Κατά μια εκδοχή το 1689 πυρπολήθηκε η Αθήνα από τους Τούρκους, η φωτιά έφτασε και στην εκκλησία, αλλά η εικόνα δεν κάηκε. Κάηκε μόνο το γύρω ξύλο και το πρόσωπο καπνίστηκε. Από τις λέξεις «καπνός» και «κάρα» (πρόσωπο, κεφάλι) είπαν πως σχηματίστηκε η λέξη «καπνικαρέα».
Όμως οι περιηγητές Σον και Γουέλερ, που είχαν έρθει στην Αθήνα έντεκα χρόνια πριν, στις περιγραφές τους την ονομάζουν «Καμουχαρέα». Άρα, αλλού πρέπει να αναζητήσουμε το όνομα «Καπνικαρέα». Με το όνομα «Καμουχαρέα» βρίσκουμε την εκκλησία στα διάφορα γραπτά μνημεία της παλιάς εποχής. Έτσι, με βάση αυτή τη λέξη, οι ιστορικοί έφτασαν σε άλλο αποτέλεσμα.
Με διαταγή του Μιχαήλ Ατταλειώτη, το 1077, αναφέρει ότι τις εικόνες, που είναι επάνω σε ξύλο ζωγραφισμένες, τις στόλιζαν γύρω-γύρω με ασήμι, για να τις προφυλάσσουν από τις σκόνες αλλά και για καλλωπισμό. Έβαζαν ακόμα κι ένα αραχνοΰφαντο ύφασμα πάνω απ’αυτές σαν είδος κουρτίνας, που κρεμόταν μέχρι κάτω.
Η εικόνα ακουμπούσε σ’ ένα έπιπλο, που ήταν ντυμένο με ένα βαρύτιμο μεταξωτό ύφασμα, πάνω στο οποίο κρεμούσαν οι πιστοί τα διάφορα αφιερώματά τους.
Το ύφασμα αυτό λεγόταν «Καμουχάς». Είναι αυτό το είδος, που οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες έκαναν τους μανδύες τους.
Μια άλλη τελείως διαφορετική άποψη είναι η εξής: Το 802 μ.Χ., ο Νικηφόρος, πατρίκιος και λογοθέτης, επέβαλε στην Αθήνα τον φόρο του καπνού. Φυσικά, εδώ δεν πρέπει να φανταστείτε σαν καπνό το τσιγάρο, γιατί ακόμα δεν είχε ανακαλυφθεί, αλλά τον καπνό που βγαίνει από τις καμινάδες.
Κάθε πολίτης, λοιπόν, σύμφωνα με τις καπνοδόχους που είχε το σπίτι του πλήρωνε και τον ανάλογο φόρο (από ‘δω βγήκε και η έκφραση «από μεγάλο τζάκι»).
Ο εισπράκτορας που μάζευε τους φόρους αυτούς, κατά τη βυζαντινή ονοματολογία, ονομαζόταν «καπνικάριος», όπως σπαθάριος, πρωνοτάριος κλπ.
Ίσως, λοιπόν, κάποιος τέτοιος καπνικάριος να έκτισε την εκκλησία, η οποία πήρε το όνομα Καπνικαρέα.
Και η τελευταία εξήγηση είναι του αθηναιολόγου Καμπούρογλου. Την ονομασία την αποδίδει μόνο στην εικόνα της Παναγίας ειδικά και γενικότερα, βέβαια, στην ιδιότητα της Παρθένου ως μητέρας του Χριστού η οποία, όπως είναι γνωστό, είναι το πλέον λατρεμένο από τον λαό πρόσωπο του χριστιανικού αγιολόγιου.
Η Παναγία της βυζαντινής εκκλησίας της οδού Ερμού των Αθηνών «έκαμε χάριτας» στους χριστιανούς. Το Κάμη-Χαρέα, όπως την ονόμαζαν τότε με τη διάλεκτο της εποχής τους, έγινε Καμουχαρέα και τέλος Καπνικαρέα.
Πηγή: “3.000 λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις” του Τάκη Νατσούλη, Εκδόσεις Σμυρνιωτάκη
Δείτε από πού βγήκαν περισσότερες φράσεις εδώ.
Όμως οι περιηγητές Σον και Γουέλερ, που είχαν έρθει στην Αθήνα έντεκα χρόνια πριν, στις περιγραφές τους την ονομάζουν «Καμουχαρέα». Άρα, αλλού πρέπει να αναζητήσουμε το όνομα «Καπνικαρέα». Με το όνομα «Καμουχαρέα» βρίσκουμε την εκκλησία στα διάφορα γραπτά μνημεία της παλιάς εποχής. Έτσι, με βάση αυτή τη λέξη, οι ιστορικοί έφτασαν σε άλλο αποτέλεσμα.
Με διαταγή του Μιχαήλ Ατταλειώτη, το 1077, αναφέρει ότι τις εικόνες, που είναι επάνω σε ξύλο ζωγραφισμένες, τις στόλιζαν γύρω-γύρω με ασήμι, για να τις προφυλάσσουν από τις σκόνες αλλά και για καλλωπισμό. Έβαζαν ακόμα κι ένα αραχνοΰφαντο ύφασμα πάνω απ’αυτές σαν είδος κουρτίνας, που κρεμόταν μέχρι κάτω.
Η εικόνα ακουμπούσε σ’ ένα έπιπλο, που ήταν ντυμένο με ένα βαρύτιμο μεταξωτό ύφασμα, πάνω στο οποίο κρεμούσαν οι πιστοί τα διάφορα αφιερώματά τους.
Το ύφασμα αυτό λεγόταν «Καμουχάς». Είναι αυτό το είδος, που οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες έκαναν τους μανδύες τους.
Η εικόνα της Παναγίας ήταν ντυμένη με καμουχά. Και τούτο έγινε αφορμή να την πουν Κουμουχιριώτισσα και Καμουχαρέα, ώσπου με τον καιρό ο λαός αλλοίωσε τη λέξη και την έκανε Καπνικαρέα.Ο φόρος του καπνού
Μια άλλη τελείως διαφορετική άποψη είναι η εξής: Το 802 μ.Χ., ο Νικηφόρος, πατρίκιος και λογοθέτης, επέβαλε στην Αθήνα τον φόρο του καπνού. Φυσικά, εδώ δεν πρέπει να φανταστείτε σαν καπνό το τσιγάρο, γιατί ακόμα δεν είχε ανακαλυφθεί, αλλά τον καπνό που βγαίνει από τις καμινάδες.
Κάθε πολίτης, λοιπόν, σύμφωνα με τις καπνοδόχους που είχε το σπίτι του πλήρωνε και τον ανάλογο φόρο (από ‘δω βγήκε και η έκφραση «από μεγάλο τζάκι»).
Ο εισπράκτορας που μάζευε τους φόρους αυτούς, κατά τη βυζαντινή ονοματολογία, ονομαζόταν «καπνικάριος», όπως σπαθάριος, πρωνοτάριος κλπ.
Ίσως, λοιπόν, κάποιος τέτοιος καπνικάριος να έκτισε την εκκλησία, η οποία πήρε το όνομα Καπνικαρέα.
Και η τελευταία εξήγηση είναι του αθηναιολόγου Καμπούρογλου. Την ονομασία την αποδίδει μόνο στην εικόνα της Παναγίας ειδικά και γενικότερα, βέβαια, στην ιδιότητα της Παρθένου ως μητέρας του Χριστού η οποία, όπως είναι γνωστό, είναι το πλέον λατρεμένο από τον λαό πρόσωπο του χριστιανικού αγιολόγιου.
Η Παναγία της βυζαντινής εκκλησίας της οδού Ερμού των Αθηνών «έκαμε χάριτας» στους χριστιανούς. Το Κάμη-Χαρέα, όπως την ονόμαζαν τότε με τη διάλεκτο της εποχής τους, έγινε Καμουχαρέα και τέλος Καπνικαρέα.
Πηγή: “3.000 λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις” του Τάκη Νατσούλη, Εκδόσεις Σμυρνιωτάκη
Δείτε από πού βγήκαν περισσότερες φράσεις εδώ.