Η βυρσοδεψία και η δερματεμπορία είναι επάγγελμα που ευδοκίμησε στην Τρίπολη και μάλιστα από την περίοδο της Β’ Ενετοκρατίας (1615) και έπειτα.
Την εποχή της Επανάστασης υπήρχαν 20 με 25 βυρσοδεψεία. Ακμή γνώρισε την περίοδο 1850-1930. Η δερματεμπορία γινόταν σε όλη την Αρκαδία, τόπο κατεξοχήν κτηνοτροφικό.
Τον 19ο αιώνα υπήρχαν 10 βυρσοδεψεία και η παραγωγή τους έφθανε τα 15.000 τεμάχια τον χρόνο. Οι δερματέμποροι έπαιρναν τα ακατέργαστα δέρματα που μάζευαν από τα χωριά και τα πουλούσαν στους βυρσοδέψες.
Τα βυρσοδεψεία έπαιρναν το δέρμα και το επεξεργάζονταν με διάφορες μεθόδους που απαιτούσαν οργανωμένα εργαστήρια και πολλά εργαλεία, ώστε το δέρμα να βγει στην παραγωγή στους σαμαρτζήδες, στους τσαρουχάδες και στους τσαγκαράδες.
Η βυρσοδεψία στην Τρίπολη αναπτύχθηκε στη σημερινή πλατεία Κανέλλου Δεληγιάννη. Είναι γνωστό ότι τα, όχι και τόσο παλιά χρόνια, η περιοχή λεγόταν «Ταμπάκικα». Ο ταμπάκης είναι ο βυρσοδέψης, εξ ου και η ονομασία. Βέβαια, όπως συνηθίζεται, πολλές οικογένειες απέκτησαν το επώνυμο «Ταμπάκη», ακριβώς επειδή ασχολούνταν με την επεξεργασία δερμάτων, ακόμα και πριν από την Τουρκοκρατία, ενώ υπήρχε από τα πρώτα κιόλας χρόνια οικογένεια Ταμπάκη που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή.
Τα Ταμπάκικα ήταν λαϊκή γειτονιά ανάμεσα στην πλατεία Αγίου Βασιλείου και Ταξιαρχών.
Δύο πράγματα ήταν βασικά για την επιλογή του χώρου όπου θα στεγάζονταν τα εργαστήρια των βυρσοδεψών: το άφθονο νερό, απαραίτητο καθ’ όλη τη διάρκεια της επεξεργασίας και όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από την πόλη ή τον οικισμό, επειδή η δυσοσμία στα ταμπάκικα ήταν έντονη.
Έτσι, δεν είναι τυχαίο που τα Ταμπάκικα στην Τρίπολη δημιουργήθηκαν εκεί: υπήρχε άφθονο νερό από τη Μάνα του Νερού και βρίσκονταν αρκετά μακριά από την πόλη.
Στην είσοδο της γειτονιάς υπήρχε μεγάλη μάντρα όπου άπλωναν τα δέρματα να στεγνώνουν. Στο κέντρο της πλατείας, βρισκόταν στέρνα όπου έβαζαν τα δέρματα να φουσκώσουν (κολυμπούσαν εκεί και τα παιδιά της γειτονιάς). Αργότερα, την γκρέμισαν και έφτιαξαν μια σιδερένια βρύση.
Η κατεργασία των δερμάτων γινόταν ως εξής: Πρώτα γινόταν το «μαλάκωμα». Τα ακατέργαστα δέρματα τα έπαιρναν και τα βουτούσαν σε μεγάλη γούρνα με νερό για λίγες μέρες, ώστε να φουσκώσουν.
Επόμενη φάση ήταν το σκίσιμο: ο βυρσοδέψης έσκιζε και άνοιγε το δέρμα, για να το επεξεργαστεί.
Στη συνέχεια γινόταν το «ξελέσιμα». Έπαιρναν το δέρμα, το έβαζαν στο καβαλέτο (όρθια καμπυλωτή σανίδα), το έδεναν και με το σίδερο ή γκιόρδα, που ήταν λάμα με ξύλινες λαβές στις άκρες της, έξυναν το δέρμα ώστε να το ξεχωρίσουν από το κρέας.
Έπειτα το έπλεναν και επόμενο στάδιο ήταν η αποτρίχωση. Τα παλιά χρόνια άπλωναν τον ασβέστη πάνω στο δέρμα για λίγες μέρες ή στο θειούχο νάτριο (στα νεότερα χρόνια). Τον ασβέστη τον άπλωναν με τον «ντεβερέ», μια τρίχινη βούρτσα και μετά το μαδούσαν με τα χέρια. Για να φύγει το λίπος, το ράντιζαν με ανθρακικό ασβέστιο ή οξείδιο του ψευδαργύρου.
Στη συνέχεια τα δέρματα τα βουτούσαν στον ασβέστη, για λίγες μέρες και στη συνέχεια γινόταν το ξύρισμα, πάλι με το σίδερο. Τελειώνοντας το ξύρισμα γινόταν το πλύσιμο, βουτώντας σε γούρνες μεγάλες με το «σαμά» σε σκόνη και τα έτριβαν για να φύγει ο ασβέστης. Το «σαμά» το μάζευαν τα παιδιά στις γειτονιές και το πουλούσαν στους ταμπάκηδες για χαρτζιλίκι.
Επόμενο στάδιο, η αδιαβροχοποίηση του δέρματος: Το βουτούσαν σε γούρνα με νερό και βελανίδι για λίγες μέρες ή τανίνη. Η τανίνη είναι ουσία που παράγεται από τη φλούδα δέντρων, όπως η ακακία, η βελανιδιά, η καστανιά κ.ά.
Στη συνέχεια, τα έξυναν πάνω στο καβαλέτο για να φύγει το μείγμα και να τεντώσουν το δέρμα. Αυτό γινόταν δυο και τρεις φορές. Όταν τελείωναν, τα κρεμούσαν στα σχοινιά για να στεγνώσουν λίγες μέρες και έπειτα ερχόταν η ώρα του λαδώματος.
Στη συνέχεια, τα έβαζαν για να μαλακώσουν μέσα σε λίμπες με τανίνη. Μετά, με τον σκεφέ (λάμα κοφτερή) ο βυρσοδέψης έξυνε το εσωτερικό το δέρματος πάνω στο πάγκο και με την ντουναλέτα (μεγάλη χοντρή λάμα) το περνούσε πάνω στο πάγκο ώστε να ισιώσει.
Ύστερα από όλη αυτή την κοπιαστική δουλειά, έφθανε η στιγμή του βαψίματος (με βιτριόλι σε μαύρο χρώμα στα ελαττωματικά δέρματα) και με φυτικές μπογιές στα καλά δέρματα. Έπειτα από το βάψιμο, τα δέρματα τα άπλωναν πάνω στον πάγκο και έκαναν με το τεχάζι το γυάλισμα και με το παγασάκι ή σιδερένιο χτένι τις ραβδώσεις.
Έτριβαν το δέρμα με φελλό και έπειτα το γυάλιζαν με τη χειροκίνητη «μάκενα». Παλιά το γυάλισμα γινόταν με ξύλο, τη φέλπα, τυλιγμένο με βελούδο: το βουτούσαν μέσα σε καζεΐνη και περνούσαν το δέρμα μέχρι να γυαλίσει. Συστατικό της καζεΐνης ήταν το μοσχαρίσιο αίμα.
Έπειτα από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, άρχισε η παρακμή λόγω του κόστους παραγωγής και τα βυρσοδεψεία άρχισαν να κλείνουν το ένα μετά το άλλο.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Τρίπολη και έως το 1960 υπήρχαν 10 βυρσοδεψεία.
Από το 1960 και μετά, το επάγγελμα έσβησε. Κάτι η ανάπτυξη της βιομηχανίας κάτι η χρήση του συνθετικού δέρματος αλλά και η χρήση του πλαστικού παντού (στα υποδήματα κυρίως), το σκληρό επάγγελμα του ταμπάκη ή βυρσοδέψη έσβησε σιγά-σιγά, αφήνοντας μόνο μνήμες στους νεότερους.
Παράλληλα, η παρακμή ήρθε και επειδή τα «βελανιδερά», δηλαδή τα προϊόντα που προέκυπταν από τη φυτική επεξεργασία του δέρματος, δεν είχαν πια ζήτηση. Μειώθηκε η χρήση των ζώων στις αγροτικές εργασίες, και έτσι δεν υπήρχε ανάγκη για τα είδη σαγής.
Ακόμη, τα σαλοδέρματα ήταν τόσο ανθεκτικά, που δεν «βόλευαν» το σύγχρονο εμπόριο, το οποίο απαιτεί φθαρτά υλικά προκειμένου να υπάρχει ζήτηση.
Τέλος, είναι σημαντικό το γεγονός ότι τα παιδιά των βυρσοδεψών, οι οποίοι ήταν κατά κύριο λόγο εύποροι, σπούδαζαν και δεν αναλάμβαναν την οικογενειακή επιχείρηση πια. Εξάλλου, για να γίνει κάποιος αφεντικό σε αυτή τη δουλειά, πρέπει να είναι από μικρός στο εργαστήριο και να αποκτήσει πείρα.
Τη δεκαετία του 1960-70, σήμανε το οριστικό τέλος των βυρσοδεψών της Τρίπολης, όπως και της Ζάτουνας. Σήμερα, στην Πελοπόννησο, υπάρχει ένα εργοστάσιο χονδρών δερμάτων στη Σπάρτη και ένα στην Καλαμάτα.
arcadiaportal.gr
Περισσότερα θέματα για τα παλιά χρόνια εδώ.
Την εποχή της Επανάστασης υπήρχαν 20 με 25 βυρσοδεψεία. Ακμή γνώρισε την περίοδο 1850-1930. Η δερματεμπορία γινόταν σε όλη την Αρκαδία, τόπο κατεξοχήν κτηνοτροφικό.
Τον 19ο αιώνα υπήρχαν 10 βυρσοδεψεία και η παραγωγή τους έφθανε τα 15.000 τεμάχια τον χρόνο. Οι δερματέμποροι έπαιρναν τα ακατέργαστα δέρματα που μάζευαν από τα χωριά και τα πουλούσαν στους βυρσοδέψες.
Τα βυρσοδεψεία έπαιρναν το δέρμα και το επεξεργάζονταν με διάφορες μεθόδους που απαιτούσαν οργανωμένα εργαστήρια και πολλά εργαλεία, ώστε το δέρμα να βγει στην παραγωγή στους σαμαρτζήδες, στους τσαρουχάδες και στους τσαγκαράδες.
Η βυρσοδεψία στην Τρίπολη αναπτύχθηκε στη σημερινή πλατεία Κανέλλου Δεληγιάννη. Είναι γνωστό ότι τα, όχι και τόσο παλιά χρόνια, η περιοχή λεγόταν «Ταμπάκικα». Ο ταμπάκης είναι ο βυρσοδέψης, εξ ου και η ονομασία. Βέβαια, όπως συνηθίζεται, πολλές οικογένειες απέκτησαν το επώνυμο «Ταμπάκη», ακριβώς επειδή ασχολούνταν με την επεξεργασία δερμάτων, ακόμα και πριν από την Τουρκοκρατία, ενώ υπήρχε από τα πρώτα κιόλας χρόνια οικογένεια Ταμπάκη που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή.
Τα Ταμπάκικα ήταν λαϊκή γειτονιά ανάμεσα στην πλατεία Αγίου Βασιλείου και Ταξιαρχών.
Δύο πράγματα ήταν βασικά για την επιλογή του χώρου όπου θα στεγάζονταν τα εργαστήρια των βυρσοδεψών: το άφθονο νερό, απαραίτητο καθ’ όλη τη διάρκεια της επεξεργασίας και όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από την πόλη ή τον οικισμό, επειδή η δυσοσμία στα ταμπάκικα ήταν έντονη.
Έτσι, δεν είναι τυχαίο που τα Ταμπάκικα στην Τρίπολη δημιουργήθηκαν εκεί: υπήρχε άφθονο νερό από τη Μάνα του Νερού και βρίσκονταν αρκετά μακριά από την πόλη.
Στην είσοδο της γειτονιάς υπήρχε μεγάλη μάντρα όπου άπλωναν τα δέρματα να στεγνώνουν. Στο κέντρο της πλατείας, βρισκόταν στέρνα όπου έβαζαν τα δέρματα να φουσκώσουν (κολυμπούσαν εκεί και τα παιδιά της γειτονιάς). Αργότερα, την γκρέμισαν και έφτιαξαν μια σιδερένια βρύση.
Η κατεργασία των δερμάτων γινόταν ως εξής: Πρώτα γινόταν το «μαλάκωμα». Τα ακατέργαστα δέρματα τα έπαιρναν και τα βουτούσαν σε μεγάλη γούρνα με νερό για λίγες μέρες, ώστε να φουσκώσουν.
Επόμενη φάση ήταν το σκίσιμο: ο βυρσοδέψης έσκιζε και άνοιγε το δέρμα, για να το επεξεργαστεί.
Στη συνέχεια γινόταν το «ξελέσιμα». Έπαιρναν το δέρμα, το έβαζαν στο καβαλέτο (όρθια καμπυλωτή σανίδα), το έδεναν και με το σίδερο ή γκιόρδα, που ήταν λάμα με ξύλινες λαβές στις άκρες της, έξυναν το δέρμα ώστε να το ξεχωρίσουν από το κρέας.
Έπειτα το έπλεναν και επόμενο στάδιο ήταν η αποτρίχωση. Τα παλιά χρόνια άπλωναν τον ασβέστη πάνω στο δέρμα για λίγες μέρες ή στο θειούχο νάτριο (στα νεότερα χρόνια). Τον ασβέστη τον άπλωναν με τον «ντεβερέ», μια τρίχινη βούρτσα και μετά το μαδούσαν με τα χέρια. Για να φύγει το λίπος, το ράντιζαν με ανθρακικό ασβέστιο ή οξείδιο του ψευδαργύρου.
Στη συνέχεια τα δέρματα τα βουτούσαν στον ασβέστη, για λίγες μέρες και στη συνέχεια γινόταν το ξύρισμα, πάλι με το σίδερο. Τελειώνοντας το ξύρισμα γινόταν το πλύσιμο, βουτώντας σε γούρνες μεγάλες με το «σαμά» σε σκόνη και τα έτριβαν για να φύγει ο ασβέστης. Το «σαμά» το μάζευαν τα παιδιά στις γειτονιές και το πουλούσαν στους ταμπάκηδες για χαρτζιλίκι.
Επόμενο στάδιο, η αδιαβροχοποίηση του δέρματος: Το βουτούσαν σε γούρνα με νερό και βελανίδι για λίγες μέρες ή τανίνη. Η τανίνη είναι ουσία που παράγεται από τη φλούδα δέντρων, όπως η ακακία, η βελανιδιά, η καστανιά κ.ά.
Στη συνέχεια, τα έξυναν πάνω στο καβαλέτο για να φύγει το μείγμα και να τεντώσουν το δέρμα. Αυτό γινόταν δυο και τρεις φορές. Όταν τελείωναν, τα κρεμούσαν στα σχοινιά για να στεγνώσουν λίγες μέρες και έπειτα ερχόταν η ώρα του λαδώματος.
Στη συνέχεια, τα έβαζαν για να μαλακώσουν μέσα σε λίμπες με τανίνη. Μετά, με τον σκεφέ (λάμα κοφτερή) ο βυρσοδέψης έξυνε το εσωτερικό το δέρματος πάνω στο πάγκο και με την ντουναλέτα (μεγάλη χοντρή λάμα) το περνούσε πάνω στο πάγκο ώστε να ισιώσει.
Ύστερα από όλη αυτή την κοπιαστική δουλειά, έφθανε η στιγμή του βαψίματος (με βιτριόλι σε μαύρο χρώμα στα ελαττωματικά δέρματα) και με φυτικές μπογιές στα καλά δέρματα. Έπειτα από το βάψιμο, τα δέρματα τα άπλωναν πάνω στον πάγκο και έκαναν με το τεχάζι το γυάλισμα και με το παγασάκι ή σιδερένιο χτένι τις ραβδώσεις.
Έτριβαν το δέρμα με φελλό και έπειτα το γυάλιζαν με τη χειροκίνητη «μάκενα». Παλιά το γυάλισμα γινόταν με ξύλο, τη φέλπα, τυλιγμένο με βελούδο: το βουτούσαν μέσα σε καζεΐνη και περνούσαν το δέρμα μέχρι να γυαλίσει. Συστατικό της καζεΐνης ήταν το μοσχαρίσιο αίμα.
Τα εργαλεία
Τα εργαλεία των βυρσοδεψών ήταν οι πάγκοι όπου άπλωναν τα δέρματα, το καβαλέτο πάνω στο οποίο έξυναν τα δέρματα, το διμάνικο όπου ξεχώριζαν το δέρμα από το κρέας, ο ντεβερές που ήταν βούρτσα όπου άπλωναν το ασβέστη στο δέρμα, οι λίμπες όπου έβαζαν τα δέρματα, ο σκεφές που ήταν λάμα με πίσω ξύλινη λαβή και με αυτό έξυναν το δέρμα, η ντουναλέτα που ήταν ξύλο μελάμα στην άκρη και το χρησιμοποιούσαν για να σιδερώνουν το δέρμα.Έπειτα από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, άρχισε η παρακμή λόγω του κόστους παραγωγής και τα βυρσοδεψεία άρχισαν να κλείνουν το ένα μετά το άλλο.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Τρίπολη και έως το 1960 υπήρχαν 10 βυρσοδεψεία.
Από το 1960 και μετά, το επάγγελμα έσβησε. Κάτι η ανάπτυξη της βιομηχανίας κάτι η χρήση του συνθετικού δέρματος αλλά και η χρήση του πλαστικού παντού (στα υποδήματα κυρίως), το σκληρό επάγγελμα του ταμπάκη ή βυρσοδέψη έσβησε σιγά-σιγά, αφήνοντας μόνο μνήμες στους νεότερους.
Παράλληλα, η παρακμή ήρθε και επειδή τα «βελανιδερά», δηλαδή τα προϊόντα που προέκυπταν από τη φυτική επεξεργασία του δέρματος, δεν είχαν πια ζήτηση. Μειώθηκε η χρήση των ζώων στις αγροτικές εργασίες, και έτσι δεν υπήρχε ανάγκη για τα είδη σαγής.
Ακόμη, τα σαλοδέρματα ήταν τόσο ανθεκτικά, που δεν «βόλευαν» το σύγχρονο εμπόριο, το οποίο απαιτεί φθαρτά υλικά προκειμένου να υπάρχει ζήτηση.
Τέλος, είναι σημαντικό το γεγονός ότι τα παιδιά των βυρσοδεψών, οι οποίοι ήταν κατά κύριο λόγο εύποροι, σπούδαζαν και δεν αναλάμβαναν την οικογενειακή επιχείρηση πια. Εξάλλου, για να γίνει κάποιος αφεντικό σε αυτή τη δουλειά, πρέπει να είναι από μικρός στο εργαστήριο και να αποκτήσει πείρα.
Τη δεκαετία του 1960-70, σήμανε το οριστικό τέλος των βυρσοδεψών της Τρίπολης, όπως και της Ζάτουνας. Σήμερα, στην Πελοπόννησο, υπάρχει ένα εργοστάσιο χονδρών δερμάτων στη Σπάρτη και ένα στην Καλαμάτα.
arcadiaportal.gr
Περισσότερα θέματα για τα παλιά χρόνια εδώ.