Πηγή: «Μικρός Ρωμιός», του Ελευθέριου Σκιαδά
Η αρχή έγινε με Προεδρικό Διάταγμα που υπέγραψε ο Παύλος Κουντουριώτης στα τέλη Ιανουαρίου 1929 και καθόριζε τις ημέρες και τους χώρους όπου θα πραγματοποιούνταν λαϊκές αγορές στις γειτονιές των Αθηνών.
Τη Δευτέρα στην πλατεία Κολιάτσου, την Τρίτη στην οδό Τοσίτσα, την Τετάρτη στην πλατεία Παγκρατίου, την Πέμπτη στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, την Παρασκευή στον σταθμό Λαρίσης, το Σάββατο στην πλατεία Θησείου και την Κυριακή στο τέρμα της οδού Βεϊκου.
Το πρώτο εκείνο νομοθέτημα προέβλεπε τη λειτουργία των αγορών από τις 6 το πρωί μέχρι τις 11 πριν το μεσημέρι, οπότε και έπρεπε να «αποκαθίσταται η καθαριότης εις τους άνω χώρους τη μερίμνη του Δήμου Αθηναίων».
Οι λαϊκές αγορές άρχισαν τη λειτουργία τους με μια απλή αστυνομική διάταξη που διαβάστηκε ακόμη και στις εκκλησίες των χωριών της Αττικής.
Έπρεπε να ενημερωθούν οι παραγωγοί για το νέο εγχείρημα και τα οφέλη του και να φέρνουν τα προϊόντα στην πόλη. Αλλά προσκλήθηκαν να συμμετέχουν, στέλνοντας εμπορεύματα, και ενώσεις γεωργικών συνεταιρισμών από Νάξο, Σύρο, Χανιά, Ψαχνά Ευβοίας, Λεωνίδιο, Θήβα, Λιβαδειά κ.α.
Ήταν ένα από τα βασικά σημεία επιτυχίας του εγχειρήματος των λαϊκών αγορών, αφού έπρεπε να πειστούν οι παραγωγοί, κυρίως λαχανικών, να μεταφέρουν οι ίδιοι τα προϊόντα τους απευθείας στη λαϊκή αγορά. Η μακρά παράδοση συναλλαγής με τους εμπόρους είχε δημιουργήσει μια άτυπη μονοπωλιακή και αποκλειστική εκμετάλλευση. Οι υπερτιμήσεις των προϊόντων ήταν εντυπωσιακές και κάθε προσπάθεια αντιμετώπισής τους, με νόμους και αγορανομικές εγκυκλίους έπεφταν, στο κενό.
Η πρώτη «λαϊκή αγορά»
Εβδομάδες ολόκληρες ασχολούνταν οι υπάλληλοι στο Υπουργείο Εσωτερικών για να οργανώσουν την πρώτη λαϊκή αγορά. Ο χειμώνας δεν βοηθούσε το έργο τους. Οι παραγωγοί ήταν εκείνοι που θα καθόριζαν τον χρόνο και αναλόγως της κατάστασης στην οποία θα βρίσκονταν οι λαχανόκηποι μετά τη βελτίωση του καιρού.
Οι «μεσάζοντες» απειλούσαν τους παραγωγούς λέγοντας αφενός πως το μέτρο θα αποτύγχανε και αφετέρου πως θα διέκοπταν τη συνεργασία μαζί τους.
Χρειάστηκε προσωπική παρέμβαση και επιτόπου επίσκεψη του επικεφαλής της Αγορανομικής Υπηρεσίας στα περιβόλια του Αγίου Σάββα, του Ρέντη και της Κολοκυνθούς για να πεισθούν οι παραγωγοί να στείλουν τα προϊόντα τους στην πρώτη λαϊκή που κανονίστηκε να γίνει στο Θησείο, στις 18 Μαΐου 1929.
Παρ’ όλα αυτά, η προσέλευσή τους δεν ήταν η αναμενόμενη. Ωστόσο, ο φιλοκυβερνητικός Τύπος φρόντισε να την αναδείξει με τέτοιον τρόπο, ώστε ο θεσμός κυριολεκτικά να απογειωθεί. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ζήτησε ένα ζεμπίλι και πραγματοποίησε μόνος του αγορές, για να χαρίσει στο τέλος όσα αγόρασε σε μια φτωχή γυναίκα της περιοχής.
Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Παναγής Βουρλούμης φωτογραφιζόταν αγοράζοντας λεμόνια και ο δήμαρχος Αθηναίων Σπύρος Πάτσης λαχανικά και πατάτες. Οι τιμές που δημοσιεύονταν την επομένη στις εφημερίδες δεν μπορούσαν να αφήσουν κανέναν αδιάφορο.
Γρήγορα άρχισαν να αντιμετωπίζονται και τα πρακτικά προβλήματα. Ισοπέδωση των χώρων, κυρίως πλατειών, τέντες για προφύλαξη από τον ήλιο και τη βροχή και το «κίνημα» των λαϊκών αγορών εξαπλωνόταν. Το πρόγραμμα εφαρμοζόταν όπως προέβλεπε το Προεδρικό Διάταγμα, αλλά ελαφρά τροποποιημένο.
Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, ο θεσμός των λαϊκών αγορών αποθεωνόταν και ο αριθμός τους είχε διπλασιαστεί. Η διοίκηση αναζητούσε πάντα τρόπους να αναδεικνύει και να προωθεί τον θεσμό. Έτσι, καθιέρωσε και βραβεία για τους καλύτερους παραγωγούς.
Σ’ αυτά ήρθαν να προστεθούν και τα βραβεία που θεσμοθετούσαν γειτονιές, όπως το Κολωνάκι, όπου η Αγορά γινόταν στην πλατεία Δεξαμενής και την οδό Αναγνωστοπούλου. Διεξάγονταν και τις επτά ημέρες της εβδομάδας δεκατέσσερις λαϊκές αγορές, όλες εντός των ορίων των Αθηνών, πλην μίας που γινόταν Κυριακή στο Περιστέρι.
Ακόμη και ο νόμος για την καθιέρωση της Κυριακής ως αργίας ξεπεράστηκε. Η επιτυχία οδήγησε στην ανάγκη καλύτερης οργάνωσης του θεσμού, προστασίας, φύλαξης και καθαριότητας του χώρου λειτουργίας τους κλπ., οπότε ιδρύεται (1932) το «Ταμείον Λαϊκών Αγορών».
Οι λαϊκές αγορές εξαπλώθηκαν απ’ άκρου εις άκρον σε όλη τη χώρα. Κατά καιρούς, όπως συνέβη το 1964, συζητήθηκε η κατάργησή τους, κυρίως από εκείνους που πλήττονταν από τη λειτουργία τους. Το θεσμικό πλαίσιο τροποποιήθηκε επανειλημμένα, η σύνθεση παραγωγών και προϊόντων άλλαξε σε μεγάλο βαθμό, αλλά παραμένει ένα μέτρο που ακούμπησε τις γειτονιές και αγαπήθηκε από τα νοικοκυριά.
Περισσότερα θέματα για τα παλιά χρόνια εδώ.
Κάτω από τις έντονες διαμαρτυρίες σχεδόν όλων των επαγγελματικών οργανώσεων, που πίστευαν ότι θα ζημιώνονταν τα μέλη τους, ξεκινούσε στις 18 Μαΐου 1929 η λειτουργία του θεσμού των λαϊκών αγορών. Η πρώτη λαϊκή αγορά στήθηκε στην πλατεία Θησείου, ημέρα Σάββατο. Η παρουσία του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, με το καλάθι στο χέρι να ψωνίζει προϊόντα, έδειχνε την απόφαση της κυβέρνησης να καθιερώσει το νέο μέτρο.
Η κερδοσκοπία των μεσαζόντων είχε καταντήσει μάστιγα και η οικονομική κρίση βρισκόταν προ των πυλών. Ίσως ακόμη και οι οργανωτές του θεσμού να μη γνώριζαν τη δημοφιλία που θα απολάμβανε και τον τρόπο που θα επηρέαζε την καθημερινή ζωή των νεοελλήνων το καινούργιο αυτό εγχείρημα. Αλλά και την επιρροή που θα ασκούσε στην εικόνα και τη λειτουργία της πρωτεύουσας και άλλων μεγαλουπόλεων της χώρας.Η αρχή έγινε με Προεδρικό Διάταγμα που υπέγραψε ο Παύλος Κουντουριώτης στα τέλη Ιανουαρίου 1929 και καθόριζε τις ημέρες και τους χώρους όπου θα πραγματοποιούνταν λαϊκές αγορές στις γειτονιές των Αθηνών.
Τη Δευτέρα στην πλατεία Κολιάτσου, την Τρίτη στην οδό Τοσίτσα, την Τετάρτη στην πλατεία Παγκρατίου, την Πέμπτη στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, την Παρασκευή στον σταθμό Λαρίσης, το Σάββατο στην πλατεία Θησείου και την Κυριακή στο τέρμα της οδού Βεϊκου.
Το πρώτο εκείνο νομοθέτημα προέβλεπε τη λειτουργία των αγορών από τις 6 το πρωί μέχρι τις 11 πριν το μεσημέρι, οπότε και έπρεπε να «αποκαθίσταται η καθαριότης εις τους άνω χώρους τη μερίμνη του Δήμου Αθηναίων».
Οι λαϊκές αγορές άρχισαν τη λειτουργία τους με μια απλή αστυνομική διάταξη που διαβάστηκε ακόμη και στις εκκλησίες των χωριών της Αττικής.
Έπρεπε να ενημερωθούν οι παραγωγοί για το νέο εγχείρημα και τα οφέλη του και να φέρνουν τα προϊόντα στην πόλη. Αλλά προσκλήθηκαν να συμμετέχουν, στέλνοντας εμπορεύματα, και ενώσεις γεωργικών συνεταιρισμών από Νάξο, Σύρο, Χανιά, Ψαχνά Ευβοίας, Λεωνίδιο, Θήβα, Λιβαδειά κ.α.
Ήταν ένα από τα βασικά σημεία επιτυχίας του εγχειρήματος των λαϊκών αγορών, αφού έπρεπε να πειστούν οι παραγωγοί, κυρίως λαχανικών, να μεταφέρουν οι ίδιοι τα προϊόντα τους απευθείας στη λαϊκή αγορά. Η μακρά παράδοση συναλλαγής με τους εμπόρους είχε δημιουργήσει μια άτυπη μονοπωλιακή και αποκλειστική εκμετάλλευση. Οι υπερτιμήσεις των προϊόντων ήταν εντυπωσιακές και κάθε προσπάθεια αντιμετώπισής τους, με νόμους και αγορανομικές εγκυκλίους έπεφταν, στο κενό.
Ένα από τα «μυστικά» που χρησιμοποίησε η διοίκηση ήταν τα μετρητά, η απευθείας είσπραξη ρευστού εκ μέρους των παραγωγών, οι οποίοι μέχρι τότε έδιναν τα προϊόντα τους στους μεσάζοντες με μακρόχρονες πιστώσεις.Έτσι, κηπουροί από την περιοχή του Αγίου Σάββα του Ελαιώνα των Αθηνών, το Μοσχάτο, του Ρέντη και τα Καλύβια ξεκινούσαν με τα πρώτα λαλήματα των πετεινών φέρνοντας τα φρεσκοκομμένα προϊόντα τους στην Αθήνα. Αργότερα προστέθηκαν παραγωγοί από το Μαρούσι, το Χαλάνδρι, την Ελευσίνα και το Μενίδι και ακολούθησαν από διάφορες επαρχίες.
Η πρώτη «λαϊκή αγορά»
Εβδομάδες ολόκληρες ασχολούνταν οι υπάλληλοι στο Υπουργείο Εσωτερικών για να οργανώσουν την πρώτη λαϊκή αγορά. Ο χειμώνας δεν βοηθούσε το έργο τους. Οι παραγωγοί ήταν εκείνοι που θα καθόριζαν τον χρόνο και αναλόγως της κατάστασης στην οποία θα βρίσκονταν οι λαχανόκηποι μετά τη βελτίωση του καιρού.
Οι «μεσάζοντες» απειλούσαν τους παραγωγούς λέγοντας αφενός πως το μέτρο θα αποτύγχανε και αφετέρου πως θα διέκοπταν τη συνεργασία μαζί τους.
Χρειάστηκε προσωπική παρέμβαση και επιτόπου επίσκεψη του επικεφαλής της Αγορανομικής Υπηρεσίας στα περιβόλια του Αγίου Σάββα, του Ρέντη και της Κολοκυνθούς για να πεισθούν οι παραγωγοί να στείλουν τα προϊόντα τους στην πρώτη λαϊκή που κανονίστηκε να γίνει στο Θησείο, στις 18 Μαΐου 1929.
Παρ’ όλα αυτά, η προσέλευσή τους δεν ήταν η αναμενόμενη. Ωστόσο, ο φιλοκυβερνητικός Τύπος φρόντισε να την αναδείξει με τέτοιον τρόπο, ώστε ο θεσμός κυριολεκτικά να απογειωθεί. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ζήτησε ένα ζεμπίλι και πραγματοποίησε μόνος του αγορές, για να χαρίσει στο τέλος όσα αγόρασε σε μια φτωχή γυναίκα της περιοχής.
Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Παναγής Βουρλούμης φωτογραφιζόταν αγοράζοντας λεμόνια και ο δήμαρχος Αθηναίων Σπύρος Πάτσης λαχανικά και πατάτες. Οι τιμές που δημοσιεύονταν την επομένη στις εφημερίδες δεν μπορούσαν να αφήσουν κανέναν αδιάφορο.
«Δώσε μου κι εμένα μπάρμπα»
Το περίφημο «δώσε μου κι εμένα μπάρμπα» κυριαρχούσε σ’ εκείνες τις πρώτες λαϊκές αγορές. Κομψές γυναίκες, κοριτσόπουλα χαριτωμένα, αλλά και καλοαναθρεμμένοι αστοί, αξιωματικοί και δικηγόροι συνωστίζονταν για να προμηθευτούν τα πολύτιμα αγαθά.Γρήγορα άρχισαν να αντιμετωπίζονται και τα πρακτικά προβλήματα. Ισοπέδωση των χώρων, κυρίως πλατειών, τέντες για προφύλαξη από τον ήλιο και τη βροχή και το «κίνημα» των λαϊκών αγορών εξαπλωνόταν. Το πρόγραμμα εφαρμοζόταν όπως προέβλεπε το Προεδρικό Διάταγμα, αλλά ελαφρά τροποποιημένο.
Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, ο θεσμός των λαϊκών αγορών αποθεωνόταν και ο αριθμός τους είχε διπλασιαστεί. Η διοίκηση αναζητούσε πάντα τρόπους να αναδεικνύει και να προωθεί τον θεσμό. Έτσι, καθιέρωσε και βραβεία για τους καλύτερους παραγωγούς.
Σ’ αυτά ήρθαν να προστεθούν και τα βραβεία που θεσμοθετούσαν γειτονιές, όπως το Κολωνάκι, όπου η Αγορά γινόταν στην πλατεία Δεξαμενής και την οδό Αναγνωστοπούλου. Διεξάγονταν και τις επτά ημέρες της εβδομάδας δεκατέσσερις λαϊκές αγορές, όλες εντός των ορίων των Αθηνών, πλην μίας που γινόταν Κυριακή στο Περιστέρι.
Ακόμη και ο νόμος για την καθιέρωση της Κυριακής ως αργίας ξεπεράστηκε. Η επιτυχία οδήγησε στην ανάγκη καλύτερης οργάνωσης του θεσμού, προστασίας, φύλαξης και καθαριότητας του χώρου λειτουργίας τους κλπ., οπότε ιδρύεται (1932) το «Ταμείον Λαϊκών Αγορών».
Οι λαϊκές αγορές εξαπλώθηκαν απ’ άκρου εις άκρον σε όλη τη χώρα. Κατά καιρούς, όπως συνέβη το 1964, συζητήθηκε η κατάργησή τους, κυρίως από εκείνους που πλήττονταν από τη λειτουργία τους. Το θεσμικό πλαίσιο τροποποιήθηκε επανειλημμένα, η σύνθεση παραγωγών και προϊόντων άλλαξε σε μεγάλο βαθμό, αλλά παραμένει ένα μέτρο που ακούμπησε τις γειτονιές και αγαπήθηκε από τα νοικοκυριά.
Περισσότερα θέματα για τα παλιά χρόνια εδώ.