Στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του παιδιού καθορίζεται με σαφήνεια πως οι γονείς έχουν τον πιο σημαντικό ρόλο στην ανατροφή των παιδιών.
Στο κείμενό της, η Σύμβαση ενθαρρύνει τους γονείς να αντιμετωπίζουν τα ζητήματα δικαιωμάτων με τα παιδιά τους "με τρόπο που ανταποκρίνεται στην ανάπτυξη των ικανοτήτων του" (άρθρο 5). Οι γονείς, που γνωρίζουν και διαισθάνονται το επίπεδο ανάπτυξης του παιδιού τους, θα το κάνουν αυτό με φυσικό τρόπο. Τα θέματα που συζητούν, ο τρόπος με τον οποίο απαντούν σε ερωτήσεις και οι πειθαρχικές μέθοδοι που χρησιμοποιούν, θα διαφέρουν ανάλογα με το αν το παιδί είναι 3, 9 ή 16 ετών.
Η Σύμβαση δηλώνει πως οποιοσδήποτε κάτω των 18 ετών (ο ορισμός του παιδιού), ανεξαρτήτως φύλου, καταγωγής, θρησκείας ή πιθανής αναπηρίας, χρειάζεται ειδική φροντίδα και προστασία επειδή τα παιδιά είναι συχνά τα περισσότερο ευάλωτα άτομα.
Παρά τα διεθνή κείμενα προστασίας των παιδιών, που σε πολλές χώρες αποτελούν κενό γράμμα, εκατομμύρια παιδιά εξακολουθούν να υποφέρουν από τη φτώχεια και να στερούνται της στοιχειώδους σχολικής εκπαίδευσης, εκατοντάδες χιλιάδες υφίστανται τις τραγικές συνέπειες συρράξεων και οικονομικού χάους, δεκάδες χιλιάδες ακρωτηριάζονται στους πολέμους και πολλά ακόμη ορφανεύουν ή και σκοτώνονται από τον ιό του AIDS και από άλλες ασθένειες. Τα στοιχεία και οι αριθμοί είναι καταπέλτης στο εφησυχασμό της συνείδησης.
Η Σύμβαση είναι μια διεθνής συνθήκη ανθρωπίνων δικαιωμάτων που λέει πως όλα τα παιδιά γεννιούνται με βασικές ελευθερίες και δικαιώματα.
Μια τέτοια συνθήκη αποτελεί μια συμφωνία μεταξύ ανθρώπων ή κρατών όπου όλοι συμφωνούν να υπακούουν στον ίδιο νόμο. Η Σύμβαση καθορίζει το εύρος των δικαιωμάτων τα οποία οφείλουν να απολαμβάνουν τα παιδιά οπουδήποτε. Θέτει τις βασικές προϋποθέσεις για την ευημερία των παιδιών στα διάφορα στάδια της ανάπτυξής τους και είναι ο πρώτος παγκόσμιος, νομικά δεσμευτικός, κώδικας δικαιωμάτων των παιδιών στην ιστορία.
Περισσότερες συμβουλές εδώ.