Η χαρά της παιδικής ηλικίας είναι κάτι εύθραυστο. Μπορεί να ζωγραφιστεί ή να σβήσει από το πρόσωπο ενός μικρού παιδιού μέσα σε μια στιγμή…
Πρέπει να ήμουν περίπου τεσσάρων χρονών, όταν μπήκα για πρώτη φορά στο ζαχαροπλαστείο του κ. Wigden, αλλά η μυρωδιά των ζαχαρωτών θησαυρών που είχε στους πάγκους του μου έρχεται ακόμα, παρά το ότι έχει περάσει περισσότερο από μισός αιώνας από τότε.
Ο κ. Wigden κάθε φορά που άκουγε τον σύντομο διαπεραστικό ήχο του μικρού κουδουνιού πάνω από την πόρτα της εισόδου όταν άνοιγε, μηχανικά έπαιρνε τη θέση του πίσω από τον πάγκο. Ήταν αρκετά ηλικιωμένος με σγουρά κάτασπρα μαλλιά.
Κανένα παιδί δεν μπορούσε να διαλέξει εύκολα μεταξύ των τόσων λαχταριστών πειρασμών που ξεδιπλώνονταν μπροστά στα μάτια του. Έτσι και για μένα η επιλογή ήταν κάτι το οδυνηρό. Γευόμουν το κάθε γλύκισμα στην φαντασία μου πριν αποσπάσει την προσοχή μου κάποιο επόμενο. Κάθε φορά που επέλεγα ένα από αυτά και το έριχνα στη μικρή λευκή χαρτοσακούλα, ένιωθα ενοχές γι’ αυτά που είχα απορρίψει. Ίσως ένα από τα ζαχαρωτά που δεν είχα επιλέξει να έχει καλύτερη γεύση ή να διαρκούσε περισσότερο η απόλαυσή του. Ο κ Wigden εφάρμοζε ένα τρικ για να επιτείνει την αγωνία μου, κούναγε τη χαρτοσακούλα για να ανακατευτούν τα ζαχαρωτά και μετά την έφερνε μπροστά μου. Δεν έλεγε λέξη, αλλά κάθε παιδί καταλάβαινε, όταν έσμιξε τα φρύδια του, πως είχε μια τελευταία ευκαιρία για να κάνει μια ανταλλαγή. Μόνο μετά την πληρωμή στο ταμείο η χαρτοσακούλα διπλωνόταν και έκλεινε, κι η αμήχανη στιγμή της αναποφασιστικότητας για τα ζαχαρωτά λάβαινε τέλος.
Το σπίτι μας ήταν δύο στενά μακριά από τη στάση του τραμ και κάθε φορά που θέλαμε να πάρουμε το τραμ ή επιστρέφαμε από αυτό, περνούσαμε μπροστά από το μαγαζί με τα ζαχαρωτά. Η μητέρα μου επισκεπτόταν το κέντρο της πόλης για κάποιες έκτακτες αγορές παίρνοντας το τραμ και καθώς επιστρέφαμε στο σπίτι περνούσαμε από το μαγαζί του κ Wigden.
«Ας δούμε αν υπάρχει κάτι καλό να αγοράσουμε», έλεγε καθώς με οδηγούσε μπροστά στη βιτρίνα με τα ζαχαρωτά, ενώ ο ηλικιωμένος πωλητής πλησίαζε πίσω από την ανοιχτή κουρτίνα. Η μητέρα μου κοντοστεκόταν μιλώντας με αυτόν για λίγα λεπτά και εγώ κοιτούσα με φρενίτιδα τα ζαχαρωτά μπροστά μου. Στη συνέχεια, η μητέρα επέλεγε μια λιχουδιά για μένα και πλήρωνε τον κ. Wigden.
Η μητέρα πήγε στην πόλη μία ή δύο φορές την εβδομάδα και, δεδομένου ότι εκείνη την εποχή η δουλειά της baby-sitter ήταν κάτι άγνωστο στα μέρη μας, με έπαιρνε μαζί της. Αργότερα, όταν επιστρέφαμε ήταν μια συνήθεια για ‘κείνη να με οδηγεί στο ζαχαροπλαστείο για να με κεράσει κάποιο γλύκισμα και μετά την πρώτη μας επίσκεψη εκεί μου έδινε πάντα τη δυνατότητα να κάνω τη δική μου επιλογή.
Δεν ήξερα πολλά για τα χρήματα εκείνη την εποχή. Απλά, παρακολουθούσα τη μητέρα μου να δίνει κάτι με το χέρι στους πωλητές και στη συνέχεια αυτοί της επέστρεφαν μια συσκευασία ή μια τσάντα με τρόφιμα ή άλλα χρήσιμα αντικείμενα. Έτσι είχα σχηματίσει στο μυαλό μου την ιδέα της συναλλαγής. Κάποια στιγμή πήρα τη μεγάλη απόφαση. Βγήκα από το σπίτι και περπάτησα τα δυο στενά μέχρι το κατάστημα του κ Wigden μόνος. Θυμάμαι το κουδούνι να χτυπάει τη στιγμή που η μεγάλη πόρτα της εισόδου άνοιγε μετά από μια μικρή προσπάθεια που κατέβαλα για να την ωθήσω. Συνεπαρμένος, άρχισα να περπατώ αργά κάτω από το λεπτό ήχο του κουδουνιού.
Πέρασα δίπλα από τα ζαχαρωμένα φύλλα μέντας που ανέδιδαν ένα φρέσκο άρωμα. Πιο δίπλα οι καραμέλες με επένδυση ζάχαρης ήταν τόσο μεγάλες που άξιζαν ένα δάγκωμα. Δεν θα μπορούσα να περάσω χωρίς να προσέξω τα ζαχαρωμένα πολύχρωμα γλυκίσματα. Στο επόμενο δίσκο υπήρχαν χρωματιστά ζελεδάκια. Το κουτί πίσω τους ήταν γεμάτο με τεράστια στρογγυλά γλειφιτζούρια, από αυτά που γεμίζουν το στόμα και μπορείς να τα πιπιλίζεις τουλάχιστον για μια ώρα, αν δεν λερώσεις με αυτά γύρω-γύρω το στόμα και τα μάγουλα ή αν δεν ανυπομονείς να δεις τι χρώμα έχει το επόμενο στρώμα που αποκαλύπτεται καθώς λιώνει βγάζοντάς το από το στόμα κάθε λίγο και λιγάκι.
Ένα μεγάλο κουτί ήταν γεμάτο από χύμα ξηρούς καρπούς με επικάλυψη που ο κ. Wigden έβαζε στη σακούλα με μια μικρή ξύλινη σέσουλα – δύο γεμάτος σέσουλες για μια δεκάρα. Και φυσικά, υπήρχαν ράβδοι γλυκόριζας κάθε σχήματος. Επίσης κι αυτά διαρκούσαν αρκετά στο στόμα μέχρι να λιώσουν, αν τα πιπίλιζες αντί να τα μασήσεις γρήγορα.
Αφού διάλεξα μια πλούσια ποικιλία ζαχαρωτών, άφησα τις μικρές λευκές χάρτινες σακούλες στις οποίες τα είχα μαζέψει, πάνω στον πάγκο του ταμείου, ακριβώς όπως έκανε η μάνα μου. Τότε ο κ. Wigden έσκυψε και με ρώτησε: «Μικρέ μου έχεις χρήματα να πληρώσεις για όλα αυτά;»
«Ω, ναι», απάντησα, «έχω πολλά χρήματα». Τότε του άπλωσα το χέρι μου κρατώντας τη γροθιά μου κλειστή κι όταν ο κ. Widgen την άνοιξε, αποκαλύφθηκαν έξι κουκούτσια από κεράσια, που είχα τυλίξει προσεκτικά σε ένα αλουμινόχαρτο.
Ο κ. Widgen κοντοστάθηκε κοιτάζοντας την παλάμη του χεριού μου σκεφτικός και στη συνέχεια κοίταξε με ερευνητικά το βλέμμα μου για λίγα δευτερόλεπτα.
Ο κ. Widgen κοντοστάθηκε κοιτάζοντας την παλάμη του χεριού μου σκεφτικός και στη συνέχεια κοίταξε με ερευνητικά το βλέμμα μου για λίγα δευτερόλεπτα.
«Μήπως δεν φτάνουν;», τον ρώτησα με αγωνία.
Εκείνος έβγαλε έναν απαλό αναστεναγμό, «Χμ, νομίζω ότι είναι περισσότερα από όσα πρέπει», απάντησε.
«Έχεις να πάρεις και ρέστα μικρέ, περίμενε λίγο». Περπάτησε μέχρι την παλιά ταμειακή μηχανή και άνοιξε το συρτάρι με τα χαρτονομίσματα. Επιστρέφοντας στον πάγκο, έσκυψε μέχρι το ύψος μου και άφησε δύο πένες στο προτεταμένο χέρι μου.
«Έχεις να πάρεις και ρέστα μικρέ, περίμενε λίγο». Περπάτησε μέχρι την παλιά ταμειακή μηχανή και άνοιξε το συρτάρι με τα χαρτονομίσματα. Επιστρέφοντας στον πάγκο, έσκυψε μέχρι το ύψος μου και άφησε δύο πένες στο προτεταμένο χέρι μου.
Η μητέρα μου με επέπληξε έντονα που βγήκα μόνος μου έξω στο δρόμο, όταν με βρήκε στην επιστροφή. Δεν θυμάμαι να της ανέφερα κάτι σχετικά με την οικονομική συναλλαγή που είχα με τον κ. Widgen, μόνο με προειδοποίησε να μην βγω ξανά στο δρόμο χωρίς να πάρω την άδειά της. Φυσικά εγώ υπάκουσα κι όποτε με άφηνε να πάω μόνος μου μέχρι εκεί, πάντα μου έδινε μια ή δύο δεκάρες για τα ψώνια μου. Έτσι, δεν θυμάμαι να ξαναχρησιμοποίησα κουκούτσια από κεράσι για να αγοράσω γλυκίσματα. Εν τέλει, η άνευ σημασίας για μένα υπόθεση, ξεχάστηκε γρήγορα από την μνήμη μου καθώς μεγάλωνα κι ανακάλυπτα νέα πράγματα για τη ζωή.
Στα έξι μου, η οικογένειά μου μετακόμισε σε μια άλλη πόλη, στην οποία ενηλικιώθηκα και τελικά παντρεύτηκα δημιουργώντας τη δική μου οικογένεια. Εγώ και η γυναίκα μου ανοίξαμε μια επιχείρηση όπου εκτρέφαμε και πωλούσαμε τροπικά ψάρια. Τα εμπορικά ενυδρεία ήταν τότε ακόμα στα σπάργανα και τα περισσότερα ψάρια που πωλούνταν ως κατοικίδια σε γυάλες εισάγονταν από την Αφρική και τη Νότια Αμερική. Ήταν λίγα τα είδη που πωλούνταν λιγότερο από πέντε δολάρια το ζευγάρι.
Ένα ηλιόλουστο απόγευμα, ένα μικρό κοριτσάκι ήρθε συνοδευόμενο από τον αδερφό της. Η ηλικία τους ήταν περίπου πέντε με έξι ετών. Τη στιγμή εκείνη ήμουν απασχολημένος με τον καθαρισμό των ενυδρείων. Τα δύο παιδιά στάθηκαν μπροστά από τα ενυδρεία εξτασιασμένα κοιτάζοντας τα εξωτικά ψάρια να κολυμπούν στα κρυστάλλινα νερά. «Θεέ μου», αναφώνησε το αγόρι, «μπορούμε να αγοράσουμε μερικά;».
«Ναι», του απάντησα. «Φυσικά, αν έχετε τη δυνατότητα να πληρώσετε γι ‘αυτά».
«Μα ναι, έχουμε αρκετά χρήματα», μου αποκρίθηκε το μικρό κοριτσάκι με αυτοπεποίθηση.
Ο τρόπος που μου μίλησε μου άφησε μια περίεργη αίσθηση οικειότητας. Αφού παρατήρησαν τα ψάρια για μερικά λεπτά, μου ζήτησαν ζεύγη από αρκετά διαφορετικά είδη. Δείχνοντάς τα μου με το χέρι περιφέρονταν στο διάδρομο δίπλα από το ενυδρείο. Έβγαζα αυτά που επέλεγαν με το δίχτυ σε ένα μεγάλο δοχείο και κατόπιν έκλεινα κάθε ζευγάρι σε μια πλαστική σακούλα γεμάτη νερό για να τα μεταφέρουν στο σπίτι παραδίδοντάς τα στο αγόρι. «Κράτησέ τα προσεκτικά», το συμβούλευα.
Μόλις τελείωσα, το αγόρι γύρισε το κεφάλι και στράφηκε προς την αδελφή του. «Πλήρωσέ τον», της είπε. Τότε αυτή έτεινε το χέρι της και καθώς η σφιγμένη γροθιά της με πλησίαζε διαισθάνθηκα ακριβώς τι επρόκειτο να συμβεί. Ήμουν σίγουρος ακόμα και για τα λόγια που αυτό το μικρό κορίτσι επρόκειτο να πει. Άνοιξε την γροθιά της και άφησε στην παλάμη μου τρία κέρματα χαμηλής αξίας.
Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκα το βάρος της κληρονομιάς που κ. Wigden μου είχε παραδώσει πολλά χρόνια πριν. Μόνο εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα την πρόκληση που του είχα θέσει, κι αντιλήφθηκα πόσο υπέροχα το είχε χειριστεί.
Αισθάνθηκα πως στέκομαι και πάλι στο μικρό ζαχαροπλαστείο και κοιτούσα τα νομίσματα στο δικό μου χέρι. Κατάλαβα την αθωότητα των δύο παιδιών και τη δύναμη που είχα να την διατηρήσω ή να την καταστρέψω με μια μου απόφαση, όπως ο κ. Wigden είχε καταλάβει κάτι παρόμοιο πολλά χρόνια πριν. Ένοιωσα τόσο έντονη αυτήν την ανάμνηση που πονούσε ο λαιμός μου. Το μικρό κορίτσι στεκόταν μπροστά μου προσμένοντας την απάντησή μου. «Μήπως δεν φτάνουν;» ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.
«Είναι λίγο περισσότερα από όσο κοστίζουν» κατάφερα να πω έχοντας έναν κόμπο στο λαιμό.
«Περιμένετε να σας δώσω τα ρέστα».
Άνοιξα την ταμειακή μηχανή με τα κέρματα και επέστρεψα αφήνοντας δύο σεντ στην ανοιχτή της παλάμη. Στη συνέχεια, καθώς τα παιδιά έφευγαν, στάθηκα στην είσοδο του καταστήματος βλέποντάς τα να περπατάνε προς το σπίτι τους προσέχοντας ταυτόχρονα το θησαυρό στα δυο τους χέρια.
Όταν επέστρεψα στο κατάστημα, η γυναίκα μου ήταν ανεβασμένη πάνω σε ένα σκαμνί με τα χέρια της βυθισμένα μέχρι τον αγκώνα σε ένα ενυδρείο, όπου τακτοποιούσε τα υδροχαρή φυτά και τη διακόσμηση στο βυθό. «Τι σου συνέβη;», με ρώτησε. «Ξέρεις πόσα ψάρια τους χάρισες;».
«Κοστίζουν περίπου 30 δολάρια», της απάντησα, αισθανόμενος ακόμα τον κόμπο στο λαιμό μου. «Αλλά δεν θα μπορούσα να κάνω διαφορετικά».
Αφού της αφηγήθηκα την ιστορία με τον κ Wigden, τα μάτια της άρχισαν να γίνονται υγρά. Κατέβηκε από το σκαμνί και μου έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη.
«Ακόμα αισθάνομαι τη μυρωδιά των ζαχαρωτών», αναστέναξα από μέσα μου, κι αργότερα είμαι βέβαιος πως άκουσα το χαρακτηριστικό συγκρατημένο γέλιο του κ. Wigden πάνω από τον ώμο μου, καθώς τελείωνα το γυάλισμα του τελευταίου ενυδρείου.
(Μια ιστορία του Paul Villard για την αθωότητα των παιδικών μας χρόνων.)
Περισσότερες διδακτικές ιστορίες εδώ.