Την πολυπόθητη λαϊκή απαίτηση της δεκαετίας του 1960 για καθιέρωση της δωρεάν δημόσιας παιδείας αλλά και της κοινής νεοελληνικής στα σχολεία θέλησε να φέρει η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου το 1964, με έναν νόμο-τομή για τα εκπαιδευτικά πράγματα της χώρας μας.
Ο «Νόμος της Μεταρρύθμισης Παπανδρέου-Παπανούτσου», όπως έμεινε γνωστό το Nομοθετικό Διάταγμα 4379/1964 «Περί Oργανώσεως και Διοικήσεως της Γενικής Στοιχειώδους και Mέσης Eκπαιδεύσεως» που ψήφισε η Βουλή των Ελλήνων το 1964, ήταν μια ολόψυχη προσπάθεια φυγής προς τα εμπρός για την παιδεία, την οποία είχε επεξεργαστεί ο διαπρεπής ακαδημαϊκός, διανοητής αλλά και παιδαγωγός Ευάγγελος Παπανούτσος ως γενικός γραμματέας τότε του υπουργείου Παιδείας.
Οι αλλαγές του Παπανούτσου σε σχέση με τις εξελίξεις των προηγούμενων χρόνων ήταν βαθύτατες και ριζικές τόσο σε ουσία όσο και συμβολική. Ο νέος εκπαιδευτικός νόμος προέβλεπε δωρεάν παιδεία, με δωρεάν χορήγηση βιβλίων για όλους τους μαθητές των τριών βαθμίδων της εκπαίδευσης που είχε μόλις καθιερώσει ο Παπανούτσος (διαχωρισμός του εξατάξιου Γυμνασίου στις βαθμίδες του Γυμνασίου και του Λυκείου), επέκταση της υποχρεωτική εκπαίδευσης από τα έξι στα εννιά χρόνια, κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων και του περιορισμού των εισακτέων στα πανεπιστήμια και άλλα πολλά
Ο Παπανούτσος έκανε ωστόσο και κάτι ακόμα, κάτι που δεν θα του συγχωρούσαν οι συντηρητικοί κύκλοι: καθιέρωσε τη δημοτική γλώσσα στα σχολεία! Η δημοτική έγινε η γλώσσα που διδασκόταν στα δημοτικά όλης της χώρας και ήταν πια ισότιμη με την καθαρεύουσα στα γυμνάσια και τα πανεπιστήμια.
Ο Νόμος Παπανούτσου έκανε πολλά ακόμα για τη νεοελληνική παιδεία, επεκτείνοντας την πανεπιστημιακή εκπαίδευση των δασκάλων στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες, ιδρύοντας το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο για την εκπόνηση της εκπαιδευτικής πολιτικής, προσθέτοντας την κοινωνιολογία και τα οικονομικά στη διδακτέα ύλη, βελτιώνοντας σημαντικά την ύλη των μαθηματικών και τη φυσικής, μεριμνώντας για τη σίτιση και τη μεταφορά των μαθητών και χορηγώντας αυξήσεις στους μισθούς των εκπαιδευτικών.
Ήταν όμως η δημοτική που καθόταν στον λαιμό των «πατριωτικών» κύκλων, πόσο μάλλον όταν διάβασαν ότι ο Παπανούτσος καθιέρωνε τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών αποκλειστικά από μεταφρασμένα κείμενα και στις τρεις τάξεις του Γυμνασίου!
Παρά το γεγονός ότι ήταν μια γενναία μεταρρύθμιση που ανταποκρινόταν τόσο στις εσωτερικές συνθήκες όσο και τις πρόσφατες ευρωπαϊκές παιδαγωγικές εξελίξεις, τις οποίες προσέγγιζε με ήπιο, συμβιβαστικό, τρόπο, ο Νόμος του ’64 πολεμήθηκε με τέτοια λύσσα που σπανίως έχουμε ξαναδεί σε εκπαιδευτικές αλλαγές.
Η Αντιπολίτευση τον χαρακτήρισε «αντεθνικό», βλέποντάς τον να εκφράζει απόψεις της Αριστεράς. Ακόμα και η δωρεάν παιδεία θεωρήθηκε τέχνασμα! Ο μεγάλος διανοητής και παιδαγωγός ήταν τώρα κόκκινο πανί για μερίδα του πολιτικού και πνευματικού κόσμου. Οι αντιπολιτευόμενες εφημερίδες έβαλλαν κατά της μεταρρύθμισης και των «απάτριδων και άθεων ανατροπέων της εθνικής παιδείας», ζητώντας μάλιστα επιτακτικά από την Ιερά Σύνοδο να αφορίσει τους συντάκτες του σχεδίου! Ακόμα και συγκεντρώσεις παραεκκλησιαστικών οργανώσεων έγιναν κατά του Παπανούτσου, του κύριου μοχλού της μεταρρύθμισης.
Η μεταρρύθμιση δεν θα ολοκληρωνόταν ποτέ. Τα δύο νομοσχέδια που αφορούσαν στην πανεπιστημιακή και την τεχνική εκπαίδευση δεν προωθήθηκαν. Ό,τι έγινε, ήρθε να το ανατρέψει βιαίως το Απριλιανό Πραξικόπημα, καθώς οι συνταγματάρχες ήξεραν προφανώς καλύτερα από τον πανεπιστημιακό δάσκαλο πώς έπρεπε να διαμορφωθεί το εκπαιδευτικό τοπίο!
Το καθεστώς της δικτατορίας ανέκοψε βίαια την πορεία των αλλαγών και μπλέχτηκε στο σύνολο σχεδόν των νέων σχεδιασμών. Τη δωρεάν παιδεία την κράτησε πάντως ο Παπαδόπουλος και οι ομοϊδεάτες του. Τη δωρεάν παιδεία του Παπανούτσου, η οποία από κοινού με την καθιέρωση της δημοτικής ήταν οι πυλώνες της μεγαλύτερης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του τόπου μας.
Την οποία προώθησε με γενναιότητα και σε πείσμα των σκληροπυρηνικών κύκλων ο παιδαγωγός, φιλόσοφος, δοκιμιογράφος και ακαδημαϊκός Ευάγγελος Παπανούτσος, σπουδαγμένος στα πανεπιστήμια Αθηνών, Βερολίνου, Τούμπινγκεν και Παρισίων. Διδάκτωρ φιλοσοφίας στο γερμανικό Πανεπιστήμιο του Τούμπινγκεν (Τυβίγγης), ο Παπανούτσος υπηρέτησε σεμνά την εκπαίδευση από το 1920, περνώντας από όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας. Το πνεύμα και το όραμά του για την επόμενη μέρα της παιδείας θα τον φέρουν γενικό διευθυντή και γενικό γραμματέα αργότερα (1950 και 1963) στο Υπουργείο Παιδείας.
Δίδαξε επί 20 χρόνια φιλοσοφία, ψυχολογία και παιδαγωγικά, υπήρξε πρόεδρος σε πλήθος λογοτεχνικών, τεχνολογικών και εκπαιδευτικών ομίλων και μια από τις διαπρεπέστερες μορφές της ελληνικής διανόησης. Πέρα από τις δικές του μονογραφίες-σταθμούς σε φιλοσοφικά θέματα (που κυκλοφόρησαν όχι μόνο στα ελληνικά, αλλά και στα γερμανικά, τα αγγλικά και τα γαλλικά), ο ασίγαστος Παπανούτσος επιμελήθηκε 100 τόμους αρχαίων ελλήνων συγγραφέων για λογαριασμό των εκδόσεων Ζαχαρόπουλου (1954-1958), φέρνοντας τον Νεοέλληνα σε επαφή με την πληρέστερη -μέχρι τότε τουλάχιστον- μεταγραφή της αρχαίας γραμματείας στα νέα ελληνικά.
Παρά το γεγονός ότι συνδέθηκε πολιτικά με το κόμμα της Ένωσης Κέντρου, του οποίου θα εκλεγεί βουλευτής μεταπολιτευτικά, η κυβέρνηση Καραμανλή δεν θα μπορούσε να μην προωθήσει τους βασικούς πυλώνες της μεταρρύθμισης που επινόησε στη δεκαετία του 1960, επαναφέροντας το όραμά του για μια ευρωπαϊκή παιδεία που πατά πάνω στην ελληνική παράδοση…
Πρώτα χρόνια
Ο Ευάγγελος Παπανούτσος γεννιέται στις 27 Ιουλίου 1900 στον Πειραιά ως ένα από τα τέσσερα παιδιά μιας αστικής οικογένειας. Ολοκληρώνει το σχολείο στον Πειραιά και γράφεται στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, παίρνοντας το πρώτο του πτυχίο στη θεολογία. Τη στρατιωτική του θητεία θα την υπηρετήσει σε βοηθητικό πόστο ως προστάτης οικογενείας, μιας και εντωμεταξύ χάνει τον πατέρα του.
Το 1924 θα πάει με υποτροφία στη Γερμανία και τη Γαλλία αργότερα για μεταπτυχιακές σπουδές στη φιλοσοφία. Το 1927 θα πάρει το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο του Τούμπιγκεν με μια εμβριθή μελέτη για τον Πλάτωνα, η οποία θα εκδοθεί αργότερα στα ελληνικά και θα μεταφραστεί σε πλήθος γλωσσών ως «Το θρησκευτικό βίωμα στον Πλάτωνα».
Πριν φύγει για το εξωτερικό, πρόλαβε να εργαστεί από το 1920-1924 ως καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, καθήκοντα που συνέχισε να ασκεί ακόμα και όταν επέστρεψε από τη Γερμανία ως ακαδημαϊκός. Όπως το ήθελε και ο ίδιος και σε πείσμα όλων των άλλων τίτλων του, ο Παπανούτσος ήταν πρωτίστως δάσκαλος.
Νεωτεριστής δάσκαλος όμως. Έχοντας εξοικειωθεί με τα προοδευτικά εκπαιδευτικά συστήματα της Ευρώπης, δημιουργεί το 1930 δύο πειραματικές τάξεις για να εφαρμόσει τις νέες παιδαγωγικές επιταγές. Δεν μένει όμως εκεί: το 1931 αποτελεί μέλος της ομάδας που ιδρύει την Ελληνική Διδασκαλική Ένωση, που θέλει να συμβάλει στην καλύτερη εκπαίδευση καθηγητών και δασκάλων.
Στα τέλη του 1931 επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα, ολοκληρώνοντας τον κύκλο των σπουδών του, και επιφορτίζεται από το Υπουργείο Παιδείας να ιδρύσει το πρότυπο Διδασκαλείο Μυτιλήνης. Ο μεγάλος παιδαγωγός έχει ανοίξει πια τα πανιά του και αναλαμβάνει τώρα θέσεις ευθύνης για τα παιδαγωγικά πράγματα της χώρας μας.
Από το 1934 ως το 1936 διατελεί διευθυντής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Αλεξανδρούπολης και το 1937-1938 υπηρετεί ως υποδιευθυντής και διευθυντής κατόπιν στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων.
Το 1938-1939 θα τον βρει καθηγητή στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία, από το 1939-1943 θα είναι διευθυντής στην Παιδαγωγική Ακαδημία Τρίπολης και το 1943-1944 θα καταλήξει διευθυντής στη Ράλλειο Παιδαγωγική Ακαδημία Πειραιά.
Μετά την Κατοχή, θα πάρει τις θέσεις ευθύνης που θα του επιτρέψουν μια πληρέστερη κατανόηση της τραγικής εκπαιδευτικής κατάστασης της Ελλάδας. Ο Παπανούτσος διορίζεται γενικός διευθυντής (1944-1946) και αργότερα γενικός γραμματέας (1950 και 1963) του Υπουργείου Παιδείας, με πρωτοβουλία του τότε πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου. Ταυτόχρονα, υπηρετεί ως αντιπρόεδρος του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ινστιτούτου, ένας ρόλος που θα του επιτρέψει να ιδρύσει το 1958 τις Τεχνικές Σχολές Δοξιάδη.
Ο Παπανούτσος δίδαξε και δίδαξε πολύ, έχοντας στις πλάτες του περισσότερα από 20 χρόνια απτού παιδαγωγικού έργου. Οι παραδόσεις του στο Λαϊκό Πανεπιστήμιο, το μορφωτικό ίδρυμα «Αθήναιον» που ο ίδιος ίδρυσε, έχουν μείνει θρυλικές στον τόπο μας. Εκεί θα διδάξει από το 1947-1967 φιλοσοφία, ψυχολογία και παιδαγωγική, εκεί θα φέρει σε επαφή το ελληνικό κοινό με τα έργα του Καντ και του Χιουμ που μεταφράζει, εκεί θα εξοικειώσει τον Νεοέλληνα με το πνεύμα του Πλάτωνα και των άλλων αρχαίων συγγραφέων (Αριστοτέλης, Πλούταρχος, Αριστοφάνης, Ξενοφώντας, Όμηρος, Δημοσθένης, Ισοκράτης, Ηρόδοτος κ.λπ.), εκεί τέλος θα κηρύξει τα νέα ευρωπαϊκά διδασκαλικά πρότυπα, προετοιμάζοντας μια νέα γενιά εκπαιδευτικών.
Ταυτόχρονα, την ίδια εικοσαετία αρθρογραφεί τακτικά στο «Βήμα» ως φιλολογικός συνεργάτης και επιμελείται σειρές σε εκδοτικούς. Υπό τη δική του διεύθυνση δημοσιεύτηκαν 15 τόμοι του περιοδικού «Παιδεία και Ζωή» (1946-1961), αλλά και 100 έργα αρχαίων Ελλήνων μέσα σε πέντε χρόνια (1953-1958) από τον εκδοτικό του Ζαχαρόπουλου.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στο δικό του έργο, που απλώθηκε πάνω από πολλά συμβάλλοντας δημιουργικά στον φιλοσοφικό και παιδαγωγικό διάλογο του καιρού του, καθώς τα έργα του Παπανούτσου μεταφράζονται στις μεγάλες ευρωπαϊκές γλώσσες και αποτελούν ορόσημα στον τομέα τους.
Ιδιαίτερα στη φιλοσοφία, η «Ηθική», η «Λογική», η «Αισθητική», η «Γνωσιολογία», η «Πρακτική Φιλοσοφία», τα «Φιλοσοφικά Προβλήματα» ο «Νόμος και η αρετή», η «Πολιτεία και δικαιοσύνη», η «Κρίση του πολιτισμού μας» και το «Δίκαιο της πυγμής» λογίζονται σταθμοί στην εξέλιξη της ελληνικής σκέψης.
Ο πολυγραφότατος στοχαστής μας ασχολήθηκε και με την ψυχολογία («Ψυχολογία» και «Οι δρόμοι της ζωής»), αλλά και με θέματα συγκριτικής λογοτεχνίας («Παλαμάς, Καβάφης και Σικελιανός»). Δεν θα μπορούσε να μη γράψει φυσικά για τη μεγάλη του αγάπη, την παιδαγωγική, που τόσο προσπάθησε να αλλάξει με το επαναστατικό του όραμα για δωρεάν παιδεία στην τρέχουσα καθομιλουμένη. Οι «Αγώνες και αγωνία για την παιδεία» και το «Φιλοσοφία και παιδεία» αποκαλύπτουν την πραγματική του αγωνία για τα εκπαιδευτικά τεκταινόμενα του τόπου του…
Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση
Παρά τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στην ελληνική δοκιμιογραφία και φιλοσοφία, η εξέχουσα αυτή μορφή των γραμμάτων του 20ού αιώνα βρήκε τον χρόνο να αφήσει έντονη τη σφραγίδα του στο εκπαιδευτικό τοπίο της Ελλάδας. Όπως είπαμε, οι κυριότερες από τις μεταρρυθμίσεις του Παπανούτσου ήταν η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στα σχολεία, η δωρεάν παιδεία για όλους τους μαθητές και ο χωρισμός της μέσης εκπαίδευσης σε Γυμνάσιο και Λύκειο.
Παρά τον προοδευτικό χαρακτήρα του έργου του στην επί πρωθυπουργίας Γεωργίου Παπανδρέου εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964, οι αλλαγές που εισήγαγε ανακόπηκαν βίαια, αρχικά από την πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου λόγω αποστασίας και κατόπιν από τη Χούντα. Αν δεν περιέγραφε λεπτομερώς ο ίδιος στο «Αγώνες και αγωνία για την Παιδεία» (1965) το σύνολο του μεταρρυθμιστικού του οράματος, θα το ξέραμε μόνο από διηγήσεις! Τέτοια πολεμική δέχτηκε.
Η κατάσταση της ελληνικής παιδείας στη δεκαετία του 1960 ήταν τραγική, τόσο στα σχολεία όσο και τα πανεπιστήμια. Οι μαθητές στοιβάζονταν λόγω έλλειψης κτιρίων και εκπαιδευτικών, την ίδια ώρα που οι γονείς πλήρωναν από το υστέρημά τους για την εγγραφή των παιδιών τους στο σχολείο. Δεν ήταν όμως μόνο τα δίδακτρα, η λεγόμενη «μαθητική εισφορά», αλλά και τα βιβλία της χρονιάς που έπρεπε να αγοράσουν οι γονείς, ένα δυσβάσταχτο κόστος για χιλιάδες οικογένειες. Οι αρχές της δεκαετίας του 1960 στιγματίστηκαν εξάλλου από τις μεγάλες κινητοποιήσεις των φοιτητών και τις απεργίες διαρκείας των εκπαιδευτικών.
Αυτά έψαχνε να θεραπεύσει ο Παπανούτσος, και βρήκε σύμμαχό του τον Γεώργιο Παπανδρέου. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της Ένωσης Κέντρου πατούσε πάνω στα νέα ευρωπαϊκά μοντέλα της δεκαετίας του 1960, τα οποία ήθελε ωστόσο να συμβιβάσει με τις εκπαιδευτικές πολιτικές της Ελλάδας και τις ιδιαίτερες εσωτερικές συνθήκες.
Ήταν όμως η εκπαιδευτική αντιμετώπιση του γλωσσικού ζητήματος υπέρ της δημοτικής και η σύσταση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου ως οργάνου εκπόνησης της εκπαιδευτικής πολιτικής που θα έμπαιναν στο στόχαστρο των σκληροπυρηνικών πολέμιων της μεταρρύθμισης. Πυρά φαρμακερά συγκέντρωσε και το νέο σχολικό βιβλίο «Ιστορία Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική», που χαρακτηρίστηκε ως «προπαγάνδα αντίθετη με τις εθνικές θέσεις της επίσημης ιστορίας».
Ο Γεώργιος Παπανδρέου αναδεικνύεται σε αδιαφιλονίκητο εμπνευστή της μεταρρύθμισης, ο οποίος επαίρεται για τη δουλειά του γενικού γραμματέα του Παπανούτσου. Του πλέον διακεκριμένου από τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή, ο οποίος απολαμβάνει μέχρι τότε βαθύτατη απήχηση στον εκπαιδευτικό χώρο.
Οι κριτικές είναι όμως λυσσαλέες! Κάποιοι βλέπουν ότι η αποσύνδεση της βασικής εκπαίδευσης από τον γλωσσικό καθαρισμό και την αρχαιογνωσία έβαλε κατά της εκκλησιαστικής ζωής και κλόνιζε την ορθόδοξη πίστη! Άλλοι πάλι μιλούν ξεκάθαρα για «συγκεχυμένους» και «αντεθνικούς» στόχους της μεταρρύθμισης, βλέποντας παντού κομμουνιστικό δάκτυλο.
Οι συντηρητικοί κύκλοι επιμένουν να καλούν σε παιδαγωγική ορθοδοξία, σε μια εποχή μάλιστα όπου οι αλλαγές στις επιστήμες της αγωγής και το σχολείο είναι βαθύτατες, αν όχι κοσμογονικές. Η Ρόζα Ιμβριώτη αναγνωρίζει στις πολεμικές του έργου του Παπανούτσου «την Αντίδραση που σήκωσε απειλητικά το κεφάλι να εμποδίσει όλη τούτη την προσπάθεια, γιατί δήθεν απειλεί τα ιερά και τα όσια, καταπροδίδει δήθεν τα ελληνοχριστιανικά ιδανικά, γιατί οι μεταρρυθμιστές είναι “κρυπτοκουκουέδες”».
Ο ίδιος ο Παπανούτσος, βασικός εμπνευστής της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1964, θυμάται τα ψεύδη που διαδίδονταν από τους αντιπάλους του νόμου: «Σε φιλική συγκέντρωση άκουσα ένα βράδυ άγνωστή μου κυρία να διηγείται, εμβρόντητη τάχα, ότι στο γλωσσικό μάθημα τα παιδιά, με το νέο πρόγραμμα διδάσκονται απίστευτα πράγματα, λ.χ. το αγοράκι της φίλης της έκλινε στο τετράδιό του με τη συγκατάθεση του δασκάλου το όνομα ‘‘η φορά’’ στον πληθυντικό ‘‘οι φοράδες’’. Την πλησίασα τότε και τη ρώτησα σε ποιο σχολείο φοιτά το παιδί των φίλων της. Μου απαντά: στο Πειραματικό του Πανεπιστημίου. Πρωί – πρωί την άλλη μέρα κάνω μόνος μου αιφνιδιασμό στις τάξεις του Πειραματικού, εξετάζω τα τετράδια των μαθητών των μικρών τάξεων, πουθενά το εξάμβλωμα τούτο.
«Τηλεφωνώ στην κυρία το αποτέλεσμα και παίρνω την απάντηση ότι έκανε λάθος στο όνομα του σχολείου, πιστεύει όμως ότι είναι το ιδιωτικό Τάδε. Πηγαίνω αμέσως στο σχολείο τούτο, μπαίνω σε όλες τις τάξεις, θέτω ως άσκηση στα παιδιά την κλίση του ονόματος ‘‘η φορά’’, και πάλι η πληροφορία διαψεύδεται. Ξανατηλεφωνώ στην κυρία η οποία αυτή τη ‘‘φορά’’ μου απαντά εκνευρισμένη ότι δεν θυμάται πια το όνομα του σχολείου, ούτε μπορεί να το μάθει…
«Με τον ίδιο αδιάκριτο και ανεύθυνο τρόπο οι καλοθελητές (των καλών πάντοτε κοινωνικών τάξεων άνθρωποι) διέδιδαν τότε ότι για τη νέα Γραμματική (της Δημοτικής) που διδάσκονταν τα παιδιά τους στο σχολείο, τα παραθετικά του επιθέτου ‘‘(υ)ψηλός’’ ήσαν: ‘‘ταβανόσκουπα’’ και ‘‘μαντράχαλος’’. Οι παλαιότεροι θα θυμούνται ότι στον πόλεμο κατά του Ψυχάρη οι ‘‘καθαρολόγοι’’ υποστήριζαν ότι τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο οι ‘‘μαλλιαροί’’ θα τον έλεγαν ‘‘Κώτσο Παλιοκουβέντα’’ και το ‘‘Σοφία ορθοί’’ της εκκλησίας ‘‘Σοφία, σούζα’’. Η ιστορία δηλαδή επαναλαμβανότανε με τρόπο κωμικοτραγικό», διαμαρτύρεται στα «Απομνημονεύματά» του!
Ό,τι δεν πρόλαβε να σκοτώσει η δημοκρατία από τις μεταρρυθμίσεις του Παπανούτσου, το εκτέλεσε η Χούντα με το που ανήλθε πραξικοπηματικά στην εξουσία. Έκανε τις παιδαγωγικές ακαδημίες και πάλι διετείς, κατάργησε μαθήματα, όπως την αγωγή του πολίτη, διέκοψε τη λειτουργία του «κόκκινου» -στα μάτια της πάντα- Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και γκρέμισε ό,τι πρόλαβε στην τραγική Επταετία.
Ήταν η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή («Μεταρρύθμιση Ράλλη») το 1976 που επανέφερε ουσιαστικά τις ιδέες του Παπανούτσου στο προσκήνιο. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του οποίου ήταν ένα ολοκληρωμένο σχέδιο συντονισμένων (ως προς τη σχέση στόχων και μέτρων) αλλαγών στο εκπαιδευτικό σύστημα, το πρώτο μάλιστα μετά τη «Μεταρρύθμιση του 1929»! Με το νομοθετικό πλαίσιο του 1964, είκοσι δηλαδή χρόνια μετά τις ανάλογες ρυθμίσεις στα άλλα κράτη του λεγόμενου Δυτικού Κόσμου, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα προσαρμοζόταν στις παγκόσμιες μεταπολεμικές τάσεις.
Το ειρωνικό εδώ είναι πως οι πολέμιοι δεν εξέφρασαν ούτε μία αντίρρηση σε θέματα ουσίας, μιας και η κριτική εκπορευόταν από τους παραδοσιακά συντηρητικούς χώρους (με προεξάρχουσα τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών). Αιχμή της πολεμικής αποτέλεσε εξάλλου η δημοτική και τα παρεπόμενα της: η αθεΐα, ο αριστερισμός και η αντεθνικότητα που συνεπαγόταν η «μαλλιαρή».
Τέτοια ήταν η ένταση και η έκταση των αντιδράσεων ώστε, παρά την κεντρώα προέλευση τους, οι διαδοχικές κυβερνήσεις από τον Ιούλιο του 1965 και ύστερα όχι μόνο δεν συνέχισαν τις διαδικασίες (εκκρεμούσε η ψήφιση δύο νομοσχεδίων), αλλά και ανέστειλαν ορισμένα μέτρα (στις 9 Σεπτεμβρίου 1965 ανακοινώθηκε, παραδείγματος χάρη, η αναθεώρηση των σχολικών βιβλίων του 1964 και η «πολτοποίησις» όσων κριθούν ακατάλληλα).
Η οριστική ακύρωση της μεταρρύθμισης πραγματοποιήθηκε το 1967, αμέσως μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, με την αποσπασματική κατάργηση του συνόλου των μέτρων της, εκτός από τη «δωρεάν παιδεία» που βόλευε τους χουντικούς. Η μεταδικτατορική υιοθέτηση των κύριων χαρακτηριστικών του οράματος Παπανούτσου όμως -και μάλιστα από κυβέρνηση της αντίπαλης παράταξης- αποτελεί τη σημαντικότερη ένδειξη της εγκυρότητας των επιλογών στις οποίες στηριζόταν…
Όπως το θυμόταν και ο ίδιος ο Παπανούτσος: «Η δικτατορία κατάργησε τον νόμο, αλλά όχι και το ακαδημαϊκό απολυτήριο. Αλλά το 1974, στην πρώτη Βουλή της Μεταπολίτευσης, με πρωθυπουργό τον Καραμανλή και υπουργό Παιδείας τον Γ. Ράλλη, εισάγουμε τα νέα μέτρα. Και για πρώτη φορά συμπολίτευση και αντιπολίτευση συμφωνούν σ’ έναν εκπαιδευτικό νόμο»…
Το τέλος του δασκάλου
Μετά τη Μεταπολίτευση, ο Παπανούτσος εκλέχτηκε βουλευτής επικρατείας με το κόμμα της Ένωσης Κέντρου στην πρώτη δημοκρατική Βουλή. Στις εκλογές του 1977 ήταν μάλιστα επικεφαλής του ψηφοδελτίου επικρατείας της Ένωσης Δημοκρατικού Κέντρου.
Το 1977 εκλέχτηκε επίτιμος πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1980 τιμήθηκε με την ένταξή του στην Ακαδημία Αθηνών ως τακτικό μέλος.
Ο αείμνηστος δάσκαλος έφυγε από τον κόσμο στις 2 Μαΐου 1982, όχι βέβαια προτού μας δώσει τον ορισμό του για την ουσία του δασκάλου (στο «Δρόμοι ζωής»): «Δάσκαλος δεν είναι αυτός που μαθαίνει στα παιδιά μας τα σχολικά γράμματα, μουσική, καλούς τρόπους. Αυτά τα μαθήματα είναι εξωτερικά. Μένουν στην επιφάνεια σαν τα ρούχα που φορούμε».
Ποιος είναι τότε; «Αυτός που παραμένοντας ενήλικος μπορεί να γίνεται παιδί και κάθε χρόνο με τα νέα παιδιά που έρχονται στα χέρια του να γίνεται παιδί. Τούτο μπορούμε να το διατυπώσουμε και αλλιώς. Ο αληθινός δάσκαλος ενηλικιώνεται παραμένοντας παιδί στην ψυχή, άνθρωπος δηλαδή εύπλαστος, δροσερός, αγνός. Αδύνατο να φανταστεί κανείς πόσο δύσκολο, σχεδόν υπεράνθρωπο είναι αυτό που του ζητούμε, να συνθλίψει μέσα του το χρόνο, να γερνάει φυσιολογικά και όμως να μένει νέος στην ψυχή για να μπορέσει να έχει πρόσβαση στα αισθήματα, στις σκέψεις, στις επιθυμίες του νέου ανθρώπου που θα διαπαιδαγωγήσει, να τον καταλαβαίνει, να χαίρεται, να διασκεδάζει μαζί του, να σκέπτεται τις σκέψεις του, να επιθυμεί τις επιθυμίες του, να πονάει τον πόνο του»…
Περισσότερες βιογραφίες εδώ.