Μια τον δάσκαλο, μια το ρολόι. Έπειτα ξανά τον δάσκαλο. Έπειτα ξανά το ρολόι. Η έξαψη χτυπούσε μονίμως κόκκινο και αυτά που γράφονταν στον πίνακα μας φαίνονταν εξίσου οικεία με τ’ αραμαϊκά.
Το μόνο που μας ένοιαζε ήταν ν’ ακούσουμε τον λυτρωτικό ήχο του κουδουνιού, ο οποίος θα έδινε το έναυσμα για την πρόωρη έναρξη του Σαββατοκύριακου. Βλέπετε ήταν Παρασκευή, έκτη ώρα κι εμείς βρισκόμασταν ακόμα στην τάξη, αιχμάλωτοι του δασκάλου και της ανεξήγητης επιμονής του να μας μάθει γράμματα- τη στιγμή που εμείς μετά δυσκολίας μπορούσαμε να υπογράψουμε με σταυρό.
Σε κάποια φάση, όμως, αποδεικνυόταν πως υπάρχει θεός: ντριιιιινννν!
Αυτό ήταν: σηκωνόμασταν από τη θέση μας σε ίσο χρόνο με αυτόν που απαιτείται από τη στιγμή που θ’ ανάψει το πράσινο φανάρι μέχρι ο Έλληνας οδηγός να πατήσει την κόρνα, αρπάζαμε τη σχολική μας τσάντα και ποδοπατιόμασταν μέχρι την έξοδο.
Μπροστά μας είχαμε ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο, εκεί στις αρχές των 90s.
Και το περνούσαμε κάπως έτσι:
Μην κοιτάτε που τώρα που …ανταρίσαμε και αν δεν έχουμε δουλειά μπορούμε να κερδίσουμε στοίχημα από τις αρκούδες για το ποιος θα πέσει στη μεγαλύτερη χειμερία νάρκη. Τότε, όταν ήμασταν πιτσιρικάδες, σηκωνόμασταν νωρίς με την ευκολία που σήμερα παίρνουμε κιλά επειδή εισπνεύσαμε περισσότερο αέρα απ’ όσο έπρεπε.
Είχαμε, βέβαια, σοβαρό λόγο: ο ANT1 στις 09:30 έβαζε Dragonball Z κι εμείς θέλαμε να μάθουμε τι θα γίνει, επιτέλους, με αυτή την Φρίζερ και τον Σονγκόκου. Τώρα που μεταμορφώθηκε σε Σούπερ Σάγιαν, μπορεί να την κάνει να φάει τη σκόνη του και να πάρει εκδίκηση για τον Κρίλιν ή θα γινόταν καμιά στραβή και η Φρίζερ θα τον «ίσιωνε»;
Τα πράγματα βρίσκονταν στην κόψη του ξυραφιού και η μάχη τους διαρκούσε περίπου 46 επεισόδια, καθώς μέχρι να κάνει ο Γκόκου Κάμε- Χάμε είχαν περάσει 2 από τις 4 εποχές του Βιβάλντι (το φθινόπωρο κι ο χειμώνας).
Ωπ, δείτε: ο Γκόκου ζητά από όλους τους μικροοργανισμούς της γης να του δώσουν την ενέργειά τους!
Του τη δίνουν.
Κι αυτός, με τη σειρά του, δίνει πόνο.
Ολυμπιακός- Παναθηναϊκός και ποδόσφαιρο είπατε; Πιο «καμία σχέση» δεν υπάρχει: πίσω στα τέλη των 80s και τις αρχές των 90s το μοναδικό δίπολο που υπήρχε στον ελληνικό αθλητισμό ήταν το Άρης- ΠΑΟΚ στο μπάσκετ.
Έτσι, με τη δημοφιλία του σπορ να έχει εκτοξευτεί στη στρατόσφαιρα, όλα τα πιτσιρίκια μαζεύονταν στις μπασκέτες της γειτονιάς και παίζανε 3 on 3, προσπαθώντας να μιμηθούν τα ανέφικτα σπασίματα του Νικ, τα τρίποντα- χειρόφρενα του Γιαννάκη, το σουτ με το ένα χέρι του Κόρφα, τις βόμβες από τα 8 μέτρα του Πρέλεβιτς και τις τάπες του Φασούλα και του Βράνκοβιτς.
Παίζαμε ώσπου τα γόνατά μας φλέρταραν απροκάλυπτα με το χειρουργείο και μέχρι να φτάσει η ώρα για το μεσημεριανό φαγητό, γιατί δε θέλαμε ν’ αθετήσουμε την υπόσχεση που είχαμε δώσει στη μαμά μας ότι θα γυρίσουμε στις 14:30.
Δε θέλαμε, αλλά πάντοτε αργούσαμε για χάρη του Νικ.
Μπορεί να μην υπήρχαν κινητά, αλλά εμείς ήμασταν ένας κινητός μπελάς.
Αν μπορούσαμε θα το παραλείπαμε, αλλά το γεύμα με την οικογένεια ήταν πιο υποχρεωτικό κι από την στρατιωτική θητεία. Έτσι, καθόμασταν όλοι μαζί στο τραπέζι κι ενόσω η μαμά με τον μπαμπά μιλούσαν για τα μεγαλίστικα προβλήματά τους («Η ΔΕΗ δέησε να στείλει λογαριασμό»- «Ο ΟΤΕ, πάλι, πρέπει να μετονομαστεί σε ΠΟΤΕ γιατί δε στέλνει ποτέ τους δικούς του»), εμείς σκεφτόμασταν ακόμα πώς χάσαμε εκείνο το ελεύθερο τρίποντο στο τελευταίο μονάκι.
Κάποια στιγμή το φαγητό τελείωνε, ο πατέρας ρωτούσε «Θα κάνεις τα μαθήματά σου τώρα αγόρι μου, έτσι δεν είναι;», εμείς νεύαμε, κλεινόμασταν στο δωμάτιό μας κι αφού βάζαμε τον «Σκορπιό» του Κορκολή επιδιδόμασταν στην πιο ενδελεχή ταβανοσκόπηση στα χρονικά των ταβανιών.
Το βιβλίο της γλώσσας παρέμενε, φυσικά, ανοιχτό.
Βουλωμένο γράμμα διάβαζε ο μπαμπάς: διαβάζαμε…
Αν χρειαζόμασταν μια απόδειξη πως τα όνειρα επιβάλλεται να διακόπτονται από μικρούς εφιάλτες, τότε αυτό το απόγευμα του Σαββάτου ήταν ό,τι πρέπει: είχαμε αγγλικά και οι γονείς μας επέμεναν πως έπρεπε να φανούμε Άγγλοι στο ραντεβού μας.
Μοιραία, λοιπόν, πηγαίναμε στην A Senior και όταν η κυρία μας ρωτούσε αν κάναμε τις ασκήσεις που μας έβαλε, ανοίγαμε το κουτάκι με τις δικαιολογίες.
Μόνο που αυτή τη φορά, ήταν στ’ αγγλικά: “Look, Miss, I missed the book. I also miss my mum. I want to go home”.
Εννοείται πως μετά το μάθημα δεν πηγαίναμε σπίτι.
Είχαμε πάρει το μάθημά μας εδώ και καιρό.
Μαζευόμασταν όλοι μαζί στο αναψυκτήριο κάτω από το σχολείο και παίζαμε τάπες- είχες αγοράσει καινούριο ταποβόλο- ή κουτσό ή κρυφτό, αν και θέλαμε να κρύψουμε πως κουτσαθήκαμε από το μπάσκετ.
Μαζί μας ήταν τα ξαδέρφια μας, τα παιδιά από το άλλο τμήμα (ήσουν Δ1, ήταν Δ2), κάποιοι συμμαθητές από τα αγγλικά ή τη ζωγραφική (ναι, πήγαινες και ζωγραφική, προφανώς επειδή οι δικοί σου είχαν προηγούμενα με τον Πικάσο κι ήθελαν να είσαι ο επόμενος Πάμπλο) και γινόμασταν όλοι μια μεγάλη παρέα.
Ήταν η εποχή που τότε βρισκόμασταν με τους φίλους μας.
Δεν είχαν γίνει, ακόμα, ένα στρόγγυλο προσωπάκι που μας στέλνει μήνυμα στο Messenger του Facebook.
Τη συνοδεύαμε πάντα μέχρι το σπίτι, καθώς είχαμε από τότε ανεπτυγμένη τη αίσθηση της ευθύνης και την είχαμε πάρει υπό την αρσενική φτερούγα μας- και των 48 κιλών μας.
Έτσι, αφού τελειώναμε με τις τάπες και μπουχτίζαμε από τα νυχτοπερπατήματα με τους φίλους που κατέληγαν πάντα σε μεθύσι από τους πολλούς χυμούς, πλησιάζαμε την Σοφία- που μας έπαιζε εδώ και 2 τρίμηνα (εξ ου και το 8 στο «Εμείς κι ο Κόσμος»- πού μυαλό για διάβασμα;)- και της λέγαμε αν ήθελε να την πάμε σπίτι γιατί βράδιασε.
Συμφωνούσε κι εμείς με τις διακόσιες δραχμές που είχαμε κλέψει από το πορτοφόλι της μαμάς αγοράζαμε δύο Rocket παγωτά και τα τρώγαμε όσο προχωρούσαμε.
Σαν κλασικοί άντρες, σκεφτόμασταν πώς θα τη ρίξουμε στο κρεβάτι και θα της δώσουμε ένα φιλί στο μάγουλο, για να ολοκληρώσουμε τη σχέση μας.
Σαν κλασική γυναίκα, σκεφτόταν πως ο Γιωργάκης ο συμμαθητής μας βγάζει περισσότερα από μας, καθώς αυτός έκλεψε 3 κατοστάρικα από τη μαμά του.
Κάποια στιγμή φτάναμε σπίτι της.
«Καληνύχτα» μας έλεγε και μας έκλεινε το μάτι.
Τρεις ώρες μετά, στο σπίτι, δεν μπορούσαμε με τίποτα να κλείσουμε μάτι. Την σκεφτόμασταν μέχρι να ξημερώσει.
Και η καλύτερη μέρα της ζωής μας έπαιζε σ’ επανάληψη ξανά.
Και ξανά.
Και ξανά.
Μέχρι που δεν έμεινε άλλη ζωή μέσα της και χάθηκε στο πάρκο των αναμνήσεων.
menshouse.gr
Περισσότερα θέματα για τα παλιά χρόνια εδώ.
Το μόνο που μας ένοιαζε ήταν ν’ ακούσουμε τον λυτρωτικό ήχο του κουδουνιού, ο οποίος θα έδινε το έναυσμα για την πρόωρη έναρξη του Σαββατοκύριακου. Βλέπετε ήταν Παρασκευή, έκτη ώρα κι εμείς βρισκόμασταν ακόμα στην τάξη, αιχμάλωτοι του δασκάλου και της ανεξήγητης επιμονής του να μας μάθει γράμματα- τη στιγμή που εμείς μετά δυσκολίας μπορούσαμε να υπογράψουμε με σταυρό.
Σε κάποια φάση, όμως, αποδεικνυόταν πως υπάρχει θεός: ντριιιιινννν!
Αυτό ήταν: σηκωνόμασταν από τη θέση μας σε ίσο χρόνο με αυτόν που απαιτείται από τη στιγμή που θ’ ανάψει το πράσινο φανάρι μέχρι ο Έλληνας οδηγός να πατήσει την κόρνα, αρπάζαμε τη σχολική μας τσάντα και ποδοπατιόμασταν μέχρι την έξοδο.
Μπροστά μας είχαμε ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο, εκεί στις αρχές των 90s.
Και το περνούσαμε κάπως έτσι:
Πρωί, ώρα 09:30- Κάμε-χάμε-κύμα!
Μην κοιτάτε που τώρα που …ανταρίσαμε και αν δεν έχουμε δουλειά μπορούμε να κερδίσουμε στοίχημα από τις αρκούδες για το ποιος θα πέσει στη μεγαλύτερη χειμερία νάρκη. Τότε, όταν ήμασταν πιτσιρικάδες, σηκωνόμασταν νωρίς με την ευκολία που σήμερα παίρνουμε κιλά επειδή εισπνεύσαμε περισσότερο αέρα απ’ όσο έπρεπε.
Είχαμε, βέβαια, σοβαρό λόγο: ο ANT1 στις 09:30 έβαζε Dragonball Z κι εμείς θέλαμε να μάθουμε τι θα γίνει, επιτέλους, με αυτή την Φρίζερ και τον Σονγκόκου. Τώρα που μεταμορφώθηκε σε Σούπερ Σάγιαν, μπορεί να την κάνει να φάει τη σκόνη του και να πάρει εκδίκηση για τον Κρίλιν ή θα γινόταν καμιά στραβή και η Φρίζερ θα τον «ίσιωνε»;
Τα πράγματα βρίσκονταν στην κόψη του ξυραφιού και η μάχη τους διαρκούσε περίπου 46 επεισόδια, καθώς μέχρι να κάνει ο Γκόκου Κάμε- Χάμε είχαν περάσει 2 από τις 4 εποχές του Βιβάλντι (το φθινόπωρο κι ο χειμώνας).
Ωπ, δείτε: ο Γκόκου ζητά από όλους τους μικροοργανισμούς της γης να του δώσουν την ενέργειά τους!
Του τη δίνουν.
Κι αυτός, με τη σειρά του, δίνει πόνο.
Πρωί, ώρα 11:30- Κι εσύ Γιαννάκη παρ’ τους τα μυαλά κι εσύ Γκάλη παρ’ τους το κεφάλι
Ολυμπιακός- Παναθηναϊκός και ποδόσφαιρο είπατε; Πιο «καμία σχέση» δεν υπάρχει: πίσω στα τέλη των 80s και τις αρχές των 90s το μοναδικό δίπολο που υπήρχε στον ελληνικό αθλητισμό ήταν το Άρης- ΠΑΟΚ στο μπάσκετ.
Έτσι, με τη δημοφιλία του σπορ να έχει εκτοξευτεί στη στρατόσφαιρα, όλα τα πιτσιρίκια μαζεύονταν στις μπασκέτες της γειτονιάς και παίζανε 3 on 3, προσπαθώντας να μιμηθούν τα ανέφικτα σπασίματα του Νικ, τα τρίποντα- χειρόφρενα του Γιαννάκη, το σουτ με το ένα χέρι του Κόρφα, τις βόμβες από τα 8 μέτρα του Πρέλεβιτς και τις τάπες του Φασούλα και του Βράνκοβιτς.
Παίζαμε ώσπου τα γόνατά μας φλέρταραν απροκάλυπτα με το χειρουργείο και μέχρι να φτάσει η ώρα για το μεσημεριανό φαγητό, γιατί δε θέλαμε ν’ αθετήσουμε την υπόσχεση που είχαμε δώσει στη μαμά μας ότι θα γυρίσουμε στις 14:30.
Δε θέλαμε, αλλά πάντοτε αργούσαμε για χάρη του Νικ.
Μπορεί να μην υπήρχαν κινητά, αλλά εμείς ήμασταν ένας κινητός μπελάς.
Μεσημέρι, ώρα 15:00- Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα για το διάβασμα μην πεις
Το βιβλίο της γλώσσας παρέμενε, φυσικά, ανοιχτό.
Βουλωμένο γράμμα διάβαζε ο μπαμπάς: διαβάζαμε…
Απόγευμα, ώρα 18:00- Excuse me sir
Μοιραία, λοιπόν, πηγαίναμε στην A Senior και όταν η κυρία μας ρωτούσε αν κάναμε τις ασκήσεις που μας έβαλε, ανοίγαμε το κουτάκι με τις δικαιολογίες.
Μόνο που αυτή τη φορά, ήταν στ’ αγγλικά: “Look, Miss, I missed the book. I also miss my mum. I want to go home”.
Εννοείται πως μετά το μάθημα δεν πηγαίναμε σπίτι.
Είχαμε πάρει το μάθημά μας εδώ και καιρό.
Απόγευμα 20:00- Σε τάπωσα!
Μαζί μας ήταν τα ξαδέρφια μας, τα παιδιά από το άλλο τμήμα (ήσουν Δ1, ήταν Δ2), κάποιοι συμμαθητές από τα αγγλικά ή τη ζωγραφική (ναι, πήγαινες και ζωγραφική, προφανώς επειδή οι δικοί σου είχαν προηγούμενα με τον Πικάσο κι ήθελαν να είσαι ο επόμενος Πάμπλο) και γινόμασταν όλοι μια μεγάλη παρέα.
Ήταν η εποχή που τότε βρισκόμασταν με τους φίλους μας.
Δεν είχαν γίνει, ακόμα, ένα στρόγγυλο προσωπάκι που μας στέλνει μήνυμα στο Messenger του Facebook.
Βράδυ, ώρα 22:00- Καληνύχτα θα σου λέω μέχρι να ξημερώσει (ή μέχρι να με βρει ο μπαμπάς μου)
Έτσι, αφού τελειώναμε με τις τάπες και μπουχτίζαμε από τα νυχτοπερπατήματα με τους φίλους που κατέληγαν πάντα σε μεθύσι από τους πολλούς χυμούς, πλησιάζαμε την Σοφία- που μας έπαιζε εδώ και 2 τρίμηνα (εξ ου και το 8 στο «Εμείς κι ο Κόσμος»- πού μυαλό για διάβασμα;)- και της λέγαμε αν ήθελε να την πάμε σπίτι γιατί βράδιασε.
Συμφωνούσε κι εμείς με τις διακόσιες δραχμές που είχαμε κλέψει από το πορτοφόλι της μαμάς αγοράζαμε δύο Rocket παγωτά και τα τρώγαμε όσο προχωρούσαμε.
Σαν κλασικοί άντρες, σκεφτόμασταν πώς θα τη ρίξουμε στο κρεβάτι και θα της δώσουμε ένα φιλί στο μάγουλο, για να ολοκληρώσουμε τη σχέση μας.
Σαν κλασική γυναίκα, σκεφτόταν πως ο Γιωργάκης ο συμμαθητής μας βγάζει περισσότερα από μας, καθώς αυτός έκλεψε 3 κατοστάρικα από τη μαμά του.
Κάποια στιγμή φτάναμε σπίτι της.
«Καληνύχτα» μας έλεγε και μας έκλεινε το μάτι.
Τρεις ώρες μετά, στο σπίτι, δεν μπορούσαμε με τίποτα να κλείσουμε μάτι. Την σκεφτόμασταν μέχρι να ξημερώσει.
Και η καλύτερη μέρα της ζωής μας έπαιζε σ’ επανάληψη ξανά.
Και ξανά.
Και ξανά.
Μέχρι που δεν έμεινε άλλη ζωή μέσα της και χάθηκε στο πάρκο των αναμνήσεων.
menshouse.gr
Περισσότερα θέματα για τα παλιά χρόνια εδώ.