Η αβάντα είναι ιταλική λέξη:
αβάντα < ιταλική avanti, εμπρός, ή τουρκική avanta < ιταλική avanto κέρδος, (σύγχρονο: avanzo)
αβάντα < ιταλική avanti, εμπρός, ή τουρκική avanta < ιταλική avanto κέρδος, (σύγχρονο: avanzo)
Στα ελληνικά -ανάλογα με τη χρήση της- αποδίδεται ως:
1) όφελος,
2) επιλήψιμο, αθέμιτο κέρδος,
3) υποστήριξη -συνήθως με κακή έννοια- π.χ. «έχει αβάντα τον βουλευτή».
Δείτε πώς λέγονται περισσότερες λέξεις στα ελληνικά εδώ.