Ο «βασιλιάς της πολεμικής βιομηχανίας», Βασίλειος Ζαχάρωφ, που χρηματοδότησε τη Μεγάλη Ιδέα ως παρασκηνιακό αφεντικό του κόσμου.
Διαπλεκόμενος και πραγματικά πίσω από κάθε μεγάλο πολιτικό και πολεμικό γεγονός του καιρού του, ο ζάπλουτος έμπορος όπλων Βασίλι Ζαχάρωφ, ο «έμπορος του θανάτου», κατάφερε να παρασημοφορηθεί 298 φορές για την ειρηνιστική του δράση!
Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο δε, θεωρούνταν ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου με τεράστια επιρροή στις κυβερνήσεις της Δύσης. Οι Γάλλοι έσπευσαν εξάλλου να του απονείμουν το παράσημο του ανώτερου ταξιάρχη της Λεγεώνας της Τιμής και οι Άγγλοι να τον χρίσουν ιππότη του Μεγαλόσταυρου του Μπαθ. Και όχι μόνο γιατί λειτουργούσε ως κατάσκοπός τους!
Έμπορος όπλων, τραπεζίτης, μεγιστάνας του Τύπου και εθνικός ευεργέτης τελικά, ο πολυπράγμων Βασίλειος Ζαχάρωφ κυριάρχησε στο διεθνές πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό στερέωμα της εποχής του διαδραματίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλες τις συγκρούσεις από τα τέλη του 19ου αιώνα ως και τη δεκαετία του 1930.
Ο ίδιος έδωσε εξάλλου το δυναμικό «παρών» στις πολεμικές συρράξεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ισπανία, την Ιαπωνία και τη Ρωσία, στον Ελληνο-Τουρκικό Πόλεμο του 1897 και τον Πόλεμο των Μπόερς. Εκεί ήταν ξανά καθ’ όλο τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την έκρηξη της «πυριτιδαποθήκης» των Βαλκανίων.
Μέχρι να γίνει βέβαια ένας από τους σημαντικότερους εμπόρους όπλων του καιρού του, είχε περάσει από πολλά και διάφορα, ως σωστός βίος και πολιτεία. Ο Sir Basil Zaharoff, όπως ήταν γνωστός στην οικουμένη, ήταν πυγμάχος, πυροσβέστης, διερμηνέας, ξεναγός, μπράβος, εμπρηστής, καταχραστής, πλαστογράφος, διαρρήκτης και δραπέτης πριν γίνει έμπορος όπλων, πετρελαιάς, τραπεζίτης, μεγαλοεκδότης και ιδιοκτήτης του καζίνου του Μόντε Κάρλο. Φανερά τουλάχιστον, μιας και στο παρασκήνιο ήταν κατάσκοπος και μέγας φοροφυγάς φυσικά…
Ισότιμος συνομιλητής του Κλεμανσό, του Λόιντ Τζορτζ και του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο ελληνοβουλγαρικής καταγωγής οθωμανός πολίτης έζησε μέσα σε δύο εξαιρετικά ταραγμένους και βίαιους αιώνες, διεκδικώντας τη θέση που του αναλογούσε στον κόσμο. Έκτοτε το φαινόμενο Ζαχάρωφ ερευνάται από ιστορικούς και μελετητές καθώς ήταν πιθανότατα μεγαλύτερο και από τη ζωή την ίδια. Και σίγουρα από την εποχή που τον εξέθρεψε. Ως έξοχο δείγμα άκρατου καιροσκοπισμού και κυνισμού, επιδίωξε χωρίς όρια και έλεος το κέρδος και την εξουσία, μια οδύσσεια που θα τον εμπλέξει σε απανωτές δολοπλοκίες και συνωμοσίες, θα τον οδηγήσει στην αγκαλιά των μυστικών υπηρεσιών Δύσης και Ανατολής και θα τον φέρει σε στενή επαφή με μεγαλοεπιχειρηματικά συμφέροντα, σχεδιαστές όπλων και πρωθυπουργούς κρατών.
Η ομιχλώδης ιστορική του πολιτεία συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο ιστορικής διερεύνησης, καθώς ήταν μυστικοπαθής και μάλλον χωρίς ιδιαίτερους φίλους και συμπάθειες. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε εξάλλου εντελώς ολομόναχος, αφού και αυτός ο γάμος του με την επί χρόνια ερωμένη του, δούκισσα Ντε Βιλλαφράνκα, μέλους της βασιλικής οικογένειας των Βουρβόνων της Ισπανίας, έλαβε χώρα λίγο πριν πεθάνει.
Ο Ζαχάρωφ έκοψε και έραψε την παγκόσμια ιστορία στα μέτρα του, εξυπηρετώντας πάντα τα ιδιοτελή συμφέροντά του και παραμένοντας μια από τις αινιγματικότερες προσωπικότητες των αρχών του 20ού αιώνα. Ο ρόλος που έπαιξε σε όλες σχεδόν τις πολεμικές συγκρούσεις που προετοίμασαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι αναντίρρητος, αν και μας διαφεύγει η πραγματική του εμπλοκή, πέρα φυσικά από το γεγονός ότι πουλούσε όπλα σε όλους.
Εξίσου ελέγχεται από την ιστορική έρευνα και ο καθοριστικός ρόλος του στην απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη το 1919, έχοντας εκχωρήσει τεράστια πραγματικά ποσά στον Βενιζέλο για την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας. Διαβαθμισμένα έγγραφα που δόθηκαν στη δημοσιότητα το 2005 από το Foreign Office αποκαλύπτουν εξάλλου ότι λειτουργούσε εδώ και χρόνια ως πράκτορας της Βρετανίας, προσπαθώντας να οδηγήσει την Ελλάδα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τις δυνάμεις της Αντάντ.
Η ζωή του ήταν το λιγότερο μυθιστορηματική και πώς θα μπορούσε εξάλλου να συμβεί διαφορετικά για τον άνθρωπο που ξεκίνησε τον βίο του ως φτωχοδιάβολος για να καταλήξει μεγαλέμπορος όπλων, τραπεζίτης, μεγιστάνας του Τύπου και ιδιοκτήτης καζίνο, ναυπηγείων και πετρελαϊκών;
Παρά το γεγονός ότι έζησε ως σκοτεινή μορφή στο περιθώριο των μεγάλων πολιτικών αποφάσεων, παρασημοφορήθηκε από όλους, έλαβε ως ευεργέτης τέσσερις υπηκοότητες (οθωμανική, ελληνική, αγγλική και γαλλική), διέθετε ανεξάντλητη ελευθερία κινήσεων και συνομιλούσε με τους μεγαλύτερους ηγέτες του καιρού.
Το μεγαλύτερό του κληροδότημα στον κόσμο έμελλε βέβαια να είναι το διαβόητο «Σύστημα Ζαχάρωφ»: εφαρμόζοντας τη διαφθορά, τη διαπλοκή και την προπαγάνδα κυβερνητικών και διπλωματικών κύκλων, έκανε εμπόριο με κάθε πλευρά του νομίσματος. Όταν πούλησε, για παράδειγμα, στην Ελλάδα ένα υποβρύχιο Nordenfelt, παρουσίασε κατόπιν την αγορά αυτή στην Τουρκία ως τρανή πολεμική απειλή, με αποτέλεσμα να πουλήσει δύο υποβρύχια στους Τούρκους!
Και μετά πήγε στους Ρώσους, τους είπε ότι Έλληνες και Τούρκοι εξοπλίζονται για πόλεμο στη θάλασσα, δημιούργησε θερμό κλίμα στα νότια του Εύξεινου Πόντου και πούλησε και σε αυτούς άλλα δύο υποβρύχια.
Το φαινόμενο Ζαχάρωφ είχε πάντως και μια πατριωτική πλευρά που δύσκολα θα αμφισβητηθεί. Αυτός εξόπλισε το θωρηκτό «Αβέρωφ», αυτός χρηματοδότησε τη Μικρασιατική Εκστρατεία, αυτός περιέθαλψε τους πρόσφυγες όταν η εκστρατεία μετατράπηκε σε εθνική καταστροφή και πάλι αυτός έκανε πολλά και διάφορα για τον τόπο του, έστω και ως υποσημείωση στην όλη δράση του. Αρχεία, διαβαθμισμένα κρατικά έγγραφα, ιστορικές διατριβές και κάθε λογής πηγή έχουν επιστρατευτεί για να εξηγήσουν τα πώς και τα γιατί του «βασιλιά της πολεμικής βιομηχανίας» που τόσο εντυπωσιακά επηρέασε από το παρασκήνιο τη σύγχρονη ιστορία του πλανήτη…
Πρώτα χρόνια
Ο Βασίλειος Ζαχάρωφ (Βασίλειος Ζαχαρίου) γεννιέται πιθανότατα στις 6 Οκτωβρίου 1849 στα Μούγλα της Μικράς Ασίας από έλληνα πατέρα και μητέρα βουλγαρικής καταγωγής. Σίγουρος δεν είναι πάντως κανείς, καθώς το μυστήριο γύρω από την καταγωγή και τη ζωή του το καλλιέργησε ο ίδιος περισσότερο από καθετί άλλο.
Η φαμίλια με τα τέσσερα παιδιά, που ονομαζόταν Ζαχαρίου, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη όπου ζούσαν όταν ξέσπασαν οι ανθελληνικοί διωγμοί του 1821, ως αντίποινα στην επανάσταση των ραγιάδων, και κατέφυγε στη Ρωσία. Εκεί θα αλλάξει το επίθετό της στο ρωσόφωνο Ζαχάρωφ και θα επιστρέψει χρόνια αργότερα στην Τουρκία, βρίσκοντας νέο σπίτι στα Μούγλα, όπου και θα γεννηθεί ο Βασίλειος.
Το 1855 οι Ζαχάρωφ επιστρέφουν στην Κωνσταντινούπολη, αν και πια ο υφασματέμπορος πατέρας πνέει τα λοίσθια οικονομικά. Με βοήθημα ενός οικογενειακού φίλου, ο μικρός Βασίλης γράφεται στην Αγγλική Σχολή, την οποία θα εγκαταλείψει ωστόσο σύντομα καθώς εντωμεταξύ ο πατέρας πτωχεύει και αυτός πρέπει να βγει στη βιοπάλη.
Κάνει τον πυροσβέστη και μετά τον ξεναγό, καθώς κουτσομιλάει μερικά αγγλικά. Από τη δουλειά του ως διερμηνέας και ξεναγός και μέσω της επαφής με τους τουρίστες της Πόλης, μαθαίνει τελικά καλά αγγλικά και γαλλικά, αν και όσα βγάζει δεν φτάνουν για να τραφεί η πολυμελής φαμίλια.
Κι έτσι περνά από πολλές δουλειές του ποδαριού, όχι νόμιμες όλες τους. Ως άνθρωπος της πιάτσας, πάει κάποια στιγμή να δουλέψει στο υφασματάδικο του θείου του, στο οποίο δίνει νέα πνοή. Ο θείος υπόσχεται να τον κάνει συνέταιρο, αργότερα όμως το παίρνει πίσω. Εξαγριωμένος από την προδοσία, ο Βασίλης βάζει καλό χέρι στο ταμείο και τα μαζεύει το 1866 για Αγγλία μεριά. Σύντομα θα πέσει στα χέρια της λονδρέζικης αστυνομίας ως κλέφτης και καταχραστής και θα περάσει αρκετούς μήνες στο κρατητήριο.
Κανείς δεν ξέρει πώς κατάφερε να αθωωθεί, λέγεται πάντως πως είχε μαζί του μια ευχαριστήρια επιστολή του θείου του που μιλούσε για συνεταιρισμό, κάτι που θεωρήθηκε τεκμήριο αθωότητας στο δικαστήριο. Αυτό μας λέει τουλάχιστον ο βαθύπλουτος κωνσταντινουπολίτης επιχειρηματίας, πρωθυπουργός κατόπιν της Ελλάδας (1915-1916) και μέντορας του Ζαχάρωφ, Στέφανος Σκουλούδης.
Όπως είπαμε, ο ίδιος ο Ζαχάρωφ προσπαθούσε να κρατήσει τη ζωή του κάτω από ένα πέπλο μυστηρίου, συντηρώντας τον μύθο του «μυστηριώδη Έλληνα», όπως θα γινόταν τελικά γνωστός. Όποια κι αν είναι η αλήθεια για την απαλλαγή του από τις βαριές κατηγορίες, ο Ζαχάρωφ καταφτάνει από το Λονδίνο στην Ελλάδα με μεγάλα όνειρα στα μυαλά του…
Ο νεαρός επιχειρηματίας από την Πόλη
Στην Αθήνα πρωτοήρθε το 1876, κρατώντας ενδεχομένως μέχρι τότε το τιμόνι της επιχείρησης του θείου του στην Αγγλία, αν και πάλι δεν είμαστε σίγουροι. Όπως κι αν έχει, στην Ελλάδα καταφτάνει ως κομψευόμενος δανδής, ένας καλοντυμένος κοσμοπολίτης με εξαιρετικούς τρόπους και μεγάλη γλωσσομάθεια που δεν θα αργήσουν να ανακαλύψουν οι κοσμικοί κύκλοι της Αθήνας.
Ο 27χρονος Ζαχάρωφ γνωρίζεται με τον επίσης Πολίτη Σκουλούδη, τραπεζίτης και διπλωμάτης ακόμα, που τον μπάζει στα μεγαλοαστικά σαλόνια της πρωτεύουσας. Στα αυτιά της άρχουσας τάξης θα φτάσει ωστόσο η κατηγορία του θείου του και ο Βασίλης θα μαζέψει τα μπογαλάκια του και θα φύγει αμέσως από την Αθήνα, καθώς τώρα ήταν δακτυλοδεικτούμενος.
Στην Αγγλία δεν θα παραμείνει για πολύ, καθώς σύντομα μια αθηναϊκή εφημερίδα θα γράψει πως ο Ζαχάρωφ ήταν νεκρός! Και όχι μόνο νεκρός, αλλά τον είχε σκοτώσει ένας δεσμοφύλακας των φυλακών την ώρα που προσπαθούσε να αποδράσει. Ο Βασίλης επιστρέφει στην Ελλάδα για να ζητήσει τον λόγο από τη φυλλάδα και να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, χτυπά όμως πραγματική φλέβα χρυσού.
Όπως του είχε υποσχεθεί πως θα τον βοηθούσε οικονομικά, ο Σκουλούδης μεσολαβεί για να γίνει ο Ζαχάρωφ αποκλειστικός αντιπρόσωπος της σουηδικής οπλοβιομηχανίας του Thorsten Nordenfelt σε όλα τα Βαλκάνια! Είμαστε στον Οκτώβριο του 1877 όταν ο Βασίλης θέτει τα θεμέλια της αυτοκρατορίας του.
Παρά την απίστευτη εμπορική επιτυχία που θα γνώριζε τελικά με το εμπόριο όπλο, ο Ζαχάρωφ δεν ασχολήθηκε αποκλειστικά με τα όπλα στην αρχή της καριέρας του. Με το που περνά η Κύπρος σε βρετανική κατοχή το 1878, ο Ζαχάρωφ εμφανίζεται να έχει επιστρέψει στη Βρετανία. Το 1883 θα τον βρούμε να απασχολείται ως μεσίτης πώλησης πλοίων στην Ιρλανδία, όπου στρατολογεί ταυτοχρόνως φτωχές Ιρλανδές για τις φάμπρικες των ΗΠΑ.
Στις οποίες πέρασε ένα καλό κομμάτι της εποχής, αν και δεν είμαστε σίγουροι τι ακριβώς έκανε! Κάποια στιγμή εμφανίζεται ως πωλητής μιας εταιρίας σιδηροδρομικών εξοπλισμών του Σεν Λούις και το 1885 καμώνεται τον ρωσο-έλληνα πρίγκιπα Ζαχαρία Βασίλειο Ζαχάρωφ για να παντρευτεί μια ζάπλουτη αμερικανή κληρονόμο. Λίγο αργότερα συλλαμβάνεται μάλιστα στο Ρότερνταμ ως δίγαμος, καθώς βρετανός ευγενής τον αναγνωρίζει ως τον εξαφανισμένο σύζυγο μιας γυναίκας από το Μπρίστολ από το 1872!
Είπαμε, πραγματικός βίος και πολιτεία…
Ο «βασιλιάς της πολεμικής βιομηχανίας»
Η χρονική συγκυρία για πωλήσεις όπλων ήταν φυσικά κάτι παραπάνω από ευνοϊκή, καθώς η Συνθήκη του Βερολίνου (1878) για την τύχη της Βουλγαρίας δημιουργούσε νέες και εξόχως έκρυθμες καταστάσεις.
Ο Ζαχάρωφ στάθηκε τυχερός καθώς σύντομα οι πολεμικοί κολοσσοί Nordenfelt και Maxim συγχωνεύτηκαν (1888) και ο αντιπρόσωπος απέκτησε ποσοστά επί των πωλήσεων. Μέσω των διασυνδέσεων που είχε αλλά και της διπλωματίας του, πουλούσε πια όπλα σε όλους! Ο Α’ Σινο-Ιαπωνικός Πόλεμος του 1894, ο ατυχής Ελληνο-Τουρκικός Πόλεμος του 1897 και οι ιμπεριαλιστικές περιπέτειες των λευκών Ευρωπαίων στην Αφρική έφεραν τη σφραγίδα του εμπόρου όπλων Βασίλη Ζαχάρωφ.
Τα κέρδη του είναι τεράστια, όπως και το δίκτυο των γνωριμιών του. Το οποίο αυξάνει με εκθετικούς ρυθμούς μέσω του «Συστήματος Ζαχάρωφ», όπως είπαμε, πουλώντας υποβρύχια σε όλες τις πλευρές και σπέρνοντας τον ίδιο φόβο των εξοπλιστικών προετοιμασιών προς πάσα κατεύθυνση.
Επωφελούμενος από τον πολεμικό πυρετό που ταλαιπωρούσε τόσο τη Βαλκανική Χερσόνησο όσο και άλλες γωνιές του κόσμου, κλείνει νέες και ακόμα πιο επικερδείς συμφωνίες μεγάλης κλίμακας. Ειδικά τα υποβρύχια της Nordenfelt και τα μυδράλια της Maxim φιγουράρουν παντού πια στον κόσμο.
Ο Ζαχάρωφ γίνεται αποκλειστικός αντιπρόσωπος του ομίλου Maxim Nordenfelt Guns and Ammunition Company με ακόμα καλύτερα ποσοστά επί των πωλήσεων. Τη χρονιά μάλιστα του Ελληνικο-Τουρκικού Πολέμου του 1897, κατάφερε να εξασφαλίσει για λογαριασμό της Maxim την αποκλειστική συνεργασία του παλαιότερου οίκου κατεργασίας μετάλλων της Αγγλίας, της Vickers, ενδυναμώνοντας την παρουσία του στον όμιλο αλλά και κρατώντας την αποκλειστική αντιπροσωπεία του βρετανικού κολοσσού στην κατηγορία των πυρομαχικών. Κι έτσι, όταν ξεσπά ο Ρωσο-Ιαπωνικός Πόλεμος του 1904, ο Ζαχάρωφ εξοπλίζει τους Ρώσους με τα πολυβόλα της Maxim, που είναι τώρα φτηνότερα.
Μέχρι το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου, ο έλληνας έμπορος όπλων θα έχει ήδη ασχοληθεί με πολλά και διάφορα, ασίγαστο πνεύμα καθώς είναι. Έχοντας πουλήσει υποβρύχια, αυτόματα όπλα και πυρομαχικά σε Αγγλία, Γερμανία, Ρωσία, Οθωμανική Αυτοκρατορία, Ελλάδα, Ισπανία, Ιαπωνία και ΗΠΑ, κατέχει πλέον δική του εφημερίδα («Excelsior»), τράπεζα (Union Parisienne) αλλά και το μεγαλύτερο πρακτορείο διανομής Τύπου στην Ελλάδα.
Τώρα μπλέκεται ενεργά με την πολιτική και προωθεί την είσοδο της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καλώντας τους κυβερνώντας να εγκαταλείψουν την πολιτική της ουδετερότητας. Δεκαετίες αργότερα, και συγκεκριμένα το 2005, θα μάθουμε ότι ό,τι κάνει, το κάνει ως κατάσκοπος των Βρετανών (από τα απόρρητα έγγραφα του Foreign Office των ετών 1873-1939). Ο πατριωτισμός του ωστόσο έχει ήδη φανεί από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913), όταν χορήγησε χαμηλότοκα δάνεια στο κράτος αλλά και δωρεάν πολεμικό υλικό.
Οι «Times» του Λονδίνου υπολογίζουν μάλιστα την ανιδιοτελή συνεισφορά του προς τους Συμμάχους σε 50 εκατομμύρια στερλίνες, έχοντας ωστόσο βγάλει προφανώς περισσότερα από τον Μεγάλο Πόλεμο. Για τα δάνεια που εκχωρεί στις χώρες της Αντάντ παρασημοφορείται αθρόα και οι Βρετανοί σπεύδουν να τον κάνουν σερ. Η σχέση του με τη βρετανική κυβέρνηση είναι κάτι παραπάνω από αγαστή: σε απόρρητη επιστολή του προς τον σύνδεσμό του στην Αγγλία αξιώνει από τη βρετανική κυβέρνηση 1,5 εκατ. στερλίνες για να εξαγοράσει, καθώς λέει, 45 έλληνες βουλευτές! Ο βρετανός πρωθυπουργός του δίνει τα χρήματα στις 11 Δεκεμβρίου 1915, με τα οποία εξαγοράζει συνειδήσεις αλλά και ιδρύει τον Εκδοτικό Οίκο των Φιλελευθέρων.
Την επόμενη χρονιά και καθώς η Ελλάδα δεν έχει μπει ακόμα στον Μεγάλο Πόλεμο, ο Ζαχάρωφ αποσπά νέα αγγλο-γαλλική βοήθεια για τις προεκλογικές ανάγκες του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Η κυβέρνηση του Βενιζέλου (1917-1920) τον τιμά με το παράσημο του Σταυρού του Σωτήρος.
Μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου, ο Ζαχάρωφ υποστηρίζει ενεργά τον Βενιζέλο στη Μικρασιατική Εκστρατεία, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να χορηγεί ετησίως 2,5 εκατ. δολάρια υπέρ της Ελλάδας όσο βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση και χρηματοδοτώντας την εκστρατεία των Ελλήνων στη Μικρά Ασία με καντάρια φράγκων. H βοήθειά του συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της μικρασιατικής καταστροφής, περιθάλποντας πια τους πρόσφυγες. Αποφασιστικός κρίνεται και ο ρόλος του στα διπλωματικά παρασκήνια όσο διαρκούσε το Συνέδριο της Ειρήνης (1919), βοηθώντας τον Βενιζέλο στη μερική ικανοποίηση των εθνικών διεκδικήσεων της χώρας μας.
Πέρα από τις τόσες δωρεές του και άλλες τόσες χορηγίες στην Ελλάδα, ο Ζαχάρωφ υπήρξε μέγας χορηγός του Ινστιτούτου Παστέρ, το οποίο ιδρύθηκε μάλιστα με δική του πρωτοβουλία. Το ελληνικό παράρτημα του Παστέρ οφείλει την ύπαρξή του στη γενναιοδωρία του σερ Ζαχάρωφ, με δωρεά του οποίου εξασφαλίστηκε η αγορά των κτιριακών εγκαταστάσεων, η προμήθεια του απαραίτητου εξοπλισμού καθώς και τα έξοδα λειτουργίας από την ίδρυσή του (1919) έως και τον θάνατο του Ζαχάρωφ το 1936.
Σε δικό του κτίριο στεγαζόταν για σειρά ετών η Ελληνική Πρεσβεία στο Παρίσι, με δικά του έξοδα λειτουργούσαν οι ελληνικές κοινότητες σε Λονδίνο και Παρίσι και πάλι μέσω αυτού στήθηκαν οι νέες αντισεισμικές κατοικίες στην Κόρινθο υπέρ των σεισμοπαθών.
Τώρα τσαλαβουτούσε και στην πετρελαιοβιομηχανία αλλά και τη ναυπηγοεπισκευαστική. Είναι πραγματικά ζάπλουτος και οι φιλοδοξίες του τέλος δεν έχουν. Αγοράζει επιπλέον και μερικά ευρωπαϊκά καζίνο και ο καλός του φίλος, πρίγκιπας Λουδοβίκος Β’ του Μονακό, του ζητά το 1924 να πάρει το περιβόητο Καζίνο του Μόντε Κάρλο, μπας και αποφύγει την πτώχευση. Σύντομα το καζίνο του Μονακό θα είναι από τα μεγαλύτερα και πλέον διάσημα της Ευρώπης.
Ο μύθος και η πραγματικότητα διαπλέκονται ωστόσο συχνά στη ζωή του. «Έμπορος του θανάτου» για κάποιους, εθνικός ευεργέτης για κάποιους άλλους, το όνομά του προκαλούσε δέος σε όλους, όπως και η άνεση με την οποία κινούνταν μεταξύ διαφθοράς, προπαγάνδας, ευεργεσιών και χρηματισμού, χρησιμοποιώντας ένα ευρύτατο δίκτυο πληροφοριών που θα τον κατέτασσε ως «μεγάλο μυστήριο της Ευρώπης».
Αυτός μοίραζε τον χρόνο του μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας, Αγγλίας και Γαλλίας, καθώς οι επιχειρήσεις του απλώνονταν σε ολόκληρο τον κόσμο και εκείνος δημιουργούσε με άνεση ιστορικά γεγονότα κατευθύνοντας από τα παρασκήνια κυβερνήσεις και λαούς. Μυστικοσύμβουλος ήταν εξάλλου σε πολλούς ηγέτες και στενοί του φίλοι και πελάτες ήταν πρόεδροι και πρωθυπουργοί, αλλά και επικεφαλής μυστικών υπηρεσιών.
Όταν δεν χρημάτιζε κυβερνήσεις και εκβίαζε πολιτικούς, χρηματοδοτούσε τις πανεπιστημιακές έρευνες των μεγάλων ιδρυμάτων της Δύσης που προωθούσαν την τεχνολογική έρευνα των οπλικών συστημάτων. Η μεγάλη του έφεση ήταν βέβαια η συνεχής κούρσα των πολεμικών εξοπλισμών που πυροδοτούσε στις χώρες με τον φόβο του εχθρού, κάτι που του απέφερε τεράστια κέρδη. Γιατί μπορεί να χρηματοδότησε όντως τις πολεμικές περιπέτειες της Ελλάδας ως πατριώτης ευεργέτης, ως έμπορος όπλων προμήθευε ωστόσο την οθωμανική αυτοκρατορία με πολεμικά σκάφη και όπλα κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, εξοπλίζοντας δηλαδή τον εχθρό που πολεμούσαν οι συμπατριώτες του!
Εξίσου σκοτεινή ήταν και η προσωπική του ζωή. Οι εικασίες για τον γάμο του με την Αγγλίδα πιθανότατα είναι αληθείς, καθώς έτσι απέκτησε τη βρετανική υπηκοότητα το 1911. Από κει κι έπειτα, διατηρούσε μακροχρόνια δεσμό με μια ισπανίδα δούκισσα, μέλος της βασιλικής οικογένειας της χώρας, την οποία παντρεύτηκε το 1924, λίγο πριν κλείσει τα γερακίσια μάτια του.
Ως μυστηριώδης δολοπλόκος και αινιγματική προσωπικότητα έφυγε από τον κόσμο στις 27 Νοεμβρίου 1936, ολομόναχος καθώς λένε στον περιβόητο πύργο του στη Γαλλία (πρώην κατοικία του βασιλιά του Βελγίου, Λεοπόλδου Β’), ζώντας πλέον με τις ξακουστές αναμνήσεις του, όταν έπαιζε δηλαδή τον κόσμο στα δάχτυλα…
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.