Έγραψε κι ο Ιούδας Ευαγγέλιο; Και μήπως αντί για τον μεγαλύτερο προδότη όλων των εποχών, ο Ισκαριώτης δεν ήταν παρά ο εκλεκτότερος μαθητής του Ιησού;
Αυτή η ιστορία παρέμεινε κρυφή για δεκαέξι ολόκληρους αιώνες, σαν να μην έπρεπε να εμφανιστεί στην οικουμένη.
Όταν μάλιστα οι βιβλικοί μελετητές έπιασαν στα χέρια τους τον δερματόδετο πάπυρο που περιείχε το χαμένο κείμενο των πρωτοχριστιανικών χρόνων, μόνο άφωνοι μπορούσαν να μείνουν.
Κανείς δεν πίστευε πως υπήρχε ένα Ευαγγέλιο γραμμένο από την πλευρά του Ιούδα του Ισκαριώτη, του απόλυτου προδότη, ο οποίος μέσα σε αυτές τις εμπρηστικές σελίδες, φαγωμένες από το σαράκι του χρόνου, όχι μόνο δεν είναι φαύλος, αλλά αναδεικνύεται σε ηρωική μορφή!
Κι αυτό γιατί στην αιρετική αυτή παραλλαγή ο Ιησούς ζητά από τον Ιούδα να τον προδώσει. Κι αυτός το κάνει για να απαλλάξει τον Θεάνθρωπο από το φθαρτό ανθρώπινο σαρκίο του, αναδεικνύοντας έτσι τη θεϊκή του φύση. Σε πλήρη αντίθεση λοιπόν με τα κανονικά Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης, ο Ιούδας ο Ισκαριώτης παρουσιάζεται εδώ ως το πρότυπο για όσους θέλουν να ακολουθήσουν τον σωτήριο λόγο του Ναζωραίου.
Κάποιοι μελετητές θυμήθηκαν ξάφνου τον «Τελευταίο πειρασμό» (1955) του Καζαντζάκη και τη ριζοσπαστικότερη ιδέα του βιβλίου του, τη μάχη δηλαδή της ανθρώπινης φύσης του Χριστού με τη θεία υπόστασή του, κάτι που καταλήγει στην τελική επικράτηση της δεύτερης. Ο Ιούδας παρουσιάζεται κι εδώ όχι ως φριχτός προδότης, αλλά ως πιστός μαθητής εντεταλμένος από τον ίδιο τον Χριστό να τον προδώσει ώστε να εκπληρώσει την επίγεια αποστολή του.
Πενήντα και πλέον χρόνια αργότερα, ο αιρετικός καζαντζακικός λόγος θα έβρισκε μια αναπάντεχη επιβεβαίωση: ήταν το 2006 όταν δημοσιεύτηκε το Ευαγγέλιο του Ιούδα, ένα κοπτικό κείμενο 1.700 ετών που έλεγε μια διαφορετική ιστορία για τη Σταύρωση του Θεανθρώπου εκεί στα τέλη του δεύτερου μεταχριστιανικού αιώνα.
Ο Ioύδας, ο μισητότερος άνθρωπος της χριστιανοσύνης που το όνομά του σήμαινε προδοσία και δολιότητα για αιώνες, αποζητούσε πλέον δικαίωση ή τουλάχιστον μια άλλη υποδοχή. Αντίθετα λοιπόν με τα κανονικά Ευαγγέλια, όπου οι σύντομες αναφορές στον Ισκαριώτη γίνονται συνήθως με αρνητικά και δυσμενή σχόλια γι’ αυτόν, το δικό του Ευαγγέλιο παρουσιάζει έναν Ιούδα με ιδιαίτερες ικανότητες, έφεση στη μάθηση, σεβάσμια πίστη, αλλά και ιδιαίτερη σχέση μαθητή-δασκάλου με τον Ιησού. Ο δική του αποστολή είναι εδώ εσχατολογική: ο Ιούδας είναι ο μόνος που μπορεί να κατανοήσει το πραγματικό περιεχόμενο των λόγων του Ναζωραίου.
Η πρώτη μάλιστα αναφορά σε ένα απόκρυφο έργο που αποκαλείται «Ευαγγέλιο του Ιούδα» γίνεται στα συγγράμματα του θεολόγου Ειρηναίου της Λυών, του χριστιανού επισκόπου του γαλλικού Λούγδουνου που έζησε και έγραψε στα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. Βασικό θέμα των γραπτών του ήταν η αντιπαράθεση με τον γνωστικισμό και στο «Κατά Αιρέσεων» (ή «Έλεγχος και Ανατροπή της Ψευδωνύμου Γνώσεως») μας λέει: «Λέγεται ότι ο Ιούδας ο προδότης τα γνώριζε πολύ καλά αυτά και μόνο εκείνος είχε πληροφορηθεί την αλήθεια, όπως κανένας άλλος, φέρνοντας έτσι σε πέρας το μυστήριο της προδοσίας. Μέσω αυτού, όλα τα πράγματα, επίγεια και επουράνια, οδηγήθηκαν στη διάλυση. Παρουσιάζουν δε ως αποδεικτικό στοιχείο ένα πλαστούργημα, το οποίο αποκαλούν το ‘‘Ευαγγέλιο του Ιούδα’’».
Ο Ειρηναίος ήθελε να απαλλαγεί από τις διδασκαλίες των γνωστικών χριστιανών («τῆς λεγομένης γνωστικῆς αἱρέσεως»), ονόματα όπως του Μαρκίωνα και του Βαλεντίνου δηλαδή, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι διέθεταν αποκαλυμμένη εσωτερική γνώση και πως ο χριστιανισμός ενείχε και μια αποκρυφιστική χροιά. Ο χριστιανικός γνωστικισμός έδινε μια άλλη ερμηνεία της χριστιανικής αλήθειας και κατά τον 2ο αιώνα γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση.
Ο επίσκοπος της Λυών (Λούγδουνο στα χρόνια του) είχε δίκιο, καθώς το Ευαγγέλιο του Ιούδα εγγράφεται σαφώς στη γνωστική χριστιανική παράδοση που ήθελε τους Αποστόλους του Ιησού να παρανοούν τον λόγο του και μόνο λίγοι και εκλεκτοί να είναι σε θέση να κατανοήσουν τα μυστικά νοήματα πίσω από το κήρυγμα του Θεανθρώπου.
Οι γνωστικοί χριστιανοί πίστευαν ότι ο υλικός κόσμος είναι φυλακή. Όποιος διέθετε αληθινή γνώση, μπορούσε να κατανοήσει αυτό το μυστικό και επιζητούσε απελευθέρωση από την υλική ύπαρξή του. Αυτές είναι πράγματι οι ιδέες που απηχεί το Ευαγγέλιο του Ιούδα, το οποίο το δηλώνει εξαρχής: «Η απόκρυφη διήγηση της αποκάλυψης που φανέρωσε ο Ιησούς συνομιλώντας με τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, σε διάστημα οχτώ ημερών, το οποίο ολοκληρώθηκε τρεις ημέρες προτού γιορτάσει το Πάσχα».
Η αρχική ομάδα που ανέλυσε και μετέφρασε τον κοπτικό κώδικα κατέληξε πως «η σύντομη περιγραφή [του Ειρηναίου] ταιριάζει απόλυτα με το υπάρχον κοπτικό κείμενο που έχει τον τίτλο ‘’Ευαγγέλιο του Ιούδα’’». Κι έτσι τον Απρίλιο του 2006 τα ειδησεογραφικά δίκτυα του πλανήτη μετέδιδαν την είδηση που έκανε ιδιαίτερη αίσθηση στη χριστιανοσύνη: μια ομάδα λογίων επρόκειτο να δημοσιεύσει ένα αρχαίο κείμενο που είχε ανακαλυφτεί πρόσφατα και αποκαλούνταν «Ευαγγέλιο του Ιούδα».
Το ερμητικό κείμενο, δήλωναν οι μελετητές, ανατρέπει εκ βάθρων την άποψή μας για τον Ιούδα. Ο μαθητής που πρόδωσε τον Ιησού ήταν στην πραγματικότητα ήρωας, ο Απόστολος που κατανοούσε καλύτερα από όλους τον λόγο του Χριστού και τον παρέδωσε για εκτέλεση μόνο κατ’ εντολή του!
Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή…
Πότε και πώς ανακαλύφθηκε το Ευαγγέλιο του Ιούδα
Οι γνώστες περί τα εκκλησιαστικά ήξεραν εδώ και αιώνες πως υπήρχε όντως ένα Ευαγγέλιο που αποδιδόταν στον Ιούδα, μόνον που κανείς δεν ήταν βέβαιος αν ήταν αληθινό. Ως τα τώρα όλα αυτά, καθώς πλέον το έχουμε στα χέρια μας!
Όπως είπαμε, το Ευαγγέλιο του Ιούδα είναι ένα πρώιμο κείμενο του γνωστικού χριστιανισμού που λατρευόταν από τους πρωτοχριστιανούς Καϊνίτες («Οπαδοί του Κάιν») κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ., όπως αποκαλεί ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς τη χριστιανική αίρεση. Το κείμενο που ερχόταν ολοταχώς να ανατρέψει παραδεδομένες πίστεις αιώνων ήταν τμήμα ενός κώδικα γνωστού ως Κώδικας Τσάκος (Codex Tchacos), έναν αρχαίο αιγυπτιακό κοπτικό κώδικα 66 σελίδων δηλαδή που η χρονολόγηση τοποθέτησε περί το 300 μ.Χ.
Ο Κώδικας περιέχει αποκλειστικά έργα του γνωστικού χριστιανισμού, όπως την «Πρώτη Αποκάλυψη του Ιακώβου», την «Επιστολή Πέτρου προς Φίλιππον», σπαράγματα από το «Βιβλίο του Αλλογενούς» και το «Ευαγγέλιο του Ιούδα» φυσικά, που ξεδιπλώνεται στις σελίδες 33-58 του Κώδικα Τσακός (κάποιες έλλειπαν και άλλες ήταν κατεστραμμένες).
Η σημαντικότητα της ανακάλυψης έγκειται στο γεγονός ότι περιέχει το πρώτο γνωστό σωζόμενο αντίγραφο του Ευαγγελίου του Ιούδα, ένα κείμενο που χαρακτηριζόταν αιρετικό ήδη από τα χρόνια του και θάφτηκε ουσιαστικά στις ερήμους της Αιγύπτου, όπου και παρέμεινε για 1.700 χρόνια.
Η ιστορία του είναι εξόχως εντυπωσιακή αλλά και αρκούντως σκοτεινή: ο Κώδικας Τσακός ανακαλύφθηκε στη Μίνια της Αιγύπτου κατά τη δεκαετία του 1970, αλλά δεν εξετάστηκε ούτε μεταφράστηκε ποτέ. Όλα αυτά ως το 2001, όταν η ιδιοκτήτριά του Frieda Nussberger-Tchacos τον παρέδωσε στο ίδρυμα Maecenas Foundation for Ancient Art της ελβετικής Βασιλείας. Αυτή είναι βέβαια η σχηματική ιστορία του, καθώς υπάρχουν κι άλλα εδώ.
Όταν πρωτοήρθε το χειρόγραφο στο φως, δεν απέκτησε καμία δημοσιότητα, καθώς κατά τα φαινόμενα ήταν προϊόν αρχαιοκαπηλίας. Ανακαλύφθηκε όπως είπαμε στη δεκαετία του 1970 και ξέρουμε πως το 1978 πωλείται στη μαύρη αγορά σε αιγύπτιο έμπορο τέχνης του Καΐρου. Το 1983, όπως αποκάλυψε το National Geographic, κάποιος προσπάθησε να το πουλήσει σε ομάδα αμερικανών επιστημόνων σε ένα ξενοδοχείο της ελβετικής Γενεύης. Το τίμημα είναι ωστόσο τσουχτερό και η αγοραπωλησία δεν καρποφορεί. Την επόμενη χρονιά λαμβάνει χώρα μια δεύτερη προσπάθεια πώλησής του στη Νέα Υόρκη και πάλι όμως δεν ευοδώνεται.
Ο πάπυρος ασφαλίζεται σε νεοϋορκέζικη τραπεζική θυρίδα, όπου παραμένει για τα επόμενα 16 χρόνια, για να αναδυθεί ξανά τον Απρίλιο του 2000 στα χέρια της Frieda Nussberger-Tchacos, η οποία τον στέλνει στο Πανεπιστήμιο Γέιλ, που επιβεβαιώνει την ύπαρξη του Ευαγγελίου του Ιούδα. Η συλλέκτρια δωρίζει τελικά τον πάπυρο στο ίδρυμα Maecenas Foundation for Ancient Art, όταν τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους.
Τον Απρίλιο του 2006 δημοσιεύτηκε η πλήρης μετάφραση του κειμένου, με εκτεταμένες αναφορές και σχόλια, από τη National Geographic Society, η οποία διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο στην αποκατάσταση και συντήρηση του κώδικα. Η ομάδα δεν ήταν ωστόσο σίγουρη αν το κείμενο ήταν αυθεντικό, όταν θα ερχόταν η επιβεβαίωση από σπόντα!
Ήταν ένα αιγυπτιακό συμβόλαιο γάμου που επιβεβαίωσε την αυθεντικότητά του. «Αν δεν είχαμε βρει μια μελέτη του Λούβρου για τους γάμους στην Αίγυπτο και τα συμβόλαια γης, η οποία προέρχεται από την ίδια χρονική περίοδο και ήταν γραμμένη με μελάνι παρόμοιο με εκείνο που χρησιμοποιήθηκε στο Ευαγγέλιο του Ιούδα, δεν θα μπορούσαμε τώρα να πούμε ότι είναι αυθεντικό», δήλωσε περιχαρής ο Γιόζεφ Μπάραμπ, επικεφαλής της επιστημονικής ομάδας που έκανε την ανακοίνωση σε αρχαιολογικό συμπόσιο.
Η ομάδα του Μπάραμπ οργανώθηκε το 2006 από τη National Georgraphic Society με σκοπό τον προσδιορισμό της αυθεντικότητας του Ευαγγελίου του Ιούδα, που ήταν γραμμένο στα κοπτικά και έλεγε πως ήταν ο Ιούδας αυτός που υπέδειξε στον Ιησού τους διώκτες του και πως ήταν ο Ιησούς αυτός που ζήτησε από τον φωτισμένο του μαθητή να τον προδώσει στις Αρχές.
Η επιστημονική ομάδα κατέληξε πως το Ευαγγέλιο είχε γραφτεί κατά τον 3ο ή 4ο αιώνα μ.Χ. και από το είδος της μελάνης που είχε χρησιμοποιηθεί δεν θα μπορούσε να ήταν μεσαιωνικό πλαστογράφημα. Αυτά τα συμβόλαια γάμου και παραχώρησης γης που έχουμε στα χέρια μας από την Αίγυπτο του 1ου-3ου αιώνα μ.Χ. ήταν γραμμένα με τον ίδιο τύπο μελάνης, κάτι που επιβεβαίωσε την αυθεντικότητα του κειμένου.
Το εκτιμώμενο χρονικό βάθος του Ευαγγελίου του Ιούδα τοποθετείται κάπου μεταξύ 130-170 μ.Χ. Θεωρείται πως το αρχικό κείμενο ήταν γραμμένο στην κοινή ελληνιστική γλώσσα και το κοπτικό χειρόγραφο που βρέθηκε ήταν αναγκαστικά αντίγραφό του. Το Ευαγγέλιο του Ιούδα είναι ένα μάλιστα από τα δεκάξι «Ευαγγέλια» της πρώιμης χριστιανικής εκκλησίας για τα οποία υπάρχουν ανεξάρτητες ιστορικές μαρτυρίες για την ύπαρξή τους (η γραμματεία κάνει λόγο ακόμα και για πενήντα διαφορετικά Ευαγγέλια).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ήταν ο Ειρηναίος της Λυών αυτός που όπως είπαμε κάνει λόγο για το κείμενο, αλλά και μερικοί ακόμα εκκλησιαστικοί λόγιοι, όπως ο Τερτυλλιανός και ο Επιφάνιος Σαλαμίνος (ή Επιφάνιος Κωνσταντίας): «Εκείνοι που υποστηρίζουν αυτή την πιθανότητα, υποστηρίζουν τον προδότη Ιούδα, λέγοντάς μας ότι είναι αξιοθαύμαστος και μέγας, χάρη στα οφέλη για τα οποία τον υμνούν ότι χάρισε στην ανθρωπότητα. Γιατί ορισμένοι από αυτούς πιστεύουν ότι πρέπει να αποδίδονται ευχαριστίες στον Ιούδα για αυτό το γεγονός. Ο Ιούδας, λένε, βλέποντας ότι ο Χριστός ήθελε να ανατρέψει την αλήθεια, τον πρόδωσε, έτσι ώστε να μην μπορέσει να παραποιηθεί η αλήθεια».
Ξέρουμε επίσης ότι η χριστιανική εκκλησία καταφέρθηκε εναντίον των απόκρυφων αυτών Ευαγγελίων και δεν τα θεώρησε ποτέ τμήμα του βασικού θρησκευτικού της corpus. To αιρετικό εξάλλου Ευαγγέλιο του Ιούδα ήταν εγγεγραμμένο στον γνωστικό χριστιανισμό και τασσόταν από μόνο του εκτός επίσημης χριστιανικής πίστης, διατηρώντας πολλές δογματικές διαφοροποιήσεις από τη χριστιανική αποκαλυπτική αλήθεια.
Μεγάλο ρόλο στην όλη μεταφραστική προσπάθεια διαδραμάτισε και ο ειδήμονας της κοπτικής γραμματείας Ρούντολφ Κάσερ. Η ομάδα του κατάφερε να ανασυνθέσει το μεγαλύτερο ποσοστό (80%) του χειρόγραφου έπειτα από πέντε χρόνια κοπιώδους προσπάθειας, καθώς πολλά τμήματά του ήταν κατεστραμμένα και κάποιες σελίδες του έλειπαν, μιας και είχαν πουληθεί εντωμεταξύ στη μαύρη αγορά. Σε ό,τι αφορά στη χρονολόγησή του, το Πανεπιστήμιο της Αριζόνα τοποθέτησε το κείμενο μεταξύ 220-340 μ.Χ.
Τι μαθαίνουμε από το Ευαγγέλιο του Ιούδα
Κατ’ αρχάς, πως ο Ιησούς περιπαίζει με νόημα τους μαθητές του κατά το περιστατικό της «προσευχής της ευχαριστίας», όταν γίνεται φανερό ότι δεν κατέχουν την αληθινή γνώση. Σε πλήρη αντίθεση δηλαδή με τα κανονικά Ευαγγέλια που δεν παρουσιάζεται πουθενά να γελά με τους μαθητές του. Ο Ιούδας όμως είναι ο μόνος από τους δώδεκα Αποστόλους που κατανοεί την αληθινή φύση του λόγου του Χριστού. Ως εκ τούτου, ο Ιησούς του γνωστοποιεί κατ’ ιδίαν «τα μυστήρια της βασιλείας».
Ο Ναζωραίος φαίνεται ότι προκρίνει τον Ιούδα ως τον μόνο μαθητή που μπορεί να κατανοήσει τα απόκρυφα λόγια που θέλει να κηρύξει. Οι ξεστρατισμένοι Απόστολοι θα όριζαν αντικαταστάτη του Ιούδα, αλλά εκείνος θα γινόταν το «δέκατο τρίτο πνεύμα» που θα «υπερέβαινε όλους [τους άλλους μαθητές]» επειδή, όπως του λέει ο Ιησούς, «εσύ θα θυσιάσεις τον άνθρωπο που με ενδύει». Ο Ιησούς του λέει εμπιστευτικά «Πήγαινε μακριά από τους άλλους και θα σου πω τα μυστήρια του βασιλείου», εκμυστηρευόμενος κατόπιν πως θα πικραθεί ο Ιούδας γιατί οι δώδεκα μαθητές θα τον αντικαταστήσουν, υπονοώντας προφανώς την πληροφορία που μαθαίνουμε από τις Πράξεις των Αποστόλων (1/α, 15-26), όπου στην αποστολική θέση του Ιούδα μπαίνει ο Ματθίας.
Έπειτα γίνεται λόγος για την απόκρυφη διδασκαλία του Ιησού, την οποία εκμυστηρεύεται στον Ιούδα τρεις ημέρες πριν από το Πάσχα, λίγο πριν από τη σταύρωσή του δηλαδή. Και μας προϊδεάζει για το περιεχόμενο που θα ακολουθήσει, λέγοντας ότι όταν ο Χριστός ήταν εδώ στη Γη, μίλησε με τους μαθητές του «για τα μυστήρια πέραν του κόσμου» και τι θα συμβεί στο τέλος.
Επίσης ο Ιησούς προκαλεί τους μαθητές του να δείξουν ότι είναι «τέλειοι», κάτι που έρχεται σε τραγική αντίθεση με το μήνυμα της χριστιανοσύνης. Κι ενώ οι μαθητές ανταποκρίνονται θετικά σε αυτή την πρόκληση, αδυνατούν να σταθούν μπροστά του. Ο μόνος που μπορεί να αποδείξει την τελειότητά του είναι ο Ιούδας, αλλά ακόμα κι αυτός αποστρέφει το πρόσωπό του με σεβασμό.
Ο Ιούδας μάς εισάγει στη θεολογία του γνωστικού χριστιανισμού στο Ευαγγέλιό του, καθώς όπως μας λέει το κείμενο το επόμενο πρωί οι μαθητές ρωτούν τον Χριστό γιατί έφυγε ο Ιούδας. Κι εκείνος αποκρίνεται πως πήγε «σε μια άλλη μεγάλη και αγία γενεά», υπονοώντας την τάξη των Γνωστικών. Όταν οι Απόστολοι θέλουν να μάθουν περισσότερα, ο Χριστός τους κοροϊδεύει ξανά γελώντας με την αμάθειά τους. Τους διαβεβαιώνει μάλιστα ότι κανένας από αυτόν τον αιώνα δεν θα μάθει για τη γενιά εκείνη, ούτε άνθρωπος, ούτε άγγελος, ούτε άστρο. Γιατί όλα αυτά ανήκουν στη γενιά των ανθρώπων του κατώτερου Θεού και κόσμου.
Το κείμενο εισάγει μια «άλλη γενιά», που φέρει μέσα της τη «Θεία σπίθα» και γι' αυτό ονομάζεται «αλλογενής» («γενεά του Σηθ»). Πρόκειται για την ανώτερη γενιά στην οποία ανήκει ο Ιούδας και ο Χριστός, σε αντίθεση με τους άλλους μαθητές του και τους χριστιανούς «αυτής της γενεάς».
Σε άλλο ένα περιστατικό που απομακρύνεται από την πεπατημένη του χριστιανισμού, οι μαθητές αποκαλύπτουν στον Ιησού ότι είδαν ένα όνειρο, έναν ναό με ένα μεγάλο θυσιαστήριο στο οποίο δώδεκα επαίσχυντοι ιερείς προσέφεραν θυσίες επικαλούμενοι το όνομα του Χριστού. Ο Χριστός τούς εξηγεί ότι αυτοί οι ιερείς είναι οι ίδιοι οι δώδεκα μαθητές και ότι τα βόδια που θυσιάζουν είναι οι άνθρωποι που παρασύρουν στη χριστιανική πίστη! Τους συμβουλεύει δηλαδή να πάψουν να εκχριστιανίζουν τον κόσμο με πρόφαση το όνομά του, γιατί έτσι μάχονται στην πραγματικότητα τον ίδιο τον Χριστό.
Στο τέλος ο Ιησούς εξηγεί στον φωτισμένο μαθητή του τον κόσμο, την ιεραρχία και την κοσμολογία του, κάτι που απομακρύνει ακόμα περισσότερο το Ευαγγέλιο του Ιούδα από τη χριστιανική παράδοση, αποτελώντας συμπίλημα γνωστικών απόψεων και παγανιστικών πεποιθήσεων. Οι μελετητές δεν συμφωνούν μάλιστα καθόλου αν ο Θεός που επικαλούνται οι πρωταγωνιστές του Ευαγγελίου του Ιούδα είναι ο Θεός της χριστιανοσύνης και πιθανότατα υπάρχουν καλοί λόγοι για να αμφισβητηθεί αυτό. Το ύψιστο εξάλλου αγαθό των χριστιανών είναι η σωτηρία της ψυχής μέσω της πίστης, ενώ για τους Γνωστικούς είναι η γνώση, κάτι που απηχεί το χειρόγραφο από άκρη σε άκρη.
Στο τέλος ο Ιησούς προφητεύει πως ο Ιούδας «θα τους ξεπεράσει όλους αυτούς», γιατί αυτός θα θυσιάσει τον άνθρωπο που ενδύει τον Χριστό. Μετά την τελευταία αυτή αποκάλυψη του Ιησού για τον σωτήριο ρόλο του Ιούδα στη σταύρωσή του, ο Ισκαριώτης ακολουθεί τη μοίρα του, λέγοντας στους αρχιερείς και τους γραμματείς «αυτά που ήθελαν να ακούσουν» και προδίδει τον Χριστό για μερικά αργύρια, έτσι ώστε να τον απελευθερώσει από τη φυλακή της ύλης.
Η αντίθεση με την Καινή Διαθήκη τόσο σε δογματικό επίπεδο όσο και επίπεδο λόγου είναι αναντίρρητη. Ο Ιούδας δεν είναι ο υπέρτατος προδότης του Ιησού, αλλά ο άνθρωπος που απολυτρώνει τον Θεάνθρωπο από το φθαρτό του σώμα χαρίζοντάς του ουσιαστικά τη θεϊκή του υπόσταση.
Υπάρχουν πάντως μελετητές που διατείνονται ότι το Ευαγγέλιο του Ιούδα αποτελεί μια συγκλονιστική αρχαιολογική ανακάλυψη με τεράστιο πολιτιστικό ενδιαφέρον, παρέχοντας μια διαφορετική θεώρηση της σχέσης μεταξύ Ιησού και Ιούδα. Δεν λένε πως ανατρέπει τα ιερά και όσια του χριστιανισμού, απλώς πλουτίζει τις γνώσεις μας για τις θεολογικές αντιλήψεις της εποχής και τις θρησκευτικές διαμάχες εντός της χριστιανικής παράδοσης.
Ο συγγραφέας του Ευαγγελίου του Ιούδα παραμένει άγνωστος. Το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο του Ευαγγελίου, στο οποίο βασίστηκε αυτή η κοπτική μετάφραση, θεωρείται ότι γράφτηκε μετά την εποχή που διαμορφώθηκαν τα τέσσερα επίσημα Ευαγγέλια.
Το πολυθρύλητο Ευαγγέλιο του Ιούδα είναι ένα γνωστικο-χριστιανικό κείμενο που τάσσεται εξ ορισμού εκτός της χριστιανικής διδασκαλίας. Γράφτηκε για να υπερασπιστεί τις θεολογικές έριδες χριστιανών και γνωστικών, μπολιάζοντας διαφορετικές παραδόσεις σε ένα συνεκτικό όλον που μάλλον δεν αφήνει τίποτα όρθιο.
Αν είναι απλώς μια «διαφορετική εκδοχή του χριστιανισμού», όπως μας λέει μερίδα βιβλικών ειδικών, αυτό παραμένει αναγκαστικά αντικείμενο πίστης. Άλλοι πάλι υπαινίσσονται με νόημα πως το απόκρυφο κείμενο του Ιούδα δεν υποσκάπτει την Αγία Γραφή, αλλά επιβεβαιώνει στην ουσία τις προειδοποιήσεις των Αποστόλων, όπως αυτό που λέει ο Παύλος στις Πράξεις (20: 29-30): «Γνωρίζω ότι μετά την αναχώρησή μου . . . από εσάς τους ίδιους θα σηκωθούν άντρες και θα λένε διεστραμμένα πράγματα για να παρασύρουν τους μαθητές πίσω τους»…
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.