Ρήματα της πρώτης συζυγίας
Ενεργητική φωνή
λύνω
Χρόνοι
|
Εγκλίσεις
| ||
Οριστική
|
Υποτακτική
(να, όταν κτλ.)
|
Προστακτική
| |
Ενεστώτας
|
λύνω
λύνεις
λύνει
λύνουμε
λύνετε
λύνουν(ε)
|
να λύνω
να λύνεις
να λύνει
να λύνουμε
να λύνετε
να λύνουν(ε)
|
λύνε
λύνετε
|
Παρατατικός
|
έλυνα
έλυνες
έλυνε
λύναμε
λύνατε
έλυναν/λύναν(ε)
| ||
Αόριστος
|
έλυσα
έλυσες
έλυσε
λύσαμε
λύσατε
έλυσαν/λύσαν(ε)
|
να λύσω
να λύσεις
να λύσει
να λύσουμε
να λύσετε
να λύσουν(ε)
|
λύσε
λύστε
|
απαρέμφατο αορίστου: λύσει
μετοχή ενεστώτα: λύνοντας
Χρόνοι
|
Εγκλίσεις
| |
Οριστική
|
Υποτακτική
(να, όταν κτλ.)
| |
Eξακολουθητικός
Μέλλοντας
|
θα λύνω
θα λύνεις
θα λύνει
θα λύνουμε
θα λύνετε
θα λύνουν(ε)
| |
Συνοπτικός Μέλλοντας
|
θα λύσω
θα λύσεις
θα λύσει
θα λύσουμε
θα λύσετε
θα λύσουν(ε)
| |
Συντελεσμένος
Μέλλοντας
|
θα έχω λύσει
θα έχεις λύσει
θα έχει λύσει
θα έχουμε λύσει
θα έχετε λύσει
θα έχουν(ε) λύσει
(ή: θα έχω λυμένο, -η, -ο κτλ.)
| |
Παρακείμενος
|
έχω λύσει
έχεις λύσει
έχει λύσει
έχουμε λύσει
έχετε λύσει
έχουν(ε) λύσει
(ή: έχω λυμένο, -η, -ο κτλ.)
|
να έχω λύσει
να έχεις λύσει
να έχει λύσει
να έχουμε λύσει
να έχετε λύσει
να έχουν(ε) λύσει
(ή: να έχω λυμένο, -η, -ο κτλ)
|
Υπερσυντέλικος
|
είχα λύσει
είχες λύσει
είχε λύσει
είχαμε λύσει
είχατε λύσει
είχαν(ε) λύσει
(ή: είχα λυμένο, -η, -ο κτλ.)
|
Στην υποτακτική συναντώνται επίσης οι τύποι να έλυνα, να έλυσα, να είχα λύσει, που κλίνονται όπως οι τύποι της οριστικής έλυνα, έλυσα, είχα λύσει.
Παθητική φωνή
λύνομαι
λύνομαι
Χρόνοι
|
Εγκλίσεις
| ||
Οριστική
|
Υποτακτική(να, όταν κτλ.)
|
Προστακτική
| |
Ενεστώτας
|
λύνομαι
λύνεσαι
λύνεται
λυνόμαστε
λύνεστε/-όσαστε
λύνονται
|
να λύνομαι
να λύνεσαι
να λύνεται
να λυνόμαστε
να λύνεστε/-όσαστε
να λύνονται
|
(λύνου)
(λύνεστε)
|
Παρατατικός
|
λυνόμουν(α)
λυνόσουν(α)
λυνόταν(ε)
λυνόμασταν/-τε
λυνόσασταν/-τε
λύνονταν/λυνόντουσαν
| ||
Αόριστος
|
λύθηκα
λύθηκες
λύθηκε
λυθήκαμε
λυθήκατε
λύθηκαν/λυθήκαν(ε)
|
να λυθώ
να λυθείς
να λυθεί
να λυθούμε
να λυθείτε
να λυθούν(ε)
|
λύσου
λυθείτε
|
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας |
θα λύνομαι
θα λύνεσαι
θα λύνεται
θα λυνόμαστε
θα λύνεστε/-όσαστε
θα λύνονται
| ||
Συνοπτικός Μέλλοντας
|
θα λυθώ
θα λυθείς
θα λυθεί
θα λυθούμε
θα λυθείτε
θα λυθούν(ε)
|
απαρέμφατο αορίστου: λυθεί
Χρόνοι
|
Εγκλίσεις
| |
Οριστική
|
Υποτακτική
(να, όταν κτλ.) | |
Συντελεσμένος
Μέλλοντας |
θα έχω λυθεί
θα έχεις λυθεί
θα έχει λυθεί
θα έχουμε λυθεί
θα έχετε λυθεί
θα έχουν(ε) λυθεί
(ή: θα είμαι λυμένος, -η, -ο κτλ.)
| |
Παρακείμενος
|
έχω λυθεί
έχεις λυθεί κτλ.
(ή: είμαι λυμένος, -η, -ο κτλ.)
|
να έχω λυθεί κτλ.
(ή: να είμαι λυμένος, -η, -ο κτλ.)
|
Υπερσυντέλικος
|
είχα λυθεί,
είχες λυθεί κτλ.
(ή: ήμουν λυμένος, -η, -ο κτλ.)
|
μετοχή παρακειμένου: λυμένος, -η, -ο
Στην υποτακτική συναντώνται επίσης οι τύποι να λυνόμουν(α), να λύθηκα, να είχα λυθεί, που κλίνονται όπως οι τύποι της οριστικής λυνόμουν(α), λύθηκα, είχα λυθεί.
Σύμφωνα με το λύνω – λύνομαι κλίνονται τα ρήματα: απλώνω, δένω, διορθώνω, ενώνω, θαμπώνω, ιδρύω, λιώνω, ντύνω, οργώνω, παίζω, πληρώνω, φορτώνω, σηκώνω, χάνω, ψήνω κ.ά.
Μορφολογική ποικιλία
Ενεργητική φωνή
Στο α΄ πληθυντικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής, καθώς και του εξακολουθητικού και συνοπτικού μέλλοντα της οριστικής και της υποτακτικής αορίστου, παρουσιάζονται πολύ σπάνια στον λόγο και συνήθως από ομιλητές προερχόμενους από τη νότια Ελλάδα τύποι σε -ομε, π.χ. λύνομε, θα λύσομε κτλ.
Στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής, καθώς και του εξακολουθητικού και του συνοπτικού μέλλοντα και του αορίστου της υποτακτικής, παρουσιάζονται οι τύποι σε -ουν και -ουνε, π.χ. λύνουν / λύνουνε, να λύσουν / να λύσουνε. Ο πρώτος συνηθίζεται στον γραπτό λόγο, κυρίως σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, ενώ ο δεύτερος είναι πολύ συνηθισμένος στον προφορικό λόγο και στα κείμενα της παιδικής λογοτεχνίας.
Στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο του παρατατικού και του αορίστου της οριστικής παρουσιάζονται δεύτεροι τύποι χωρίς αύξηση σε -αν και σε -ανε, π.χ. έλυναν / λύναν(ε), έλυσαν / λύσαν(ε). Οι τύποι χωρίς αύξηση λύναν(ε), λύσαν(ε) είναι συνηθισμένοι στον προφορικό λόγο και στα κείμενα της παιδικής λογοτεχνίας, ενώ οι τύποι έλυναν, έλυσαν εμφανίζονται στον γραπτό λόγο κυρίως, σε τυπικό και σε ουδέτερο ύφος.
Στους συντελικούς χρόνους παρουσιάζεται σπανιότερα ένας τύπος σχηματισμού των χρόνων με τη χρήση του ρήματος έχω και τη μετοχή του παθητικού παρακειμένου, π.χ. έχω λυμένο, -η, -ο.
Στο β΄ πρόσωπο πληθυντικού της προστακτικής του αορίστου ορισμένα ρήματα, των οποίων το αοριστικό θέμα λήγει σε λ, ρ, σ, ξ, ψ, παρουσιάζουν διπλούς τύπους σε -ετε και -τε, ενώ άλλα μόνο σε-τε, π.χ. λύσετε / λύστε, γράψετε /γράψτε, αλλά καθίστε. Οι τύποι σε -ετε χρησιμοποιούνται σε πολύ τυπικό ύφος.
Στο β΄ πρόσωπο πληθυντικού της προστακτικής του αορίστου τα ρήματα των οποίων το θέμα λήγει σε ξ ή ψ ορισμένες φορές παρουσιάζουν σε οικείο ύφος και τύπους με αλλαγμένα τα σύμφωνα ξ και ψ σε χ και φ αντίστοιχα, π.χ. ρίχτε και ρίξτε, αλείψτε και αλείφτε.
Οι τύποι της προστακτικής του ενεστώτα χρησιμοποιούνται πολύ σπάνια.
Παθητική φωνή
Στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο του συνοπτικού μέλλοντα της οριστικής και του αορίστου της υποτακτικής παρουσιάζονται οι τύποι σε -ούν / -ούνε, π.χ. να λυθούν / να λυθούνε. Ο πρώτος συνηθίζεται στον γραπτό λόγο, σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, ενώ ο δεύτερος είναι πολύ συνηθισμένος στον προφορικό λόγο και στα κείμενα της παιδικής λογοτεχνίας.
Στο β΄ πληθυντικό πρόσωπο της οριστικής του ενεστώτα παρουσιάζεται, εκτός από τον τύπο σε -εστε, που χρησιμοποιείται σε τυπικό και σε ουδέτερο ύφος, και ο τύπος σε -όσαστε, που εμφανίζεται σε οικείο ύφος. Eπίσης, χρησιμοποιείται μερικές φορές και ο τύπος σε -εσθε (λύνεσθε), μόνο σε τυπικό ύφος.
Ο παρατατικός παρουσιάζει σε όλα τα πρόσωπα του ενικού και στο γ΄ πρόσωπο του πληθυντικού δύο τύπους. Οι πρώτοι τύποι χρησιμοποιούνται σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, οι υπόλοιποι σε οικείο ύφος. Επίσης, εμφανίζονται σπάνια και οι τύποι σε -στε για το α΄ και το β΄ πρόσωπο πληθυντικού του παρατατικού, π.χ. λυνόμασταν / λυνόμαστε.
Στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο της οριστικής αορίστου παρουσιάζεται δεύτερος τύπος σε -αν(ε) με μετακίνηση του τόνου, π.χ. λύθηκαν / λυθήκαν(ε). Ο πρώτος τύπος χρησιμοποιείται σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, ενώ το λυθήκαν(ε) σε οικείο, καθημερινό ύφος.
Στους συντελικούς χρόνους (συντελεσμένος μέλλοντας, παρακείμενος, υπερσυντέλικος) παρουσιάζεται σπανιότερα ένας τύπος σχηματισμού των χρόνων με τη χρήση του ρήματος είμαι και τη μετοχή του παθητικού παρακειμένου, π.χ. ήμουν λυμένος, -η, -ο.
Για τους τύπους του αορίστου της οριστικής και της μετοχής ορισμένων ρημάτων μερικές φορές χρησιμοποιούνται σε τυπικό ύφος τύποι που προέρχονται από την αρχαία ελληνική, π.χ. αντί για τον τύπο λύθηκε χρησιμοποιείται ο τύπος ελύθη, για το ανακοινώθηκε ο τύπος ανεκοινώθη, αντί του εγκαταλειμμένος ο τύπος εγκαταλελειμμένος, αντί του πεισμένος το πεπεισμένος κτλ.
Ρήματα της δεύτερης συζυγίας
Τα ρήματα της δεύτερης συζυγίας διακρίνονται σε δύο ομάδες, που συνηθίζεται να ονομάζονται τάξεις. Στην πρώτη τάξη ανήκουν τα ρήματα που οι καταλήξεις των τριών πρώτων προσώπων ενεστώτα της ενεργητικής φωνής τους είναι -ώ / -άω, -άς, -ά / -άει και της παθητικής -ιέμαι, -ιέσαι, -ιέται, π.χ. χτυπώ / -άω, χτυπάς, χτυπά / -άει και χτυπιέμαι, χτυπιέσαι, χτυπιέται. Στη δεύτερη τάξη ανήκουν τα ρήματα που οι καταλήξεις ενεστώτα των τριών πρώτων προσώπων της ενεργητικής φωνής τους είναι -ώ, -είς, -εί και της παθητικής -ούμαι, -είσαι, -είται, π.χ. θεωρώ, θεωρείς, θεωρεί και θεωρούμαι, θεωρείσαι, θεωρείται. Ορισμένα ρήματα της δεύτερης συζυγίας σχηματίζουν την παθητική φωνή με τύπους και των δύο τάξεων, π.χ. βοηθώ / -άω → βοηθούμαι και βοηθιέμαι, αδικώ → αδικούμαι και αδικιέμαι. Στην ίδια συζυγία ανήκουν και τα αποθετικά ρήματα σε -άμαι / -ούμαι, π.χ. θυμάμαι / -ούμαι.
Α´ τάξη. Ενεργητική φωνή
χτυπώ
χτυπώ
Χρόνοι
|
Εγκλίσεις
| ||
Οριστική
|
Υποτακτική
(να, όταν κτλ.)
|
Προστακτική
| |
Ενεστώτας
|
χτυπώ/-άω
χτυπάς
χτυπά/-άει
χτυπάμε/-ούμε
χτυπάτε
χτυπούν(ε)/χτυπάν(ε)
|
να χτυπώ/-άω
να χτυπάς
να χτυπά/-άει
να χτυπάμε/-ούμε
να χτυπάτε
να χτυπούν(ε)/χτυπάν(ε)
|
χτύπα
χτυπάτε
|
Παρατατικός
|
χτυπούσα/χτύπαγα
χτυπούσες/χτύπαγες
χτυπούσε/χτύπαγε
χτυπούσαμε/-πάγαμε
χτυπούσατε/-πάγατε
χτυπούσαν(ε)/χτύπαγαν
| ||
Αόριστος
|
χτύπησα
χτύπησες
χτύπησε
χτυπήσαμε
χτυπήσατε
χτύπησαν/χτυπήσαν(ε)
|
να χτυπήσω
να χτυπήσεις
να χτυπήσει
να χτυπήσουμε
να χτυπήσετε
να χτυπήσουν (ε)
|
χτύπησε
χτυπήστε
|
απαρέμφατο αορίστου: χτυπήσει
μετοχή ενεστώτα: χτυπώντας
Χρόνοι
|
Εγκλίσεις
| |
Οριστική
|
Υποτακτική
(να, όταν κτλ.) | |
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας |
θα χτυπώ/-άω
θα χτυπάς
θα χτυπά/-άει
θα χτυπάμε/-ούμε
θα χτυπάτε
θα χτυπούν(ε)/ θα χτυπάν(ε)
| |
Συνοπτικός Μέλλοντας
|
θα χτυπήσω
θα χτυπήσεις
θα χτυπήσει
θα χτυπήσουμε
θα χτυπήσετε
θα χτυπήσουν(ε)
| |
Συντελεσμένος
Μελλοντας |
θα έχω χτυπήσει
θα έχεις χτυπήσει
θα έχει χτυπήσει
θα έχουμε χτυπήσει
θα έχετε χτυπήσει
θα έχουν(ε) χτυπήσει
(ή: θα έχω χτυπημένο, -η, -ο κτλ.)
| |
Παρακείμενος
|
έχω χτυπήσει
έχεις χτυπήσει
έχει χτυπήσει
έχουμε χτυπήσει
έχετε χτυπήσει
έχουν(ε) χτυπήσει
(ή: έχω χτυπημένο, -η, -ο κτλ.)
|
να έχω χτυπήσει
να έχεις χτυπήσει
να έχει χτυπήσει
να έχουμε χτυπήσει
να έχετε χτυπήσει
να έχουν(ε) χτυπήσει
(ή: να έχω χτυπημένο, -η, -ο κτλ.)
|
Υπερσυντέλικος
|
είχα χτυπήσει
είχες χτυπήσει
είχε χτυπήσει
είχαμε χτυπήσει
είχατε χτυπήσει
είχαν(ε) χτυπήσει
(ή: είχα χτυπημένο, -η, -ο κτλ.)
|
Στην υποτακτική συναντώνται επίσης οι τύποι να χτυπούσα/χτύπαγα, να χτύπησα, να είχα χτυπήσει, που κλίνονται όπως οι αντίστοιχοι τύποι της οριστικής.
Μερικά ρήματα αυτής της τάξης έχουν συνήθως τύπους μόνο σε -άω, π.χ. σπάω, σχολάω, σκάω. Τα ρήματα αυτά χρησιμοποιούνται σε ουδέτερο και, συχνότερα, σε οικείο ύφος.
Α´ τάξη. Παθητική φωνή
χτυπιέμαι
χτυπιέμαι
Χρόνοι
|
Εγκλίσεις
| ||
Οριστική
|
Υποτακτική
(να, όταν κτλ.) |
Προστακτική
| |
Ενεστώτας
|
χτυπιέμαι
χτυπιέσαι
χτυπιέται
χτυπιόμαστε
χτυπιέστε/-ιόσαστε
χτυπιούνται/-ιόνται
|
να χτυπιέμαι
να χτυπιέσαι
να χτυπιέται
να χτυπιόμαστε
να χτυπιέστε/-ιόσαστε
να χτυπιούνται/-ιόνται
| |
Παρατατικός
|
χτυπιόμουν(α)
χτυπιόσουν(α)
χτυπιόταν(ε)
χτυπιόμασταν/-τε
χτυπιόσασταν/-τε
χτυπιόνταν(ε)/
-ιόντουσαν/χτυπιούνταν(ε)
| ||
Αόριστος
|
χτυπήθηκα
χτυπήθηκες
χτυπήθηκε
χτυπηθήκαμε
χτυπήθηκατε
χτυπήθηκαν/χτυπηθήκαν(ε)
|
να χτυπηθώ
να χτυπηθείς
να χτυπηθεί
να χτυπηθούμε
να χτυπηθείτε
να χτυπηθούν(ε)
|
χτυπήσου
χτυπηθείτε
|
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας |
θα χτυπιέμαι
θα χτυπιέσαι
θα χτυπιέται
θα χτυπιόμαστε
θα χτυπιέστε/-ιόσαστε
θα χτυπιούνται/-ιόνται
|
απαρέμφατο αορίστου: χτυπηθεί
Χρόνοι
|
Εγκλίσεις
| |
Οριστική
|
Υποτακτική
(να, όταν κτλ.)
| |
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας |
θα χτυπηθώ
θα χτυπηθείς
θα χτυπηθεί
θα χτυπηθούμε
θα χτυπηθείτε
θα χτυπηθούν(ε)
| |
Συνοπτικός Μέλοντας
|
θα έχω χτυπηθεί
θα έχεις χτυπηθεί
θα έχει χτυπηθεί
θα έχουμε χτυπηθεί
θα έχετε χτυπηθεί
θα έχουν(ε) χτυπηθεί
(ή: θα είμαι χτυπημένος, -η, -ο κτλ.)
| |
Παρακείμενος
|
έχω χτυπηθεί
έχεις χτυπηθεί κτλ.
(ή: είμαι χτυπημένος, -η, -ο κτλ.)
|
να έχω χτυπηθεί
να έχεις χτυπηθεί κτλ.
(ή: να είμαι χτυπημένος, -η, -ο κτλ.)
|
Υπερσυντέλικος
|
είχα χτυπηθεί,
είχες χτυπηθεί κτλ.
(ή: ήμουν χτυπημένος, -η, -ο κτλ.)
|
μετοχή παρακειμένου: χτυπημένος, -η, -ο
Στην υποτακτική συναντώνται επίσης οι τύποι να χτυπιόμουν(α), να χτυπήθηκα, να είχα χτυπηθεί, που κλίνονται όπως οι τύποι της οριστικής χτυπιόμουν(α), χτυπήθηκα, είχα χτυπηθεί.
Σύμφωνα με το χτυπώ – χτυπιέμαι κλίνονται και τα ρήματα: αγαπώ, ρωτώ, γελώ, κρατώ κ.ά.
Η κλίση της α΄ συζυγίας διαφέρει από εκείνη της β΄ συζυγίας μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό της ενεργητικής και της παθητικής φωνής.
Μορφολογική ποικιλία
Ενεργητική φωνή
Στο α΄ ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής και του εξακολουθητικού μέλλοντα της οριστικής παρουσιάζονται οι τύποι σε -ώ και -άω, π.χ. χτυπώ / χτυπάω. Οι δύο τύποι δεν παρουσιάζουν σημαντική υφολογική διαφορά.
Στο γ΄ ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής και υποτακτικής και του εξακολουθητικού μέλλοντα της οριστικής παρουσιάζονται οι τύποι σε -ά και -άει, π.χ. χτυπά / χτυπάει. Και σ' αυτήν την περίπτωση δεν είναι σημαντική η υφολογική διαφορά μεταξύ των δύο τύπων.
Στο α΄ πληθυντικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής και του εξακολουθητικού μέλλοντα της οριστικής παρουσιάζονται οι τύποι σε -άμε και -ούμε, π.χ. χτυπάμε / χτυπούμε. Ο δεύτερος τύπος συνήθως χρησιμοποιείται σε τυπικό ύφος.
Στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής και του εξακολουθητικού μέλλοντα της οριστικής παρουσιάζονται οι τύποι σε -ούν(ε) και -άν(ε), π.χ. χτυπούν(ε) / χτυπάν(ε). Ο τύπος σε -ούν (χτυπούν) συνήθως χρησιμοποιείται σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, οι άλλοι σε λιγότερο τυπικό ή σε οικείο ύφος.
Ο παρατατικός παρουσιάζει σε όλα τα πρόσωπα τουλάχιστον δύο τύπους (βλ. κλίση). Οι τύποι σε -ούσα κτλ. και ο τύπος σε -ούσαν χρησιμοποιούνται σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, ενώ οι τύποι σε -αγα, -αγες κτλ. χρησιμοποιούνται σε οικείο και λαϊκό ύφος.
Στο γ΄ πληθ. του συνοπτικού μέλλοντα της οριστικής και της υποτακτικής αορίστου παρουσιάζονται οι τύποι σε -ουν και -ουνε, π.χ. θα χτυπήσουν / θα χτυπήσουνε. Ο πρώτος τύπος χρησιμοποιείται σε τυπικό ύφος, ενώ ο δεύτερος σε οικείο και ουδέτερο ύφος.
Στο γ΄ πληθυντικό του αορίστου οριστικής παρουσιάζονται δεύτεροι τύποι σε -αν και -ανε με παράλληλη μετακίνηση του τόνου, π.χ. χτύπησαν / χτυπήσαν / χτυπήσανε. Ο πρώτος τύπος χρησιμοποιείται σε τυπικό και σε ουδέτερο ύφος, ενώ οι άλλοι δύο σε πιο οικείο ή και λαϊκό ύφος, κυρίως στον προφορικό λόγο.
Στο α΄ πληθυντικό του συνοπτικού μέλλοντα και της υποτακτικής του αορίστου παρουσιάζονται οι τύποι σε -ουμε και -ομε, π.χ. να χτυπήσουμε / να χτυπήσομε. Ο πρώτος τύπος είναι πιο συνηθισμένος, ενώ ο δεύτερος εμφανίζεται σπάνια και ακούγεται συνήθως από ομιλητές που προέρχονται από τη νότια Ελλάδα.
Στους συντελικούς χρόνους παρουσιάζεται σπανιότερα ένας τύπος σχηματισμού των χρόνων με τη χρήση του ρήματος έχω και της μετοχής του παθητικού παρακειμένου, π.χ. έχω χτυπημένο, -η, -ο.
Παθητική φωνή
Ο παρατατικός παρουσιάζει σε όλα τα πρόσωπα τουλάχιστον δύο τύπους (βλ. κλίση). Οι τύποι του ενικού και πληθυντικού σε -όμουν, -όσουν κτλ. είναι πιο συνηθισμένοι στον λόγο και χρησιμοποιούνται σε τυπικό, ουδέτερο αλλά και σε οικείο ύφος. Οι τύποι του ενικού σε -όμουνα, -όσουνα, -ότανε και του γ΄ πληθυντικού σε -όντανε και -όντουσαν χρησιμοποιούνται σε οικείο και λαϊκό ύφος.
Στο β΄ πληθυντικό του ενεστώτα οριστικής παρουσιάζονται οι τύποι σε -έστε και -όσαστε, π.χ. χτυπιέστε / χτυπιόσαστε. Οι δύο τύποι δεν παρουσιάζουν υφολογικά σημαντική διαφορά.
Το γ΄ πληθυντικό του συνοπτικού μέλλοντα της οριστικής και της υποτακτικής του αορίστου παρουσιάζει τους τύπους σε -ούν και -ούνε, π.χ. θα χτυπηθούν / θα χτυπηθούνε. Ο τύπος σε -ούν χρησιμοποιείται σε τυπικό ύφος, ενώ ο τύπος σε -ούνε σε οικείο ύφος και σε κείμενα παιδικής λογοτεχνίας.
Στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο οριστικής του αορίστου παρουσιάζεται β΄ τύπος σε -θήκαν(ε) με μετακίνηση του τόνου, π.χ. χτυπήθηκαν / χτυπηθήκαν(ε). Ο πρώτος τύπος είναι αυτός που χρησιμοποιείται σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, ενώ ο δεύτερος σε οικείο, καθημερινό ύφος.
Στους συντελικούς χρόνους παρουσιάζεται σπανιότερα ένας τύπος σχηματισμού των χρόνων με τη χρήση του ρήματος είμαι και τη μετοχή του παθητικού παρακειμένου, π.χ. είμαι χτυπημένος, -η, -ο.
Ορισμένα ρήματα που ανήκουν σε αυτήν την ομάδα σχηματίζουν πολύ συχνά την οριστική και υποτακτική του ενεστώτα με τύπους των ρημάτων της αρχαίας ελληνικής. Τέτοια ρήματα είναι τα: απατώμαι, αποπειρώμαι, διασπώμαι, διερωτώμαι, εγγυώμαι, εξαρτώμαι (αλλά και εξαρτιέμαι), ηττώμαι, καταχρώμαι, περιπλανώμαι (αλλά και περιπλανιέμαι), τιμώμαι. Παράδειγμα: εγγυώμαι, εγγυάσαι, εγγυάται, εγγυώμεθα / εγγυόμαστε, εγγυάσθε / -άστε, εγγυώνται.
Β´ τάξη. Ενεργητική φωνή
θεωρώ
θεωρώ
Χρόνοι
|
Εγκλίσεις
| ||||
Οριστική
|
Υποτακτική
(να, όταν κτλ.) |
Προστακτική
| |||
Ενεστώτας
|
θεωρώ
θεωρείς
θεωρεί
θεωρούμε
θεωρείτε
θεωρούν(ε)
|
να θεωρώ
να θεωρείς
να θεωρεί
να θεωρούμε
να θεωρείτε
να θεωρούν(ε)
|
—
θεωρείτε
| ||
Παρατατικός
|
θεωρούσα
θεωρούσες
θεωρούσε
θεωρούσαμε
θεωρούσατε
θεωρούσαν(ε)
| ||||
Αόριστος
|
θεώρησα
θεώρησες
θεώρησε
θεωρήσαμε
θεωρήσατε
θεώρησαν/θεωρήσαν(ε)
|
να θεωρήσω
να θεωρήσεις
να θεωρήσει
να θεωρήσουμε
να θεωρήσετε
να θεωρήσουν(ε)
|
θεώρησε
θεωρήστε |
απαρέμφατο αορίστου: θεωρήσει
μετοχή ενεστώτα: θεωρώντας
Χρόνοι
|
Εγκλίσεις
| |
Οριστική
|
Υποτακτική
(να, όταν κτλ.) | |
EξακολουθητικόςΜέλλοντας
|
θα θεωρώ
θα θεωρείς
θα θεωρεί
θα θεωρούμε
θα θεωρείτε
θα θεωρούν(ε)
| |
Συνοπτικός
Μέλλοντας |
θα θεωρήσω
θα θεωρήσεις
θα θεωρήσει
θα θεωρήσουμε
θα θεωρήσετε
θα θεωρήσουν(ε)
| |
Συντελεσμένος
Μέλλοντας |
θα έχω θεωρήσει
θα έχεις θεωρήσει
θα έχει θεωρήσει
θα έχουμε θεωρήσει
θα έχετε θεωρήσει
θα έχουν(ε) θεωρήσει
(ή: θα έχω θεωρημένο, -η, -ο κτλ.)
| |
Παρακείμενος
|
έχω θεωρήσει
έχεις θεωρήσει
έχει θεωρήσει
έχουμε θεωρήσει
έχετε θεωρήσει
έχουν(ε) θεωρήσει
(ή: έχω θεωρημένο, -η, -ο κτλ.)
|
να έχω θεωρήσει
να έχεις θεωρήσει
να έχει θεωρήσει
να έχουμε θεωρήσει
να έχετε θεωρήσει
να έχουν(ε) θεωρήσει
(ή: να έχω θεωρημένο, -η, -ο κτλ.)
|
Υπερσυντέλικος
|
είχα θεωρήσει
είχες θεωρήσει
είχε θεωρήσει
είχαμε θεωρήσει
είχατε θεωρήσει
είχαν(ε) θεωρήσει
(ή: είχα θεωρημένο, -η, -ο κτλ.)
|
Στην υποτακτική συναντώνται επίσης οι τύποι να θεωρούσα, να θεώρησα, να είχα θεωρήσει, που κλίνονται όπως οι τύποι της οριστικής θεωρούσα, θεώρησα, είχα θεωρήσει.
Β´ τάξη. Παθητική φωνή
θεωρούμαι
θεωρούμαι
Χρόνοι
|
Εγκλίσεις
| ||
Οριστική
|
Υποτακτική
(να, όταν κτλ.) |
Προστακτική
| |
Ενεστώτας
|
θεωρούμαι
θεωρείσαι
θεωρείται
θεωρούμαστε
θεωρείστε
θεωρούνται
|
να θεωρούμαι
να θεωρείσαι
να θεωρείται
να θεωρούμαστε
να θεωρείστε
να θεωρούνται
| |
Παρατατικός
|
θεωρούμουν
θεωρούσουν
θεωρούνταν(ε)
θεωρούμασταν/-τε
θεωρούσασταν/-τε
θεωρούνταν(ε)
| ||
Αόριστος
|
θεωρήθηκα
θεωρήθηκες
θεωρήθηκε
θεωρηθήκαμε
θεωρηθήκατε
θεωρήθηκαν/
θεωρηθήκαν(ε)
|
να θεωρηθώ
να θεωρηθείς
να θεωρηθεί
να θεωρηθούμε
να θεωρηθείτε
να θεωρηθούν(ε)
|
θεωρήσου
θεωρηθείτε
|
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας |
θα θεωρούμαι
θα θεωρείσαι
θα θεωρείται
θα θεωρούμαστε
θα θεωρείστε
θα θεωρούνται
| ||
Συνοπτικός
Μέλλοντας |
θα θεωρηθώ
θα θεωρηθείς
θα θεωρηθεί
θα θεωρηθούμε
θα θεωρηθείτε
θα θεωρηθούν(ε)
|
απαρέμφατο αορίστου: θεωρηθεί
μετοχή ενεστώτα: θεωρούμενος, -η, -ο
Χρόνοι
|
Εγκλίσεις
| |
Οριστική
|
Υποτακτική
(να, όταν κτλ.) | |
ΣυντελεσμένοςΜέλλοντας
|
θα έχω θεωρηθεί
θα έχεις θεωρηθεί
θα έχει θεωρηθεί
θα έχουμε θεωρηθεί
θα έχετε θεωρηθεί
θα έχουν(ε) θεωρηθεί
(ή: θα είμαι θεωρημένος, -η, -ο κτλ.)
| |
Παρακείμενος
|
έχω θεωρηθεί
έχεις θεωρηθεί
έχει θεωρηθεί κτλ.
(ή: είμαι θεωρημένος, -η, -ο κτλ.)
|
να έχω θεωρηθεί κτλ.
(ή: να είμαι θεωρημένος, -η, -ο κτλ.)
|
Υπερσυντέλικος
|
είχα θεωρηθεί,
είχες θεωρηθεί
είχε θεωρηθεί κτλ.
(ή: ήμουν θεωρημένος, -η, -ο κτλ.)
|
μετοχή παρακειμένου: θεωρημένος, -η, -ο
Στην υποτακτική συναντώνται επίσης οι τύποι να θεωρούμουν, να θεωρήθηκα, να είχα θεωρηθεί, που κλίνονται όπως οι τύποι της οριστικής θεωρούμουν, θεωρήθηκα, είχα θεωρηθεί.
Σύμφωνα με το θεωρώ – θεωρούμαι κλίνονται τα ρήματα: αδικώ, επαινώ, κινώ, μισώ, πληροφορώ, στερώ κ.ά.
Μορφολογική ποικιλία
Ενεργητική φωνή
Στο γ΄ πληθυντικό του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής, της υποτακτικής αορίστου και του εξακολουθητικού και συνοπτικού μέλλοντα παρουσιάζονται οι τύποι σε -ούν / -ούνε και -ουν /-ουνε, π.χ. θεωρούν / θεωρούνε. Ο τύπος σε -ούν ή -ουν χρησιμοποιείται σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, ενώ ο τύπος σε -ούνε ή -ουνε σε οικείο ύφος και είναι πολύ συνηθισμένος σε κείμενα παιδικής λογοτεχνίας.
Στο γ΄ πληθυντικό του παρατατικού παρουσιάζονται οι τύποι σε -αν και -ανε, π.χ. θεωρούσαν / θεωρούσανε. Ο τύπος σε -αν χρησιμοποιείται σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, ενώ ο τύπος σε -ανε σε οικείο ύφος και είναι πολύ συνηθισμένος σε κείμενα παιδικής λογοτεχνίας.
Στο γ΄ πληθυντικό του αορίστου οριστικής παρουσιάζεται δεύτερος τύπος σε -αν(ε) με μετακίνηση του τόνου, π.χ. θεώρησαν / θεωρήσαν(ε). Ο τύπος σε -αν χωρίς μετακίνηση του τόνου χρησιμοποιείται συνήθως σε τυπικό ύφος, ενώ οι υπόλοιποι σε ουδέτερο και οικείο ύφος.
Στους συντελικούς χρόνους παρουσιάζεται σπανιότερα ένας τύπος σχηματισμού των χρόνων με τη χρήση του ρήματος έχω και τη μετοχή του παθητικού παρακειμένου, π.χ. έχω θεωρημένο, -η, -ο.
Παθητική φωνή
Ο παρατατικός δεν είναι πολύ συνηθισμένος στον λόγο. Παρουσιάζει σπάνια και δεύτερους τύπους. Οι τύποι του γ΄ ενικού και πληθυντικού σε -ούντανε χρησιμοποιούνται σε οικείο ύφος. Οι τύποι του α΄ και β΄ πλ. σε -ούμαστε και -ούσαστε είναι σπάνιοι και χρησιμοποιούνται κυρίως από ομιλητές προερχόμενους από τη νότια Ελλάδα. Τέλος, οι τύποι του α΄ και β΄ ενικού σε -ούμουνα, -ούσουνα αντίστοιχα χρησιμοποιούνται σε οικείο και λαϊκό ύφος. Σε πολύ τυπικό ύφος χρησιμοποιούνται και ο τύπος εθεωρείτο για το γ΄ ενικό και εθεωρούντο για το γ΄ πληθυντικό πρόσωπο.
Στο α΄ πληθυντικό του ενεστώτα της οριστικής και υποτακτικής και του εξακολουθητικού μέλλοντα της οριστικής παρουσιάζονται οι τύποι σε -ούμαστε και -ούμεθα, π.χ. θεωρούμαστε / θεωρούμεθα. Οι τύποι σε -ούμαστε είναι οι πλέον κοινοί στον λόγο, ενώ οι τύποι σε -ούμεθα παρουσιάζονται σπάνια, συνήθως σε πολύ τυπικό ή σε περιπαικτικό ύφος.
Στο β΄ πληθυντικό του ενεστώτα της οριστικής και υποτακτικής και του εξακολουθητικού μέλλοντα της οριστικής παρουσιάζονται τύποι σε -είστε και -είσθε, π.χ. θεωρείστε / θεωρείσθε. Οι τύποι σε -είστε είναι οι πλέον κοινοί στον λόγο, ενώ οι τύποι σε -είσθε παρουσιάζονται σπάνια, συνήθως σε πολύ τυπικό ή σε περιπαικτικό ύφος.
Στο γ΄ πληθυντικό του αορίστου της οριστικής παρουσιάζεται δεύτερος τύπος σε -αν(ε) με μετακίνηση του τόνου, π.χ. θεωρήθηκαν / θεωρηθήκαν(ε). Ο τύπος σε -αν χωρίς μετακίνηση του τόνου χρησιμοποιείται συνήθως σε τυπικό ύφος, ενώ οι άλλοι, με παράλληλη μετακίνηση του τόνου, σε λιγότερο τυπικό ή σε πιο οικείο ύφος.
Στο γ΄ πληθυντικό του αορίστου της υποτακτικής παρουσιάζονται οι τύποι σε -ούν και -ούνε, π.χ. να θεωρηθούν / να θεωρηθούνε. Οι τύποι σε -ούν εμφανίζονται σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, ενώ οι τύποι σε -ούνε σε οικείο ύφος.
Στους συντελικούς χρόνους παρουσιάζεται σπανιότερα ένας τύπος σχηματισμού των χρόνων με τη χρήση του ρήματος είμαι και τη μετοχή του παθητικού παρακειμένου, π.χ. είμαι θεωρημένος, -η, -ο.
Δεύτερη συζυγία – Αποθετικά ρήματα
θυμάμαι / θυμούμαι
Χρόνοι
|
Εγκλίσεις
| ||
Οριστική
|
Υποτακτική(να, όταν κτλ.)
|
Προστακτική
| |
Ενεστώτας
|
θυμάμαι/-ούμαι
θυμάσαι
θυμάται
θυμόμαστε/-ούμαστε
θυμόσαστε/-άστε
θυμούνται
|
να θυμάμαι/-ούμαι
να θυμάσαι
να θυμάται
να θυμόμαστε/-ούμαστε
να θυμόσαστε/-άστε
να θυμούνται
| |
Παρατατικός
|
θυμόμουν(α)
θυμόσουν(α)
θυμόταν(ε)
θυμόμασταν/-τε
θυμόσασταν/-τε
θυμούνταν(ε)
| ||
Αόριστος
|
θυμήθηκα
θυμήθηκες
θυμήθηκε
θυμηθήκαμε
θυμηθήκατε
θυμήθηκαν/θυμηθήκαν(ε)
| ||
ΕξακολουθητικόςΜέλλοντας
|
θα θυμάμαι/-ούμαι
θα θυμάσαι
θα θυμάται
θα θυμόμαστε/-ούμαστε
θα θυμόσαστε/-άστε
θα θυμούνται
|
να θυμηθώ
να θυμηθείς
να θυμηθεί
να θυμηθούμε
να θυμηθείτε
να θυμηθούν(ε)
|
θυμήσου
θυμηθείτε |
Συνοπτικός Μέλλοντας
|
θα θυμηθώ
θα θυμηθείς
θα θυμηθεί
θα θυμηθούμε
θα θυμηθείτε
θα θυμηθούν(ε)
|
απαρέμφατο αορίστου: θυμηθεί
μετοχή ενεστώτα: θυμούμενος, -η, -ο
Χρόνοι
|
Εγκλίσεις
| |
Οριστική
|
Υποτακτική
(να, όταν κτλ.) | |
Συντελεσμένος
Μέλλοντας |
θα έχω θυμηθεί
θα έχεις θυμηθεί
θα έχει θυμηθεί
θα έχουμε θυμηθεί
θα έχετε θυμηθεί
θα έχουν(ε) θυμηθεί
| |
Παρακείμενος
|
έχω θυμηθεί
έχεις θυμηθεί
έχει θυμηθεί
έχουμε θυμηθεί
έχετε θυμηθεί
έχουν(ε) θυμηθεί
|
να έχω θυμηθεί
να έχεις θυμηθεί
να έχει θυμηθεί
να έχουμε θυμηθεί
να έχετε θυμηθεί
να έχουν(ε) θυμηθεί)
|
Υπερσυντέλικος
|
είχα θυμηθεί
είχες θυμηθεί
είχε θυμηθεί
είχαμε θυμηθεί
είχατε θυμηθεί
είχαν(ε) θυμηθεί
|
Στην υποτακτική συναντώνται επίσης οι τύποι να θυμόμουν(α), να θυμήθηκα, να είχα θυμηθεί, που κλίνονται όπως οι τύποι της οριστικής θυμόμουν(α), θυμήθηκα, είχα θυμηθεί.
Η προστακτική ενεστώτα αναπληρώνεται από τύπους της υποτακτικής: να θυμάσαι, να θυμάται, να θυμόσαστε / θυμάστε, να θυμούνται.
Το ρήμα θυμάμαι / θυμούμαι δεν έχει τύπο για τη μετοχή του παρακειμένου. Άλλα όμως αποθετικά ρήματα διαθέτουν τύπους μετοχής παρακειμένου, π.χ. φοβάμαι → φοβισμένος, κοιμάμαι → κοιμισμένος.
Σύμφωνα με το θυμάμαι / θυμούμαι κλίνονται τα ρήματα φοβάμαι / -ούμαι, κοιμάμαι / -ούμαι, λυπάμαι / -ούμαι.
Μορφολογική ποικιλία
Στο α΄ ενικό του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής και του εξακολουθητικού μέλλοντα της οριστικής παρουσιάζονται οι τύποι σε -άμαι / -ούμαι, π.χ. θυμάμαι / θυμούμαι. Ο τύπος σε –άμαι είναι ο πλέον συνηθισμένος, ενώ ο τύπος σε -ούμαι χρησιμοποιείται σε πολύ τυπικό ύφος.
Στο β΄ πληθυντικό του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής και του εξακολουθητικού μέλλοντα παρουσιάζονται οι τύποι σε -άστε / -όσαστε, π.χ. θυμάστε / θυμόσαστε.
Ο παρατατικός παρουσιάζει σε όλα τα πρόσωπα τουλάχιστον δύο τύπους (βλ. κλίση). Οι τύποι σε -όμουν, -όσουν κτλ. χρησιμοποιούνται σε τυπικό, ουδέτερο αλλά και οικείο ύφος. Οι τύποι του ενικού σε -όμουνα, -όσουνα, -ότανε, του α΄ πληθυντικού σε -ούμασταν και του γ΄ πληθυντικού σε -όντανε, -ούντανε και –όντουσαν χρησιμοποιούνται σε οικείο και λαϊκό ύφος, καθώς και σε κείμενα παιδικής λογοτεχνίας. Τέλος, πολύ σπάνια και κυρίως από ομιλητές προερχόμενους από τη νότια Ελλάδα, χρησιμοποιούνται στο α΄ και β΄ πληθυντικό πρόσωπο οι τύποι σε -όμαστε και -όσαστε.
Το γ΄ πληθυντικό του συνοπτικού μέλλοντα της οριστικής και της υποτακτικής του αορίστου παρουσιάζει τους τύπους σε -ούν και -ούνε, π.χ. θα θυμηθούν / θα θυμηθούνε. Ο τύπος σε -ούν χρησιμοποιείται περισσότερο σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, ενώ ο τύπος σε -ούνε σε οικείο ύφος και σε κείμενα παιδικής λογοτεχνίας.
Στο γ΄ πληθυντικό του αορίστου της οριστικής παρουσιάζεται δεύτερος τύπος σε -θήκαν(ε) με μετακίνηση του τόνου, π.χ. θυμήθηκαν / θυμηθήκαν(ε). Ο τύπος σε -αν χωρίς μετακίνηση του τόνου χρησιμοποιείται συνήθως σε τυπικό ύφος, ενώ ο τύπος σε -θήκαν(ε) σε ουδέτερο και οικείο ύφος.
Τα θέματα
Τα θέματα από τα οποία σχηματίζονται όλοι οι ρηματικοί τύποι είναι τρία: το ενεστωτικό, το αοριστικό του ενεργητικού αορίστου και το αοριστικό του παθητικού αορίστου.
Το ενεστωτικό θέμα βρίσκεται, αν αφαιρεθεί από το α΄ πρόσωπο της οριστικής του ενεστώτα η κατάληξη (-ω, -ομαι, -ιέμαι, -ούμαι), π.χ. λύν-ω, λύν-ομαι, χτυπ-ιέμαι, θεωρ-ούμαι. Τα ρήματα, ανάλογα με τον χαρακτήρα του ενεστωτικού θέματος, παίρνουν διάφορες ονομασίες, π.χ. φωνηεντόληκτα, αν ο χαρακτήρας τους είναι φωνήεν, οδοντικόληκτα, αν ο χαρακτήρας τους είναι οδοντικό σύμφωνο κ.ο.κ.
Το αοριστικό θέμα του ενεργητικού αορίστου βρίσκεται, αν αφαιρεθεί η κατάληξη -α και η αύξηση, π.χ. έ-λυσ-α. Ο αόριστος διακρίνεται σε σιγματικό αόριστο (αν λήγει σε -σα) και σε άσιγμο (αν λήγει σε -α), π.χ. χτύπη-σα, έφυγ-α. Ορισμένες κατηγορίες ρημάτων (φωνηεντόληκτα, χειλικόληκτα κτλ.) σχηματίζουν σιγματικό αόριστο σε -σα, -ησα, -ασα, -εσα, -ξα, -αξα, -ηξα και -ψα, -εψα, π.χ. ακούω → άκου-σα, γράφω → έγρα-ψα, ενώ άλλες (ρινικόληκτα κτλ.) σχηματίζουν άσιγμο αόριστο σε -α, π.χ. μένω → έμειν-α.
Το αοριστικό θέμα του παθητικού αορίστου παίρνει διάφορες μορφές ανάλογα με τα ρήματα και βρίσκεται, αν αφαιρεθεί η κατάληξη του πρώτου προσώπου -ηκα, π.χ. λύθ-ηκα, λούστ-ηκα, κρύφτ-ηκα, κοιτάχτ-ηκα κ.ά.
Ιδιόκλιτα (συνηρημένα) ρήματα
Τα ρήματα ακούω, καίω, λέω, τρώ(γ)ω, φυλά(γ)ω, πάω, φταίω παρουσιάζονται με συναίρεση στο β΄ ενικό πρόσωπο και σε όλα τα πρόσωπα του πληθυντικού του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής, καθώς και σε ορισμένους τύπους προστακτικής. Παρακάτω παρουσιάζεται η κλίση δύο αντιπροσωπευτικών ιδιόκλιτων ρημάτων σε όλες τις εγκλίσεις του ενεστώτα.
Ρήμα λέω
Ενεστώτας
|
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Προστακτική
|
λέω
λες
λέει
λέμε
λέτε
λεν/λένε
|
να λέω
να λες
να λέει
να λέμε
να λέτε
να λεν/λένε
|
λέγε
λέτε/λέγετε
|
Ρήμα ακούω
Ενεστώτας
|
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Προστακτική
|
ακούω
ακούς
ακούει
ακούμε
ακούτε
ακούν(ε)
|
να ακούω
να ακούς
να ακούει
να ακούμε
να ακούτε
να ακούν(ε)
|
άκου(γε)
ακούτε
|
Ρήματα ελλειπτικά , απρόσωπα και αποθετικά
Ελλειπτικά ονομάζονται τα ρήματα που δεν παρουσιάζουν τύπους σε όλους τους χρόνους ή τις εγκλίσεις ή και σε όλα τα πρόσωπα. Με την έννοια αυτή τα ελλειπτικά ρήματα διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: α)τα καθαρά ελλειπτικά, β) τα απρόσωπα και γ) τα αποθετικά.
Καθαρά ελλειπτικά ονομάζονται όσα ρήματα σχηματίζουν τύπους μόνο στους εξακολουθητικούς χρόνους, π.χ. ανήκω, είμαι, έχω, μάχομαι, μέλλω, ξέρω, οφείλω, περιμένω, χρωστώ κ.ά. Οι ρηματικοί τύποι που λείπουν μπορούν να συμπληρώνονται από συνώνυμα ρήματα ή περιφράσεις, π.χ. ως αόριστος του ρήματος ξέρω χρησιμοποιείται το γνώρισα, του είμαι το υπήρξα, του μάχομαι το πολέμησα κ.ο.κ.
Απρόσωπα ονομάζονται όσα ρήματα σχηματίζουν τύπους μόνο στο τρίτο ενικό πρόσωπο, π.χ. πρέπει, πρόκειται, μέλλει .
Αποθετικά ονομάζονται όσα ρήματα σχηματίζουν τύπους μόνο στην παθητική φωνή, π.χ. αισθάνομαι, αρνούμαι, αφηγούμαι .
Ρήματα ανώμαλα
Ανώμαλα ονομάζονται τα ρήματα της νέας ελληνικής που στον σχηματισμό και την κλίση δεν ακολουθούν τους κανόνες των άλλων ρημάτων, π.χ. βγαίνω – βγήκα, διψώ – δίψασα. Για τον σχηματισμό αυτών των ρημάτων βλ. στο Επίμετρο.
Οι μετοχές
Η νέα ελληνική διαθέτει κατά βάση τους εξής τύπους μετοχής: α) τη μετοχή του ενεστώτα της ενεργητικής φωνής, β) τη μετοχή του ενεστώτα της παθητικής φωνής και γ) τη μετοχή του παρακειμένου της παθητικής φωνής.
Η μετοχή του ενεστώτα ενεργητικής φωνής έχει κατάληξη -ο(ώ)ντας και είναι άκλιτη, π.χ. Η Άσπα διαβάζει βλέποντας τηλεόραση.
Η μετοχή του ενεστώτα της παθητικής φωνής έχει κατάληξη -ά (-ό, -ώ, -ού)μενος, -ά (-ό, -ώ, -ού)μενη,-ά (-ό, -ώ, -ού)μενο. Κλίνεται ως επίθετο σε όλες τις πτώσεις και στα τρία γένη, π.χ. Η κ. Παπαδοπούλου πήρε δάνειο με κυμαινόμενο επιτόκιο. Ορισμένες από αυτές τις μετοχές έχουν γίνει ουσιαστικά, π.χ. Το περιεχόμενο αυτού του βιβλίου είναι καταπληκτικό.
Η μετοχή του παρακειμένου της παθητικής φωνής έχει κατάληξη -μένος, -μένη, -μένο. Κλίνεται στους δύο αριθμούς και στα τρία γένη, π.χ. Τις τελευταίες ημέρες ο Δημήτρης είναι πολύ στενοχωρημένος. Πολλά ρήματα παθητικής φωνής δε σχηματίζουν αυτήν τη μετοχή (π.χ. σκέφτομαι), ενώ τη σχηματίζουν ορισμένα ρήματα που συναντώνται μόνο στην ενεργητική φωνή (π.χ. ανθίζω → ανθισμένος).
Στους τύπους της μετοχής μπορούμε να συμπεριλάβουμε και τους περιφραστικούς τύπους του παρακειμένου της ενεργητικής και της παθητικής φωνής, οι οποίοι σχηματίζονται με τη μετοχή του ενεστώτα του ρήματος έχω και το απαρέμφατο της αντίστοιχης φωνής, π.χ. Ο Γιάννης το αποφάσισε έχοντας θεωρήσει ότι όλα είναι καλά. Επιλέχτηκε αυτό το διδακτικό βιβλίο ως το καταλληλότερο έχοντας δοκιμαστεί προηγουμένως πολλές φορές στην πράξη.
Πολύ σπάνια χρησιμοποιούνται, σε πολύ τυπικό ύφος, κατά κανόνα σε κείμενα θεολογικού περιεχομένου αλλά και στον δημοσιογραφικό λόγο, ορισμένοι τύποι μετοχών που προέρχονται από την Καθαρεύουσα και κλίνονται σύμφωνα με τα αντίστοιχα επίθετα της αρχαίας ελληνικής. Τέτοιοι τύποι παρουσιάζονται:
Στη μετοχή του ενεστώτα ενεργητικής φωνής σε -ων, -ουσα, -ον (π.χ. ελπίζων) ή σε -ών, -ούσα, -όν /-ούν (π.χ. αναιρών).
Στη μετοχή του αορίστου της ενεργητικής φωνής σε -ας, -ασα, -αν, π.χ. αμαρτήσας, ποθήσας κ.ά.
Στη μετοχή του αορίστου της παθητικής φωνής σε -είς, -είσα, -έν, π.χ. υποσχεθείς, δανεισθείς κ.ά.
ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ:
Η μετοχή του ενεστώτα της ενεργητικής φωνής γράφεται με ο, όταν δεν τονίζεται στην παραλήγουσα, και με ώ, όταν τονίζεται, π.χ. λέγοντας, αλλά τραγουδώντας.
Παρατηρώ και... καταλαβαίνω...
1. Η νέα ελληνική έχει δύο φωνές: την ενεργητική και την παθητική. Πολλά ρήματα έχουν μόνο μια φωνή, ενώ άλλα έχουν και τις δυο φωνές. Στον παρακάτω πίνακα καταγράφονται ορισμένα ρήματα και από τις δύο κατηγορίες.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ
|
αντιδρώ
—
βελτιώνω
βήχω
βυθίζω
γεννώ
—
δανείζω
—
—
ενώνω
ζεσταίνω
θέλω
θυμίζω
ιδρύω
ικετεύω
—
κολακεύω
λύνω
—
πιέζω
|
—
αγωνίζομαι
βελτιώνομαι
—
βυθίζομαι
γεννιέμαι
γίνομαι
δανείζομαι
δέχομαι
έρχομαι
ενώνομαι
ζεσταίνομαι
—
—
ιδρύομαι
—
κείτομαι
κολακεύομαι
λύνομαι
ντρέπομαι
πιέζομαι
|
2. Κάθε ρηματικός τύπος απαρτίζεται από μορφολογικά στοιχεία (θέμα, κατάληξη, άλλα μορφήματα) που δίνουν πληροφορίες για τη σημασία, για τον χρόνο στον οποίο αναφέρεται, για τη διάρκεια (ποιόν ενέργειας), για τη στάση του ομιλητή (έγκλιση), για το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που ενεργούν (πρόσωπο και αριθμός). Όλα αυτά τα στοιχεία, που ονομάζονται παρεπόμενα του ρήματος, δεν είναι πάντα ευδιάκριτα από μόνα τους, αλλά σε σύγκριση με άλλους μορφολογικούς τύπους του ίδιου ρήματος.
Παρακάτω παρατίθενται προτάσεις, οι οποίες περιέχουν ρηματικούς τύπους, και επισημαίνονται τα μορφολογικά στοιχεία που δίνουν πληροφορίες για τα παρεπόμενα του ρήματος.
Ο Τάσος ανέβηκε στην κορυφή του Ολύμπου.
– το μόρφημα ανεβ- του θέματος μας δίνει τη σημασία της λέξης, δηλαδή τη σημασία του ανεβαίνω.
– το μόρφημα -ε της κατάληξης μας δίνει την πληροφορία ότι πρόκειται για ένα άτομο (αριθμός ενικός) και ούτε για το εγώ ούτε για το εσύ αλλά για το αυτός, -ή, -ό, δηλαδή τρίτο πρόσωπο.
– το μόρφημα -ηκ- μας δίνει την πληροφορία ότι η ενέργεια που δείχνει το μόρφημα του θέματος έγινε στο παρελθόν και ολοκληρώθηκε (χρόνος αόριστος).
Φέτος την άνοιξη η Σοφία θα μαζέψει κεράσια.
– το θέμα μαζεψ- του θέματος μας δίνει τη σημασία της λέξης, δηλαδή τη σημασία του μαζεύω και, παράλληλα, με το μόρφημα -ψ- [πσ] δίνεται από τον ομιλητή έμφαση στην πραγματοποίηση της πράξης (ποιόν ενέργειας συνοπτικό ή στιγμιαίο).
– το μόριο θα δείχνει ότι η ενέργεια που δηλώνει το ρήμα θα γίνει στο μέλλον (μέλλοντας).
– το μόρφημα -ει δείχνει ότι πρόκειται για ένα πρόσωπο (ενικός αριθμός) που δεν είναι ούτε το εγώ ούτε το εσύ, αλλά ένα τρίτο πρόσωπο.
3. Η αύξηση στη νέα ελληνική αποτελεί ένα μόρφημα που δηλώνει την έννοια του παρελθόντος. Το πιο συνηθισμένο μόρφημα της αύξησης είναι το ε. Σε μερικά ρήματα το μόρφημα της αύξησης είναι το η. Στον παρακάτω πίνακα παρατηρήστε τις διάφορες μορφές της αύξησης. Η δεύτερη στήλη περιέχει ρηματικούς τύπους με εξωτερική αύξηση, ενώ η τρίτη ρηματικούς τύπους με εσωτερική αύξηση.
Εξωτερική αύξηση
|
Εσωτερική αύξηση
| |
βάζω
απάγω
βήχω
διασχίζω
γράφω
εκπέμπω
δένω
εξαγγέλλω
δίνω
καταθέτω
παραμένω
λέω
παραγγέλλω
πλέω
περιπλέω
σπάω
προβάλλω
|
έβαζα (πρτ.)
έβηξα (αόρ.)
έγραφα (πρτ.)
έδενα (πρτ.)
έδινα (πρτ.)
έκαιγα(πρτ.)
έλεγα(πρτ.)
έπλεα(πρτ.)
έσπαγα (πρτ.)
|
απήγαγα (αόρ.)
διέσχισα (αόρ.)
εξέπεμπα (πρτ.)
εξήγγειλα (αόρ.) κατέθετα (πρτ.) παρέμενα (πρτ.) παρήγγειλα (αόρ.) περιέπλεα (πρτ.)
προέβαλλα (πρτ.)
|
4. Η μορφολογική ποικιλία του ρήματος της νέας ελληνικής είναι μεγάλη. Παρακάτω παρατίθενται δείγματα από την ποικιλία του ρήματος και κάθε δείγμα εντάσσεται στην αντίστοιχη κατηγορία ύφους ή στο αντίστοιχο κειμενικό είδος.
1α. Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στην Αρχαία Λίνδο οι αρχαιολόγοι εντόπισαν μεγάλης αρχαιολογικής αξίας θησαυρό [σε ύφος ουδέτερο τόσο –κυρίως– στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο].
1β. Οι αρχαιολόγοι σκάβοντας στην Αρχαία Λίνδο εντοπίσανε μεγάλο αρχαιολογικό θησαυρό [σε προφορικό λόγο και σε ύφος χαλαρό και οικείο].
2α.Οι Ευρωπαίοι επιστήμονες την περίοδο της Αναγέννησης μεταχειρίστηκαν ορισμένες λέξεις από την αρχαία ελληνική γλώσσα για να ονοματίσουν νέες επιστημονικές έννοιες [ύφος ουδέτερο, τυπικό, κυρίως στον γραπτό αλλά και στον προφορικό λόγο].
2β.Οι ξένοι επιστήμονες στην Αναγέννηση μεταχειριστήκανε πολλές ελληνικές λέξεις για να δώσουν ονόματα σε νέες επιστημονικές έννοιες [σε προφορικό λόγο και σε ύφος χαλαρό και οικείο].
3α. Ο κ. Παυλίδης στο παρελθόν ντυνόταν με αρκετά εξεζητημένο τρόπο [ουδέτερο ύφος, στον γραπτό αλλά και στον προφορικό λόγο].
3β. Ο κ. Παυλίδης παλιά ντυνότανε αρκετά περίεργα [σε προφορικό λόγο και σε ύφος οικείο].
4α. Όταν γράφομε, δίνομε ιδιαίτερη προσοχή στην ορθογραφία [τυπικό ύφος, ίσως επηρεασμένο από Καθαρεύουσα ή και από νότια ιδιώματα].
4β.Όταν γράφουμε, προσέχουμε την ορθογραφία [ουδέτερο, καθημερινό ύφος].
5α.Ο δάσκαλος πρέπει να αγαπά την εργασία του και τα παιδιά [ουδέτερο ύφος].
5β. Ο δάσκαλος πρέπει να αγαπάει τη δουλειά του και τα παιδιά [πιο χαλαρό ύφος].
6α. Λυπάμαι για την αποτυχία της προσπάθειάς σας [ουδέτερο ύφος].
6β. Λυπούμαι για την αποτυχία της προσπάθειάς σας [τυπικό ύφος].
Από τα παραπάνω παραδείγματα προκύπτει ότι αφενός η μορφολογική ποικιλία του ρήματος της νέας ελληνικής είναι μεγάλη και αφετέρου ότι οι διαφορές οφείλονται στο διαφορετικό ύφος, χωρίς αυτές να είναι πάντα ευδιάκριτες.
5. Στη νέα ελληνική σπάνια χρησιμοποιούνται μετοχές που προέρχονται από την Καθαρεύουσα. Οι μετοχές αυτές χρησιμοποιούνται σε τυπικό ύφος και συχνά στον δημοσιογραφικό λόγο. Παρατηρήστε τα παρακάτω αποσπάσματα από διάφορα κειμενικά είδη.
Από δημοσιογραφικό γραπτό λόγο.
Οι καταδικασθέντες σε ισόβια δεσμά έκαναν έφεση κατά της απόφασης.
Οι καταδικασθέντες σε ισόβια δεσμά έκαναν έφεση κατά της απόφασης.
Από βιογραφικό.
Ο ποιητής Ο. Ελύτης, γεννηθείς το 1911, έλαβε βραβείο Νόμπελ το 1979.
Ο ποιητής Ο. Ελύτης, γεννηθείς το 1911, έλαβε βραβείο Νόμπελ το 1979.
Από οδηγίες σε προφορικό λόγο.
Παρακαλούνται οι ανήκοντες στις ομάδες αλληλοβοηθείας να συγκεντρωθούν στο κέντρο της αίθουσας.
Οι αποφοιτήσαντες φοιτητές να παραδώσουν τις φοιτητικές τους ταυτότητες.
Παρακαλούνται οι ανήκοντες στις ομάδες αλληλοβοηθείας να συγκεντρωθούν στο κέντρο της αίθουσας.
Οι αποφοιτήσαντες φοιτητές να παραδώσουν τις φοιτητικές τους ταυτότητες.
Από δημοσιογραφικό προφορικό λόγο.
Οι επιζήσαντες από το αεροπορικό δυστύχημα που συνέβη χθες το πρωί είναι μόνον οκτώ.
Οι διασωθέντες του ναυαγίου στον Ατλαντικό Ωκεανό αναχώρησαν.
Οι επιζήσαντες από το αεροπορικό δυστύχημα που συνέβη χθες το πρωί είναι μόνον οκτώ.
Οι διασωθέντες του ναυαγίου στον Ατλαντικό Ωκεανό αναχώρησαν.
Από λόγο δημόσιας διοίκησης.
Οι διατελέσαντες στο παρελθόν υπουργοί Παιδείας συνήθιζαν να στέλνουν χαιρετισμούς στους μαθητές και τις μαθήτριες κατά την έναρξη της σχολικής χρονιάς.
Οι προσληφθέντες εφέτος δασολόγοι υπερβαίνουν τους εκατό.
Οι διατελέσαντες στο παρελθόν υπουργοί Παιδείας συνήθιζαν να στέλνουν χαιρετισμούς στους μαθητές και τις μαθήτριες κατά την έναρξη της σχολικής χρονιάς.
Οι προσληφθέντες εφέτος δασολόγοι υπερβαίνουν τους εκατό.
ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΛΙΣΗΣ ΡΗΜΑΤΩΝ
ΣΥΖΥΓΙΕΣ/
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ |
ΦΩΝΗ
|
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
|
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
| |
Α΄ συζυγία
|
Ενεργητική
Παθητική
|
-ω, π.χ λύνω
-ομαι, π.χ. λύνομαι
|
-σα, π.χ. έλυσα
-θηκα, π.χ. λύθηκα
| |
Β΄ συζυγία
|
Α΄ τάξη
|
Ενεργητική
Παθητική
|
-ώ/-άω, π.χ. χτυπώ/χτυπάω
-ιέμαι, π.χ. χτυπιέμαι
|
-ησα, π.χ. χτύπησα
-ήθηκα, π.χ. χτυπήθηκα
|
Β΄ τάξη
|
Ενεργητική
Παθητική
|
-ώ, π.χ. θεωρώ
-ούμαι, π.χ. θεωρούμαι
|
-ησα, π.χ. θεώρησα
-ήθηκα, π.χ. θεωρήθηκα
| |
Αποθετικά
|
-άμαι/-ούμαι, π.χ. θυμάμαι/θυμούμαι
|
-ήθηκα, π.χ. θυμήθηκα
| ||
Ιδιόκλιτα
(συνηρημένα) |
λέω, λες, λέει κτλ.
ακούω, ακούς, ακούει κτλ. |
EΠΙΜΕΤΡΟ
ΚΑΤAΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΣΥΧΝΟΤΕΡΩΝ ΑΝΩΜΑΛΩΝ ΡΗΜAΤΩΝ
Ενεστώτας |
Αόριστος
ενεργητικής φωνής | Αόριστος παθητικής φωνής | Μετοχή παθητικής φωνής |
αγανακτώ/αγαναχτώ
|
αγανάκτησα/αγανάχτησα
|
—
|
αγανακ(/χ)τισμένος
|
-αγγέλλω1
|
-άγγειλα/-ήγγειλα,
υποτ. -αγγείλω
|
-αγγέλθηκα
|
-αγγελμένος
|
αγρυπνώ/αγρυπνάω
|
αγρύπνησα
|
—
|
αγρυπνισμένος
|
-άγω
|
-ήγαγα, υποτ. -αγάγω
|
-άχθηκα/ήχθην
|
-ηγμένος
|
αίρω
|
ήρα, υποτ. άρω
|
άρθηκα/ήρθην
|
—
|
-αιρώ
|
-αίρεσα/-ήρεσα,
υποτ. -αιρέσω
|
-αιρέθηκα
|
-ηρημένος/αιρεμένος
|
ακουμπώ/ακουμπάω
|
ακούμπησα, προστ. ακούμπα/ ακούμπησε, ακουμπήστε
|
—
|
ακουμπισμένος
|
ακούω
|
άκουσα, προστ. άκου(σε), ακούστε
|
ακούστηκα
|
ακουσμένος
|
ακριβαίνω
|
ακρίβυνα
|
—
|
—
|
αμαρτάνω/αμαρταίνω
|
αμάρτησα
|
—
|
—
|
αναγγέλλω, βλ. - αγγέλλω
| |||
αναιρώ, βλ. -αιρώ
| |||
αναμειγνύω
|
ανάμειξα/ανέμειξα
|
αναμείχθηκα
|
αναμειγμένος/
αναμεμειγμένος
|
ανασαίνω
|
ανάσανα
|
—
|
—
|
ανατέλλω
|
ανάτειλα/ανέτειλα
|
—
|
—
|
ανεβαίνω
|
ανέβηκα, υποτ. ανέβω/ανεβώ, προστ. ανέβα, ανεβείτε
|
—
|
ανεβασμένος
|
ανέχομαι
|
—
|
ανέχτηκα
|
—
|
ανήκω, παρατ. ανήκα
|
—
|
—
|
—
|
αντέχω
|
άντεξα
|
—
|
—
|
αξίζω, παρατ. άξιζα
|
—
|
—
|
—
|
απαλλάσσω
|
απάλλαξα/απήλλαξα
|
απαλλάχτηκα,
υποτ. απαλλαγώ/
απαλλαχτώ
|
απα(/η)λλαγμένος
|
απελαύνω
|
απέλασα/απήλασα,
υποτ. απελάσω
|
απελάθηκα
|
—
|
αποθαρρύνω
παρατ. αποθάρρυνα
|
αποθαρρύνθηκα
|
αποθαρρυμένος
| |
απολαμβάνω
|
απόλαυσα/απήλαυσα,
υποτ. απολαύσω
|
—
|
—
|
απονέμω, βλ. -νέμω
| |||
αποσπώ
|
απέσπασα
|
αποσπάστηκα
|
αποσπασμένος
|
αποτυγχάνω/αποτυχαίνω
|
απέτυχα,
υποτ. αποτύχω
|
—
|
αποτυχημένος
|
αρέσω
παρατ. άρεσα
|
—
|
—
|
—
|
αρκώ
|
άρκεσα/ήρκεσα
|
αρκέστηκα
|
—
|
αρρωσταίνω
|
αρρώστησα
|
—
|
αρρωστημένος
|
αυξάνω/αυξαίνω
|
αύξησα
|
αυξήθηκα
|
αυξημένος
|
αφαιρώ, βλ. -αιρώ
| |||
αφήνω
|
άφησα, προστ. άφησε/άσε, αφήστε/άστε
|
αφέθηκα
|
αφημένος
|
αφορώ, παρατ. αφορούσα
|
—
|
—
|
—
|
βάζω
|
έβαλα
|
βάλθηκα
|
βαλμένος
|
-βαίνω
|
-έβην, υποτ. -βώ
|
—
|
—
|
-βάλλω
|
-έβαλα
|
-βλήθηκα
|
-βλημένος/
-βεβλημένος
|
βαραίνω
|
βάρυνα
|
—
|
—
|
βαριέμαι
|
—
|
βαρέθηκα
|
—
|
βαρώ/βαράω
|
βάρεσα,
προστ .βάρα/βάρεσε,
βαρέστε
|
—
|
βαρεμένος
|
βαστώ/βαστάω
|
βάστηξα/βάσταξα,
προστ. βάστα(ξε)/βάστηξε,
βαστάξ(/χ)τε/βαστήξ(/χ)τε
|
βαστήχτηκα/
βαστάχτηκα
|
βαστη(/α)γμένος
|
βάφω
|
έβαψα
|
βάφηκα/βάφτηκα
|
βαμμένος
|
βγάζω
|
έβγαλα
|
βγάλθηκα
|
βγαλμένος
|
βγαίνω
|
βγήκα, υποτ. βγω,προστ.
βγες/έβγα, βγείτε/βγέστε
|
βγάλθηκα
|
βγαλμένος
|
βλέπω
|
είδα, υποτ. δω,
προστ. δες, δέστε/δείτε
|
ειδώθηκα,
υποτ. ιδωθώ
|
ιδωμένος
|
βογκώ/βογκάω
|
βόγκηξα/βόγκησα
|
—
|
—
|
βόσκω
|
βόσκησα
|
βοσκήθηκα
|
βοσκημένος
|
βουτώ/βουτάω
|
βούτηξα, προστ.βούτα/βούτηξε,
βουτήξτε/βουτήχτε
|
βουτήχτηκα
|
βουτηγμένος
|
βρέχω
|
έβρεξα
|
βράχηκα/
βρέχτηκα
|
βρεγμένος/
βρεμένος
|
βρίσκω
|
βρήκα, υποτ. βρω, προστ.
βρες, βρείτε/ βρέστε
|
βρέθηκα
|
—
|
βροντώ/βροντάω
|
βρόντηξα/βρόντησα
|
—
|
—
|
βυζαίνω
|
βύζαξα
|
βυζάχτηκα
|
βυζαγμένος
|
γδέρνω
|
έγδαρα
|
γδάρθηκα
|
γδαρμένος
|
γελώ/γελάω
|
γέλασα, προστ. γέλα/γέλασε, γελάστε
|
γελάστηκα
|
γελασμένος
|
γέρνω
|
έγειρα
|
—
|
γερμένος
|
γερνώ/γερνάω
|
γέρασα
|
—
|
γερασμένος
|
γίνομαι
|
—
|
έγινα/γίνηκα,
υποτ. γίνω/γενώ
|
γινωμένος
|
γλυκαίνω
|
γλύκανα
|
γλυκάθηκα
|
γλυκαμένος
|
γράφω
|
έγραψα
|
γράφηκα/γράφτηκα
|
γραμμένος
|
γυρνώ/γυρνάω/γυρίζω
|
γύρισα
|
—
|
γυρισμένος
|
-δεικνύω
|
-έδειξα
|
-δείχθηκα
|
-δειγμένος/
-δεδειγμένος
|
δέρνω
|
έδειρα
|
δάρθηκα
|
δαρμένος
|
-δέω
|
-δεσα/-έδεσα
|
-δέθηκα
|
-δεμένος/-δεδεμένος
|
διαιρώ, βλ. -αιρώ
| |||
διακόπτω
|
διέκοψα
|
διακόπηκα
|
διακεκομμένος
|
διαλέγω
|
διάλεξα
|
διαλέχτηκα
|
διαλεγμένος
|
διαμαρτύρομαι
|
—
|
διαμαρτυρήθηκα
|
διαμαρτυρημένος
|
διαρρέω
|
διέρρευσα
|
—
|
—
|
διδάσκω
|
δίδαξα
|
διδάχτηκα
|
διδαγμένος
|
-δίδω
|
-έδωσα
|
-δόθηκα/-εδόθην
|
-δομένος/-δεδομένος
|
δίνω
|
έδωσα
|
δόθηκα
|
δοσμένος/δεδομένος
|
διψώ/διψάω
|
δίψασα
|
—
|
διψασμένος
|
δρω
|
έδρασα
|
—
|
—
|
δυστυχώ
|
δυστύχησα
|
—
|
δυστυχισμένος
|
εγκαθιστώ
|
εγκατέστησα/εγκατάστησα
|
εγκαταστάθηκα
|
εγκαταστημένος/
εγκατεστημένος
|
είμαι, παρατ. ήμουν
|
—
|
—
|
—
|
εκλέγω
|
εξέλεξα, υποτ. εκλέξω
|
εκλέχτηκα,
υποτ. εκλεγώ
|
εκλεγμένος
|
εκπλήσσω
|
εξέπληξα
|
εξεπλάγην,
υποτ. εκπλαγώ
|
—
|
εκρήγνυμαι
|
—
|
εξερράγην,
υποτ. εκραγώ
|
—
|
εκτείνω
|
εξέτεινα
|
εκτάθηκα
|
εκτεταμένος
|
εμπνέω
|
ενέπνευσα
|
εμπνεύστηκα
|
εμπνευσμένος
|
εξαιρώ, βλ. -αιρώ
| |||
επαινώ/παινεύω
|
επαίνεσα/παίνεσα/παίνεψα
|
επαινέθηκα/παινέθηκα/παινεύτηκα
|
παινεμένος
|
επαναλαμβάνω,
βλ. λαμβάνω
| |||
επεμβαίνω
|
επενέβην/επενέβηκα,
υποτ. επεμβώ/επέμβω
|
—
|
—
|
επιδρώ, βλ. δρω
| |||
έρχομαι,
μτχ. ερχόμενος
|
ήλθα/ήρθα
υποτ. έλθω/έρθω, προστ.
|
—
|
—
|
ευτυχώ
|
ευτύχησα
|
—
|
ευτυχισμένος
|
εφευρίσκω
|
εφεύρα, εφύηρα
υποτ. εφεύρω
|
εφευρέθηκα
|
εφευρη(/ε)μένος
|
έχω, παρατ. είχα
|
—
|
—
|
—
|
ζεσταίνω
|
ζέστανα
|
ζέσταθηκα
|
ζεσταμένος
|
ζουλώ/ζουλάω
|
ζούληξα
|
ζουλήχτηκα
|
ζουληγμένος
|
ζω
|
έζησα
|
—
|
—
|
θέλω
|
θέλησα
|
—
|
ηθελημένος/
θελημένος
|
θερμαίνω
|
θέρμανα
|
θερμάνθηκα
|
θερμασμένος
|
θέτω
|
έθεσα
|
τέθηκα
|
—
|
-θέτω
|
-έθεσα
|
-τέθηκα
|
-τεθειμένος/-θεμένος
|
θίγω
|
έθιξα
|
θίχτηκα/εθίγην
|
θιγμένος
|
θρέφω/τρέφω
|
έθρεψα
|
τράφηκα
|
θρεμμένος
|
καθαίρω, βλ.-αιρώ
| |||
καθίζω
|
κάθισα
|
—
|
καθισμένος
|
καθιστώ/καθίσταμαι
|
κατέστησα
|
-καταστάθηκα/
κατέστην,
υποτ. καταστώ
|
κατεστημένος
|
κάθομαι
|
κάθισα/έκατσα, προστ.
κάθισε/κάτσε, καθίστε
|
—
|
καθισμένος
|
καίω
|
έκαψα
|
κάηκα, υποτ. καώ
|
καμένος
|
-καλώ
|
-κάλεσα
|
-κλήθηκα
|
-κεκλημένος
|
καλώ
|
κάλεσα
|
καλέστηκα
|
καλεσμένος
|
κάνω, παρατ. έκανα
|
—
|
—
|
καμωμένος
|
καταγέλλω,
βλ. -αγγέλω
| |||
καταλαβαίνω
|
κατάλαβα
|
—
|
—
|
καταλαμβάνω
|
κατέλαβα
|
καταλήφθηκα
|
κατειλημμένος
|
καταναλίσκω/-λώνω
|
κατανάλωσα
|
καταναλώθηκα
|
καταναλωμένος
|
καταπίνω
|
κατάπια, υποτ. καταπιώ
|
—
|
—
|
καταριέμαι
|
—
|
καταράστηκα
|
καταραμένος
|
κατάσχω
|
κατάσχεσα
|
κατασχέθηκα
|
κατασχεμένος
|
καταφρονώ/
καταφρονάω
|
καταφρόνησα/
καταφρόνεσα
|
καταφρονήθηκα/
καταφρονέθηκα
|
καταφρονη(/ε)μένος
|
κατεβαίνω
|
κατέβηκα,
υποτ. κατεβώ/κατέβω,
προστ. κατέβα, κατεβείτε
|
—
|
κατεβασμένος
|
κερνάω/κερνώ
|
κέρασα
|
κεράστηκα
|
κερασμένος
|
κλάιω
|
έκλαψα
|
κλαύτηκα
|
κλαμένος
|
κλέβω
|
έκλεψα
|
κλάπηκα/κλέφτηκα
|
κλεμμένος
|
κλείνω/-κλείω
|
έκλεισα
|
κλείστηκα
|
κλεισμένος
|
κόβω/- κόπτω
|
έκοψα
|
κόπηκα
|
κομμένος /
-κεκομμένος
|
κοιμάμαι/κοιμούμαι
|
—
|
κοιμήθηκα
|
κοιμισμένος
|
κοιτάζω/κοιτώ
|
κοίταξα, προστ.κοίτα(ξε)
|
κοιτάχτηκα
|
κοιταγμένος
|
κοιτάξτε/κοιτάχτε
| |||
κουφαίνω
|
κούφανα
|
κουφάθηκα
|
κουφαμένος
|
κρεμώ/κρεμάω
|
κρέμασα,
προστ. κρέμα(σε), κρεμάστε
|
κρεμάστηκα
|
κρεμασμένος
|
κυλώ/κυλάω
|
κύλησα
|
κυλίστηκα
|
κυλισμένος
|
λαμβάνω/λαβαίνω
|
έλαβα
|
λήφθηκα/ελήφθην
|
ειλημμένος
|
λέγω
|
-έλεξα
|
-λέχθηκα/
-λέχτηκα/-έλεγην
|
-λεγμένος
|
λεπταίνω/λεπτύνω
|
λέπτυνα
|
λεπτύνθηκα
|
(εκ)λεπτυσμένος
|
λέω
|
είπα, υποτ. πώ, πρόστ.
πες
|
ειπώθηκα/
λέχθηκα
|
ειπωμένος
|
λιπαίνω
|
λίπανα
|
λιπάνθηκα
|
λιπασμένος
|
μαθαίνω
|
έμαθα
|
μαθεύτηκα
|
μαθημένος
|
μακραίνω/-μακρύνω
|
μάκρυνα
|
(από)μακρύνθηκα
|
(από)μακρυσμένος
|
μαραίνω
|
μάρανα
|
μαράθηκα
|
μαραμένος
|
μεθώ/μεθάω
|
μέθυσα
|
—
|
μεθυσμένος
|
μένω
|
έμεινα
|
—
|
—
|
μικραίνω
|
μίκρυνα
|
—
|
—
|
μολύνω
|
μόλυνα
|
μολύνθηκα
|
μολυσμένος
|
μπαίνω
|
μπήκα, υποτ. μπω, προστ.
μπες/έμπα,μπέστε/μπείτε/
μπάτε
|
—
|
μπασμένος
|
μπορώ
|
μπόρεσα
|
—
|
—
|
-νέμω
|
-ένειμα
|
-νεμήθηκα
|
-νεμημένος
|
ντρέπομαι
|
—
|
ντράπηκα
|
—
|
ξέρνω/ξερνάω
|
ξέρασα
|
—
|
—
|
ξέρω, παρατ. ήξερα
|
—
|
—
|
—
|
ξεχνώ/ξεχνάω
|
ξέχασα
|
ξεχάστηκα
|
ξεχασμένος
|
ξεψυχώ/ξεψυχάω
|
ξεψύχησα
|
—
|
ξεψυχισμένος
|
παθαίνω
|
έπαθα
|
—
|
(παθημένος)
|
παινεύω, βλ. επαινώ
| |||
παίρνω
|
πήρα, υποτ. πάρω, προστ.
πάρε, πάρτε
|
πάρθηκα
|
παρμένος
|
παραγγέλλω/παραγγέλνω βλ.-αγγέλω
| |||
παραπονιέμαι/
παραπονούμαι
|
—
|
παραπονέθηκα
|
παραπονεμένος
|
παρασταίνω/παριστάνω
|
παράστησα/παρέστησα
|
παραστάθηκα
|
παραστημένος
|
παρελαύνω
|
παρήλασα/παρέλασα
|
—
|
—
|
παρεμβαίνω
|
παρενέβην,
υποτ.παρέμβω
|
—
|
—
|
παρέχω, παρατ. παρείχα
|
—
|
παρασχέθηκα
|
—
|
πάσχω
|
έπαθα
|
—
|
—
|
πεθαίνω
|
πέθανα
|
—
|
πεθαμένος
|
πεινώ/πεινάω
|
πείνασα
|
—
|
πεινασμένος
|
πειράζω
|
πείραξα
|
πειράχτηκα
|
πειραγμένος
|
περνώ/περνάω
|
πέρασα
|
περάστηκα
|
περασμένος
|
πετώ/πετάω
|
πέταξα, προστ. πέτα(ξε),
πετάξτε/πετάχτε
|
πετάχτηκα
|
πεταγμένος/ πεταμένος
|
πέφτω/- πίπτω
|
έπεσα
|
—
|
πεσμένος
|
πηγαίνω/πάω
|
πήγα, υποτ. πάω
|
—
|
(πηγεμένος)
|
πηδώ/πηδάω
|
πήδηξα/πήδησα, προστ.
πήδα/πήδηξε/πήδησε,
πηδήξτε/πηδήχτε/πηδήστε
|
πηδήχτηκα
|
πηδη(γ)μένος
|
πικραίνω
|
πίκρανα
|
πικράθηκα
|
πικραμένος
|
πίνω
|
ήπια, υποτ. πιω, προστ. πιες
,πιέστε/πιείτε
|
—
|
πιωμένος
|
πλάθω/πλάσσω
|
έπλασα
|
πλάστηκα
|
πλασμένος
|
πλανώ/πλανεύω
|
πλάνεψα
|
πλανήθηκα/
πλανεύτηκα
|
πλανη(/ε)μένος
|
πλένω
|
έπλυνα
|
πλύθηκα
|
πλυμένος
|
πλέω
|
έπλευσα
|
—
|
—
|
πλήττω
|
έπληξα
|
επλήγην,
μτχ. πληγείς
|
—
|
πνίγω
|
έπνιξα
|
πνίγηκα/πνίχτηκα
|
πνιγμένος
|
πονώ/πονάω
|
πόνεσα
|
—
|
πονεμένος
|
πρέπει, παρατ. έπρεπε
|
—
|
—
|
—
|
πρήζω
|
έπρηξα
|
πρήστηκα
|
πρησμένος
|
προβαίνω
|
προέβην, υποτ. προβώ
|
—
|
—
|
πρόκεται,
παρατ. επρόκειτο
|
—
|
—
|
—
|
προτείνω
|
πρότεινα
|
προτάθηκα,
μτχ. προταθείς
|
—
|
ρουφώ/ρουφάω
|
ρούφηξα
|
ρουφήχτηκα
|
ρουφηγμένος
|
ρυπαίνω
|
ρύπανα
|
ρυπάνθηκα
|
—
|
σέβομαι
|
—
|
σεβάστηκα
|
—
|
σέρνω/σύρω
|
έσυρα
|
σύρθηκα
|
συρμένος
|
σημαίνω
|
σήμανα
|
σημάνθηκα
|
σεσημασμένος
|
σιωπώ
|
σιώπησα
|
(από)σιωπήθηκα
|
(από)σιωπημένος
|
σκουντώ/σκουντάω
|
σκούντησα/σκούντηξα
|
σκουντήχτηκα
(/σκουντήθηκα)
|
σκουντηγμένος
|
σπάζω/σπάω/σπω
|
έσπασα
|
-σπάστηκα
|
σπασμένος
|
σπέρνω
|
έσπειρα
|
σπάρθηκα
|
σπαρμένος
|
στέκομαι/στέκω
|
—
|
στάθηκα, προστ.
στάσου, σταθείτε
|
—
|
στέλνω/-στέλλω
|
έστειλα
|
στάλθηκα/-εστάλην
|
σταλμένος/
-έσταλμενος
|
στενοχωρώ/
στενο(/α)χωράω
|
στενοχώρησα/
στενο(/α)χώρεσα
|
στενοχωρέθηκα/
στενο(/α)χωρέθηκα
|
στενο(/α)χωρημένος
|
στρέφω
|
έστρεψα
|
στράφηκα
|
στραμμένος
|
συγχαίρω
|
συγχάρηκα/συνεχάρην
|
—
|
—
|
συμπεραίνω
|
συμπέρανα
|
—
|
—
|
συναιρώ, βλ.-αιρώ
| |||
συνδέω
|
συνέδεσα/σύνδεσα
|
συνδέθηκα
|
συνδεμένος/
συνδεδεμένος
|
σφάλλω
|
έσφαλα
|
—
|
εσφαλμένος
|
σχόλ(/ν)ώ/σχολνάω
|
σχόλασα
|
—
|
σχολασμένος
|
σώζω
|
έσωσα
|
σώθηκα
|
σωσμένος
|
σωπαίνω
|
σώπασα, προστ.
σώπα/σώπασε,
σωπάτε/σωπάστε
|
—
|
—
|
τείνω
|
έτεινα
|
-τάθηκα
|
τεταμένος
|
τελώ
|
τέλεσα
|
τελέστηκα
|
τελεσμένος/
τετελεσμένος
|
τράβω/τράβαω
|
τράβηξα, προστ.τράβα/τραβήξε, τραβήξτε/τραβήχτε
|
τραβήχτηκα
|
τραβηγμένος
|
τρέπω
|
έτρεψα
|
τράπηκα
|
(επι)τετραμμένος
|
τρέφω, βλ. θρέφω
| |||
τρέχω
|
έτρεξα
|
—
|
—
|
τρώω/τρώγω
|
έφαγα, υποτ. φάω,
προστ. φάε, φάτε
|
φαγώθηκα
|
φαγώμενος
|
τυχαίνω
|
έτυχα
|
—
|
—
|
υπάρχω
|
υπήρξα, υποτ. υπάρξω
|
—
|
—
|
υπόσχομαι
|
—
|
υποσχέθηκα
|
υπεσχημένος
|
υφίσταμαι
|
—
|
υπέστην,
υποτ. υποστώ
|
—
|
φαίνομαι
|
—
|
φάνηκα/ εφάνην
|
—
|
φέρνω/φέρω
|
έφερα
|
φέρθηκα
|
φερμένος
|
φεύγω
|
έφυγα
|
—
|
—
|
φθείρω
|
έφθειρα
|
φθάρθηκα/εφθάρην
|
φθαρμένος/
(δι)φθαρμένος
|
φοβάμαι/φοβούμαι
|
—
|
φοβήθηκα
|
φοβισμένος
|
φορώ/φοράω
|
φόρεσα,προστ.φόρα/φόρεσε,
φορέστε
|
φορέθηκα
|
φορεμένος
|
φταίω
|
έφταιξα
|
—
|
—
|
φυλώ/φυλάω/φυλάγω
|
φύλαξα, προστ. φύλα(ξε),
φυλάξτε/φυλάχτε
|
φυλάχτηκα
|
φυλαγμένος
|
φυσώ/φυσάω
|
φύσηξα/φύσησα
|
—
|
φυσημένος
|
χαίρομαι/χαίρω
|
—
|
χάρηκα
|
—
|
χαλώ/χαλάω
|
χάλασα
|
χαλάστηκα
|
χαλασμένος
|
χορταίνω
|
χόρτασα
|
—
|
χορτασμένος
|
χωρώ/χωράω
|
χώρεσα
|
—
|
—
|
ψέλνω
|
έψαλα
|
ψάλθηκα
|
ψαλμένος
|
1. Οι τύποι που αρχίζουν με παύλα στον παρόντα κατάλογο συναντώνται συνήθως, ή κυρίως, μόνο σε σύνθετα ρήματα, π.χ. παρ-άγγειλα/παρ-ήγγειλα.
Προστακτική: Σύλλαβε, ή σύλαβε ::: Πάντως το "συνέβαλε" ΠΡΕΠΕΙ να είναι λάθος !!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ καλή ερώτηση. Δείτε την απάντηση αναλυτικά εδώ: http://e-didaskalia.blogspot.com/2018/05/blog-post_659.html
ΔιαγραφήΚλείσε, λοιπόν, τα μάτια σου, λέει ο Πλάτωνας τώρα, έστω χρησιμοποίησε κάποιες
ΑπάντησηΔιαγραφήεικόνες που έχεις από παλιά, και σκέψου έτσι και με τη διάνοιά σου συνέλαβε τι είναι
τρίγωνο (Πλάτων, Διαδικτυακά μαθήματα Παν. Κρήτης)
ΣΧΟΛΙΟ: Πώς είναι το σωστό: σύλαβε, ή σύλλαβε, ή κάτι άλλο ;;;
Πολύ καλή ερώτηση. Δείτε την απάντηση αναλυτικά εδώ: http://e-didaskalia.blogspot.com/2018/05/blog-post_659.html
Διαγραφήειναι σωστο να λεμε μου αρεσε η αρεζε;
ΑπάντησηΔιαγραφή