Ετυμολογία
- άκρον άωτον < αρχαία ελληνική ἄκρον ἄωτον < ἄκρος + ἄωτον / ἄωτος
Πολυλεκτικός όρος
άκρον άωτον ουδέτερο άκλιτο
- το πιο ακραίο σημείο, το ανώτερο σημείο που μπορεί να φτάσει μία κατάσταση
- Το άκρον άωτον του κυνισμού και της αναλγησίας. Αφού με την ολέθρια και ανιστόρητη πολιτική τους οδήγησαν τη χώρα στη Μεγάλη Ύφεση και τους ανθρώπους της στη φτώχεια και στην ανεργία, τώρα έρχονται να τους βγάλουν και από τα σπίτια τους με το αιτιολογικό ότι δεν πληρώνουν τα δάνεια!
- Δείτε τι σημαίνουν περισσότερες αρχαίες ελληνικές φράσεις εδώ.