αντίκτυπος ο [andíktipos] O20 : συνέπεια, συνήθ. έμμεση, μιας πράξης ή ενός γεγονότος· (πρβ. απήχηση): O ~ μιας δολοφονίας / επανάστασης. H έλλειψη προγραμματισμού είχε δυσμενή αντίκτυπο στην πορεία της δουλειάς. [λόγ. < ελνστ. ἀντίκτυπος `αντήχηση΄ σημδ. γαλλ. contrecoup, répercussion]
Συνεπώς, η λέξη αντίκτυπος είναι μόνο γένους αρσενικού και όταν λέμε αντίκτυπο είναι η αιτιατική ενικού του αρσενικού και όχι ουδετέρου γένους. π.χ. ο άμεσος αντίκτυπος, τον άμεσο αντίκτυπο.
Περισσότερα γλωσσικά λάθη εδώ.
Συνεπώς, η λέξη αντίκτυπος είναι μόνο γένους αρσενικού και όταν λέμε αντίκτυπο είναι η αιτιατική ενικού του αρσενικού και όχι ουδετέρου γένους. π.χ. ο άμεσος αντίκτυπος, τον άμεσο αντίκτυπο.
Περισσότερα γλωσσικά λάθη εδώ.