτι δεν πήγαινε καλά. Έβγαλε από το συρτάρι του ένα μεγεθυντικό φακό και εξέτασε προσεκτικά τις ίνες των δολαρίων. Μετά από σχετικές ερωτήσεις του ταμία, ο χρηματομεσίτης δήλωσε ότι είχε πάρει τα πλαστά χρήματα από τον χρηματιστή Λεωνίδα Ντερτιλή.
Ο Άγγελος Έβερτ και η εξιχνίαση της υπόθεσης των πλαστών
Όπως ήταν φυσικό ο ταμίας της τράπεζας, ειδοποίησε τους ανωτέρους του και εκείνοι με τη σειρά τους την Αστυνομία. Κλιμάκιο αστυνομικών έφτασε αμέσως στην τράπεζα καθώς όλοι κατάλαβαν πως είχαν να αντιμετωπίσουν αυτό για το οποίο τους είχε προειδοποιήσει η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ.
Επικεφαλής των ερευνών τέθηκε ο αστυνομικός Άγγελος Έβερτ, (πατέρας του πρώην προέδρου της Νέας Δημοκρατίας), ο οποίος ξεκίνησε τις ανακρίσεις. Με την πάροδο των έρευνών διαπιστώθηκε πως ο χρηματιστής είχε πάρει τα πλαστά δολάρια από έναν λογιστή, τον Μιλτιάδη Παπαλεξανδρή. Όταν και εκείνος με τη σειρά του ανακρίθηκε από τους αστυνομικούς, τους είπε πως του τα είχε δώσει ο αδερφός του, έμπορος πουκαμίσων, Ιωάννης Παπαλεξανδρής.
Η αστυνομία με μεθοδικό τρόπο είχε αρχίσει ήδη να βρίσκεται στα χνάρια του κυκλώματος των παραχαρακτών. Ο Ιωάννης Παπαλεξανδρής, υπέδειξε, με τη σειρά του, τον ελαιέμπορο Μπάρλα, ως τον άνθρωπο που του είχε δώσει τα χρήματα.
Ο Μπάρλας, κατά τη διάρκεια της δικής του ανάκρισης, είπε στους αστυνομικούς πως πριν από μερικά χρόνια είχε γνωρίσει στη Νέα Υόρκη δυο αμερικανούς οι οποίοι ήρθαν σε επαφή μαζί του και του ζήτησαν μια χάρη. Ο Σάμουελ Μπίλζεμπεργκ και Αντόνιο Ντερίγο, αμφότεροι μέλη της συμμορίας του Αλ Καπόνε, είχαν ζητήσει από τον Μπάρλα να «ρίξει» στην αγορά 3.500 δολάρια σε πλαστά χαρτονομίσματα των 20 δολαρίων!
Το κυνήγι των παραχαρακτών και η σύλληψη τους
Η υπόθεση πλέον είχε εξιχνιασθεί. Η Αστυνομία γνώριζε ακόμα και τα ονόματα των συνεργατών του Αλ Καπόνε που ήταν έτοιμοι να ρίξουν στην αγορά χιλιάδες πλαστά δολάρια.
Όπως ήταν φυσικό ο Μπάρλας, που όπως διαπιστώθηκε από την αστυνομική έρευνα είχε δεχθεί να κάνει την… «εξυπηρέτηση» στους παραχαράκτες οι οποίοι «έσπαγαν» τα δολάρια από 197 ως 208 δραχμές το καθένα», συνελήφθη. Μαζί του, συνελήφθησαν μια ιερόδουλη και ένας άνεργος, φίλοι του που έκρυβαν τους Αμερικάνους, από τη στιγμή που ήρθαν στην Ελλάδα μέσω Κέρκυρας.
Το μόνο που έμενε τώρα ήταν να συλληφθούν και οι δυο συνεργάτες του Αλ Καπόνε. Όταν έμαθαν ότι η αστυνομία ήταν στα ίχνη τους, φρόντισαν να φύγουν από την Αθήνα με την ελπίδα πως θα ξεφύγουν από τους διώκτες τους.
Ο Άγγελος Έβερτ, ωστόσο, γνώριζε τις κινήσεις τους και έτσι οι αρχές κατάφεραν να τους περάσουν χειροπέδες όταν προσπάθησαν να ταξιδέψουν με πλοίο στην Ιταλία. Μαζί με τους Σάμουελ Μπίλζεμπεργκ και Αντόνιο Ντερίγο, η αστυνομία συνέλαβε ακόμα οκτώ άτομα που αποτελούσαν ένα άτυπο δίκτυο υποστήριξης τους.
Τα επόμενα χρόνια, η συμμορία του Αλ Καπόνε, όσο και ο ίδιος ο αρχιγκάγκστερ, άρχισαν να παίρνουν τον δρόμο προς την οριστική διάλυση του τεράστιου δικτύου τους.
Στα μέσα της δεκαετίας του '30, ο Αλ Καπόνε άρχισε να εμφανίζει συμπτώματα άνοιας, που οφειλόταν πιθανότατα στη σύφιλη που πέρασε όταν ήταν νεαρός. Για λίγα χρόνια νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο των φυλακών και τελικά αποφυλακίστηκε στις 16 Νοεμβρίου του 1939.
Δεν επέστρεψε ποτέ στο Σικάγο. Το 1946 οι γιατροί ανακοίνωσαν πως η νοημοσύνη του Αλ Καπόνε δεν ξεπερνά αυτή ενός 12χρονου παιδιού. Εγκαταστάθηκε στο σπίτι του στη Φλόριντα και ως το θάνατό του, από ανακοπή καρδιάς, στις 25 Ιανουαρίου του 1947, δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά δημόσια.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.