Με τη στίξη δηλώνονται στον γραπτό λόγο –όχι με μεγάλη ακρίβεια– ορισμένα υπερτμηματικά στοιχεία. Η στίξη δηλώνεται στη γραφή με τα σημεία στίξης, που είναι τα εξής: η τελεία ( . ), η άνω τελεία ( · ), το κόμμα ( , ), το ερωτηματικό ( ; ), το θαυμαστικό ( ! ), η διπλή τελεία ( : ), η παρένθεση ( ( ) ), τα αποσιωπητικά( ... ), η παύλα ( – ), η διπλή παύλα ( – – ), τα εισαγωγικά ( « » ) και το ενωτικό ( - ).
Η τελεία ( . ) σημειώνεται:
α) Στο τέλος μιας φράσης που έχει ένα ολοκληρωμένο νόημα. Δηλώνεται στον αναγνώστη ότι στο σημείο αυτό θα πρέπει να σταματήσει λίγο η ανάγνωση, π.χ. Χτύπησε το τηλέφωνο. Κανένας δεν το άκουσε.
ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ:
Ύστερα από τελεία αρχίζουμε με κεφαλαίο.
β) Στις συντομογραφίες, π.χ. Η κ. Κλαδάκη παρουσίασε το έργο της. Η απόσταση που διένυσα δεν είναι πάνω από 100 μ.
γ) Στους αριθμούς που αποτελούνται από περισσότερα από τρία ψηφία για να χωρίσει τα εκατομμύρια από τις χιλιάδες και τις εκατοντάδες, π.χ. Στις εκλογές συμμετείχαν 7.342.156 ψηφοφόροι.
δ) Για να χωριστεί η ώρα από τα λεπτά, π.χ. Το μάθημα αρχίζει στις 09.15΄.
Η άνω τελεία ( · ) σημειώνεται:
στο τέλος μιας φράσης, όταν αυτή ακολουθείται από μια άλλη φράση που έχει στενή νοηματική συνάφεια με την προηγούμενη (π.χ. όταν λειτουργεί ως επεξήγησή της). Δηλώνεται στον αναγνώστη ότι στο σημείο αυτό θα πρέπει να σταματήσει η ανάγνωση λιγότερο από ό,τι στην τελεία και περισσότερο από ό,τι στο κόμμα, π.χ. Η έκπληξή του δεν ήταν μεγάλη· περίμενε τον ερχομό της.
Το κόμμα ( , ) σημειώνεται:
μετά από λέξεις, προτάσεις και φράσεις. Δηλώνεται στον αναγνώστη ότι στο σημείο αυτό θα πρέπει να σταματήσει η ανάγνωση λιγότερο από ό,τι στην άνω τελεία, π.χ. Tο κόμμα χωρίζει λέξεις, προτάσεις, φράσεις. Πιο συγκεκριμένα:
α) Ανάμεσα σε λέξεις και προτάσεις που έχουν την ίδια συντακτική λειτουργία και δε συνδέονται μεταξύ τους, π.χ. Η Ειρήνη πήρε μαζί της τα σεντόνια, τα μαξιλάρια, τις κουρτίνες και τις κουβέρτες.
β) Στην κλητική πτώση, π.χ. Ανέβασες, Λευτέρη, το κουτί στον πρώτο όροφο;
γ) Στις δευτερεύουσες προτάσεις, για να χωριστούν από τις κύριες, π.χ. Η Ανδρομάχη χάρηκε, γιατί πήρε καλό βαθμό στο διαγώνισμα. Δε σημειώνεται κόμμα στις ειδικές, βουλητικές, πλάγιες ερωτηματικές και ενδοιαστικές δευτερεύουσες προτάσεις, όταν έχουν θέση αντικειμένου ή υποκειμένου στο ρήμα της κύριας πρότασης, π.χ. Υποστηρίζει με επιμονή ότι απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις. Επίσης δε σημειώνεται κόμμα πριν από τις περιοριστικές (ήπροσδιοριστικές) αναφορικές προτάσεις, που εισάγονται συνήθως με το που, καθώς και πριν από τις ελεύθερες αναφορικές προτάσεις που έχουν θέση υποκειμένου, αντικειμένου, κατηγορουμένου ή εκφράζουν κάποια επιρρηματική σχέση, π.χ. Αυτά που είπε προχθές δεν τα ξαναλέει. Ο Γιάννης πίστεψε όσα του είπα (βλ. στο 3ο κεφάλαιο, ενότητα 5.2, γ). Τέλος δε σημειώνεται κόμμα και πριν από τις τελικές προτάσεις, όταν το νόημά τους συνδέεται στενά με το νόημα της κύριας πρότασης, π.χ. Έτρεξε για να τον προλάβει.
δ) Στις παρενθετικές φράσεις, όταν έχουν τη θέση παράθεσης ή επεξήγησης, π.χ. O νομάρχης μας, ο κ. Γεωργίου, επισκέφθηκε το σχολείο μας. Το έργο του Σεφέρη, κυρίως το δοκιμιακό, αποτελεί παρακαταθήκη για τους νεότερους.
Οι παραπάνω κανόνες αποτελούν τις βασικές αρχές για τη χρήση του κόμματος. Στην πράξη το κόμμα χρησιμοποιείται όπου ο συντάκτης του κειμένου θέλει να δείξει μια μικρή παύση στον λόγο.Στη λογοτεχνία η χρήση του κόμματος παρουσιάζει πολύ μεγάλη ποικιλία.
Το ερωτηματικό ( ; ) σημειώνεται:
στο τέλος μιας ερωτηματικής φράσης, π.χ. Πώς περνάτε στο βουνό;
Το θαυμαστικό ( ! ) σημειώνεται:
μετά από τα επιφωνήματα και μετά από φράσεις που εκφράζουν θαυμασμό, έκπληξη και έντονο ευχάριστο ή δυσάρεστο συναίσθημα, π.χ. Αχ! Έγινε η αυλή πολύ ωραία. Τι πλημμύρα κι αυτή! Συχνά, στον δημοσιογραφικό λόγο σημειώνεται ένα θαυμαστικό μέσα σε παρένθεση (!), όταν δηλώνεται θαυμασμός ή έκπληξη για τα λεγόμενα ή γραφόμενα ενός τρίτου προσώπου, π.χ. Ο υπουργός Γεωργίας υποσχέθηκε στους αγρότες παραγραφή όλων των δανείων (!).
ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ:
Ύστερα από ερωτηματικό ή θαυμαστικό αρχίζουμε με κεφαλαίο γράμμα, εκτός αν η φράση συνεχίζεται, π.χ. Τι κρίμα! Η Στέλλα έφυγε, αλλά Πού πήγες; με ρώτησε με αυστηρό ύφος. Αχ! έκανε με ανακούφιση.
Η διπλή τελεία ( : ) σημειώνεται:
α) Μπροστά από ένα παράθεμα που περιέχει τα λόγια κάποιου, όπως ακριβώς τα είπε. Σε αυτήν την περίπτωση το παράθεμα κλείνεται σε εισαγωγικά, π.χ. Μπήκε με ταχύτητα στην αίθουσα και φώναξε: «Θα πάμε εκδρομή».
β) Μπροστά από όρους που απαριθμούνται ή επεξηγούν τα προηγούμενα ή είναι αποτέλεσμα των προηγουμένων, π.χ.Οι νομοί της δυτικής Μακεδονίας είναι τέσσερις, οι εξής: των Γρεβενών, της Καστοριάς, της Κοζάνης και της Φλώρινας.
γ) Στο τέλος φράσης που προαναγγέλλει γνωμικό ή παροιμία, π.χ. Να έχεις πάντα στο μυαλό σου την παροιμία: κάνε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό.
Η παρένθεση ( ( ) ) σημειώνεται:
για να περιλάβει μια λέξη ή μια φράση που επεξηγεί ή συμπληρώνει τα προηγούμενα και η οποία θα μπορούσε να παραλειφθεί χωρίς να αλλάξει το συνολικό νόημα της περιόδου, π.χ. Οι θεωρητικές επιστήμες (Φιλοσοφία, Θεολογία, Νομική κ.ά.) αντιδιαστέλλονται προς τις θετικές.
Τα αποσιωπητικά ( … ) σημειώνονται:
για να δηλωθεί παράλειψη λόγου είτε γιατί μπορεί να εννοηθεί εύκολα από τον αναγνώστη είτε γιατί ο γράφων βρίσκεται σε αμηχανία, π.χ. Είχα στην τρίτη τάξη έναν δάσκαλο που συνεχώς επαναλάμβανε την παροιμία: άνθρωπος αγράμματος … Χρησιμοποιούνται επίσης, μέσα σε αγκύλες ( […] ), όταν παραλείπεται μέρος, πολύ ή λίγο, ενός κειμένου άλλου συγγραφέα ή πηγής που παρατίθεται σε εισαγωγικά. Οι σημειούμενες τελείες είναι πάντα τρεις.
Η παύλα ( – ) σημειώνεται:
στον διάλογο για να φανεί η αλλαγή προσώπου, π.χ. – Μη με τρομάζεις με τα λόγια σου. – Δε θέλω να τρομάξεις. Θέλω να σκεφτείς.
Η διπλή παύλα ( – – ) σημειώνεται:
για να δηλωθεί ότι η λέξη ή η φράση που βρίσκεται ανάμεσα στις παύλες έχει παρενθετικό νόημα και πρέπει να διαβαστεί σε χαμηλότερο τόνο, π.χ. Ο μαύρος χρυσός –το πετρέλαιο– ακριβαίνει συνεχώς.
Τα εισαγωγικά ( « » ) σημειώνονται:
α) Στην αρχή και στο τέλος ενός παραθέματος, στο οποίο περιέχονται τα λόγια κάποιου, όπως ακριβώς τα διατύπωσε, π.χ. Ο πατέρας του τού είπε κοφτά: «Δύναμή σου είναι το μυαλό σου. Κοίταξε να το εκμεταλλευτείς».
β) Σε ειδικούς όρους και επωνυμίες, π.χ. Το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» είναι από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης.
γ) Σε ειδική ή μεταφορική χρήση ορισμένων λέξεων ή φράσεων, π.χ. Η φουρτούνα όλο και θέριευε και οι επιβάτες του οχηματαγωγού έμεναν «ήσυχοι» στις θέσεις τους (δηλ. ανήσυχοι).
Το ενωτικό (-) σημειώνεται:
α) Στο τέλος της σειράς, όταν δε χωράει ολόκληρη η λέξη και πρέπει ένα μέρος της να το βάλουμε στην επόμενη σειρά, π.χ. χα-ρά.
β) Ύστερα από τις λέξεις Αγια-, Αϊ-, γερο-, γρια-, θεια-, κυρα-, μαστρο-, μπαρμπα-, παπα-, που πηγαίνουν μαζί με κύριο όνομα, π.χ. Αγια-Σοφιά, ο παπα-Κώστας.
γ) Ανάμεσα σε δύο λέξεις, όταν πρόκειται για διπλά ονόματα ή επώνυμα ή –συνήθως– παραθετικές σύνθετες λέξεις, π.χ. Άννα-Μαρία, νόμος-πλαίσιο, αλλά και νόμος πλαίσιο.
Περισσότερα φιλολογικά θέματα εδώ.