φύσει < δοτική της λέξης φύσις
Επίρρημα
φύσει
- από τη φύση, φυσιολογικά, σύμφωνα με τους νόμους της φύσης
- Είναι φύσει αδύνατον να μείνεις μία εβδομάδα χωρίς νερό
- από τη φύση του, από φυσικού του
- Είναι φύσει θετικός και πράος άνθρωπος, δεν προσπαθεί να είναι καλός, η καλοσύνη είναι το φυσικό του
- (γραμματική) φύσει μακρά και φύσει βραχέα ονομάζονται τα φωνήεντα και οι συλλαβές που αυτά σχηματίζουν όταν πρόκειται για τα ε,ο (βραχέα) ή τα ω,η (μακρά) επειδή θεωρούνται πάντα βραχέα ή μακρά ανεξαρτήτως της θέσης του. (Ο όρος χρησιμοποιήθηκε σε αντιδιαστολή προς όσα φωνήεντα αλλάζουν χρόνο ανάλογα με τη θέση τους και έτσι άλλοτε θεωρούνται μακρά, άλλοτε βραχέα, οπότε και ονομάζονται θέσει μακρά ή θέσει βραχέα)
θέσει < δοτική του ουσιαστικού θέσις
Επίρρημα
θέσει
- από τη θέση του, λόγω της θέσης στην οποία βρίσκεται
- (γραμματική) που είναι μακρό ή βραχύ λόγω της θέσης του (π.χ. βρίσκεται στη λήγουσα ή ακολουθούν δύο σύμφωνα)
Άρα, ως δοτικές, το σωστό είναι να γράφονται: "φύσει και θέσει".
Περισσότερα φιλολογικά θέματα εδώ.