Η τελευταία ομαδοποίηση ποιητών υπό τον όρο γενιά, είναι η γενιά του ’70 ή η «γενιά της αμφισβήτησης» ή η «γενιά της άρνησης». Αποτελείται από ποιητές που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1940 και το 1955 και δημοσίευσαν την πρώτη τους ποιητική συλλογή από το 1965 έως το 1980.
Ιστορικό πλαίσιο. Η χρονική στιγμή κατά την οποία οι ποιητές της γενιάς του ’70 ζουν τα εφηβικά και τα νεανικά τους χρόνια είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη διαμόρφωση του νεοελληνικού πολιτικού, οικονομικού, ιδεολογικού και πνευματικού τοπίου. Ο συνασπισμός εξουσίας που είχε βγει από τον εμφύλιο και είχε κυριαρχήσει στην πολιτική σκηνή επί είκοσι χρόνια, τη δεκαετία του ’60 είχε αρχίσει να φθείρεται. Έχουν ξεκινήσει αντίστροφες διαδικασίες που τείνουν να ανασχηματίσουν και να εκσυγχρονίσουν την παγωμένη πολιτική σκηνή. Τροφοδοτούνται νέες τάσεις που γίνονται ορατές σε σχηματισμούς όπως η ΕΚ του Γεώργιου Παπανδρέου, η ΕΔΑ, η Νεολαία Λαμπράκη. Αρκετοί από τους εκπροσώπους της γενιάς του ’70 εντάσσονται σε προοδευτικές πολιτικές νεολαίες, όπως θα δούμε, κι όλοι παρακολουθούν με ενδιαφέρον την μετατροπή ενός φοβικού στην ουσία του κράτους, λόγω ιδεολογικών αγκυλώσεων, σε ένα νεοφιλελεύθερο μόρφωμα που μετά το τέλος της δικτατορίας θα αντάλλασσε την πολιτική τής υποτέλειας με την εξασφάλιση μιας πλασματικής ευμάρειας για τα μικροαστικά στρώματα. Σε αυτή τη νοσηρή μετατροπή τού εκτάκτου ανάγκης κράτους, που ίσχυσε με διάφορες μορφές στην νεοελληνική κοινωνία για τριάντα περίπου χρόνια, σε ένα μικροκαπιταλιστικό, παραμορφωμένο εξάμβλωμα, η γενιά του ’70 ήταν παρούσα με τον δικό της τρόπο.
Ωστόσο, πέρα από το νέο πολιτικό κλίμα που αρχίζει να διαγράφεται στην ελληνική πραγματικότητα και τις ζυμώσεις που το ενισχύουν, δεν παύει το ψυχροπολεμικό μετεμφυλιακό κλίμα να επηρεάζει τους έφηβους, μετέπειτα ποιητές της γενιάς του ’70, με τρόπο βέβαια εξωτερικό μιας και εισπράττεται μάλλον ως συγκεχυμένος φόβος, ως απροσδιόριστη απειλή, και δεν είναι ευθεία εμπλοκή όπως συμβαίνει με την προηγούμενη γενιά του 60.
Η γενιά του ’70 έζησε και την τελευταία έκρηξη της εθνικοφροσύνης και του μεταπολεμικού εθνοκεντρικού παροξυσμού, τη δικτατορία στην διάρκεια της οποίας, όπως θα δούμε παρακάτω πιο συγκεκριμένα, κράτησε μάλλον επιφυλακτική στάση.
Ωστόσο, πέρα από όσα γίνονται στον ελληνικό χώρο, πολύ σημαντικά γεγονότα συμβαίνουν παγκοσμίως και επηρεάζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τον ποιητικό προσανατολισμό της γενιάς του ’70 που είναι φυσικό να αναζητεί νέους εκφραστικούς τρόπους για να αναδείξει την διαφοροποίηση και τις αισθητικές της αγωνίες. Το κίνημα στην Αμερική ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ τροφοδότησε την Ευρώπη με καλλιτεχνικό υλικό. Ποιητές όπως ο Γκίνζμπεργκ, ο Μπάροουζ, ο Κόρσο έρχονται στο προσκήνιο, πόσο μάλλον που ευθυγραμμίζονται απολύτως με το κίνημα του Μάη του ’68, κυρίως στη Γαλλία, κίνημα που αλλάζει ουσιαστικά τα πολιτιστικά και κοινωνικά δεδομένα καθώς και την οπτική με την οποία οι νέοι σε όλο τον δυτικό κόσμο αντιμετώπιζαν τη ζωή: ως μια ποιητική πράξη που επαναλαμβάνεται και παίρνει διάφορες μορφές, στην τέχνη, στον λόγο, στον έρωτα, στην καθημερινότητα, στη σκέψη, ακόμη και στην πολιτική.
Το κύριο χαρακτηριστικό στην ποίηση, αλλά και γενικότερα στην τέχνη σε Ευρώπη και Αμερική τη δεκαετία του ’60, είναι η προσπάθεια εξάλειψης των ορίων μεταξύ τέχνης και ζωής. Αυτό το χαρακτηριστικό εμφανίστηκε κυρίως στις εικαστικές τέχνες, αλλά είναι διακριτό και στην ποίηση. Επίσης επιχειρήθηκε μια διαφορετική παρουσίαση του «εγώ» την οποία είχε περιγράψει ο Roger Shattuck για τις αρχές του εικοστού αιώνα και επέστρεψε πιο δυναμικά στην τέχνη της δεκαετίας του ’60 με τέσσερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα: λατρεία της παιδικής ηλικίας, απόλαυση του παραλόγου, ενδιαφέρον για τα ορμέμφυτα κι ενδιαφέρον για τις παραισθησιακές καταστάσεις.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό επίσης στην τέχνη της συγκεκριμένης περιόδου είναι η δημιουργία και η έκφραση ενός ποιητικού αισθήματος εναντίον των θεσμών και των νόμων, χωρίς να διέπεται από έχει σαφή πολιτικό προβληματισμό και ξεκάθαρη πολιτική στάση. Η αντιγνωστική και αντιδιανοητική στάση που κυριάρχησε δεν επέτρεπε τόσο την ενασχόληση με θεωρητικά περιεχόμενα όσο έδινε έμφαση στην ιδιοσυγκρασία και τη διάθεση.
Πολλά στοιχεία από αυτά που προαναφέραμε μπορούμε να αναγνωρίσουμε και στην ελληνική ποιητική παραγωγή της εποχής αυτής, στην αναλογία βέβαια που αυτό είναι δυνατόν, δεδομένης της κοινωνικής και καλλιτεχνικής πραγματικότητας που προφανώς ούτε ιδιαίτερα ανεκτική είναι ούτε επιτρέπει την ολοκληρωτική αποκοπή από το πολύ πρόσφατο κι επώδυνο παρελθόν. Βέβαια, την προηγούμενη ποιητική γενιά, την β΄ μεταπολεμική γενιά, η οποία είχε ποιητικά εκφράσει το μεταπολεμικό και εμφυλιακό τραύμα, η γενιά του ’70, με την θορυβώδη εμφάνισή της, ώθησε πιο βαθιά στο καλλιτεχνικό και κοινωνικό περιθώριο, στο οποίο άλλωστε είχε κατά κάποιον τρόπο η ίδια επιλέξει να βρίσκεται.
Στο σημείο αυτό θεωρώ ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό να μεταφέρω ατόφιο ένα απόσπασμα από το εισαγωγικό σχόλιο που έκαναν οι Στέφανος Μπεκατώρος και Αλέκος Φλωράκης στο βιβλίο τους Η Νέα Γενιά. Ποιητική ανθολογία ’65-’70, που εκδόθηκε το 1971. Το απόσπασμα δείχνει τις απροσδιόριστες αγωνίες των νεαρών ποιητών και την προσπάθειά τους να ανακαλύψουν έναν δρόμο, αρκετά δυσδιάκριτο είναι η αλήθεια.
Τη στιγμή ακριβώς που ο δρόμος γινόταν δύσβατος για τους νέους, μια σύντονη προσπάθεια ποιητών της τελευταίας ώρας, δημιούργησε, σαν από αυτοσυντήρηση, μια πνευματική κίνηση και άνοιξε τον δρόμο σε μια νέα ποιητική γενιά. Αν και η κίνηση αυτή επισημαίνεται με ιδιαίτερη έμφαση από το ’67 και μετά, φτάνοντας στην κορυφωσή της το’69, βασίστηκε εν τούτοις σε ποιητές που άρχισαν να την προετοιμάζουν στην αρχή της πενταετίας.
Άλλωστε δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η πενταετία αυτή υπήρξε για τον παγκόσμιο χώρο ένα χρονικό διάστημα σημαντικών εξελίξεων και ανακατατάξεων. Μια πενταετία κρίσιμη, στη μέση ενός αιώνα μεταβατικού, με άγνωστες μέχρι στιγμής συνέπειες για την ανθρωπότητα. Ιδιαίτερα στον ελληνικό χώρο, η πενταετία αυτή τείνει να λάβει ένα εξαιρετικό βάρος και ίσως κάποτε περάσει στην ιστορία σαν μια κρίσιμη στιγμή του Ελληνισμού, από εκείνες που κρίνουν τη μοίρα ενός έθνους. Ένα τέτοιο διάστημα, τόσο πυκνό σε γεγονότα, αποκτά κάποιο ειδικό βάρος στους ώμους του συνειδητού ατόμου. Επειδή η ελληνική ποίηση στις κορυφαίες στιγμές της στάθηκε πάντα μια συνειδητή φωνή ελεύθερων πνευμάτων, είναι επόμενο να ενδιαφέρει το ειδικό χρώμα της μέσα στην τελευταία πενταετία. Δοσμένο μάλιστα από τους νέους, τη γενιά της τρίτης μεταπολεμικής δεκαετίας, που είναι ο πιο ευαίσθητος και αυθόρμητος δέκτης κάθε κοινωνικής ροής. Οι αναζητήσεις των νέων και το ιδιότυπο κλίμα που ανασαίνουν, άσχετα από τις διαφορές στην αντιμετώπιση και στον τρόπο της έκφρασης, τους οδήγησαν σε κοινούς στόχους [...] Διακρίνεται λοιπόν κάποια πορεία και ενοποιημένη δράση, που εκδηλώθηκε, πέρ’ από την έκδοση συλλογών, με τη δημιουργία λογοτεχνικών ομάδων, την οργάνωση ποιητικών εκδηλώσεων, την κυκλοφορία περιοδικών, κ.α.
Αυτή λοιπόν η γενιά, σε αντίθεση με την προηγούμενη, τη γενιά του ’60, ήρθε για να μείνει και να κάνει αισθητή την παρουσία της. Λογοτεχνικές συντροφιές, περιοδικά, παρέες, μια καλλιτεχνική ευφορία έδωσε τη θέση της στην διακριτικότητα και την συνειδητή απουσία της προηγούμενης γενιάς. Δεν είναι τυχαίο που νέα παιδιά, 20 έως 25 χρόνων, τολμούν στην κυριολεξία να κάνουν ανθολογίες για μια γενιά που δεν έχει κάνει καλά καλά αισθητή την παρουσία της. Έτσι η Έλενα Στριγγάρη κι ο Τάκης Σπηλιάκος εκδίδουν την Ποιητική Ανθολογία Νέων το 1968· ο Μάκης Αποστολάτος την ανθολογία νέων λογοτεχνών με τον τίτλο Παρουσίες το 1970· το 1970 εκδίδεται επίσης ο τόμος 6 ποιητές, σε μη αναφερόμενο εκδοτικό οίκο όπου ανθολογούνται οι ποιητές Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, Τάσος Δενέγρης, Δημήτρης Ποταμίτης, Λεφτέρης Πούλιος και Βασίλης Στεριάδης· ο Στέφανος Μπεκατώρος και ο Αλέκος Φλωράκης εκδίδουν την ανθολογία που προανέφερα με τίτλο, Η νέα γενιά. Ποιητική ανθολογία 65-70· ο Δημήτρης Ιατρόπουλος την Ποιητική αντι-ανθολογία το 1971. Είναι όλοι πολύ νέοι, και από τους ποιητές που ανθολογούν ελάχιστοι είναι σήμερα γνωστοί. Δεν παύει ωστόσο η πρωτοβουλία και η τόλμη τους να δείχνει την αίσθηση της γενιάς αυτής ότι ήρθε για να σαρώσει τα πάντα και να καταλάβει τη θέση που της ανήκει. Κυκλοφόρησαν επίσης δύο ογκώδεις τόμοι, δύο συλλογικές εκδόσεις με τον τίτλο Κατάθεση ’73 και Κατάθεση ’74 στους οποίους συμμετείχαν πολλοί ποιητές της γενιάς του ’70. Οι ανθολογίες και οι συλλογικές εκδόσεις, μολονότι δεν είχαν διαμορφώσει ούτε κριτήρια ούτε είχαν σαφή προσανατολισμό, επηρέασαν την τελική διαμόρφωση του σώματος της γενιάς του ’70 όπως αυτό ολοκληρώθηκε, με σημαντικές προσθήκες βέβαια, τα επόμενα χρόνια.
Μπαίνω στον πειρασμό να σας διαβάσω το εισαγωγικό σημείωμα για τον Χάρη Μεγαλυνό από την ανθολογία του Ιατρόπουλου, που επιβεβαιώνει το κλίμα ευφορίας και βεβαιότητας με το οποίο επέλασε στον καλλιτεχνικό χώρο αυτή η γενιά.
Γεννήθηκε στα 1951 στον Πύργο. Μένει μόνιμα στην Αθήνα. Είναι στο δεύτερο χρόνο της Νομικής. Εκπληκτικά παραγωγικός, γράφει με απίστευτη ευκολία σ’ ένα ιδιότυπο «ιστορικό» στυλ. Τα 12 ποιήματα που παρουσιάζει ξεδιαλέχτηκαν από εκατοντάδες του τελευταίου καιρού, μόνο και μόνο για το θεματολογικό τους ενδιαφέρον. Όλα τα άλλα βρίσκονται στην αυτή ποιότητα φόρμας και ποιητικής διαδικασίας.
Ενδιαφέρον έχει να παρακολουθήσουμε τη στάση της γενιάς του ’70 στη διάρκεια της δικτατορίας. Τον Ιούλιο του 1970 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος ένας τόμος με τον τίτλο 18 κείμενα. Ο τίτλος του βιβλίου ήταν απολύτως σύμφωνος με το γράμμα του νόμου περί τύπου, τα κείμενα όμως που ακολουθούσαν, χωρίς αυτό να δηλώνεται ρητά, είχαν ως θέμα τη λογοκρισία και την καταστολή. Ακολούθησαν άλλοι δύο ανεξάρτητοι τόμοι, τα Νέα κείμενα και τα Νέα κείμενα 2. Σε αυτό τον τελευταίο τόμο υπάρχει ποίημα του Λευτέρη Πούλιου. Κανένας άλλος ποιητής της γενιάς του ’70 δεν συμμετέχει στην μοναδική ίσως αντιστασιακή πράξη που έγινε από τους λογοτέχνες στην Ελλάδα την περίοδο της δικτατορίας.
Ίσως η λανθάνουσα ευφορία που συνοδεύει την δεκαετία του ’60 στην Ελλάδα τον μετασχηματισμό των μικροαστικών τάξεων και θα οδηγήσει σταδιακά στην έπαρση της κατανάλωσης, της ατομικής ευημερίας και στον θρίαμβο της τεχνολογίας, περνούσε και μέσα από τον κόσμο της ποίησης. Η ευφορία της ανάδυσης νέων αξιών, που έχουν να κάνουν κυρίως με την ποιητική επένδυση στο σώμα και την αισθαντικότητα, επιτρέπει στη γενιά αυτή να απενοχοποιηθεί και να επιδιώξει την απομάκρυνσή της από οτιδήποτε θυμίζει ήττα και περιθώριο για τα οποία αισθάνεται, με την συνηγορία και της νεότητας, μιαν αποστροφή.
Άλλωστε και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ενισχύει την ευφορική διάθεση της γενιάς του ’70. Οι μπουάτ της Πλάκας, το Νέο Κύμα, οι μουσικές συνθέσεις του Θεοδωράκη, του Μαρκόπουλου, του Σαββόπουλου, οι μελοποιήσεις ποιητών, ευνοούν την δημιουργία κλίματος παρέας, ενώ παράλληλα ενισχύουν την ανάγκη συσπείρωσης γύρω από περιοδικά, εκδόσεις και ανθρώπους του πνεύματος. Το έντεχνο ελληνικό τραγούδι στη διάρκεια της δικτατορίας είχε παίξει σπουδαίο ρόλο κυρίως λόγω της σύνδεσής της με την ποίηση και οδήγησε αρκετούς ποιητές της γενιάς του ’70 να αναπτύξουν την τεχνική και την αισθητική του τραγουδιού. Αναφέρω τους Γκανά και Ιατρόπουλο οι οποίοι έγραψαν στίχους τραγουδιών οι οποίοι δεν μελοποιήθηκαν εκ των υστέρων. Υπήρξαν επίσης περιπτώσεις ποιητών οι οποίοι ασχολήθηκαν με τη μουσική και μελοποίησαν οι ίδιοι ποιήματα άλλων ποιητών ή και δικά τους όπως ο Γιάννης Πατίλης.
Είναι εντυπωσιακό ότι τόσο δυναμική συσπείρωση νέων ανθρώπων με κέντρο την ποιητική δημιουργία δεν έχει ξαναγίνει στη νεοελληνική πνευματική ζωή, πόσο μάλλον που η γενιά αυτή διαδέχεται την γενιά του ’60 η οποία είχε επιλέξει τη σιωπή και τη συνειδητή αποχή από εκδηλώσεις μαζικές, ανθολογήσεις και περιοδικές εκδόσεις.
Ένδειξη της γενικότερης ευφορίας και βεβαιότητας ότι κάτι νέο είχε να πει και να φέρει αυτή η ποιητική γενιά είναι και η δημιουργία πολλών λογοτεχνικών περιοδικών, άλλων βραχύβιων και άλλων μακροβιότερων που εξέδωσαν ομάδες ή μεμονωμένοι εκπρόσωποι της γενιάς του ’70.
Στην αρχή η συγκεκριμένη ομάδα εκφράζεται με βραχύβια περιοδικά, χωρίς σαφή αισθητική, καλλιτεχνική άποψη και χωρίς κάποιον θεωρητικό προσανατολισμό. Έτσι εκδίδονται ο Λωτός, η Διαπίστωση, τα Πρόσωπα, η Παρουσία και κάποια άλλα που εκφράζουν την τάση της εποχής. Αργότερα, και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, εκδίδονται περιοδικά των οποίων οι εκδότες είναι ποιητές της γενιάς του ’70 και τα οποία, με διαφορετικό τρόπο το καθένα, εκφράζουν ατομικές ή και συλλογικές καλλιτεχνικές τάσεις και θεωρητικούς προβληματισμούς. Πάντως σε όλα τα περιοδικά φιλοξενείται αδημοσίευτη ποίηση, συχνά από άγνωστους καλλιτέχνες. Αυτή είναι πρωτίστως η προσφορά αυτών των περιοδικών: μπορώ να πω ότι συνιστούν μία άμεση πηγή για τις ποιητικές ανησυχίες της εποχής, και δεν έχει σημασία αν πολλές φορές αυτές δεν είναι επιτυχείς.
Κυκλοφορεί λοιπόν το Δέντρο από τον Κώστα Μαυρουδή, η Λέξη από τους Αντώνη Φωστιέρη και Θανάση Νιάρχο, το Τραμ της δεύτερης περιόδου από τον Δημήτρη Καλοκύρη, το Γράμματα και Τέχνες με βασικό υπεύθυνο τον Κώστα Παπαγεωργίου, ο Πόρφυρας από τους Δημήτρη Κονιδάρη και Περικλή Παγκράτη, το Πλανόδιον από τον Γιάννη Πατίλη, η οδός Πανός από τον Γιώργο Χρονά. Αυτά και άλλα περιοδικά, όπως Ο Ελλεβόρος, η Γραφή Λάρισας, το Εμβόλιμον, η Πανδώρα,επιβεβαιώνουν την εξωστρέφεια της γενιάς του ’70 και την ανάγκη της να διαμορφώσει και να αναδείξει ένα ποιητικό κι ευρύτερα πνευματικό πρόσωπο.
Θεματολογία. Τα κυρίαρχα μοτίβα της γενιάς του ’70 είναι η καταγγελία της μηχανής και του βιομηχανικού κόσμου, η μοναξιά, η αποξένωση, η αλλοτρίωση, το αστικό τοπίο, η αποστροφή προς την πραγματικότητα. Είναι αμφίβολο αν ο κόσμος αυτός αισθητοποιείται με γνήσια, εσωτερική αγωνία από τους περισσότερους ποιητές. Η χρήση επιθετικής, προκλητικής γλώσσας και ειρωνείας, συχνά παραμένει εξωτερική και οδηγεί στην επανάληψη και την κοινοτοπία. Άλλωστε η νεοελληνική πραγματικότητα της δεκαετίας του ’70 απέχει πολύ από το αστικό τοπίο που διαμορφώνει ποιητικά η ποίηση των νέων της δεκαετίας αυτής. Συχνά αναφομοίωτες επιδράσεις από τη μπητ ποίηση και τα ελευθεριακά κινήματα της εποχής, τη ροκ μουσική και γενικά από την ποπ κουλτούρα, παγιδεύουν τους ποιητές οι οποίοι εξαντλούνται σε γλωσσικά πυροτεχνήματα τα οποία δεν στηρίζουν περιεχόμενα.
Ο απροσδιόριστος φόβος που έχει εσωτερικεύσει η γενιά αυτή και που, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, είναι προϊόν της πραγματικότητας που έζησε η Ελλάδα τα μεταπολεμικά χρόνια, δημιουργεί έντονη απώθηση με αποτέλεσμα η γενιά αυτή να στέκεται αμήχανα μπροστά στα αισθήματα και το παρελθόν της και να επιλέγει τη βίαιη αποκοπή από αυτό, χωρίς να μπορεί να στηρίξει με ποιητική γνησιότητα την αντιπαράθεση στον νέο κόσμο που υποπτεύεται ότι έρχεται και δεν τον ζει όμως η ίδια.
Χαρακτηριστικό επίσης της γενιάς αυτής, την πρώτη κυρίως δεκαετία, είναι η αναζήτηση του απόλυτου, η ρομαντική, λυρική προσέγγιση ενός κόσμου ο οποίος μοιάζει να διαμορφώνεται τη στιγμή που γράφεται η ποίηση και απέχει πολύ από τα ιδεολογικά, πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα που απασχολούσαν την ποίηση της προηγούμενης γενιάς. Αυτό είναι ίσως και ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της ποίησης αυτής της γενιάς, ότι συμβάλλει με ποιητικά περιεχόμενα στην δημιουργία του νέου κόσμου, ελκόμενη και συνάμα απωθούμενη από αυτόν.
Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό επίσης της γενιάς του ’70 είναι η αφομοίωση στοιχείων από πολλούς, συχνά αντιφατικούς χώρους. Σχεδόν συνομήλικοι με την γενιά του ’60, την παραμερίζουν και στέκονται πιο κοντά στους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, Σαχτούρη, Αναγνωστάκη, Καρούζο, και ιδιαίτερα κοντά στους ποιητές της γενιάς του ’30. Η έντονη παρουσία του Σεφέρη στην ελληνική σκηνή στην διάρκεια της δικτατορίας επηρεάζει σημαντικά τους νεαρούς τότε πρωτοεμφανιζόμενους ποιητές. Η πρωτοβουλία του για την έκδοση των Δεκαοχτώ κειμένων και των Νέων κειμένων αργότερα, καθώς και η δήλωσή του κατά της δικτατορίας, παράλληλα με την γοητεία που ασκεί η ατμοσφαιρική ποίησή του, η οποία είχε αποφύγει την πολιτική δέσμευση τη δεκαετία του ’60, φέρνει τους νέους ποιητές πολύ κοντά στην ποίησή του. Επιρροές επίσης διακρίνουμε στη γενιά αυτή από τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, τον Σολωμό και τον Παλαμά, κυρίως στο ρητορικό και προφητικό ύφος.
Αισθητική. Η γενιά του ’70 είναι μια γλωσσοκεντρική γενιά. Προσπαθεί, και το καταφέρνει αρκετά, να συντάξει έναν νέο γλωσσικό ποιητικό κώδικα με στόχο να ορίσει τον εαυτό της και να διαφοροποιηθεί από τις δυο προηγούμενες μεταπολεμικές γενιές, οι οποίες είχαν εστιάσει κυρίως στο περιεχόμενο υπό το βάρος των ιδεολογικών πιέσεων και της πιεστικής ανάγκης να εκφράσουν με καθαρότητα το πολιτικό τους όραμα. Κατ’ αρχάς, παρά την γλωσσοκεντρικό χαρακτήρα της ποίησής της, η γενιά του ’70 αμφισβητεί την δυνατότητα της γλώσσας να μεταφέρει την δυναμική της ποίησής της και την επιθυμία της να τοποθετηθεί απέναντι στον νέο κόσμο που ανατέλλει. Παραθέτω ένα ποίημα του Βασίλη Στεριάδη όπου με υπονομευμένη αυτοαναφορικότητα τίθεται το θέμα της αδυναμίας της γλώσσας.
Να ξαναβρούμε λοιπόν τα χαρακτηριστικά μας/ σε μια καινούργια συχνότητα/ πιο κοντά στα πράγματα που αγαπήσαμε/ στα πράγματα που χάσαμε σ’ ώρες ταλαντευόμενης ευαι-/σθησίας./ Τώρα δεν πιστεύω πια στα ωροσκόπια/ ούτε στις καιρικές μεταβολές όπως τις σημειώνουν στα νο-/ σοκομεία./ Γιατί υπάρχει πάντα και το ενδεχόμενο/ ν’ απλώσουμε σε καινούργια δεδομένα τη σιωπή μας/ σαν ένα ύστατο καλωσόρισμα σε κάτι που είναι απόν ακόμα./ Δε θέλω να πω πως εκείνο το ασύμμετρο γαλάζιο/ έχει μια μακρινή χημική συγγένεια/ με το δικό σου αμφιβληστροειδή/ όμως εδώ μπορεί να πέφτω κι έξω/ όπως πέφτουν έξω από τα πράγματα/ όσοι μιλάνε ή σκέφτονται με στίχους.
Εικόνες ασύνδετες μαζί με υπερρεαλιστικές και ριζοσπαστικές γλωσσικές επιλογές υπονομεύουν συχνά την απόπειρα να ανιχνευθεί νόημα ενώ παράλληλα ευνοούν ρήξη με τον ορθολογισμό. Επιλέγω πάλι ένα ποίημα του Στεριάδη :
Στο κάτω κάτω είμαι ανισόρροπος. Η ψυχή μου ενίοτε/ καίγεται σ’ ένα μικρό λυχνάρι, όπως άλλωστε όλων σαν/ εμένα. Ουδεμία σχέση με το λυχνάρι του Αλαντίν/ τους εξήγησα και τους γύρισα την πλάτη στο κανούργιο/ ρεστωράν για να γίνει ατμόσφαιρα – ταμπαρατούμπαρα.
Ένα άλλο μορφικό χαρακτηριστικό της γενιάς αυτής, ιδιαίτερα τις δεκαετίες του ’70 και ’80, είναι η χρήση γλώσσας που προέρχεται από τον βιομηχανικό χώρο και την τεχνολογία, από τον εφιάλτη της μηχανής και του πλαστικού, άλλοτε με σκωπτική διάθεση κι άλλοτε με την μελαγχολία της παραδοχής και της ένταξης. Η φύση μετατρέπεται σε βιομηχανικό τοπίο. Σας διαβάζω ένα απόσπασμα από ποίημα της Νατάσας Χατζηδάκι:
Ένα υγρό στρώμα φθινοπωρινά φύλλα/ κι από κάτω θαμμένα τα ηλεκτρικά μου μίξερ/ τίναξα καθόλου τα φύλλα του ημερολογίου τον Μάιο/ τριγκ τριγκ σπάω/ φύγε μετά ή πριν/ θα κοιμηθείς με παγάκια στα χέρια/ και στη θήκη του πικ-απ ο Ντέιβιντ Μπόουι είναι/ πεθαμένος σαν ουράνιο τόξο.
Κι ένα ποίημα του Γιάννη Πατίλη:
Περίφημο πυρέξ δεν το ’ξερα/ πως σ’ έφτιαξαν από την άμμο της θαλάσσης./ Όλο το καλοκαίρι κυλιόμουνα στη φλόγα σου/ με τη φωτιά σου ζέσταινα το κορμί μου./ Και τώρα που μπουμπουνίζει για καλά/ κι αστράφτει στο σκοτάδι της κουζίνας/ είσαι εσύ ένα κομμάτι φως καλοκαιριού,/ που μου ζεσταίνεις το φαΐ.
Αιχμηρή ειρωνεία, υπερρεαλιστικά στοιχεία, καθημερινός τολμηρός λόγος, διακειμενικότητα, οξεία γλώσσα, χρήση συμβόλων, στοιχεία κόμικς και ποπ κουλτούρας, αλληγορικές έννοιες, ρητορισμός, εριστικός απελπισμένος τόνος, συγκερασμός τεχνοτροπιών, τολμηρός μεταφορικός λόγος, ανεικονισμός αλλά και ασύνδετες εικόνες, είναι αρκετά από τα μέσα που μετέρχεται η γενιά του ’70 στην προσπάθεια να στήσει την ποιητική της. Συχνά η μορφή και το περιεχόμενο δεν υποστηρίζονται αμοιβαία με αποτέλεσμα τα ποιήματα να παραμένουν απόπειρες που εξαντλούνται στην μορφική και τεχνική επεξεργασία. Έχουν μάλιστα ένα ρητορισμό που παγιδεύει το ποίημα το οποίο αναλίσκεται σε λεκτικό εντυπωσιασμό και σε ανεξέλεγκτη λεξιλαγνεία. Σας διαβάζω ένα ποιήμα του Αντώνη Φωστιέρη από τη συλλογή «Το θα και το να του θανάτου»:
Μικρή μου γόησσα μην αποκρούεις τον έρωτά μου –/ Πάντως να ξέρεις πως δεν σ’ έχω ερωτευτεί. Κι αν σε τραγούδησαν/ Οι ποιητές των εποχών κι αν σου’ ψαλαν/ Με λύρες από τρίχινες χορδές/ Μάθε λοιπόν, οι ποιητές είναι μαλάκες όλοι τους/ Αλλιώς δε θ’ άφηναν/ Να τους φωνάζουν ποιητές. Ακούμπησε/ Το τρυφερό χεράκι σου από νερό κι από άνεμο/ ––Έτσι δε σου’ λεγαν αυτοί οι ανεκδιήγητοι;–– / Στο μέτωπό μου. Ο πυρετός/ Η φυσική θερμοκρασία ενός κορμιού/ Που κατουράει τη δάφνη και αψηφάει τον ψίθυρο/ Του πνεύματος που ξεψυχάει. Ακούμπησε/ Τη ρόγα του βυζιού στα χείλη μου/ Κι άσε τη γλώσσα μου να γλύψει άλαλη/ το βάζο του ρίγους σου. Γόησσα μικρή/ Με στίχους δεν υψώνεται κανείς σε οργασμό/ Ούτε τα ψώνια ετούτα γύρω σου που χύνουνε / Γαργάρες από λέξεις. Άκουσε/ Τους παφλασμούς τα μουγκρητά ή τα κλάματα:/ Με τέτοιους ήχους πλάστηκε ο κόσμος. Άκουσε/ Το κρώξιμο – ή το βρυχηθμό/ Του λιονταριού που είναι ο κόσμος. Άκουσε/ Το βουητό του ωκεανού. Το βουητό./ Κι όχι το αμέριμνο τραγούδι των ψαράδων.
Βέβαια πρέπει να τονίσω ότι τόσο η αισθητική όσο και η θεματική συνοχή είναι χαλαρές, δεν υπάρχει δηλαδή ενιαίος μορφικός και θεματικός προσανατολισμός, ιδιαίτερα από τις αρχές τις δεκαετίας του ’90 που οι ποιητές της γενιάς του 70, στη φάση της καλλιτεχνικής τους ωριμότητας, ακολουθούν μοναχικές πορείες και πιο προσωπικούς και πολύπλοκους καλλιτεχνικούς δρόμους. Ωστόσο μπορούμε να μιλήσουμε για ένα σύστημα, που μπορεί να συναντιέται και να απομακρύνεται ως σύνολο και ως μονάδα, κυρίως στις αισθητικές του αναζητήσεις.
Τα ελευθεριακά κινήματα στην Ευρώπη και την Αμερική πυροδότησαν προβληματισμούς που αφορούσαν τόσο τη γυναικεία δυναμική στον τομέα της τέχνης όσο και τη δυνατότητα των γυναικών να εκφραστούν αναθεωρώντας τις αφηγηματικές τεχνικές που είχαν διαμορφωθεί από τον ανδρικό λόγο. Η αμφισβήτηση που ξεκινάει από την προσπάθεια των γυναικών να επαναπροσδιορίσουν την ταυτότητα και τον ρόλο τους σε μία ανδροκρατούμενη κοινωνία συνοδεύεται από το εγχείρημα της αποδόμησης της ποιητικής γλώσσας στον βαθμό που η επικρατούσα αδυνατεί να εκφράσει τη γυναικεία συνείδηση. Στο πνεύμα θεωρητικών του φεμινισμού, όπως η Σιξού, δημιουργούνται όροι όπως «γυναικεία λογοτεχνία» ή «γυναικεία γραφή» και ξετυλίγονται και στην Ελλάδα μια σειρά από συζητήσεις και αντιπαραθέσεις αντίστοιχες με εκείνες που γίνονται στα περισσότερα αμερικανικά και ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Στο πλαίσιο της αναζήτησης νέων γυναικείων εκφραστικών τεχνικών δημιουργείται μια γυναικεία τάση μετάβασης σε αρχετυπικά γυναικεία σύμβολα όπου η γυναίκα γίνεται ένα με τη φύση, τη «γυναικότητα» και την ευφορία. Το παρακάτω ποίημα της Ιωάννας Ζερβού είναι χαρακτηριστικό δείγμα της γυναικείας ποιητικής κυρίως στις δεκαετίες του ’70 και ’80, και της προσπάθειας να αναζητηθεί ένας γλωσσικός και αισθητικός τόπος για να φιλοξενήσει τη γυναικεία συνείδηση.
[Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΦΑΛΛΟΣ] Είμαι αυτή που δεν μιλάει αλλά μιλιέται/ αυτή που δεν γράφει αλλά γράφεται/ αυτή που κατεβαίνει από τη νύχτα του καιρού/ βουβή/ Και η οργή μου φουσκώνει τα ποτάμια των επαναστάσεων/ κατεβάζοντας τη δική μου κραυγή σκοτώνοντας τη γλώσσα/ να φτάσει μέχρι τη ρίζα τού πάθους μου/ να οπλιστεί με τα βέλη της Σίβυλλας/
Παντού ο βασιλιάς- φαλλός/ και πού να βρω το πρόσωπό μου/ εγώ η Ανύπαρχτη.
Ωστόσο πολλές ποιήτριες της γενιάς του ’70, όπως η Μαρία Λαϊνά και η Τζένη Μαστοράκη, αρνήθηκαν τον όρο «γυναικεία γραφή» θεωρώντας ότι συνιστά μιαν απλοϊκή, συναισθηματική προσέγγιση της τέχνης η οποία εγκλωβίζει τη δημιουργία με το πρόσχημα του έμφυλου προκαθορισμού.
Στο σημείο αυτό, κι επιθυμώντας να ξεφύγω από την παγίδα της γενίκευσης η οποία είναι αναπόφευκτη όταν εξετάζεται μια γενιά καλλιτεχνών στο σύνολό της και υπό το πρίσμα κοινωνικών και αισθητικών δεδομένων, θα ασχοληθώ με κάποιους συγκεκριμένους ποιητές. Στόχος, πέρα από την επιβεβαίωση του κοινού τόπου, να αναδειχθεί το ποιητικό πρόσωπο και η μοναδικότητα του καθενός η οποία είναι αισθητή στην πορεία και στην ωρίμανσή του μέσα στον χρόνο. Στην επιλογή μου αυτή, πέρ’ από την γενική αποδοχή που απολαμβάνουν οι συγκεκριμένοι ποιητές και την καταξίωσή τους μέσα στον χρόνο, με οδήγησε η προσωπική μου, εν πολλοίς αυθαίρετη προτίμηση.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΤΕΡΙΑΔΗΣ: γεννήθηκε το 1947 στοΝ Βόλο και έζησε στον Περισσό όπου και πέθανε το 2003. Τα τρία πρώτα βιβλία του Ο κ. Ίβο (1970), Το ιδιωτικό αεροπλάνο (1971) και Ντικ ο χλωμός (1976) είναι από εκείνα που διαμορφώνουν την αισθητική και το ποιητικό πρόσωπο της γενιάς του ’70. Τόλμησε ίσως περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον την ρήξη με τον ευθέως αναφορικό λόγο της γενιάς του ’60 και με τα γλωσσικά του ακροβατικά πέτυχε να κάνει μια δροσερή, δηκτική ποίηση, γεμάτη απροσδόκητες, εξαθρωμένες εικόνες. Με έντονο το ποπ στοιχείο και γλώσσα που έρχεται από τα κόμικς, τον κόσμο του ποδοσφαίρου και τη βίαιη πραγματικότητα, διαμορφώνει ένα εκρηκτικό ποιητικό όχημα με το οποίο προσπαθεί να αποσαθρώσει τον κόσμο της τεχνολογίας και της κατανάλωσης.
Το δεύτερο πρωί/ φτιάξαμε έναν κατάλογο από πιθανές γνωριμίες/ ο κ. Ίβο ήταν ο πρώτος/ δεν ήθελα να χαλάσω την προτεραιότητα/ να μη γίνει κάποιο λάθος ή καμιά παρεξήγηση/ όπως κάνουν συνήθως οι άνθρωποι./ Θυμήθηκα πάλι τις αποσκευές/ σε μια αίθουσα που απαγορευότανε το κάπνισμα ή το κα-/ πνίζειν/ και το τρίτο πρωί/ ήτανε ο άλλος που μιλούσε αργά και με κάποια δυσκολία/ στα ένρινα/ δίνοντας την εντύπωση ότι σωθήκανε οι μπαταρίες της/ φωνής του/ έρχομαι εκ μέρους του κ. Ίβο, έλεγε, ξέρετε/ χάλασε το θυροτηλέφωνο, ξέρετε αυτές οι συσκευές/ κάναμε τέσσερις μέρες να συνεννοηθούμε με τους επι-/ σκέπτες/ ύστερα βρήκαμε μια κάρτα κάτω από την πόρτα/ που διαφήμιζε καινούργιους τρόπους επικοινωνίας/ με τη χώρα των κωφαλάλων./ Τότε πρόσεξα πως απ΄ τη δεξιά τσέπη του σακακιού του/ ένα τρανζίστορ έβγαινε/ με την κεραία του.
Η χρήση ιδιωματικής γλώσσας, ηθελημένα αντιποιητικής, η ρήξη με το συντακτικό και τον λογικό ειρμό, η έλξη που του ασκούν ετερόκλητες λέξεις και εικόνες, υποστηρίζονται από ένα περιεχόμενο που θέλει να εκφράσει με εκρηκτικό, ανορθολογικό τρόπο την ασφυξία του σύγχρονου ανθρώπου στον σύγχρονο μεταβιομηχανικό κόσμο.
Ο γιατρός άνοιξε την τσάντα/ έβγαλε ένα παράξενο μικρό εργαλείο/ πάνω στο τραπέζι τα ξεκοιλιασμένα ποιήματα έβγαζαν/ χλωροφόρμιο/ «Κάνω εγχειρήσεις στ’ άρρωστα ποιήματα» μου είπε, «κάτι/ σώνεται/ κάποτε γράφω κι εγώ, βλέπεις, εδώ είναι όλα πιθανά./ Ύστερα σου’ ρχονται όλα ξαφνικά, δικάζεσαι για φόνο»./ Τότε άρχισα να μικραίνω/ στο τέλος έγινα ένα μικρό μπουκάλι με αντισηπτικά./ Ο γιατρός πλησίασε το τραυματισμένο ακουστικό, κι εγώ/ επανέλαβα./ « Πέρασα ένα ευχάριστο απόγευμα ανασαίνοντας δύσκολα/ όπως το τραίνο σε κάποιο παλιό ποίημα του γιατρού/ είμαι υπέροχος εξαιτίας της απόγνωσης/ έκανα τα αισθήματά μου διαφήμιση/ και κατέθεσα την αγάπη μου στο ταμείο παρακαταθηκών και/ δανείων»./ Αυτό είναι καλό ποίημα, μου είπε/ και τ’ άλλα βέβαια ήταν καλά/ αλλά είχα απαυδήσει από ισορροπία/ αυτή είναι η γνώμη μου ως αρχιτέκτονος.
Ο Βασίλης Στεριάδης με την δηκτική, ανατρεπτική του γραφή, τις άναρχες, παλλόμενες, δυναμικές εικόνες, τους συνειρμούς, τις υφολογικές δολιοφθορές, την αποσαθρωτική ειρωνεία, κατορθώνει να μετατρέψει το μουντό βιομηχανικό τοπίο σε τόπο μάχης όπου βγαίνει κερδισμένος αυτός που ενστερνίζεται τον παραλογισμό και την μαγεία.
ΑΛΕΞΗΣ ΤΡΑΪΑΝΟΣ: Γεννήθηκε το 1944 στη Θεσσαλονίκη και αυτοκτόνησε το 1980 στο Καπανδρίτι. Η ποίηση του Τραϊανού είναι μια ειλικρινής και εσωτερικευμένη αποστροφή προς την πραγματικότητα που παίρνει μορφή από λόγο παρατακτικό, ρευστό, καλοδουλεμένο, διαυγή και καθαρό.
Καλοκαίρι στεγνό κίτρινο/ Φωλιασμένο στις ρυτίδες των πεύκων/ Φωλιασμένο πάλι και πάλι φορώντας το χρόνο/ Απουσία και νύχτα/ Προσωπείο χλωμό και κερί μες στη σκυμμένη αγάπη/ Προσωπείο κλεισμένο σε μελανές κάμαρες/ Βλέποντας τα δέντρα του λωτού να ψηλώνουν/ Σε μελανές κάμαρες τους λωτούς να πληθαίνουν/ Ανάστημα από σιωπή/ Δάπεδο φυτεμένο της απομόνωσης/ Έπειτα τόσες φορές πέρασε/ Έκείνος ο δυνατός άνεμος/ Γκρέμισε αρκετά δέντρα άλλα μαράθηκαν/ Ήρθε η μνήμη γυναίκα γυμνή/ Ξεσκεπάζοντας ένα χώρο από καθρέπτες/ Αρχίζοντας το παιγνίδι/ Που προσπαθούμε να συγκολλήσουμε/ Μικρά μικρά κομματάκια τις χαμένες μας μέρες/ Όλο σκόνη και στάχτη/ Παίζουμε πάντα το ίδιο παιχνίδι/ Χρώματα φωτεινά χρώματα θαμπωμένα/ Κερδίζοντας ακίνητος ανέκφραστος/ Το βαρύ νόημα να υπάρχουμε/ Μέρες ματωμένες από ράμφη πουλιών/ Ριγώνοντας τη ζωή μας/ Οι μικρές μέρες χωράν μεγάλες λύπες.
Επηρεασμένος από τον Καρυωτάκη, τη Σύλβια Πλαθ και τον Τσαρλς Μπουκόφσκι, τους οποίους μάλιστα μεταφράζει, μεταφέρει τον άνυδρο εσωτερικό του κόσμο σε έναν εξίσου εφιαλτικό εξωτερικό όπου τα πάντα είναι πεθαμένα, ακόμα και η φύση. Η αδυναμία του Τραϊανού να βρει υποκατάστατα και παραμυθία μετατρέπεται ποιητικά σε λόγο πικρό και αληθινό, καίριο και αποφασισμένο να καταδείξει ότι τα υπαρξιακά αδιέξοδα και η δυστυχία του μεταπολεμικού ανθρώπου, όταν είναι πραγματικά, δεν μπορούν να μεταποιηθούν σε ποίηση παρηγορητική και ανακουφιστική.
Πρόσωπο δεν υπάρχεις. Τέλειωσες άσκημα κάθε νύχτα/ Ένα ταξίδι ιγκόγκνιτο ήτανε όλα/ Ένας χρόνος αγνώριστος σε μιαν άγνωστη χώρα/ Μα τώρα η λογική μου γιατί έχει γίνει παράλογη/ Σ’ αυτό το παράθυρο απ’ όπου υποθέτω δεν πρόκειται/ Ούτε να ’βγει ούτε να ’μπει καμιά ζωή/ Κι απλώνεται πάλι αυτός ο κίτρινος ορίζοντας/ Μέσα σ’ ένα παγωμένο μνημείο μεσημέρι/Αλλ’ αυτό το χαλασμένο αίμα μπορεί να το πίνει κανείς/Το πικρό του σώμα κατεβαίνει ολοένα τον ουρανό/ Από μόρια χρονοΰλης τρύπιο νεφέλωμα/Από μόνο πως θα πεθάνω σ’ ένα χτες από μένα και τίποτα/ Δίχως να ’ χω πολλά λόγια να πω/Κουράστηκα με την άβυσσο Αυτήν τη φωνή μου/ Μιλώ με τον Μάλερ/ Έναν αμφίβιο τρόμο Έναν υπόγειο κρότο/ Έναν πυροβολισμό πάνω στο πρόσωπό μου/ Σπέρματα της πολιτείας κεραίες χοάνες μαύρα αγκάθια/ Ένας που πέρασε απόψε σαν πάλι/ Κι οι λέξεις μου έρχονται και τεντώνουν την ίδια πάντα μουσική/ Όμως η τελευταία ποίηση γράφτηκε πριν από χρόνια/ Φτάνει πια Μη με πεις άλλο ποιητή/ Πίνω το κίτρινο πρόσωπό μου.
ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ: Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943 και πέθανε το 2011. Η ποιητική πρόταση του Χιόνη εμπεριέχει εξίσου το καλλιτεχνικό και το στοχαστικό μέρος. Λιτός, ανατρεπτικός, αυτοαναιρετικός αναπαράγει εκδοχές του ιδίου τού εαυτού του τις οποίες φροντίζει να κρύβει πίσω από διάφορα προσωπεία. Σε όλες του τις εκδοχές ο ποιητής αυτοϋπονομεύεται με ακρίβεια και ελεγχόμενη ειρωνεία παίζοντας με τις φοβίες, τις ανασφάλειες, τα ιδεολογήματά του.
Ω ναι, ξέρω καλά πως δε χρειάζεται καράβι για να ναυαγήσεις, πως δε χρειάζεται ωκεανός για να πνιγείς./ Υπάρχουνε πολλοί που ναυαγήσαν μέσα στο κουστούμι τους, μες στη βαθιά τους πολυθρόνα, πολλοί που για πάντα τους σκέπασε το πουπουλένιο πάπλωμά τους./ Πλήθος αμέτρητο πνίγηκαν μέσα στη σούπα τους, σ’ ένα κουπάκι του καφέ, σ’ ένα κουτάλι του γλυκού.../ Ας είναι γλυκός ο ύπνος τους εκεί βαθιά που κοιμούνται, ας είναι γλυκός κι ανόνειρος./ Κι ας είναι ελαφρύ το νοικοκυριό που τους σκεπάζει.
Ευφάνταστος και ευφυής ζωντανεύει όλα τα αντικείμενα στην ποίησή του και τους δίνει θέσεις και ρόλους ανατρεπτικούς και μη αναγνωρίσιμους. Αυτό ωστόσο δεν το κάνει μέσ’ από μια πανθεϊστική, ανιμιστική, μεταφυσική πίστη αλλά μέσ’ από μια υλιστική, παιγνιώδη ανάγκη ισορροπίας και επανεξέτασης μιας φυσικής οντολογίας με την βαθιά αίσθηση ειρωνείας που καταλύει τις φιλοσοφικές βεβαιότητες.
Η βροχή κρύωνε έξω, στο δρόμο. Χτυπούσε το τζάμι και φώναζε, κρυώνω. Ήτανε, πράγματι, χειμώνας. Το τζάμι τη λυπήθηκε, της άνοιξε, την έβαλε μες στο δωμάτιο. Ο άνθρωπος έγινε έξω φρενών. Είσαι τρελό, του φώναξε, που ξανακούστηκε να μπαίνει η βροχή μες στο δωμάτιο; Είσαι τρελό. Μα είναι βροχή δωματίου, είπε ήρεμα το τζάμι, δεν ακούς τί ωραία που ηχεί πάνω στο πάτωμα, πάνω στο τραπέζι, πάνω στο μέτωπό σου; Είναι βροχή δωματίου.
Το έντονο στοιχείο της παραδοξότητας και του σαρκασμού αμβλύνεται από την εσωτερικότητα, τον στοχασμό και την αυστηρή, ελεγχόμενη γλώσσα του Χιόνη. Το μάταιο, παράλογο και συχνά γελοίο της ύπαρξης κατευνάζεται από την αντισυμβατική και ειρωνική υπαινικτική θέση πως κι αυτά είναι μέσα στο παιγνίδι και στη δυναμική της ζωής.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΟΥΛΙΟΣ: Γεννήθηκε το 1944 στην Αθήνα όπου και ζει. Από τους πιο χαρακτηριστικούς ποιητές της γενιάς του ’70, ο Πούλιος ζει τους μύθους της εξεγερμένης νεολαίας του ’60 με τον πιο λυρικό και ποιητικό τρόπο. Με έντονα καταγγελτικό πολιτικό λόγο, βρίσκεται πολύ κοντά στην μπητ ποίηση, κυρίως στον Γκίνσμπεργκ. Καταγγέλλει τις μηχανές, τα ιδεολογικά κατεστημένα, τις απάνθρωπες συνθήκες ζωής, την αλλοτρίωση, την εμπορευματοποίηση των πάντων, την απουσία αισθημάτων, την έλλειψη δικαιοσύνης. Συνδυάζοντας τον λυρισμό με τον ρεαλισμό, με χειμαρρώδη, ζωντανό λόγο, συνθέτει μεγαλόπνοα, επικά ποιήματα. Ο ίδιος ο Λευτέρης Πούλιος έχει πει ότι τα ποιήματά του είναι προϊόν λύσσας κι έρωτα.
Η μηχανή σπάει τις πέτρες σαν κόκαλα μικρού παιδιού/ κάποτε συντρίβει τα χέρια του χειριστή πάντοτε/ ακολουθεί ένα νόμο./ Ο τραγουδιστής Ντύλαν που είχε μια κιθάρα και μια καλύβα/ στον Αμαζόνιο έφτυνε στο ποτάμι ακολουθώντας δικό του νόμο/ για να χωθεί στα γρανάζια της μηχανής/ απ’ την καλύβα και το ποτάμι/ άνοιξε/ μία/ τρύπα και βούλιαξε μαζί με την κιθάρα/ στον Αμαζόνιο ουρλιάζοντας ένα σκοπό αψηφώντας/ στα φρεναρίσματα της μηχανής στην αγκαλιά/ της πόρνης εκμετάλλευσης/ κατέληξε/ νικημένος/ πια./ Το μηχάνημα εξαπέλυσε ένα βήμα στη σελήνη/ αν και θα διαγείρει τις συνειδήσεις των νεκρών./ Ο Ντύλαν μπροστά στο χωνί μασούσε χαλίκια/ σαν υποταχτικό σκυλί./ Γύρω του έσπαγε η κραυγή η πρωτινή του/ πάνω σε τζάμια σε γρανάζια σε μάνατζερς/ όχι σαν κραυγή που αδυνατεί να τρυπήσει ένα τύμπανο/ ή ένα τζάμι, μα σαν οργανισμός από νερό/ που πνίγεται στο νερό,/ ήρεμα/ οργισμένα/ και γίνεται ψάρι./ Αυτό το χρονικό μιας καλύβας/ το ποτάμι ακολουθώντας τον νόμο του το χρήμα σαρώνοντας/ τις θελήσεις, μια κοπέλα με παίδευε χθες όλη νύχτα/ χτίζαμε έναν πύργο με χάδια το πρωί μας τον γκρέμισαν/ ίσως να μην την ξαναδώ, που θα πάω αλήθεια;/ Ο θεός με παιδεύει/ ξεκινώντας από ένα σύννεφο κοπριάς μέχρι/ το μπρούτζινο άγαλμα του ήρωα/ το μυαλό μου είναι θολό από χιλιάδες σαλιγκάρια/ κι η παλάμη μου μια εξέδρα καθώς/ ταξιδεύει για την Αφροδίτη/ ω να’ ξερα να σου μίλαγα, χρόνε,/ με διφορούμενα πέδιλα αγώνων, σκοτώνοντας νόμους/ συμβιβασμούς παραδόσεις ακολουθώντας τον δικό μου νόμο/ μα τότε δε θα ’ξιζα όσο μια μηχανή;
Έντονα προφητικός ποιητής, ρομαντικός και απελπισμένος, εσωστρεφής, με μεταφυσικές εικόνες, περιγράφει έναν κόσμο ασφυκτικό και αιμάσσοντα, μέσα στον οποίο εντάσσει το προσωπικό του τραύμα με αφοπλιστική ειλικρίνεια και παιδικότητα. Κράμα τρυφερότητας, μυστικισμού, αιρετικής θρησκευτικότητας και σαρκαστικής επαναστατημένης συνείδησης, παντρεύει το πολιτικό με το μεταφυσικό, ταλαντεύεται ανάμεσα στο βιομηχανικό τοπίο και στο άγριο παραληρηματικό φαντασιακό του κομμάτι:
Μανιασμένη βροχή/ πάνω απ’ τα θαμμένα δάχτυλά μου./ Είδα το ανθρώπινο πλάσμα/ κάτω από ’να δέντρο/ έξω απ’ τη σπηλιά/ Μ’ άγριες κουρελιασμένες προβιές/ Και βιβλική γενειάδα –/ η Αμφισβήτηση είναι τσουκνίδα/ είναι ευάλωτη –/ Κακοσιτισμένο/ Να αγναντεύει το μαχητικό αφρό/ της ακροθάλασσας/ Καθετί είναι γεμάτο/ και πάνω απ’ όλα η ελευθερία./ Είδα το ανθρώπινο πλάσμα/ Στο ναό της φαντασίας με ικετήρια κλαδιά/ Τρέμοντας με σκέψεις φτωχού θεού/ Το είδα/ στη στοιχειωμένη πολυκατοικία/ Οδηγημένο στην αφθονία με αυτοκίνητο ουίσκι έντυπο/ ή στο άντρο της μιζέριας/ Με ολόλαμπρη γύμνια χλωμά στήθια/ Ορυχτά στολίδια νεκρό βρακί/ η μεγαλειότητά του περιμένοντας φώτιση/ κάτω από ληστρικά νύχια/ Έξαλλο βασανιστήριο/ Φτυσιά στον καιρό./ Κακόμοιρο πετσί θαμμένο/ μέσα σε τόση νύχτα/ Η Αμφισβήτηση είναι ευάλωτη/ Μέσα στον αέρα του κόσμου.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ: Γεννήθηκε το 1955 στην Αθήνα και πέθανε το 2011. Ο Βαρβέρης διαφοροποιείται από τους ομότεχνούς του της γενιάς του ’70 καθώς δεν επηρεάζεται από τον νέο κόσμο της μηχανής και της εμπορευματικοποίησης, ούτε από κάποια κοινά ιδεολογικά σχήματα. Επιλέγει τον εαυτό του ως υποκινητή και ως φορέα παράλληλα της ποίησής του, πλησιάζοντας περισσότερο την λεγόμενη «ιδιωτική ποίηση» των ποιητών που τον ακολουθούν χρονικά. Σε μια συνεχή αποστροφή προς τον θάνατο, με το μοτίβο του πένθους να έρχεται και να ξανάρχεται, να μεταμφιέζεται και να μην ξεγελάει κανένα, ο Βαρβέρης φλερτάρει με τη φθορά και τα γηρατειά θυμίζοντας την ποιητική του Καβάφη από την ανάποδη.
Όπως ο Γιαπωνέζος κηπουρός, παιδεύοντας, μ’ υπομονή κι επιμονή απέραντη, τα δέντρα, δένοντας τους κορμούς με σύρματα, κλαδεύοντας αδιάκοπα κλαδιά και ρίζες, καταφέρνει και φτιάχνει νάνους από γίγαντες, πεύκα και κυπαρίσσια και πλατάνια που μόλις ξεπερνούν στο μπόι ένα ραδίκι, έτσι κι εσύ, παιδεύοντας αδιάκοπα το θάνατο, αδιάκοπα ασχολούμενος μαζί του, πιλατεύοντάς τον ως το κάτσιασμα, να τόνε καταντήσεις νάνο καταγέλαστο που τρέμοντας θα ζητιανεύει την ψυχή σου.
Περίτεχνος, κομψός, ατμοσφαιρικός είναι ο λόγος του Βαρβέρη, μέσα στην καρυωτακική παράδοση, όπου η ειρωνεία και η αυτοϋπονόμευση φέρνουν το ποιητικό υποκείμενο γυμνό μπροστά στον καθρέφτη της ποίησης, όπου και αναπτύσσεται ιδιαίτερα η ικανότητα της παρατήρησης και της διείσδυσης.
Στην τσέπη του παλτού σου/ παλιό σουσάμι/ φλούδα φυστικιών/ και το τσαλακωμένο γράμμα μου./ Ξύπνησαν λέξεις/ φράσεις ανακλαδίστηκαν/ έτριξα μήνες εκεί μέσα/ μέρες του κρύου/ νύχτες απ’ την κρεμάστρα μέσα στη σιωπή/ μήπως ακούσεις/ άλλαξα στίξη αμβλύνοντας υπαινιγμούς/ κόπηκα ράφτηκα εν αγνοία σου/ κατά τις πιθανές σου επιθυμίες./ Μα τώρα πια που μπαίνει το καλοκαιράκι/ κι είναι σαφείς οι προοπτικές του μέλλοντός μας/ αντί να γκρεμοτσακιστώ πηδώντας/ ή αντί να με ξεγράψεις/ στέλνοντας το παλτό σου στο καθαριστήριο/ θα σφίξω θα μαζέψω/ σε σουσάμι ή φλούδι/ κι απ’ τις ραφές θα γραπωθώ για πάντα/ κάποτε θα μ’ αγγίξουνε τα δάχτυλά σου.
Ο Βαρβέρης ακολουθεί μοναχική πορεία στη γενιά του, περιφρουρεί την προσωπική του σχέση με την απώλεια, δεν την κοινωνεί. Ως να μην αντέχει τον ποιητικό συγχρωτισμό, στήνει την προσωπική του ποιητική πάνω σε μια κλειστοφοβική περιπλάνηση, από τον ίδιο στον θάνατο, στην απώλεια και στο πένθος, τελικά από το τίποτα στα πάντα και από τα πάντα στο τίποτα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΙΛΗΣ: Γεννήθηκε το 1946 στην Αθήνα. Ποιητής της πόλης, του αστικού τοπίου, όπου περιφέρεται και θηρεύει εικόνες. Εργαλείο του το μάτι. Ωστόσο οι εικόνες του έχουν βαθιά εσωτερικότητα, μέσ’ από αυτές αναδεικνύονται ψυχικά τοπία, βιώματα, μνήμες, αισθήσεις, φόβοι και αγωνίες. Έχει την ικανότητα να δώσει στο κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα εσωτερικό και υπαρξιακό, να δώσει στο εφήμερο, και συχνά ασήμαντο, διάρκεια και πολυσημία
Να γινόταν να χαθώ/ Καθώς χάνονται όλοι όσοι μαζεύουνε λουλούδια/ Έτσι συλλογιζότανε καθώς/ Περνούσε τα φανάρια της Ομόνοιας/ Για να κατέβει/ Όχι στον Άδη (ακόμη)/ Αλλά στις σκάλες τις ακίνητες της Ομονοίας/ Της Άνοιξης ένας κόκκος να γινόμουν/ Που καταδέχτηκε/ Ως και τις σκονισμένες τέντες του Κεραμεικού/ Έλεγε καθώς έπαιρνε/ Από τη νέα κοπέλα μια προκήρυξη/ Που φώναζε τους εργαζόμενους στο ύφασμα/ Σε μια ακόμη εικοσιτετράωρη απεργία/ Νάχα εικοσιτέσσερις ώρες/ Απόλυτης ζωής/ Χαϊδεύοντας τον σφριγηλό μαστό/ Τούτης της μέρας/ Που με ουράνια βία κατασκήνωσε/ Στα μάτια/ Σκεφτόταν καθώς πέρναγε σκυφτός/ Πλάι στη φλογέρα/ Που συνόδευε το κασετόφωνο/ Ενός τυφλού στολισμένου με λαχεία/ Αν είχα λίγη τύχη ένα φως/ Από αυτό που κατοικεί μέσα στο άλλο/ Καθώς τώρα τις σκάλες παίρνω/ Για τ’ απάνω/ Παιδί παρθένο πάλι να χαθώ/ Καθώς χαθήκαν όλοι όσοι μαζεύανε λουλούδια/ Και μία φορά ακόμη να βρεθώ/ Πάνω στο χώμα.
Η τρυφερότητα και η βαθιά ανθρωπιά στον Γιάννη Πατίλη κρύβεται πίσω από λόγο αιχμηρό, πυκνό, στοχαστικό, συχνά σαρκαστικό. Πολύ καλός χειριστής της γλώσσας, αποφεύγει την εύκολη συγκίνηση επιλέγοντας την αποστασιοποίηση μέσω της ακριβούς, λιτής και απολύτως εύστοχης γλώσσας που χρησιμοποιεί. Η αίσθηση που αφήνει η ποίησή του είναι ότι το εκλεπτυσμένο, μετασχηματισμένο ποιητικά συναίσθημα, μπορεί να δώσει αυθεντική ποίηση, ικανή να συγκινήσει και να λυτρώσει.
Ω γη της Αττικής/ Αγαπώ τις πολυκατοικίες σου πιο πολύ από τον Παρθενώνα/ Χωρίς αυτές ούτε που θα σας είχα δει/ Άσπρες ζεστές κολόνες από δάκρυα./ Είμαι ερωτευμένος/ Και αυτό/ Δεν έχει καμιά σημασία./ Και είμαι χαρούμενος/ Για την αποτυχία όλων των σημασιών./ Και είμαι ανέτοιμος/ Βαθύτατα ανέτοιμος για όλα.
Στην ποίηση του Γιάννη Πατίλη αναδύεται κι ένας δεύτερος κόσμος που τυπικά δεν μπορεί να ειπωθεί ή να περιγραφεί, ωστόσο είναι παρών. Τελικά αυτός ο δεύτερος, ανομολόγητος και αδιαμεσολάβητος κόσμος γίνεται πιο σημαντικός κι έρχεται να δηλώσει την ασφυκτική παρουσία του μέσα από τους στίχους των ποιημάτων του. Είναι μια ποίηση που ξεκινώντας από τους στίχους και τις αισθήσεις ξεχειλίζει και φτάνει στην ψυχή και στη νόηση μας, φτιάχνοντας έναν κόσμο από ζεστά δάκρυα.
Υπάρχω για να ληστεύω την ανυπαρξία./ Από ’κει κουβαλάω με κόπο/ Υπέροχα ποιήματα./ Είναι διάφανα, φωτεινά κι ανέκφραστα./ Αλλά στο δρόμο μου πέφτουνε, σπάνε./ Τα μπαλώνω, τα κολλάω με λέξεις./ Με λέξεις που οι άνθρωποι λένε./ Μ’ αυτά που ξέρω, που βλέπω κι ακούω./ Και τα χαλάω με αυτό που υπάρχει.
ΝΑΤΑΣΑ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ: Γεννήθηκε το 1946 στην Κρήτη. Έχει ασχοληθεί τόσο με την ποίηση όσο και με την πεζογραφία. Εκρηκτική ποιήτρια, με πυκνό ποιητικό λόγο, συχνά εξωλογικό, εκφράζει την οδύνη της με λεκτική επίθεση και βίαιη εικονοποιία. Επιχειρεί την καλλιτεχνική ανατροπή του εμπορευματοποιημένου, μεταπολεμικού κόσμου με γλωσσική και συντακτική ασυνέπεια, χωρίς το πολιτικό απόν των συνεπών υπερρεαλιστών, αλλά με βιωμένη την απελπισία και το παράλογο της καθημερινότητας.
Με ένα βηματισμό ηνίοχου έρχεσαι προς έμενα κάθε νύχτα./ Ο σκουριασμένος σου χιτώνας σε τραβά στο παρελθόν./ Κι εσύ απελπισμένα με το μαστίγιο σου μαστιγώνεις/ δέσμες αδάμαστων ενιαυτών πού σε μαστίζουν./ Ξυπνάω έντρομη. Τινάζομαι./ Η σκοτεινή κρεβατοκάμαρα μου είναι πάμφωτη/ πνιγμένη σε κισσούς και πράσινα αόριστα που κυματίζουν./ Απάνω τους φωλιάζουν πεταλούδες-κύκλωπες, μουγκά/ τριζόνια,/ τεράστια σκιά χιτώνα πού ανεμίζει, άρματα χρυσαφιά/με άλογα πού αλυχτούν σαν τα σκυλιά, /φριχτές συνάξεις. Πλήθη στρατιωτών πού σε ακολούθησαν,/ με δόρατα και ασπίδες ματωμένοι,/ κοόρτεις/ αλλά και τα βαριά, μαρμάρινα αγάλματα,/ και τα βαριά, μαρμάρινα επιτύμβια και λήκυθοι πού σε περιστοιχίζουν, /τη σκοτεινή κρεβατοκάμαρα μου διασχίζουν.
Λυρική και σαρκαστική η Νατάσα Χατζιδάκι, στέκεται με το σώμα της παρόν, μετατρέποντας σε θηλυκές, λέξεις αρσενικού γένους Η Φαραώ μέσα στον τάφο της ξαπλώνω. Τα όργανα του γυναικείου σώματος είναι παρόντα στην ποίησή της για να υπενθυμίσουν το αναρθολογικό της γυναικείας φύσης η οποία στην ποίηση της αναζητά τον αρχετυπικό της ρόλο και την καταλυτική της σχέση με το σύμπαν:
Μωβ μαραίνεται πράσινο πασχαλιές που/ πάλι Πάσχα είναι. Κόβει τις κύστεις των/ ματιών, ρήξη Μαΐου έρχεται με λύσσα –/ υγρές γεννήτριες τα μάτια του/ πυρκαϊάς χρήσιμο φόντο, συστάδες τα/ πουλιά μετακινούνται πάνω από στέγες/ ενσκήπτουν βλοσυρά στα φυτώρια από τουλίπες/ χαμηλού βολτάζ, ποταμών ψάρια ψάλλουν/ μασάει το λεμόνι της οι εξατμίσεις/ την στεφανώνουν, τα μάλλινά της βρέχονται/ του εαυτού της μοιάζει ομολογούν πλήρη απάθεια/ θα πιει παλαιωμένο τούλι αφέψημα φτύνει/ το νυφικό πού θαύμασε το ηλεκτρικό της/ σίδερο την γαύγισε/ ––«πρόσεξε», τότε μου είπε/ «μην κάνεις αυτούς τους φρικτούς μορφασμούς./ Αν αλλάξει ο άνεμος/ το πρόσωπο σου θα μείνει έτσι για πάντα. Και/ μην καταπίνεις αυτούς τους σπόρους. Μηλιές θα φυτρώσουν/ στο στομάχι σου και θα σε πνίξουν»––/ άρτιγέννητα θαλασσίων λεόντων/ με λυγμικό κλάμμα βγαίνουν στους ράχους των ποιημάτων/ του Τέννυσον./Βγαίνω πίσω τους/ κρατώντας ζεστό ν’ αχνίζει πλαδαρό τον πλακούντα.
Είναι βέβαια προφανές πως από την παρουσίαση αυτή λείπουν σημαντικοί ποιητές στους οποίους δεν μπορώ να αναφερθώ αναλυτικά λόγω του περιορισμένου χρόνου. Ο Γιάννης Κοντός, ο Γιώργος Χρονάς, ο Γιώργος Μαρκόπουλος, ο Μιχάλης Γκανάς, ο Κώστας Μαυρουδής, ο Θανάσης Νιάρχος, Η Τζένη Μαστοράκη, ο Γιάννης Υφαντής είναι μερικοί από αυτούς.
Η γενιά του ’70 είναι ακόμα σήμερα στο προσκήνιο με πολλούς τρόπους. Βγάζει ποιητικές συλλογές, γράφει πεζογραφία, παίρνει βραβεία, κάνει κριτική, μεταφράζει, αρθρογραφεί, βγάζει έντυπα. Οι ποιητές που ακολούθησαν δύσκολα ομαδοποιούνται. Αν εξαιρέσουμε την ομάδα που ακολούθησε, κι ονομάστηκε «γενιά του ιδιωτικού οράματος», δύσκολα μπορούμε να ανιχνεύσουμε κοινά χαρακτηριστικά στους ποιητές που ακολούθησαν. Μάλλον περισσότερα είναι αυτά που τους χωρίζουν από αυτά που τους ενώνουν. Ίσως να μην υπήρξε ξανά εποχή που να γεννά την ανάγκη για κοινούς καλλιτεχνικούς τόπους και στόχους. Η ύπαρξη ωστόσο κοινού προσανατολισμού κι αφετηρίας, παρά τους κινδύνους που περιέχει, φέρει και την ενθουσιώδη επαναστατικότητα και επιθυμία για ρήξεις και τομές, που μόνο η μαζικότητα μπορεί να πετύχει ακόμη κι αν αφορά την τέχνη.
Ωστόσο, παρά την κοινή, χαρακτηριστική αρχή, η γενιά του ’70, κυρίως μετά την δεκαετία του ’80, έχασε τον χαρακτήρα της και ο κάθε ποιητής ακολούθησε τον δικό του προσωπικό δρόμο, με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία. Μάλιστα, μετά τον αρχικό οίστρο και την καλλιτεχνική ευφορία, οι ποιητές της γενιάς του ’70 έγιναν πιο εκλεκτικοί και ολιγογράφοι, ακολουθώντας πιο σύνθετο και πολύπλοκο ποιητικό λόγο. Άλλωστε η απογοήτευση που ακολούθησε την έξαρση της απελευθέρωσης του ’60, η ματαίωση και η αίσθηση πως επρόκειτο για ένα διάλειμμα και πως αυτό που ακολούθησε ήταν ίσως η πιο σκληρή πλευρά του καπιταλισμού, δεν μπορούσε παρά να αγγίξει και τους καλλιτέχνες- εκφραστές αυτής της έκρηξης.
Πολλοί από τους ποιητές της γενιάς του ’70 πέθαναν πρόωρα. Ο Νίκος Λαδάς και ο Αλέξης Τραϊανός είναι αυτοκτόνοι. Οι Στέφανος Μπεκατώρος, Τάκης Παυλοστάθης, Χρήστος Μπράβος, Δημήτρης Ποταμίτης, Βασίλης Στεριάδης, Γιάννης Βαρβέρης, Αργύρης Χιόνης πέθαναν πρόωρα. Ο Θάνατος ωστόσο δεν αφορά την ποίηση, μιας κι ένα μόνο καλό ποίημα αρκεί να δικαιώσει ακόμη και την πλέον σύντομη ζωή.
Ανακεφαλαιώνοντας μπορούμε να πούμε πως η γενιά του ’70 εμφανίστηκε στον χώρο της ποίησης με κάποια αλαζονεία και αυθάδεια κυρίως στα μέσα που μετέρχεται. Με στοιχεία υπερρεαλισμού, καταιγιστικό λόγο, αφοπλιστική αισθητική αθωότητα, δεν μπόρεσε να στηρίξει επαναστατικά περιεχόμενα, παρ’ όλη την επαναστατική γλώσσα που χρησιμοποίησε. Οι κραυγές της είχαν το μεγαλείο και την οργή της νιότης, παράλληλα όμως περιέκλειαν και την άγνοιά της. Η έντονη οξύτητα, η μεταφορικότητα της γλώσσας, η προκλητική εμμονή σε ό,τι εθεωρείτο αισθητικά απαγορευμένο μέχρι τότε, όπως οι κακόηχες, και συχνά κακόγουστες εκφράσεις, φέρνουν συχνά τους ποιητές σε αδιέξοδα μιας και αδυνατούν να υποστηρίξουν σε διάρκεια χρόνου μια μορφή που από μόνη της αποδεικνύεται στην πορεία εξαιρετικά αδύναμη.
Ωστόσο, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η γενιά του ’70 έβγαλε από την εσωστρέφεια την ελληνική ποίηση. Οι δυο προηγούμενες μεταπολεμικές γενιές περιστρέφονταν γύρω από τα τραύματα της ελληνικής κοινωνίας, μέσα και μετά από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τον εμφύλιο. Σπανίως ποιητές αυτής της περιόδου συνομίλησαν και επηρεάστηκαν από ομοτέχνους τους του εξωτερικού. Αντίθετα η γενιά του ’70 δεν φοβήθηκε να συνομιλήσει με μπητ, ποπ και ροκ καλλιτέχνες, να ενστερνιστεί τα ελευθεριακά κινήματα όπως τον φεμινισμό και την ψυχεδέλεια, να αποβάλει την υποτίμηση και τον φόβο των προηγούμενων ποιητικών γενεών για το σώμα και τις λειτουργίες του. Επίσης η γενιά του ’70 συνομίλησε και με Έλληνες ποιητές, με τους ελληνικούς μύθους, χρησιμοποίησε σε βάθος την ελληνική γλώσσα, μπορούμε να πούμε μάλιστα πως τη ζωντάνεψε χρησιμοποιώντας την δημιουργικά.
Η αυτοσχεδιαστική δύναμη της γενιάς του ’70 μάλλον έχει από καιρό φτάσει στο τέλος της. Ακόμη ωστόσο οι ποιητές της που είναι ενεργοί διατηρούν τη νοσταλγία μιας νιότης άφρονος η οποία μπορεί να οδηγήσει με την τόλμη της σε ώριμη ποιητική δημιουργία που να διεκδικεί ακόμα το ξάφνιασμα και την πρόκληση.
Περισσότερα φιλολογικά θέματα εδώ.