Εισαγωγή
Κατά τη διάρκεια της εποχής του Χαλκού γεννήθηκε στην Κρήτη ένας ιδιότυπος πολιτισμός, τον οποίο ο πρώτος ανασκαφέας της Κνωσού, sir Arthur Evans, ονόμασε μινωικό, από το θαλασσοκράτορα και νομοθέτη βασιλιά Μίνωα, που κατά τους μύθους της αρχαίας Ελλάδας βασίλευε στην Κνωσό.
Η γεωγραφική θέση της Κρήτης ανάμεσα στις χώρες όπου άνθισαν οι πρωιμότεροι πολιτισμοί, την έφερε πολύ νωρίς σε επαφή με τον κόσμο της Ανατολής, απ' όπου οι Μινωίτες άντλησαν τεχνικά και πνευματικά επιτεύγματα υψηλής στάθμης και, αφού τα προσάρμοσαν στα δικά τους μέτρα και σταθμά, τα εισήγαγαν στο υπόλοιπο Αιγαίο. Έτσι, ο μινωικός πολιτισμός θεωρείται ο πρώτος υψηλός πολιτισμός του προοϊστορικού Αιγαίου, αλλά και ολόκληρης της Eυρώπης.
Η σταθερή εξέλιξη της Κρήτης σε μία δύναμη με διεθνή ακτινοβολία και κύρος φαίνεται στην εξέλιξη των οικισμών της εποχής του Χαλκού. Οι μικροί αγροτικοί οικισμοί της Νεολιθικής περιόδου εξελίχθηκαν σε οργανωμένα αστικά κέντρα, με κορυφαίο στάδιο την ίδρυση των ανακτόρων στα σημαντικότερα κέντρα της Κρήτης. Τα μινωικά ανάκτορα δεν αποτέλεσαν μόνο μία νέα μορφή οικιστικής οργάνωσης, αλλά επέφεραν και ριζική αλλαγή των κοινωνικών δομών, των εθίμων και της οικονομικής ζωής, ώστε να γίνεται λόγος για ανακτορική κοινωνία και οικονομία.
Σε σύγκριση με τα δεδομένα άλλων πρώιμων πολιτισμών, ο μινωικός αναδύει μία πρωτοφανή αίσθηση ελευθερίας και ελαφρότητας που εκφράζεται κυρίως στην τέχνη και θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως χαλαρότητα του διοικητικού συστήματος. Μετά από μία προσεκτικότερη όμως μελέτη της κοινωνίας, διαπιστώνεται ότι στη μινωική Κρήτη ίσχυαν συγκεκριμένοι και μάλλον αυστηροί κοινωνικοί κανόνες, ενώ σχεδόν παντού κυριαρχούσε η θρησκεία.
Ο μινωικός πολιτισμός καλύπτει χρονικά τη μετάβαση από την Προϊστορία στην Πρωτοϊστορία, και οι γνώσεις μας γι' αυτόν αντλούνται κυρίως από αρχαιολογικά δεδομένα, τουλάχιστον μέχρι την εποχή της αρχειοθέτησης των γραπτών πινακίδων στα ανακτορικά κέντρα. Και αυτά όμως τα πρώτα, αποσπασματικά δείγματα γραφής, δεν είναι ακόμη αρκετά ή και κατάλληλα να φωτίσουν όλες τις πτυχές του μινωικού πολιτισμού. Η μινωική τέχνη από την άλλη πλευρά κληροδότησε ένα πλήθος από αντικείμενα και παραστάσεις, που προσφέρουν μία αρκετά γλαφυρή εικόνα της ζωής στη Μινωική εποχή. Γι' αυτό τα κατάλοιπα του μινωικού πολιτισμού παρομοιάζονται συχνά με ένα εικονογραφημένο βιβλίο χωρίς κείμενα, του οποίου την πλοκή καλείται η σύγχρονη έρευνα να ερμηνεύσει.
Φυσικό περιβάλλον
Η γεωγραφική θέση της Κρήτης, στο νοτιότερο τμήμα της ανατολικής Μεσογείου, και το φυσικό της περιβάλλον έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη γένεση, την εξέλιξη και το χαρακτήρα του μινωικού πολιτισμού. H γεωγραφική της θέση, κοντά στην Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή, την έφερε από νωρίς σε επαφή με τους πρώιμους μεγάλους πολιτισμούς, από τους οποίους άντλησε τα νεότερα πολιτιστικά επιτεύγματα. Ο νησιωτικός όμως χαρακτήρας της Κρήτης και το εύκρατο μεσογειακό κλίμα συνέβαλαν παράλληλα στην πολιτιστική διαφοροποίηση του μινωικού πολιτισμού σε σχέση με τους ανατολικούς.
Σημαντικοί γεωλογικοί παράγοντες, όπως η γεωμορφολογία, οι νεοτεκτονικές μετατοπίσεις, η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, αλλοίωσαν κατά διαστήματα σε τέτοιο βαθμό το φυσικό περιβάλλον της Kρήτης ώστε να έχουν αντίκτυπο στη ροή των ιστορικών εξελίξεων. Και άλλοι όμως δευτερογενείς παράγοντες, οι οποίοι οφείλονταν σε ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως η αποψίλωση των δασών και οι μακρόχρονες και εντατικές αγροτικές καλλιέργειες που οδήγησαν σε φαινόμενα διάβρωσης του εδάφους, συνέτειναν στην αλλοίωση του φυσικού τοπίου, η οποία επηρέασε αποφασιστικά τις πολιτιστικές εξελίξεις της εποχής του Xαλκού.
Γεωλογική ιστορία
Η Κρήτη ανήκει στη γεωλογική ενότητα των Ελληνίδων, που δημιουργήθηκε από τεκτονικές μετακινήσεις ταυτόχρονα με την ορογένεση των ’λπεων και το σχηματισμό της Μεσογείου, κατά το πρώτο ήμισυ της τεταρτογενούς περιόδου, πριν από περίπου 40-20 εκατομμύρια χρόνια. Το χερσαίο τμήμα της αποτελείται από τρεις τεκτονικές πλάκες, τα όρια των οποίων βρίσκονται στον ισθμό της Ιεράπετρας και στο Ρέθυμνο. Οι τεκτονικές τάφροι γέμιζαν κατά περιόδους από θαλάσσιες επιχώσεις, που σήμερα έχουν μετασχηματιστεί σε ασβεστολιθικά πετρώματα και ασβεστολιθικά, αργιλικά εδάφη.
Kατά τη διάρκεια της περιόδου της μεσογειακής κρίσης εφαλμύρωσης, που άρχισε κατά τo ύστερo Μειόκαινo και διάρκεσε δύο εκατομμύρια χρόνια, αλλεπάλληλα στρώματα εξατμισμένων ορυκτών συγκεντρώθηκαν στην κοίτη της μεσογειακής λεκάνης. Οι αποθέσεις αυτής της εποχής στην περιοχή της Κρήτης προκάλεσαν το σχηματισμό εκτεταμένων κοιλάδων, όπως η κοιλάδα της Μεσαράς, στην οποία βρίσκονται μεγάλες ποσότητες ασβεστολιθικών ιζημάτων. Τα κατάλοιπα αυτής της περιόδου φαίνονται στα φυτικά και θαλάσσια μικροαπολιθώματα των πετρωμάτων και περιέχονται στους πηλούς, που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή της μινωικής κεραμικής. Ανάμεσα σε αυτά τα πετρώματα βρίσκονται διάσπαρτα κομμάτια κρυσταλλικού γύψου. Πρόκειται για το λεγόμενο γυψόλιθο, υλικό που χρησιμοποιούσαν συχνά οι Μινωίτες για την οικοδόμηση των κτηρίων τους κυρίως στο κεντρικό τμήμα του νησιού.
Προς το τέλος της Μεσσηνιακής περιόδου, στην αρχή του Πλειόκαινου, πριν από περίπου 5 εκατομμύρια χρόνια, ολόκληρη η μεσογειακή λεκάνη πλημμύρησε από τον Ατλαντικό Ωκεανό. Προς το τέλος αυτής της γεωλογικής περιόδου, μετά από μία σειρά τοπικών τεκτονικών μετατοπίσεων, η Κρήτη ανέβηκε επάνω από τη στάθμη της θάλασσας και πήρε το σημερινό της σχήμα. Τα υψώματα του Ψηλορείτη ανέβηκαν τόσο πολύ, ώστε να έχουν ψυχρό κλίμα και να δημιουργηθούν εκεί οι λεγόμενοι λιθοσωροί. Οι αποθέσεις του ύστερου Πλειόκαινου είναι σχετικά ομοιογενείς σε όλη την έκταση του νησιού καταλαμβάνοντας περίπου το ένα τρίτο της επιφάνειάς του. Υπάρχει ένας σαφής συσχετισμός ανάμεσα στα νεογενή πετρώματα και στην επιλογή θέσεων κατοίκησης, επειδή αυτά είναι κατάλληλα για εξόρυξη λίθων για οικοδόμηση, αλλά και επειδή συνοδεύονται συνήθως από έδαφος καλής ποιότητας. Σημαντικά κέντρα του μινωικού πολιτισμού, όπως η Φαιστός και η Αγία Τριάδα βρίσκονται επάνω σε ένα πλειο-πλειστοκαινικό τεκτονικό κέρας.
Πετρώματα
Τα προνεογενή πετρώματα της Κρήτης εκτείνονται επάνω στο γεωλογικό πυρήνα του νησιού και αποτελούνται κυρίως ένα σκουρόχρωμο, χονδρόκοκκο, κρυσταλλικό και ελαφρώς μεταμορφωμένο ασβεστόλιθο, ο οποίος εναλλάσσεται συχνά με ζώνες πυριτόλιθου. Στο ασβεστολιθικό τμήμα περιλαμβάνονται οι οροσειρές των Λευκών Όρεων, της Ίδης, τα Ταλέα Όρη, οι οροσειρές του Λασιθίου και του Όρνου και το ακρωτήρι του Αγίου Ιωάννη. Τα προνεογενή πετρώματα είναι πολύ σκληρά και χαρακτηρίζονται από υδάτινες φλέβες. Η τοπογραφία της Κρήτης όπως άλλωστε και της υπόλοιπης Ελλάδας, είναι καρστική με κύριο χαρακτηριστικό τα πολυάριθμα σπήλαια, τις πηγές και τις λεγόμενες καταβόθρες. Το βαθύτερο γεωλογικό στρώμα είναι το Τρυπάλι, ένα στέρεο ασβεστολιθικό και δολομιτικό πέτρωμα, που παρατηρείται κυρίως στο δυτικό τμήμα του νησιού και σχηματίστηκε κατά το διάστημα από την τελευταία Τριάσια μέχρι την πρώιμη Iουράσια περίοδο. Επάνω από αυτό βρίσκεται ένα στρώμα φυλίτη-χαλαζίτη, που χρονολογείται στην περίοδο Πέρμιαν και την Τριασιακή.
Αυτός ο σχηματισμός παρατηρείται στο υπέδαφος της νοτιοδυτικής Κρήτης και στην περιφέρεια του Όρνου, ανατολικά του ισθμού της Ιεράπετρας, αλλά και σε πολλές άλλες τοποθεσίες του νησιού. Βαθύτερα βρίσκεται το στρώμα της Πίνδου-Εθέας, που αποτελεί μια ομάδα ενδιάμεσων στρωμάτων, που ονομάζονται υποπελαγονικές και συνδυάζονται με ένα σύστημα οφιολιτών. Ένα άλλο πέτρωμα αυτής της ομάδας αποτελεί ο συνδυασμός σερπεντινίτη και αμφιβολίτη. Μία ασβεστολιθική ενότητα, η σειρά Gavrovo-Tripolitza σχηματίζει διάφορες οροσειρές από το ανατολικό άκρο του νησιού μέχρι το δυτικό, στις οποίες περιλαμβάνονται τα όρη του Ψηλορείτη και του Λασιθίου. Ο ασβεστολιθικός πυρήνας αυτής της σειράς εναποτέθηκε κατά το ύστερο Τριάσιο έως το μέσο Ηώκαινο, περίπου 220-245 εκατομμύρια χρόνια πριν. Ο φλύσχης, ένα πέτρωμα, που απαντά συχνά στον Ψηλορείτη και στα Αστερούσια είναι ενδεχομένως ένα στρώμα της σειράς της Τριπολιτσάς.
Γεωμορφολογία
Η συνολική έκταση της Κρήτης καλύπτει 8336 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ενώ το συνολικό μήκος του ανατολικού-δυτικού άξονα είναι περίπου 260 χιλιόμετρα. Το μεγαλύτερο τμήμα της Κρήτης καταλαμβάνεται από βραχώδεις περιοχές και είναι ακατάλληλο για κατοίκηση. Ογκώδεις οροσειρές χωρίζουν το νησί σε διαμερίσματα με σαφή γεωγραφικά όρια και ελάχιστα εύφορα εδάφη. Οι οροσειρές αυτές δημιουργήθηκαν ήδη πριν από το Μειόκαινο, δηλαδή πριν από περίπου 24 εκατομμύρια χρόνια. Τα περισσότερα ορεινά συγκροτήματα και οροπέδια είναι συγκεντρωμένα στο νότιο τμήμα του νησιού και καταλήγουν απότομα σε απόκρημνες ακτές. Στο βόρειο τμήμα αντίθετα το ανάγλυφο καταλήγει πιο ομαλά στη θάλασσα με τη μεσολάβηση πολλών εύφορων πεδιάδων. Η μεγαλύτερη πεδιάδα στην Κρήτη είναι αυτή της Μεσαράς. Μικρότερες σε έκταση πεδιάδες εκτείνονται στο κεντρικό και το ανατολικό τμήμα του νησιού, στον ισθμό της Ιεράπετρας και της Σητείας. Τα περισσότερα οροπέδια της Κρήτης βρίσκονται στις περιοχές του Ηρακλείου, της Κνωσού και των Αρχανών. Τους ορεινούς όγκους διασχίζουν πολλά εντυπωσιακά, απόκρημνα φαράγγια μεγάλου μήκους, όπως της Σαμαριάς και της Ζάκρου.
Ακτογραμμή
Στην παραλιακή ζώνη της Κρήτης είναι ιδιαίτερα εμφανείς οι γεωλογικές μεταβολές και η επίδρασή τους στους οικισμούς και τα λιμάνια. Οι νεοτεκτονικές αλλαγές των τελευταίων πέντε χιλιάδων χρόνων επέφεραν τη μετάθεση της θαλάσσιας στάθμης. Τα αποτελέσματα νεότερων ερευνών δείχνουν ότι η ακτογραμμή κατά τη Μινωική εποχή βρισκόταν μερικά μέτρα κάτω από τη σημερινή και το αρχικό της σχήμα θα πρέπει να ανιχνευθεί κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Μία παλαιότερη ακτογραμμή διακρίνεται στην κεντρική Κρήτη, κοντά στον Κομμό και μία άλλη στο ανατολικό τμήμα του νησιού, κοντά στο Μόχλο.
Το κλίμα
Στην Κρήτη επικρατεί το παράκτιο μεσογειακό κλίμα. Τα χαρακτηριστικά του κλίματος αυτού είναι οι υψηλές θερμοκρασίες, η ξηρασία, τα άνυδρα καλοκαίρια και οι υγροί χειμώνες. Η χλωρίδα σε περιοχές με τέτοιο κλίμα είναι αειθαλής και σκληρόφυλλη. Oι κλιματικές συνθήκες που επικρατούν στην Κρήτη, παρατηρούνται σε ελάχιστα άλλα μέρη της γης, όπως στη νότια Kαλιφόρνια, τη Xιλή, τη νοτιοδυτική Aυστραλία και τη νότια Aφρική. Σε αυτές τις περιοχές η θερμοκρασία κυμαίνεται από τους 32 μέχρι τους 40 βαθμούς Κελσίου. Οι μεγάλες διακυμάνσεις του κλίματος, που παρατηρούνται σε διάφορες θέσεις της Κρήτης και οι άμεσες επιπτώσεις τους στη χλωρίδα εξαρτώνται κυρίως από την απόστασή τους από τη θάλασσα και από το υψόμετρο. Έτσι τα ψηλά βουνά εκτίθενται μόνιμα σε χαμηλές θερμοκρασίες και χιονοπτώσεις τους χειμερινούς μήνες, ενώ οι βουνοκορφές είναι καθ' όλη σχεδόν τη διάρκεια του έτους καλυμμένες από χιόνι. Το κλίμα στην περιοχή του Αιγαίου διαμορφώθηκε από το ύστερο Πλειστόκαινο μέχρι το πρώιμο Ολόκαινο. Όλα τα στοιχεία μέχρι τώρα δείχνουν ότι το κλίμα που επικρατούσε κατά την Μινωική εποχή ήταν παρόμοιο με το σημερινό.
Τα εδάφη της Κρήτης
Η αυξημένη αποσάθρωση των πετρωμάτων, κατά τη διάρκεια της τεταρτογενούς περιόδου, οδήγησε στη διάβρωση και στη συνέχεια στην απόθεση μιας μεγάλης ποσότητας υλικού στην κοιλάδα της Μεσαράς αλλά και σε κοιλάδες που βρίσκονται σε ψηλότερο υψόμετρο, όπως του Ομαλού, της Νίδας και του Λασιθίου. Σε ισχυρή διάβρωση που, όπως και στην ηπειρωτική Ελλάδα, παρατηρείται στις πλαγιές και στις κοίτες των κοιλάδων, οδήγησαν και οι εντατικές αγροτικές καλλιέργειες και η αποψίλωση των δασών κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού. Τα εδάφη που απαντούν συχνότερα στην Κρήτη είναι διάφορα κοκκινοχώματα και σκούρα πετρώδη, τα οποία βρίσκονται επάνω σε σκληρό ασβεστολιθικό υπόστρωμα. Τα καταλληλότερα εδάφη για καλλιέργεια δημιουργούνται σε περιοχές με φλύσχη και σχιστόλιθο, ιδιαίτερα αν αυτά συναντώνται σε υδροφόρες κοιλάδες και οροπέδια, όπου τα προϊόντα διάβρωσης είναι εμφανέστερα. Τέτοιες, ιδιαίτερα ευνοϊκές για την εγκατάσταση συνθήκες παρατηρούνται σε περιοχές της Ίδης, του Μόχλου, της Νεάπολης, της Σητείας, και της Άνω Ζάκρου. Ειδικότερα ο φλύσχης, που απαντά στα Αστερούσια, τα Ανώγεια, τις Γωνιές, την Ίδη και το οροπέδιο του Λασιθίου, συνοδεύεται πάντα από καλής ποιότητας έδαφος που μπορεί να συγκριθεί με αυτό των νεογενών πετρωμάτων.
Τα νεογενή εδάφη, που καταλαμβάνουν μόλις το ένα τρίτο της επιφάνειας της Κρήτης, αποτελούν το καταλληλότερο υπόστρωμα για αγροτική εκμετάλλευση. Πρόκειται για παλαιότερες αποθέσεις, που έχουν συγκεντρωθεί στον πυθμένα της θάλασσας και έχουν σχηματίσει ένα εκτεταμένο στρώμα από θαλάσσια μάργα και κροκαλοπαγή πετρώματα. Μεγάλες περιοχές μαλακού ασβεστόλιθου και μάργας βρίσκονται στη βόρεια και κεντρική περιοχή, ανατολικά της Ίδης, στους λόφους της Φαιστού, στην Κνωσό και στη δυτική Μεσαρά. Στη νότια Κρήτη συναντώνται, στους πρόποδες των Αστερουσίων και της Ίδης. Τα καθαρά ασβεστολιθικά εδάφη είναι ιδανικά για να κατακρατούν τα ύδατα τους καλοκαιρινούς μήνες και να μετατρέπουν τα οργανικά κατάλοιπα σε χρήσιμο για την καλλιέργεια διοξείδιο του άνθρακα.
Τα κροκαλοπαγή εδάφη είναι λιγότερο κατάλληλα για καλλιέργεια, επειδή είναι σκληρά και βρίσκονται σε περιοχές που αποτελούνται κατά μεγάλο μέρος από γυμνούς βράχους. Σε τέτοιες άγονες περιοχές η εκμετάλλευση είναι δυνατή μόνο όταν υπάρχουν πεδιάδες η οροπέδια, εκεί δηλαδή όπου υπάρχει αρκετή υγρασία και πλούσια προϊόντα διάβρωσης, όπως στις λοφώδεις περιοχές βόρεια από την κοιλάδα της Μεσαράς, στην κοιλάδα του Αμαρίου, στον ισθμό της Ιεράπετρας, στ' ανατολικά της κορυφής της Δίκτης και σε διάφορα μέρη της ανατολικής Κρήτης, ιδιαίτερα στη Σητεία, την Πραισό, την χερσόνησο Τόπλου και στις νότιες βουνοκορφές της ανατολικής Κρήτης. Tα κροκαλοπαγή εδάφη καλύπτουν επίσης μεγάλες περιοχές της ανατολικής Κρήτης, συμβάλλοντας έτσι στη ακαταλληλότητα για καλλιέργεια αυτής της περιοχής σε σχέση με την κεντρική και βόρεια Κρήτη.
Η βλάστηση
Τρεις διαφορετικοί τρόποι βοηθούν στην ανασύσταση της βλάστησης της μινωικής Κρήτης. Αρχικά, εφόσον οι κλιματικές συνθήκες από την εποχή του Χαλκού μέχρι σήμερα δεν έχουν αλλάξει σημαντικά, εξετάζεται η σημερινή άγρια βλάστηση, που αποτελεί το καλύτερο μέτρο σύγκρισης. Σημαντικά συμβάλλουν και οι απεικονίσεις φυτών στη μινωική τέχνη. Και οι δύο αυτοί τρόποι προσέγγισης είναι έμμεσοι, καθώς δεν έχουν σχέση με την ίδια τη φυσιολογία των φυτών του παρελθόντος.
Πιο σίγουρα αποτελέσματα παρέχουν τα αποτελέσματα της παλυνολογίας, δηλαδή της επιστήμης που μελετάει τη γύρη των φυτών και είναι σε θέση να ανιχνεύσει διάφορα είδη φυτών σε ειδικά επιλεγμένα εδαφολογικά δείγματα. Όσον αφορά στη Μέση και την Ύστερη Χαλκοκρατία πολλές πληροφορίες για τη βλάστηση προσφέρουν και οι γραπτές πηγές, δηλαδή τα ιδεογράμματα της Γραμμικής Α και τα κείμενα της Γραμμικής Β γραφής. Τα κείμενα βέβαια αυτά δεν είναι αντιπροσωπευτικά της βλάστησης γενικά στη Μινωική εποχή, καθώς αφορούν κυρίως στα καλλιεργημένα φυτά και τα αγροτικά προϊόντα που διακινούνταν στ' ανακτορικά κέντρα.
Η δράση των ηφαιστείων
Η περιοχή του Αιγαίου θεωρείται κατεξοχήν ηφαιστειογενής ζώνη, περιοχή δηλαδή, όπου λόγω των πολλών τεκτονικών ρηγμάτων, επιτρέπεται συχνά η ώθηση του μάγματος από τον πυρήνα της γης προς το φλοιό της. Τα ηφαίστεια της Αίγινας, των Μεθάνων, του Πόρου, της Μήλου, της Κιμώλου, της Πλυαίγου, της Φολεγάνδρου, της Θήρας, της Νισύρου και της Κω σχηματίζουν το λεγόμενο αιγαιακό ηφαιστειακό τόξο, στα νότια κράσπεδα της καταποντισμένης Αιγαιίδας. Στον ίδιο ηφαιστειακό άξονα ανήκουν και τα ηφαίστεια της Τρωάδας, της Μυτιλήνης και της Χίου, ενώ ένα δεύτερο τόξο, παράλληλο με το πρώτο σχηματίζουν τα ηφαίστεια του Οξύλιθου, της Κύμης, της Λήμνου, της Ίμβρου, της Σαμοθράκης, των Φερρών και της Θράκης.
Σε όλες αυτές τις τοποθεσίες βρίσκονται συγκεντρωμένα πολύτιμα ηφαιστειακά ορυκτά, τα οποία οι άνθρωποι εκμεταλλεύθηκαν συστηματικά από τις πρώιμες κιόλας περιόδους της προϊστορίας. Η εξόρυξη, η διακίνηση και η επεξεργασία των ηφαιστειακών ορυκτών, το σημαντικότερο από τα οποία ήταν από οικονομική άποψη ο οψιανός, έδωσαν το στίγμα στην τεχνολογία και την οικονομική ζωή της προϊστορικής κοινωνίας.
Κατοίκηση στη Μινωική Κρήτη
Oι μινωικές εγκαταστάσεις ήδη από την Πρώιμη Xαλκοκρατία βρίσκονται σε ένα αρκετά εξελιγμένο στάδιο αστικοποίησης ώστε να χαρακτηρίζονται πόλεις. Αυτή την εποχή ως περιοχές κατοίκησης επιλέγονταν τοποθεσίες κυρίως σε εύφορες κοιλάδες και σε πλαγιές βουνών, όπου βρίσκονταν άφθονες πηγές, και θέσεις που ήταν από γεωγραφική άποψη σημαντικές για τις εξωτερικές σχέσεις του νησιού και το εμπόριο. Η κατοίκηση αυτής της περιόδου εμφανίζεται πυκνότερη στην κεντρική και την ανατολική Κρήτη και ιδιαίτερα στις περιοχές όπου αργότερα κτίστηκαν και τα μινωικά ανάκτορα.
Κατά τη Μεσομινωική II περίοδο (2000-1550 π.Χ.) η ίδρυση των ανακτόρων αντιπροσωπεύει μία νέα μορφή αστικής εγκατάστασης, που προέρχεται από την Ανατολή και εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Ευρώπη. Τα μινωικά ανάκτορα δέσποζαν στο μέσο εύφορων πεδιάδων, όπως στην περίπτωση της Κνωσού, και σε οροπέδια, όπως η Φαιστός. Τα παραθαλάσσια ανάκτορα της Ζάκρου και των Μαλίων δείχνουν τη σημασία της γειτνίασης τέτοιων εγκαταστάσεων με τη θάλασσα.
Παράλληλα με τα ανάκτορα λειτουργούσαν και μικρότερες οικιστικές ενότητες με παρόμοια αρχιτεκτονική διάρθρωση, οι λεγόμενες μινωικές επαύλεις. Σε πολλές εγκαταστάσεις μάλιστα η μέχρι τώρα ερευνημένη έκταση είναι τόσο περιορισμένη ώστε να παραμένει ακόμη αμφίβολο, αν πρόκειται για ανάκτορα ή επαύλεις. Οι επαύλεις κτίζονταν σε τοποθεσίες που παρουσίαζαν ανάλογα πλεονεκτήματα με εκείνες των ανακτόρων. Παρόλο που και στις δύο αυτές μορφές εγκατάστασης είχαν προβλεφθεί ειδικά διαμορφωμένοι χώροι για την τέλεση θρησκευτικών τελετών, ιδρύθηκαν σε απομακρυσμένες τοποθεσίες, όπως σε βουνοκορφές ή σε σπήλαια και μεμονωμένα ιερά κτίσματα.
Μία σειρά εγκαταστάσεων της Υστερομινωικής κυρίως περιόδου, που κτίστηκαν σε εύφορες περιοχές της ενδοχώρας, χαρακτηρίζονται αγροτικές κατοικίες. Mία χαρακτηριστική τέτοια αγροικία αποτελεί το κτήριο στο Bαθύπετρο, στην ευρύτερη περιοχή των Αρχανών, όπου σε σχετικά περιορισμένη έκταση συνυπάρχουν χώροι κατοικίας, εργαστηριακές εγκαταστάσεις και ένα τριμερές ιερό.
Κατά το τέλος της Υστερομινωικής περιόδου και κατά την Υπομινωική παρατηρείται μια στροφή στις προτιμήσεις των θέσεων κατοίκησης. Οι οικισμοί κτίζονται πια σε τοποθεσίες με υψηλό υψόμετρο και αρκετά συχνά σε δυσπρόσιτα, απόκρημνα σημεία, γεγονός που δείχνει την αυξημένη ανάγκη των κατοίκων για ασφάλεια και παράλληλα την αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας.
Η νεολιθική κατοίκηση
Η πρώτη κατοίκηση της Κρήτης τοποθετείται χρονολογικά στη Νεολιθική εποχή. Η Κνωσός μάλιστα, που εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της εποχής του Χαλκού, εμφανίζει ήδη από την ακεραμική Νεολιθική περίοδο μία πολύ πρώιμη εξέλιξη και αποτελεί την κύρια πηγή πληροφοριών για αυτή την εποχή στο νότιο Αιγαίο.
Τα οικοδομήματα των στρωμάτων ΙΧ μέχρι ΧΙΙΙ, που ανήκαν στην Πρώιμη Νεολιθική περίοδο στην Κνωσό, είχαν ορθογώνιο σχήμα, πολλά μικρά δωμάτια και μάλλον επίπεδες στέγες. Σε αυτή την περίοδο εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα κεραμικής ήδη πλήρως τεχνολογικά εξελιγμένα, πράγμα που δηλώνει την εισαγωγή της κεραμικής τέχνης στην Κρήτη μάλλον από περιοχές της Ανατολής.
Τα λίθινα εργαλεία και τα υφαντικά βαρίδια δείχνουν την πλήρη είσοδο της Κρήτης στο στάδιο της τεχνολογικά εξελιγμένης αγροτικής ζωής, που είναι το κύριο χαρακτηριστικό της Νεολιθικής περιόδου. Τα γυναικεία ειδώλια μαρτυρούν τις θρησκευτικές δοξασίες, που ίσως απηχούν τα κοινωνικά πρότυπα της περιόδου.
Η Ύστερη Νεολιθική περίοδος στην Κνωσό έχει να επιδείξει κτήρια με σταθερές εστίες, ο τύπος των οποίων είναι μοναδικός στην Κρήτη ακόμη και μεταξύ των υστερότερων φάσεων. Κατά την ίδια περίοδο αρχίζει να χρησιμοποιείται και ο ακατέργαστος χαλκός για την κατασκευή εργαλείων. Σε πολλά σημεία της Κρήτης παρατηρείται τώρα η τάση για μια πιο συστηματική και μόνιμη εγκατάσταση.
Σε όλη τη διάρκεια της Νεολιθικής εποχής οι νεκροί θάβονταν μέσα στους οικισμούς, πράγμα που βεβαιώνεται κυρίως από τα ευρήματα της Κνωσού, κατά δε την Ύστερη Νεολιθική περίοδο είναι συχνότερες οι ταφές σε σπήλαια και σε δυσπρόσιτα μέρη.
Η πρωτομινωική κατοίκηση
Κατά την Πρωτομινωική εποχή (3000-2000 π.Χ.) η ανατολική Κρήτη εισέρχεται σε μία διαδικασία πρώιμης αστικοποίησης. Ο αριθμός των οικισμών αυξάνεται εντυπωσιακά σε σχέση τη Νεολιθική περίοδο. Υπολογίζεται ότι στην πρωτομινωική Κρήτη εμφανίστηκαν περισσότεροι από 100 νέοι οικισμοί. Το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει από τα οικιστικά δεδομένα αυτής της εποχής είναι ότι η Κρήτη κατακλύζεται από κύματα αποίκων, μάλλον μικρασιατικής προέλευσης.
Η οικιστική διάρθρωση και η εσωτερική δομή της κοινωνίας αλλάζουν την περίοδο αυτή, αφομοιώνοντας τις ξένες πολιτιστικές επιδράσεις που προέρχονται κυρίως από τις Κυκλάδες και την Ανατολή. Στο τέλος της ίδιας περιόδου επισημαίνονται και οι πρώτες οργανωμένες δραστηριότητες των Μινωιτών σε χώρους έξω από τα σύνορα της Κρήτης, όπου καθιδρύουν εμπορικούς σταθμούς ή αποικίες, όπως η μινωική εγκατάσταση στα Κύθηρα.
Τα οικοδομικά συγκροτήματα της Πρωτομινωικής περιόδου είναι μεγάλα, συλλογικά έργα, που έχουν κατασκευαστεί με τη συνείδηση της κοινής φυλετικής ταυτότητας και με κριτήριο τη μόνιμη εγκατάσταση. Οι οικισμοί της Βασιλικής, της Μύρτου και του Μόχλου είναι μερικά από τα σημαντικά κέντρα αυτής της εποχής.
Ολοκληρωμένη εικόνα της πρωτομινωικής κοινωνικής συνείδησης δείχνει και η μνημειώδης ταφική αρχιτεκτονική, με καλύτερο παράδειγμα τους θολωτούς τάφους της Μεσαράς. Οι νεκροί δε θάβονταν πια με τα πρόχειρα μέσα της Νεολιθικής εποχής, αλλά σε πραγματικές "νεκρικές κατοικίες", που ήταν συγκεντρωμένες σε συγκεκριμένες περιοχές μακριά από τους οικισμούς.
Αρχιτεκτονική
Oι αρχές της μινωικής δόμησης έρχονται σε αντίθεση με την αρχιτεκτονική της Aρχαιότητας, η οποία χαρακτηριζόταν από συμμετρία, λιτότητα και σαφήνεια των περιγραμμάτων. H αρχιτεκτονική της μινωικής Kρήτης είναι πολύπλοκη και σκοτεινή στην ερμηνεία της. Τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα εμφανίστηκαν κατά τη Μεσομινωική εποχή (1900 π.Χ.) μέσα από μια σειρά αρχιτεκτονικών καινοτομιών, όπως οι κίονες, οι φωταγωγοί, τα πολύθυρα και η προσθήκη ορισμένων αρκετά ιδιόρρυθμων στοιχείων, όπως τα θυρώματα κοντά σε γωνίες, η εναλλαγή κιόνων και πεσσών και οι σκάλες που έστριβαν από όροφο σε όροφο.
Τα στοιχεία της ανακτορικής αρχιτεκτονικής επαναλαμβάνονται στις επαύλεις και τις ιδιωτικές κατοικίες, οι οποίες μοιάζουν συχνά με μικρογραφίες των ανακτόρων. Τα ιδιωτικά κτήρια είναι απλούστερα στο σχεδιασμό τους αλλά και σ' αυτά ισχύει η ασυμμετρία των προσόψεων, η ποικιλία του ύψους της στέγης και η διαίρεση σε χώρους καθορισμένων χρήσεων. Η βασική τους μορφολογική διαφορά από τα ανάκτορα βρίσκεται στην απουσία της κεντρικής αυλής και στην έλλειψη κεντρικού άξονα, ενός στοιχείου που διατηρήθηκε και στα ιδιωτικά κτήρια της Αρχαιότητας. Σε ορισμένα ιδιωτικά μεσομινωικά συγκροτήματα, αλλά κυρίως στα ανάκτορα, φαίνεται ότι τα μινωικά οικοδομήματα ήταν συχνά συγκροτήματα που είχαν δημιουργηθεί με διαδοχικές προσθήκες νέων κτισμάτων. Η πολυπλοκότητα και η διάθεση για συνεχείς επεκτάσεις δε σημαίνει όμως ότι δεν είχε προηγηθεί ένας αρχικός σχεδιασμός. Αυτό φαίνεται καλύτερα στα άριστα σχεδιασμένα συστήματα αποχέτευσης και εξαερισμού και στο σύστημα διαδρόμων που επέτρεπε την άνετη διακίνηση στο εσωτερικό.
H μινωική αρχιτεκτονική διαπνέεται από τις ίδιες αισθητικές αρχές που κυριαρχούν και στη μινωική τέχνη. Τα πολύθυρα και οι φωταγωγοί δημιουργούσαν παντού έντονες φωτοσκιάσεις, ενώ η χρωματική ποικιλία και η πλούσια διακόσμηση προκαλούσαν μια ατμόσφαιρα διαρκούς κίνησης. Η εξωτερική όψη των κτηρίων με τις μνημειώδεις εισόδους και τις στέγες σε διάφορα ύψη ήταν εντυπωσιακή και συγχρόνως γραφική. Οι εξωτερικοί όγκοι διαλύονταν στο φως και το χρώμα, τα περιγράμματα ήταν χαλαρά και απόλυτα προσαρμοσμένα στο φυσικό χώρο.
Λόγω της έλλειψης κανονικότητας στο σχεδιασμό των μινωικών κτηρίων είναι πολύ δύσκολο να προσδιορισθεί αν οι αρχιτέκτονες της μινωικής Κρήτης χρησιμοποιούσαν ένα σταθερό σύστημα μέτρησης των αποστάσεων. Ο σχεδιασμός των κτηρίων γινόταν μάλλον με άρτια μέτρα. Οι ειδικές μελέτες που έγιναν στα ανάκτορα έδειξαν την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου συστήματος μέτρησης σ' αυτά, η μονάδα του οποίου πρέπει να ήταν ανάλογη με τον πόδα, το σταθερό μέτρο που χρησιμοποιούσαν και στην Αρχαιότητα. Ο μινωικός πους θα πρέπει να ισοδυναμούσε με 30,36 εκατοστά και οι υποδιαιρέσεις του ακολουθούσαν μάλλον το εξαδικό σύστημα. Είναι πολύ πιθανό ότι το μινωικό σύστημα μέτρησης των αποστάσεων υιοθετήθηκε αργότερα και από τους Μυκηναίους.
Ανάκτορα
Τα ανάκτορα ήταν τα κέντρα της πολιτικής, οικονομικής και θρησκευτικής ζωής της μινωικής Κρήτης κατά τη δεύτερη χιλιετία π.X. και η ζωή τους διήρκεσε περίπου 600 χρόνια. Τα κυριότερα ανάκτορα κτίστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα, γύρω στο 1900 π.X., σε ήδη ακμαία αστικά κέντρα, όπως η Κνωσός, η Φαιστός και τα Μάλια, που βρίσκονταν στο μέσο εύφορων πεδιάδων ή σε σημαντικά για το εξωτερικό εμπόριο λιμάνια, όπως η Ζάκρος. Εκτός από τα τέσσερα σημαντικότερα ανακτορικά κέντρα της Κνωσού, της Φαιστού, των Μαλίων και της Ζάκρου, υπήρχαν και μικρότερης εμβέλειας και σημασίας ανάκτορα, που είχαν υπό τον έλεγχό τους μικρότερες περιοχές, όπως οι Αρχάνες και τα Χανιά.
Μερικά εκτεταμένα αρχιτεκτονικά συγκροτήματα, όπως της Αγίας Τριάδας, των Γουρνιών ή το μικρό ανάκτορο της Κνωσού, δεν είναι ακόμη επαρκώς ερευνημένα ή παρουσιάζουν ανάμικτα αρχιτεκτονικά στοιχεία ώστε να μπορούν να καταταχθούν με ασφάλεια στην κατηγορία των ανακτόρων ή των επαύλεων, που αποτελεί μία άλλη χαρακτηριστική μορφή της μινωικής οικιστικής παράδοσης.
Κατά τη μακρά διάρκεια της Μινωικής εποχής τα ανάκτορα υπέστησαν δύο μεγάλες καταστροφές που σηματοδότησαν νέες εξελίξεις στο μινωικό πολιτισμό. Η πρώτη καταστροφή προκλήθηκε από σεισμό στο τέλος της Πρωτοανακτορικής εποχής, γύρω στο 1700 π.X. Σχετικά σύντομα μετά από αυτή την καταστροφή, τα ανάκτορα ξανακτίστηκαν από τους Μινωίτες και πέρασαν στη δεύτερη, λαμπρότερή τους περίοδο, τη Νεοανακτορική. Σεισμικές μάλλον δονήσεις και πάλι, κατέστρεψαν γύρω στο 1450 π.X. οριστικά τα μινωικά ανάκτορα. Μετά από αυτή την καταστροφή, κατά τη Μετανακτορική περίοδο, και ενώ η κεντρική εξουσία βρέθηκε αποδυναμωμένη, τα περισσότερα ανακτορικά κέντρα εγκαταλείφθηκαν και μόνο στο ανάκτορο της Κνωσού συνεχίστηκε η κατοίκηση μέχρι τη μυκηναϊκή κυριαρχία. Τα ερείπια των ανακτόρων που είναι σήμερα ορατά και επισκέψιμα ανήκουν στη δεύτερη ανακτορική περίοδο.
Η ανακτορική αρχιτεκτονική αντικατοπτρίζει τις ανάγκες μίας ιεραρχημένης και συγκεντρωτικής κοινωνίας, όπου όλες οι διαδικασίες ήταν απόλυτα καθορισμένες. Στο σχεδιασμό και τη λειτουργικότητά τους υπάρχουν έμμεσες αναφορές στα ανάκτορα της Μέσης Ανατολής και της Αιγύπτου, από όπου οι Μινωίτες δανείστηκαν συγκεκριμένα στοιχεία, που όμως στη συνέχεια προσάρμοσαν στο φυσικό περιβάλλον της Κρήτης και τις απαιτήσεις της μινωικής κοινωνίας. Ο σχεδιασμός και η κατασκευή των ανακτόρων εμφανίζουν κοινά στοιχεία που ακολουzθούνται πιστά, με εξαίρεση κάποιες ιδιομορφίες που διαμορφώθηκαν μάλλον ανάλογα με τις απαιτήσεις της κάθε εγκατάστασης ή του εκάστοτε άρχοντα.
Τα ανάκτορα αποτελούνταν από πολυώροφα διαμερίσματα, που ήταν διαρθρωμένα σε τέσσερις πτέρυγες γύρω από μία τεράστια ορθογώνια κεντρική αυλή. Διέθεταν μεγάλες αίθουσες υποδοχών και συνεστιάσεων, ιερά με ειδικές εγκαταστάσεις τελετουργιών, εργαστήρια, αποθήκες όπου συσσωρευόταν το πλεόνασμα της περιφέρειας, αλλά και πολυτελή διαμερίσματα, όπου μάλλον κατοικούσαν οι βασιλείς-αρχιερείς. Στους εξωτερικούς χώρους των ανακτόρων υπήρχαν πλακοστρωμένες αυλές και θεατρικοί χώροι για τις δημόσιες τελετές και συναθροίσεις. Τα ανάκτορα, αν και ήταν τα διοικητικά και οικονομικά κέντρα της μινωικής Κρήτης, όπου κατοικούσαν σίγουρα οι πολιτικοί ή και θρησκευτικοί ηγέτες και φυλάσσονταν πολύτιμοι θησαυροί, δεν ήταν οχυρωμένα, πράγμα που υποδεικνύει το αίσθημα ασφάλειας της ανακτορικής κοινωνίας στο εσωτερικό του νησιού.
Επαύλεις
Ως μινωικές επαύλεις χαρακτηρίζονται κτήρια της Μεσομινωικής και Υστερομινωικής περιόδου, που είναι μικρότερα από τα ανάκτορα, αλλά πολύ μεγαλύτερα και πολυπλοκότερα από τις απλές μινωικές κατοικίες. Οι επαύλεις είναι συνήθως διώροφες και εμφανίζουν τα χαρακτηριστικά στοιχεία της ανακτορικής αρχιτεκτονικής, όπως κίονες, πεσσούς, πολύθυρα, φωταγωγούς, όπως επίσης και την κοινή με τα ανάκτορα πρόβλεψη για ιδιαίτερους λατρευτικούς χώρους.
Μερικές από τις επαύλεις κτίστηκαν στο κέντρο των μινωικών πόλεων, όπως αυτές της Τυλίσου, άλλες βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με τα ανάκτορα, όπως η βασιλική έπαυλη της Κνωσού και άλλες εντοπίζονται σε απομακρυσμένες περιοχές, όπως η αγροτική έπαυλη του Βαθύπετρου και η έπαυλη του Σκλαβόκαμπου. Μερικές ιδιαίτερα εκτεταμένες κτηριακές εγκαταστάσεις, όπως αυτή της Αγίας Τριάδας, παρουσιάζουν κοινά στοιχεία τόσο με τα ανάκτορα όσο και με τις επαύλεις με αποτέλεσμα η κατάταξή τους στον έναν ή τον άλλον αρχιτεκτονικό τύπο να παραμένει προβληματική.
Μινωικές πόλεις
Οι πληροφορίες που έχουμε στη διάθεσή μας σχετικά με την πολεοδομική οργάνωση των αστικών κέντρων προέρχονται από τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα μινωικών οικισμών αλλά και από απεικονίσεις κτηρίων και πόλεων στη μινωική τέχνη. Την πληρέστερη εικόνα μιας μινωικής πόλης δίνουν οι οικισμοί των Γουρνιών, του Παλαίκαστρου, του Κομού και του οικοδομικού συγκροτήματος Mu των Μαλίων, ενώ σε έδαφος εκτός Κρήτης το καλύτερα διατηρημένο παράδειγμα είναι το Ακρωτήρι της Θήρας. Τα αστικά κτήρια βρίσκονταν σε μεγάλα οικοδομικά συγκροτήματα που χωρίζονταν από στενούς δρόμους. Η διέλευση μέσα στην πόλη και προς τις εισόδους της γινόταν από πλατύτερους κεντρικούς δρόμους και πλατείες.
Τα εξωτερικά αρχιτεκτονικά στοιχεία των κτηρίων είναι περισσότερο γνωστά από τις απεικονίσεις πόλεων στη μινωική τέχνη. Σύμφωνα με αυτές τις παραστάσεις τα σπίτια ήταν διώροφα ή τριώροφα. Τα παράθυρα συνήθως βρίσκονταν, μάλλον για λόγους ασφαλείας, στους ορόφους και όχι στο ισόγειο. Ένα κοινό στοιχείο όλων σχεδόν των κτισμάτων ήταν το μικρό δώμα στην οροφή των σπιτιών. Αυτό το στοιχείο επιβεβαιώνεται και από το ομοίωμα ενός σπιτιού από τις Αρχάνες, τον οικίσκο των Αρχανών. Οι οικοδομικές λεπτομέρειες που παρατηρούνται σε όλα τα κτήρια είναι ο συνδυασμός πλινθοδομής και ξυλοδεσιάς και οι διακοσμητικές ζωφόροι από κατακόρυφα κομμένους κορμούς δένδρων.
Αντίθετα από τις περισσότερες πόλεις της εποχής του Xαλκού στο νησιωτικό χώρο, οι μινωικές πόλεις δε διέθεταν οχύρωση. Αυτό το γεγονός οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι κάτοικοι ένιωθαν ασφάλεια στο εσωτερικό του νησιού και ότι πιθανότατα κατά το μεγαλύτερο μέρος της Μινωικής περιόδου επικρατούσε εσωτερική ειρήνη. Οι εξωτερικοί εχθροί αντιμετωπίζονταν πιθανότατα στις ανοικτές θάλασσες από το μινωικό στόλο, η παντοδυναμία του οποίου εξασφάλιζε την pax minoica, τη μινωική ειρήνη.
Μινωικοί κήποι
Μία σειρά από αρχαιολογικά ευρήματα υποδηλώνει την ύπαρξη τεχνητών κήπων στα μινωικά ανάκτορα. Σε παραστάσεις τοιχογραφιών, όπως αυτές της Αμνισού, απεικονίζεται η τοποθέτηση διακοσμητικών φυτών σε ανθοδοχεία ή γλάστρες.
Ορισμένα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα δείχνουν επίσης την ύπαρξη κήπων ανάμεσα σε ανακτορικά διαμερίσματα ή διάφορα κτήρια. Οι κήποι εντοπίζονται κυρίως σε φωταγωγούς μινωικών κτηρίων. Χώροι όπου υπάρχουν τέτοιες ενδείξεις βρίσκονται στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ανακτόρου της Ζάκρου, στην αίθουσα των διπλών πελέκεων στην Κνωσό, στο βόρειο άκρο της δυτικής πτέρυγας των Μαλίων και ανάμεσα στα ιδιωτικά κτήρια του Παλαίκαστρου.
Ως κήπος ερμηνεύτηκε και μία τεχνητή διαμόρφωση που εντοπίστηκε στην πλατεία των ιερών στο ανάκτορο της Φαιστού, στο χώρο της πλαγιάς προς την πεδιάδα. Ο χώρος αυτός φαίνεται ότι είχε κατόπιν σχεδίου ενταχθεί ανάμεσα στην αυλή και μία αίθουσα καθαρμών. Το έδαφος σε αυτό το σημείο είναι βραχώδες και εμφανίζεται τρυπημένο με εργαλεία σε πολλά σημεία.
Σε τέτοιους λάκκους τοποθετούνταν ίσως γλάστρες με φυτά, ίσως όμως πρόκειται και για λάκκους φυτέματος δέντρων. Τα μικρότερα τεχνητά ανοίγματα του βράχου ήταν κατάλληλα για τη φύτευση βολβών των λεπτότερων φυτών που απεικονίζονται συχνά στις τοιχογραφίες, όπως οι κρόκοι, οι μικροσκοπικές ίριδες, οι βιολέτες, οι κισσοί και τα αρωματικά βότανα. Η καλλιέργεια αυτών των φυτών ίσως σχετίζεται με την τέλεση θρησκευτικών τελετουργιών, εφόσον είναι βεβαιωμένη η στενή σχέση της βλάστησης και της μινωικής θρησκείας.
Πρόσφατες έρευνες στο ανάκτορο της Πύλου φέρουν στο φως στοιχεία που βεβαιώνουν ότι το χαρακτηριστικό αυτό των μινωικών ανακτόρων μεταδόθηκε και στα μυκηναϊκά ανάκτορα καθώς συγκεκριμένοι χώροι της Πύλου ερμηνεύονται ως αυλές που περιέκλειαν κήπους με υδραυλικές εγκαταστάσεις.
Η κοινωνία στη Μινωική Κρήτη
Τα πλούσια κατάλοιπα του υλικού πολιτισμού της μινωικής Κρήτης επιτρέπουν την παρακολούθηση της εξέλιξης της μινωικής κοινωνίας που εμφανίζει διαφορετικά σχήματα σε κάθε περίοδο της Μινωικής εποχής. Μέσα από τα οικιστικά κατάλοιπα, τα νεκροταφεία και τα έργα τέχνης διαφαίνεται η ραγδαία εξέλιξη μιας γεωγραφικά κλειστής κοινωνίας που είναι δεκτική στις ξένες επιδράσεις, χρησιμοποιεί κατάλληλα τους πόρους της και δημιουργεί έναν υψηλό πολιτισμό.
Κατά την Πρωτομινωική περίοδο (3000-2000 π.Χ.) παρουσιάζονται για πρώτη φορά συλλογικά έργα, τεχνική εξειδίκευση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων και κοινωνική διαστρωμάτωση, ως αποτέλεσμα των εξωτερικών εμπορικών σχέσεων και της επιτυχημένης εκμετάλλευσης πρώτων υλών, πιθανότατα από συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής τονώθηκε η κοινωνική συνείδηση και επιβλήθηκε μια άρχουσα τάξη που οδήγησε στην ίδρυση των ανακτόρων.
Κατά τη Μεσομινωική περίοδο (2000-1550 π.Χ.), με την εμφάνιση των ανακτόρων, που εκτός από ένα ιδιάζον οικιστικό σχήμα ήταν και ο άξονας της κεντρικής διοίκησης, η μινωική κοινωνία υπόκειται σε ριζικές αλλαγές και εμφανίζεται, σε όλες τις εκδηλώσεις της, άριστα οργανωμένη και συγκεντρωτική. Η εσωτερική οργάνωση των ανακτορικών κέντρων προϋπέθετε την ύπαρξη σαφώς διαχωρισμένων κοινωνικών τάξεων, που έπαιζαν συγκεκριμένο ρόλο στην ιεραρχία. Ο χαρακτήρας της ανακτορικής διοίκησης επιτρέπει το χαρακτηρισμό της κοινωνίας ως θεοκρατικής, αφού η συγκέντρωση της εξουσίας, που ασκούνταν σαφώς στα ανάκτορα, συνοδευόταν από την κυρίαρχη παρουσία της θρησκείας. Τα όρια όμως μεταξύ της πολιτικής και της θρησκευτικής εξουσίας, παραμένουν ακόμη ασαφή, καθώς για το μεγαλύτερο μέρος της Ανακτορικής περιόδου, η έρευνα στηρίζεται σε αρχαιολογικά ευρήματα που δεν τεκμηριώνονται από γραπτά μνημεία. Και ενώ η μυθολογική παράδοση του κρητικού ηγέτη Μίνωα επηρέασε για ένα μεγάλο διάστημα την ερμηνεία των αρχαιολογικών δεδομένων, έχουν επισημανθεί από τη νεότερη έρευνα προβλήματα αναγνώρισης και αυτών των ηγετικών προσώπων της μινωικής Κρήτης.
Η μυκηναϊκή κυριαρχία εισήγαγε στην Κρήτη μία διοικητική οργάνωση παρόμοια με αυτή της μυκηναϊκής Ελλάδας, με το σύστημα αρχειοθέτησης και τη δημιουργία ορισμένων νέων θεσμών, στρατιωτικού χαρακτήρα, όπως δείχνουν οι πλούσιοι τάφοι πολεμιστών. Κατά την Μετανακτορική περίοδο (1400-1050 π.Χ.) παρατηρούνται κοινωνικά φαινόμενα που συνοδεύουν συνήθως την εξασθένιση της κεντρικής εξουσίας. Η εξουσία ασκούνταν πια από πολλούς άρχοντες, που κατοικούσαν μάλλον σε αγροτικές επαύλεις και έλεγχαν μικρότερες γεωγραφικές περιοχές.
Κατά το τέλος της εποχής του Χαλκού η εξουσία ασκείται σε γεωγραφικά περιορισμένη κλίμακα, ενώ έχουν χαθεί οι εξειδικευμένες ομάδες που εξυπηρετούσαν το διοικητικό μηχανισμό. Η έλλειψη κεντρικής εξουσίας οδηγεί στον ολοένα αυξανόμενο ρόλο των αστικών κέντρων, όπου παρατηρούνται φαινόμενα διοικητικής ανεξαρτησίας που έχουν επίδραση και στη θρησκευτική οργάνωση. Η επιλογή νέων θέσεων κατοίκησης σε φυσικά οχυρωμένες περιοχές δείχνει την έλλειψη ασφάλειας των κατοίκων, που οφείλεται μάλλον στην αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας.
Καθ' όλη τη διάρκεια της Μινωικής εποχής απουσιάζει τελείως από την Κρήτη ένα αμυντικό σύστημα, ανάλογο με τις ακροπόλεις της εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο και την ηπειρωτική Ελλάδα. Η διαπίστωση αυτή είναι μια ένδειξη ότι η ασφάλεια των κατοίκων εξασφαλιζόταν στο μεγαλύτερο μέρος της εποχής του Χαλκού από τη λεγόμενη μινωική ειρήνη.
Θεοκρατία
Μία σειρά από στοιχεία των ανακτόρων, όπως η τελετουργική χρήση σημαντικών χώρων, αλλά και παραδείγματα της εικονιστικής τέχνης, όπου ηγετικές μορφές συνοδεύονται από θρησκευτικά εμβλήματα και σύμβολα, οδηγούν στην παραδοχή ότι η ανώτατη εξουσία της μινωικής Κρήτης είχε θεοκρατικό χαρακτήρα.
Οι βασιλείς ήταν εκπρόσωποι των θεοτήτων και το κύρος τους πήγαζε από τη συγγένειά τους μ' αυτές. Ίσως αυτή η ιδέα ενσάρκωσης της θεότητας οδήγησε στις τελετές μίμησης που παρουσιάζονται τόσο συχνά στη μινωική εικονιστική τέχνη. Η σχέση τους με τις θεότητες υποδηλωνόταν μέσα από τη θεατρικότητα των βασιλικών εμφανίσεων. Οι βασιλείς-αρχιερείς, καθισμένοι σε θρόνους ή σε υπερυψωμένες εξέδρες στους θεατρικούς χώρους, θα ήταν ορατοί από τους υπηκόους τους που ήταν συγχρόνως και το θρησκευτικό τους ποίμνιο.
Μόνο ελάχιστα δείγματα της εικονιστικής τέχνης φανερώνουν αυτή τη σύζευξη της πολιτικής με τη θρησκευτική εξουσία. Ανάμεσά τους περιλαμβάνεται και το σφράγισμα της Μητέρας των ορέων, στο οποίο απεικονίζονται δύο επιβλητικές μορφές, μία ανδρική και μία γυναικεία, στις οποίες αποδίδονται θεϊκές ή διοικητικές ιδιότητες. Έχει προταθεί ότι αυτή η παράσταση απεικονίζει το βασιλιά που δεόμενος αντλούσε το κύρος του από τη θεά, η οποία τον νομιμοποιούσε.
Παρόμοια στοιχεία θεοκρατίας παρατηρούνται, με διαφορετικό όμως ύφος, σε όλους τους πρώιμους πολιτισμούς της Εγγύς Ανατολής. Στην Αίγυπτο, η θεοποίηση του βασιλιά συνδεόταν στενά με τις δοξασίες για το θάνατο και τη μεταθανάτια ζωή και οι Φαραώ θεωρούνταν θεοί μετά το θάνατό τους. Αυτό δε φαίνεται να ίσχυε στη μινωική Κρήτη, όπου οι βασιλείς ήταν οι ενσαρκώσεις των θεοτήτων εν ζωή, ένα φαινόμενο που πλησιάζει περισσότερο το μεσοποταμιακό πρότυπο της απόλυτης θεϊκής υπόστασης του βασιλέα.
Η ανακτορική κοινωνία
Ο σχεδιασμός των μινωικών ανακτόρων με τη σύνθετη αλλά καλά οργανωμένη διάταξη των χώρων του φανερώνει ένα αυστηρά ιεραρχημένο και συγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης. Στην κορυφή της ιεραρχίας βρισκόταν μία ηγετική μορφή η οποία είχε διοικητική και νομοθετική εξουσία, ενώ κατείχε ταυτόχρονα την ύψιστη αρχιερατική θέση. Γύρω της μια ομάδα από ευγενείς και οι συγγενείς της βασιλικής οικογένειας, που κατοικούσε μάλλον στις γειτονικές πολυτελείς επαύλεις, έπαιζε συμβουλευτικό ρόλο. Αρκετά ισχυρή πρέπει να ήταν η θέση του ιερατείου, που αποτελούνταν από άνδρες και γυναίκες και ίσως διαχωριζόταν σε διάφορους βαθμούς ιεραρχίας και εξουσιαστικής δύναμης.
Η κλίμακα της ιεραρχίας διαμορφωνόταν σε σαφώς διαχωρισμένες κοινωνικές τάξεις και ειδικότητες. Η ύπαρξη εργαστηριακών χώρων μέσα στα ανάκτορα, όπου κατασκευάζονταν πολυτελή αντικείμενα κατά παραγγελίαν της ηγετικής τάξης, δείχνει την ύπαρξη επαγγελματιών τεχνιτών, οι οποίοι λόγω της σπάνιας εξειδίκευσής τους μάλλον απολάμβαναν ιδιαίτερα προνόμια. Ανάμεσα σ' αυτούς κατείχαν αναμφίβολα σημαντική θέση και οι γραφείς οι οποίοι είχαν την ευθύνη της αρχειοθέτησης των αποθηκών. Ανάμεσα στο ανάκτορο και τους πολίτες βρίσκονταν μάλλον υψηλοί αξιωματούχοι, επιφορτισμένοι με το έργο της συλλογής των αγροτικών προϊόντων ή άλλων φόρων από την ύπαιθρο. Οι άνθρωποι στις πόλεις και την ύπαιθρο ασχολούνταν με τις αγροτικές εργασίες, τη βιοτεχνία και το εμπόριο. Οι συνεχείς εμπορικές επαφές με κοντινές αλλά και με πολύ μακρινές περιοχές εκτός Κρήτης προϋποθέτει τη διαρκή ενασχόληση μιας κοινωνικής ομάδας με τη ναυτιλία. Η οργάνωση και η κατανομή της εργασίας στην κοινωνία των ανακτόρων καθιστά αναγκαία την ύπαρξη μιας τάξης οικιακών βοηθών ή και σκλάβων που επιβεβαιώνεται και από τα κείμενα των ανακτορικών αρχείων, αλλά δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία που να συγκρίνονται με την εκμετάλλευση των δούλων στην κλασική Αθήνα και την αρχαία Ρώμη.
Η απασχόληση των γυναικών δεν είναι εύκολο να διαγνωστεί από τα αρχαιολογικά δεδομένα, αλλά στις πινακίδες των ανακτορικών αρχείων αναφέρονται ανάμεσα στα επαγγέλματα και υφάντρες, πράγμα που σημαίνει ότι γυναίκες που ασχολούνταν με την υφαντική τέχνη είχαν εργασιακή σχέση με τα ανάκτορα είτε ως επαγγελματίες είτε ως σκλάβες. Παρ' όλη τη δυσκολία ανάγνωσης λεπτομερών κοινωνικών δομών, είναι κοινώς αποδεκτό ότι οι γυναίκες κατείχαν υψηλή θέση στη μινωική κοινωνία και έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη δημόσια ζωή. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από τις παραστάσεις της μινωικής εικονογραφίας, όπου οι γυναίκες εμφανίζονται συχνά να συμμετέχουν σε κοινωνικές εκδηλώσεις ως θεατές δημόσιων θεαμάτων, ως ιέρειες αλλά και ως αθλήτριες. Τα προνόμια αυτά των γυναικών αλλά και η λατρεία της μητέρας-θεάς ήταν οι λόγοι που οδήγησαν στην υπόθεση ότι στη μινωική κοινωνία επιβίωναν κατάλοιπα γυναικοκρατίας που ανάγονται στη Νεολιθική εποχή.
Ταφικά έθιμα
Ήδη από την αρχή της πρώιμης Χαλκοκρατίας (3650-2000 π.Χ) αρχίζει να εγκαταλείπεται στην Κρήτη το νεολιθικό ταφικό έθιμο της απόθεσης των νεκρών σε σπήλαια ή βραχοσκεπές και γενικεύεται η χρήση των νεκροταφείων. Κάθε γένος διατηρούσε στα νεκροταφεία το δικό του ταφικό κτήριο που χρησιμοποιόταν από γενιά σε γενιά επί πολλούς αιώνες. Ο χαρακτηριστικότερος τύπος ταφικών κτηρίων της Μινωικής εποχής είναι τα κυκλικά ταφικά κτήρια, που είναι γνωστά ως θολωτοί τάφοι, οι οποίοι παρουσιάζουν μεγαλύτερη διάδοση στο νοτιοδυτικό τμήμα της Κρήτης, ιδιαίτερα στην πεδιάδα της Μεσαράς. Στην ανατολική Κρήτη συνηθίζονταν αντίθετα τα ορθογώνια ταφικά κτήρια. Οι νεκροί αποτίθενταν σε ιδιαίτερους χώρους και τα οστά των παλαιότερων ταφών συγκεντρώνονταν σε γειτονικά οστεοφυλάκια που προστίθενταν στο αρχικό κτίσμα. Τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα του ορθογώνιου ταφικού τύπου βρέθηκαν στο Μόχλο, στο Παλαίκαστρο και στα Γουρνιά.
Οι νεκροί τοποθετούνταν ανάσκελα με μαζεμένα τα πόδια σε λάρνακες, σε ξύλινα φέρετρα, σε ρηχούς λάκκους μέσα στους τάφους ή επάνω στο δάπεδο των τάφων. Τα οστά των παλαιότερων ταφών παραμερίζονταν για να δημιουργηθεί χώρος για τις νέες ταφές και μερικές φορές καιγόταν το εσωτερικό του τάφου πριν από τη νέα ταφή. Αυτό το φαινόμενο, χωρίς να θεωρείται ασέβεια των νεκρών προγόνων, διαφοροποιείται πολύ από τα ταφικά έθιμα της Αιγύπτου, όπου δινόταν σημασία όχι μόνο στη μνήμη αλλά και στη διατήρηση του σώματος των νεκρών. Η καύση των νεκρών στην Κρήτη παρατηρείται μόνο κατ' εξαίρεσιν. Οι νεκροί συνοδεύονταν από κτερίσματα που ήταν συνήθως κοσμήματα, όπλα, προσωπικά αντικείμενα και αγγεία, ο αριθμός και η ποιότητα των οποίων ήταν ανάλογα με την κοινωνική θέση του νεκρού. Οι πολεμιστές της εποχής της μυκηναϊκής κυριαρχίας στην Κρήτη θάβονταν με ολόκληρο τον οπλισμό τους, κατά το έθιμο της μυκηναϊκής Ελλάδας.
Εκτός από τα ταφικά κτήρια υπήρχαν και ανεξάρτητες ταφές. Οι λακκοειδείς τάφοι ήταν απλοί λάκκοι σκαμμένοι σε μαλακό βράχο. Ένα σπανιότερο είδος αποτελούσαν οι κτιστοί κιβωτιόσχημοι τάφοι, που θεωρούνται μία από τις κυκλαδικές επιρροές και περιορίζονται στη βόρεια Κρήτη. Ένα άλλο ταφικό έθιμο, που ήταν διαδεδομένο κυρίως κατά τη Μεσομινωική περίοδο, ήταν οι πιθοταφές. Οι νεκροί τοποθετούνταν μέσα σε πίθους, δεμένοι σε συνεσταλμένη στάση. Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα πιθοταφών βρέθηκαν στο νεκροταφείο της Παχυάμμου.
Κατά τη Μετανακτορική εποχή (1390-1070 π.Χ.) οι τάφοι περιείχαν τρεις έως πέντε νεκρούς. Το φαινόμενο αυτό ερμηνεύεται συχνά ως αποδυνάμωση του κοινωνικού ρόλου του γένους και ισχυροποίηση της ατομικότητας των μελών του, ένα φαινόμενο που ήταν αποτέλεσμα της άνισης κατανομής του πλούτου. Οι πλουσιότεροι τάφοι αυτής της εποχής ανήκουν στον τύπο του θολωτού τάφου, ενώ εμφανίζονται και οι θαλαμοειδείς τάφοι. Oι τάφοι αυτοί ήταν υπόγειοι, λαξευμένοι σε πλαγιές λόφων και είχαν είσοδο στο τέρμα ενός μακρόστενου, επίσης λαξευμένου δρόμου.
Είναι πολύ δύσκολο να ανιχνευθούν οι δοξασίες των Μινωιτών για τις σχέσεις των νεκρών με τις θεότητες. Είναι βέβαιο όμως ότι καθ' όλη τη διάρκεια της εποχής του Χαλκού, στους χώρους των νεκροταφείων τελούνταν ειδικές νεκρικές τελετουργίες και ίσως ολόκληροι οι χώροι των νεκροταφείων να θεωρούνταν ιερές περιοχές. Προς τιμήν του νεκρού γίνονταν τελετουργικές πόσεις, μετά από τις οποίες τα κύπελλα σπάζονταν και τα θραύσματά τους εγκαταλείπονταν κοντά στον τάφο. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι στα νεκροταφεία λάμβαναν χώρα πομπές και θυσίες. Η καλύτερη μαρτυρία για τις νεκρικές τελετουργίες προσφέρεται στις παραστάσεις της περίφημης σαρκοφάγου της Αγίας Τριάδας, όπου απεικονίζονται με μεγάλη ακρίβεια σκηνές χοής, πομπής και θυσίας συνδεμένες με τη νεκρική λατρεία.
Το μινωικό ένδυμα
Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για το μινωικό ένδυμα προέρχονται από ένα πλήθος τοιχογραφικών παραστάσεων, από τα ενδύματα των ανθρωπόμορφων ειδωλίων και από τα αφιερωματικά φορέματα. Δεδομένου όμως ότι οι περισσότερες από αυτές τις παραστάσεις είναι θρησκευτικού περιεχομένου, δεν είναι συχνά σαφές, αν τα ενδύματα που απεικονίζονται στην τέχνη αντιπροσωπεύουν την καθημερινή φορεσιά των Μινωιτών, αν πρόκειται για τα ενδύματα που φοριόνταν μόνο στις επίσημες κοινωνικές εκδηλώσεις ή ακόμα αν ήταν τα ενδύματα των ιερέων για τις θρησκευτικές τελετές.
Οι εικονογραφικές πηγές προέρχονται κυρίως από τα ανάκτορα και σημαντικά κτήρια, όπου συνήθως απεικονίζονται επιλεκτικά στιγμιότυπα της λατρείας και της ζωής των ανθρώπων με υψηλό κοινωνικό κύρος. Έτσι, στην εικονογραφία αντιπροσωπεύονται συνήθως τα ενδύματα των ιερέων και της αριστοκρατίας, ενώ οι γνώσεις μας για την ενδυμασία των απλών ανθρώπων είναι σχεδόν ανύπαρκτες.
Μία εύκολη διαπίστωση είναι παρόλα αυτά ότι το γυναικείο και το ανδρικό ένδυμα ήταν σαφώς διαφοροποιημένα. Ο διαχωρισμός αυτός είναι εμφανής στα ιερατικά ενδύματα, όπως δείχνουν τα χαρακτηριστικά φορέματα των ιερειών και οι κροσσωτοί χιτώνες που φοριόνταν μόνο από άνδρες ιερείς. Εξαίρεση αποτελεί ίσως η φορεσιά των αθλητών, η οποία ήταν κοινή και για τα δύο φύλα και ένας συγκεκριμένος τύπος ιερατικού μανδύα που κάλυπτε τον ένα ώμο και φοριόταν από άνδρες και γυναίκες ιερείς. Για την κατασκευή τόσο των γυναικείων όσο και ανδρικών ενδυμάτων χρησιμοποιούνταν υφάσματα με πολύχρωμα σχέδια, κατασκευασμένα με διαφορετικές τεχνικές. Τα τελειώματα των ενδυμάτων αλλά και οι επιφάνειές τους διακοσμούνταν από πολύχρωμες υφαντές ταινίες, κρόσσια και επίρραπτα κοσμήματα.
Την εντυπωσιακή εμφάνιση των Μινωιτών, παράλληλα με την πολυχρωμία των ενδυμάτων και τον πλούτο των κοσμημάτων, συμπλήρωναν συχνά διάφορες τεχνικές καλλωπισμού, όπως το βάψιμο του δέρματος και η δερματοστιξία που χρησιμοποιούνταν και από τα δύο φύλα.
Αθλήματα και παιχνίδια
Σε θραύσματα τοιχογραφιών από την Κνωσό και τις Μυκήνες, αλλά και σε μια σειρά από σφραγίδες και σφραγίσματα απεικονίζονται Μινωίτες σε διάφορες αθλητικές σκηνές. Aνάμεσα σ' αυτές διακρίνονται ακροβατικά άλματα, σκηνές πάλης, πυγμαχίας και ένα χαρακτηριστικό είδος ταυρομαχίας, τα λεγόμενα ταυροκαθάψια. Στο άθλημα των ταυροκαθαψίων εμφανίζονται και τα δύο φύλα, ενώ στα αθλήματα της πάλης και της πυγμαχίας δεν εικονίζονται ποτέ γυναίκες. Οι αθλητικές εκδηλώσεις λάμβαναν χώρα κατά τη διάρκεια θρησκευτικών τελετών που μάλλον γίνονταν σε τακτά διαστήματα και ίσως συνδέονταν με τη γέννηση, το θάνατο και την ανάσταση του νεαρού θεού.
Η οικονομία στη Μινωική Κρήτη
Καθ' όλη τη διάρκεια της εποχής του Χαλκού η οικονομία της Κρήτης παρέμεινε προνομισματική, βασιζόταν δηλαδή στις ανταλλαγές προϊόντων και όχι στη χρήση νομισμάτων. Mέχρι τα τέλη της Μινωικής περιόδου οι κύριοι οικονομικοί πόροι ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία και κατά δεύτερο λόγο το εμπόριο των βιοτεχνικών προϊόντων. Ανάμεσα στα πρώτα ανταλλάξιμα είδη της Πρωτομινωικής εποχής θεωρούνται τα μέταλλα, ο οψιανός και σπανιότερα τα έργα της τέχνης. Την οργανωμένη άσκηση του εμπορίου κατ' αυτή την περίοδο υποδηλώνει η ευρεία χρήση των σφραγίδων που βρίσκονται κυρίως σε ταφικά σύνολα.
Το διοικητικό σύστημα της ανακτορικής εποχής οδήγησε σε μία νέα μορφή συγκεντρωτικής οικονομίας, όπου τα προϊόντα συλλέγονταν και διατίθενταν αποκλειστικά από τα ανακτορικά κέντρα. Τα αγαθά που διακινούνταν στα ανάκτορα ήταν κυρίως γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιζαν τα εργαλεία και τα πολυτελή έργα της μινωικής τέχνης. Όπως προκύπτει από τα κείμενα των ανακτορικών αρχείων, μεγάλη εμπορική αξία θα πρέπει να είχαν και βιοτεχνικά προϊόντα από φθαρτές ύλες, όπως τα υφάσματα και τα έργα της ξυλουργικής. Τα χάλκινα τάλαντα που βρέθηκαν σε μερικές θέσεις, αν και μπορεί να είχαν χρησιμοποιηθεί ως ανταλλάξιμα είδη, μάλλον δε χρησιμοποιήθηκαν ποτέ ως καθαρή νομισματική αξία, όπως είχε αρχικά υποτεθεί. Για τον έλεγχο του εμπορίου αναπτύχθηκε ένα ασφαλές γραφειοκρατικό σύστημα. Τα προϊόντα σφραγίζονταν και αποθηκεύονταν σε ειδικούς χώρους μέχρι τη μεταφορά τους στον τόπο του τελικού τους προορισμού. Η συστηματική και ευρείας κλίμακας αποθήκευση αγαθών δημιούργησε στη συνέχεια την ανάγκη της αρχειοθέτησης που οδήγησε με τη σειρά της, όπως και στη Μεσοποταμία, στην επινόηση και τη συστηματική χρήση του συστήματος γραφής.
Η αναζήτηση πρώτων υλών για τις ανάγκες της ανακτορικής βιοτεχνίας αποτέλεσε ένα καθοριστικό έναυσμα για την άσκηση του εμπορίου σε διεθνή κλίμακα και κατά συνέπεια για την εντατικοποίηση των μεταφορών και της ναυτιλίας. Το εξωτερικό εμπόριο συνίστατο στις ανταλλαγές κρητικών προϊόντων με δυσεύρετες πρώτες ύλες και πολυτελή προϊόντα ξένων χωρών, αλλά είναι πολύ πιθανό ότι οι κρήτες ναυτικοί είχαν αναλάβει και το διαμετακομιστικό εμπόριο στο πλαίσιο ενός διεθνούς εμπορικού δικτύου. Η εισαγωγή των αναγκαίων πρώτων υλών και η ειρηνική περίοδος που εξασφάλιζε η μινωική θαλασσοκρατία βοήθησαν την ανάπτυξη της τεχνολογίας και την άσκηση των τεχνών σε επίπεδο σημαντικής οικονομικής εκμετάλλευσης. Ανάμεσα στα αποτελέσματα της ακμάζουσας οικονομίας ήταν και η κατασκευή δημόσιων έργων, όπως δρόμοι, γέφυρες και υδραγωγεία.
Η μυκηναϊκή κυριαρχία στην Κρήτη οδήγησε σταδιακά σε μια οικονομία αυστηρά γραφειοκρατική και μάλλον στρατοκρατούμενη που κατά τα τέλη της Ύστερης Xαλκοκρατίας άρχισε να εμφανίζει έντονα σημάδια παρακμής. Ως κύρια αίτια της οικονομικής παρακμής θεωρούνται η φυσική φθορά του πολιτικού συστήματος αλλά και οι διεθνείς αναταραχές αυτής της εποχής που εξιστορούνται γλαφυρά στις γραπτές πηγές της Ανατολής. Οι πολεμικές συγκρούσεις στην Ανατολή είχαν αντίκτυπο και στο εσωτερικό του νησιού λειτουργώντας έτσι ανασταλτικά στην ανάπτυξη της οικονομίας. Εξαιτίας τους αποκλείσθηκαν ίσως πολλές από τις διεθνείς αγορές, ενώ η πιθανή εμπλοκή της Κρήτης στις πολεμικές συρράξεις κατέστειλε την ανάπτυξη των ειρηνικών έργων. Μετά τη συρρίκνωση της οικονομίας της, η Κρήτη έχασε τη διεθνή της ακτινοβολία, που στηριζόταν κυρίως στο εξωτερικό εμπόριο και ακολούθησε την ιστορική πορεία της μυκηναϊκής Ελλάδας που εισήλθε στην οικονομική παρακμή και την απομόνωση των σκοτεινών χρόνων.
Εμπόριο και διεθνείς σχέσεις
Ήδη από την Προανακτορική εποχή (3000-2000 π.Χ.) η διάδοση των προϊόντων της εγχώριας βιοτεχνίας εμφανίζεται αρκετά διαφορετική στα μεγάλα αστικά κέντρα και την περιφέρεια της Κρήτης. Το φαινόμενο αυτό δείχνει τη σταδιακή ένταξη των αγροτικών περιοχών στην τροχιά μιας σειράς οικισμών με εμπορική και πολιτική δύναμη. Στην ίδια εποχή χρονολογούνται και τα πρώτα εισηγμένα προϊόντα που προέρχονται κυρίως από τις Κυκλάδες και την Αίγυπτο.
Κατά την Ανακτορική περίοδο (2000-1400 π.Χ.) η οργάνωση και ο έλεγχος του εμπορίου πέρασε εξ ολοκλήρου στη δικαιοδοσία των ανακτόρων. Εκεί συλλέγονταν τα προϊόντα της αγροτικής παραγωγής και της βιοτεχνίας και κατόπιν κατευθύνονταν προς τις εγχώριες και τις ξένες αγορές. Οι ανταλλαγές προϊόντων με μακρινές χώρες, απ' όπου οι Μινωίτες προμηθεύονταν τις πρώτες ύλες, εξυπηρετούνταν από την άριστα οργανωμένη ναυτιλία και την ίδρυση εμπορικών σταθμών σε σημαντικά λιμάνια της Μεσογείου. Είναι δε πολύ πιθανό ότι οι Μινωίτες είχαν αναλάβει και ένα μέρος του διεθνούς διαμετακομιστικού εμπορίου, μεταφέροντας μαζί με τα δικά τους προϊόντα και αυτά άλλων χωρών.
Η μνήμη της παντοδυναμίας της Κρήτης στη θάλασσα έμεινε ζωντανή στις μεταγενέστερες παραδόσεις, ώστε οι πηγές της Αρχαιότητας να αναφέρονται στη "μινωική θαλασσοκρατορία". Η μαρτυρία αυτή επιβεβαιώνεται από τα αρχαιολογικά δεδομένα που αποκαλύπτουν την έντονη μινωική παρουσία σε ορισμένους μακρινούς νησιωτικούς οικισμούς, όπως το Ακρωτήρι της Θήρας και τα Κύθηρα, οι οποίοι εμφανίζουν το χαρακτήρα σταθερών μινωικών εγκαταστάσεων αν όχι των οργανωμένων αποικιών. Ανάλογα μινωικά στοιχεία εμφανίζονται και σε μια σειρά σημαντικών οικισμών στα παράλια της Μικράς Ασίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου. Μια διακριτική αλλά διαρκής παρουσία των κρητικών προϊόντων εντοπίζεται και στη δυτική Μεσόγειο, σε λιμάνια της Ιταλικής χερσονήσου, στη Μάλτα και τη Σαρδηνία.
Σε αντίθεση με την ηπειρωτική Ελλάδα, που διατηρούσε εμπορικές επαφές και με την Ανατολή και με τη Δύση, οι σχέσεις της Κρήτης περιορίζονταν κατά το μεγαλύτερο διάστημα της εποχής του Χαλκού μόνο στην Ανατολή. Προς το τέλος της Μινωικής εποχής παρατηρείται όμως μία αντίστροφη τάση. Το κρητικό εμπόριο προσανατολίστηκε περισσότερο προς τη Δύση ενώ εκείνο της ηπειρωτικής Ελλάδας προς την Ανατολή.
Η διακίνηση των μινωικών προϊόντων σε τόσο μεγάλη έκταση δεν εννοείται χωρίς την εγκατάσταση μιας μερίδας του πληθυσμού στο εξωτερικό. Έτσι θεωρείται βέβαιο ότι υπήρχε ένα ποσοστό μόνιμα απασχολούμενων εμπόρων, τεχνιτών, ναυτικών και διπλωματών, οι οποίοι είχαν μόνιμες ή προσωρινές κατοικίες σε διάφορα εμπορικά κέντρα του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου.
Σφραγίδες
Από την Πρωτομινωική περίοδο εμφανίζονται σε ευρεία κλίμακα οι σφραγίδες, πολύ μικρά αντικείμενα διαφόρων σχημάτων, με ανάγλυφα διακοσμημένες πλευρές, που χρησίμευαν στη σφράγιση των μεταφερόμενων αγαθών. Αν και δε γνωρίζουμε ακριβώς τη διαδικασία και τις συνθήκες του σφραγίσματος των προϊόντων, θεωρείται βέβαιο ότι η σφράγιση ήταν ένας τρόπος να προστατεύονται από την κλοπή. Οι σφραγιστικές επιφάνειες πιέζονταν επάνω σε νωπό πηλό αφήνοντας το αποτύπωμά τους στην επιφάνειά του. Έτσι, το πήλινο σφράγισμα, που δενόταν κατόπιν με σχοινί στη συσκευασία των προϊόντων, έφερε, όταν ξηραινόταν, μόνιμα το αποτύπωμα της σφραγίδας. Με αυτό τον τρόπο ο κάτοχος της σφραγίδας μπορούσε να ελέγξει την ασφάλεια της αποστολής του.
Οι σφραγίδες ήταν συνήθως λίθινες, φτιαγμένες από εγχώρια ή εισηγμένα πετρώματα, ενώ οι πολυτελέστερες ήταν κατασκευασμένες από ελεφαντόδοντο και πολύτιμα μέταλλα. Πολύ συχνά, σφραγίδα αποτελούσε και η σφενδόνη των χρυσών δακτυλιδιών. Τόσο τα σφραγιστικά δακτυλίδια, όσο και οι οπές ανάρτησης που παρατηρούνται μερικές φορές σε άλλα είδη σφραγίδων δείχνουν ότι τα αντικείμενα αυτά φοριόνταν συχνά από τους κατόχους τους ως κοσμήματα. Το υλικό που χρησιμοποιόταν για την κατασκευή τους και το είδος της διακόσμησης εξέφραζαν την ιδιότητα και το κύρος του κατόχου τους. Έτσι, οι σφραγίδες χρησίμευαν συγχρόνως ως υπογραφή και ως ταυτότητα και, καθώς ανήκαν στα απολύτως προσωπικά αντικείμενα, τοποθετούνταν συχνά ως κτερίσματα στους τάφους.
Προκειμένου να δηλωθεί η ταυτότητα του κατόχου ή του αποστολέα αγαθών δημιουργήθηκε μία τεράστια ποικιλία από διακοσμητικά μοτίβα, ιδεογράμματα ή συνθέσεις που ακολουθούσαν τις καλλιτεχνικές τάσεις κάθε περιόδου της Μινωικής εποχής. Οι Μινωίτες ειδικεύθηκαν στη σφραγιδογλυφία και με μια σειρά από πρωτότυπες τεχνικές και διακοσμήσεις την ανήγαν σε υψηλή τέχνη. Πολλές φορές, στη μικρή επιφάνεια των σφραγίδων χαράζονταν λεπτομερείς αναπαραστάσεις της καθημερινής και της θρησκευτικής ζωής, που προσφέρουν σήμερα πολύτιμα στοιχεία για την κοινωνική οργάνωση, τα έθιμα και τη λατρεία της μινωικής Κρήτης.
Ανταλλάξιμα προϊόντα
Τις επαφές των Μινωιτών με το εξωτερικό δείχνει η παρουσία των χαρακτηριστικών αντικειμένων μινωικής τέχνης, κυρίως της κεραμικής, που εντοπίζονται σε μακρινές περιοχές, και οι σύγχρονες εισαγωγές ξένων προϊόντων στην Κρήτη. Οι βασικότερες πρώτες ύλες που εισάγονταν ήταν τα μέταλλα, οι πολύτιμοι λίθοι και το ελεφαντόδοντο. Μαζί με αυτές εισαγόταν και ένας μεγάλος αριθμός πολυτελών αντικειμένων ανατολικής και αιγυπτιακής προέλευσης. Στις αγορές του εξωτερικού εξάγονταν τα προϊόντα της μινωικής βιοτεχνίας και τα εκλεκτότερα είδη της κρητικής γης. Κατά την Υστερομινωική εποχή (1550-1100) το κρασί, το λάδι και διάφορα είδη αρωματικών ελαίων μεταφέρονταν σφραγισμένα σε ειδικά σχεδιασμένα μεταφορικά αγγεία, τους ψευδόστομους αμφορείς. Πιθανά ανταλλάξιμα είδη μπορεί να ήταν και προϊόντα από φθαρτά υλικά που δεν άφησαν ίχνη, όπως τα προϊόντα της υφαντικής. Ανάμεσα στα περιζήτητα είδη ανήκε ίσως και η ξυλεία της Κρήτης που μπορεί να εξαγόταν σε χώρες με πλήρη έλλειψη δασών, όπως η Αίγυπτος και η Μεσοποταμία, όπου είναι γνωστό ότι χρησιμοποιήθηκε εισηγμένη ξυλεία.
Μία γλαφυρή εικόνα των διεθνών εμπορικών ανταλλαγών κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού (1600-1050 π.Χ.) μας δίνουν τα ευρήματα από δύο ναυάγια πλοίων στο Ulu Burun και στην Καληδονία, κοντά στη νότια μικρασιατική ακτή. Οι υποβρύχιες αρχαιολογικές έρευνες στις περιοχές αυτές αποκάλυψαν ένα πλούσιο και αντιπροσωπευτικό δείγμα προϊόντων διαφορετικής προέλευσης που διακινούνταν ταυτόχρονα στην ανατολική Μεσόγειο.
Η θρησκεία στη Μινωική Κρήτη
Χάρις στην πλούσια εικονογραφική κληρονομιά που άφησε η Μινωική εποχή, είμαστε σήμερα σε θέση να συλλάβουμε την κεντρική ιδέα της μινωικής θρησκείας. Η βασική έκφραση όλων των θρησκευτικών εκδηλώσεων είναι η λατρεία μιας γυναικείας θεότητας, που φαίνεται να έχει στενή σχέση με τη λατρεία της θεάς Aστάρτης στη Μέση Ανατολή. Η θεότητα αυτή νυμφεύεται ένα νέο θεό, ο οποίος γεννιέται και πεθαίνει κάθε χρόνο, μεταφέροντας έτσι σε θεϊκό επίπεδο την αναγέννηση της φύσης.
Η λατρεία της θεότητας εκφράζεται με την τέλεση συγκεκριμένων ιερών τελετουργιών, η απεικόνιση των οποίων επαναλαμβάνεται συχνά στη μινωική τέχνη. Οι τελετουργίες αυτές είχαν σκοπό την έκκληση της εύνοιας της θεότητας ή και την εμφάνισή της στους θνητούς, μέσω μίας οραματικής διαδικασίας, της θεοφάνειας.
Η τέλεση των ιερών τελετουργιών γινόταν από το ιερατείο, σε χώρους που είχαν διαμορφωθεί ειδικά γι' αυτό το σκοπό στις ιδιωτικές κατοικίες και τα ανάκτορα και χαρακτηρίζονται ως ιερά, αλλά και σε τοποθεσίες μακριά από κατοικημένες περιοχές, σε ιερά σπήλαια και σε απρόσιτες βουνοκορφές, τα λεγόμενα ιερά κορυφής. Aυτοί οι ιδιαίτεροι χώροι, που συνδέθηκαν τόσο νωρίς με τη θρησκευτική λατρεία και χαρακτηρίστηκαν ήδη από τη Μινωική εποχή ιεροί, απέκτησαν τόσο μεγάλη σημασία, ώστε να συνεχιστεί εκεί η λατρεία μέχρι την κλασική Αρχαιότητα. Ένα σύνολο από λειτουργικά σκεύη, που η ακριβής τους χρήση δεν εξηγείται στον οικιακό ή εργαστηριακό χώρο, ερμηνεύονται ως ιερά και χρησίμευαν κυρίως σε χοές και προσφορές. Τέτοια σκεύη, τα κυριότερα από τα οποία είναι τα ρυτά και οι κέρνοι, απεικονίζονται πολλές φορές σε παραστάσεις θρησκευτικών τελετών και με αυτό τον τρόπο επιβεβαιώνεται η χρήση τους.
Η Μινωική θεότητα
Kεντρική ιδέα της μινωικής θρησκείας είναι η λατρεία της θεάς της γονιμότητας, της οποίας ο εραστής γεννιέται και πεθαίνει κάθε χρόνο, συμβολίζοντας έτσι την αναγέννηση της φύσης. H παρατήρηση του κύκλου της φύσης οδήγησε στην προσωποποίηση ενός γονιμοποιητικού στοιχείου, του νεαρού θεού, που γεννιέται και πεθαίνει. Η θεά, που ορίζεται και ως μεγάλη μητέρα, είναι η σύζυγος του θεού. O ιερός γάμος, ένα θρησκευτικό θέμα που απεικονίζεται και στην τέχνη μεταγενέστερων περιόδων, συμβολίζει την ένωση των δύο θεών. Τελετουργικές αναπαραστάσεις γάμων γίνονταν για να συντείνουν στη γονιμοποίηση και την καρποφορία. Παρόμοια ζεύγη θεών συναντώνται και σε ανατολικές θρησκείες. H γέννηση και ο θάνατος του θεού συμπίπτει αντίστοιχα με την ετήσια αναγέννηση και το μαρασμό της βλάστησης. Μερικές θρησκευτικές τελετές θυμίζουν μαγικές τελετουργίες που γίνονταν για να προκαλέσουν την παραγωγική λειτουργία των φυσικών δυνάμεων, οι οποίες εμφανίζονται προσωποποιημένες. Οι σχετικές με τη βλάστηση μινωικές τελετές θυμίζουν τη λατρεία της Mητέρας και Kόρης στην Eλευσίνα των κλασικών χρόνων, η οποία μάλλον ανάγεται σε προελληνικούς χρόνους. Ενδείξεις προς αυτήν την κατεύθυνση προσφέρουν ορισμένα αρχαιολογικά ευρήματα της Ύστερης Χαλκοκρατίας, όπως ένα ελεφάντινο ειδώλιο-σύμπλεγμα από τις Mυκήνες που αναπαριστά δύο θεές με ένα βρέφος.
Εκτός από τις απεικονίσεις της θεότητας και των δεομένων, στις λατρευτικές σκηνές εμφανίζονται μερικές φορές και διάφορα ζώα ή φανταστικά όντα με ενδιάμεση μορφή ανθρώπου-ζώου, τα οποία ερμηνεύονται ως δαίμονες της βλάστησης που συμμετέχουν στη λατρεία. Ίσως όμως οι μορφές αυτές να μην αναπαριστούν κάποιες ζωόμορφες θεότητες αλλά ιερείς που φορούσαν ζωόμορφες μάσκες κατά τη διάρκεια τελετών.
Η μινωική θεά απεικονίζεται σε τόσες πολλές διαφορετικές σκηνές ώστε να υπάρχουν αμφιβολίες για το αν πρόκειται για μία ή για διαφορετικές θεότητες. Απεικονίζεται σε κορυφή όρους μεταξύ δύο λεόντων, ως Ορεία Μήτηρ ή Πότνια Θηρών, ως θεά του ιερού δέντρου, θεά των όφεων, των περιστεριών ή των μηκώνων. Η θεά εμφανίζεται επίσης σε πολεμικές παραστάσεις με ξίφος και ασπίδα και άλλες φορές σε θαλασσινό ταξίδι. Γνωστό εικονιστικό θέμα αποτελεί επίσης η μητέρα-θεά κουροτρόφος. Τα διάφορα σύμβολα της θεάς συμβολίζουν τις διαφορετικές της ιδιότητες. Έτσι τα φίδια μαρτυρούν το χθόνιο χαρακτήρα της, τα περιστέρια είναι το σύμβολο του ουράνιου πεδίου και οι υπνοφόρες παπαρούνες τα σύμβολα της μητρικής θεάς, που κατευνάζει τα νήπια. Κατά μία ερμηνεία οι διάφορες εκφάνσεις της μινωικής θρησκείας συντείνουν στο μονοθεϊσμό.
Τα πρώτα πλήρως διαμορφωμένα στοιχεία της μινωικής θρησκείας εμφανίζονται ήδη κατά τη διάρκεια της Προανακτορικής περιόδου. Μετά την κατάρρευση του μινωικού πολιτισμού η μινωική θρησκεία επηρέασε τη μυκηναϊκή και στη συνέχεια τη θρησκεία της Αρχαιότητας. Οι επιβιώσεις της φαίνονται σε μερικά ονόματα θεοτήτων της βλάστησης, που είναι προελληνικά, όπως Δίκτυννα, Bριτόμαρτυς, Αριάδνη και Yάκινθος. Πολλά από τα σύμβολα της μινωικής θεάς συνοδεύουν γυναικείες θεότητες των αρχαίων χρόνων. Η Αθηνά, η θεά του πολέμου, απεικονίζεται με όπλα, η Eιλείθυια σχετίζεται με τον τοκετό, η ’ρτεμις είναι η θεά των θηρίων, η Αφροδίτη συμβολίζεται με τα περιστέρια, η Δήμητρα με τους μήκωνες, ενώ τα λιοντάρια συναντώνται στη λατρεία της Kυβέλης. Ειδικά στη θρησκεία της Mικράς Aσίας βρίσκονται θεότητες που αντιστοιχούν στη μινωική θεά, όπως μία πολεμική θεά των Xετταίων, που είχε για σύμβολά της τον πάνθηρα, το λιοντάρι αλλά και το περιστέρι.
Αντίθετα με τις γυναικείες θεότητες, οι άνδρες θεοί του μεταγενέστερου ελληνικού δωδεκαθέου, δεν ανταποκρίνονται στους συμβολισμούς του μινωικού κόσμου. Αυτό δείχνει ότι το πάνθεον της ελληνικής Αρχαιότητας αποτελείτο μάλλον από άρρενες θεούς ινδοευρωπαϊκής προέλευσης, που αναμίχθηκαν με το προελληνικό στοιχείο των γυναικείων θεοτήτων.
"Οι ιερείς με τους κροσσωτούς χιτώνες"
Οι ιερείς με τους κροσσωτούς χιτώνες, που απεικονίζονται κυρίως σε σφραγίδες, είναι ίσως οι μόνοι εκπρόσωποι του ανδρικού φύλου σε μινωικές θρησκευτικές παραστάσεις. Η ιερατική ιδιότητα των μορφών αυτών φαίνεται βέβαιη, εφόσον εμφανίζονται μαζί με διάφορα θρησκευτικά σύμβολα, όπως το περιστέρι, το δελφίνι και ο γρύπας. Κατά τον Evans οι μορφές αυτές ήταν απεικονίσεις ιερέων, ενώ μερικοί από αυτούς ίσως παρίσταναν το βασιλιά-αρχιερέα.
Το ένδυμά τους αποτελούνταν από ένα μακρύ ύφασμα με κρόσσια, που τυλιγόταν πολλές φορές γύρω από το σώμα. Αυτό το ύφασμα φοριόταν επάνω από ένα φόρεμα που έπεφτε από τους ώμους σχηματίζοντας κοντά μανίκια. Ίσως αυτά τα υφάσματα δένονταν σε διάφορα σημεία, σχηματίζοντας τους ιερούς κόμπους, που είναι γνωστοί και από τη θρησκευτική εικονογραφία της Μέσης Ανατολής. Στο Αιγαίο, κροσσωτά ενδύματα φοριόνταν και από άνδρες και από γυναίκες, αλλά τα τυλιγμένα μονοκόμματα υφάσματα φοριόνταν αποκλειστικά από άνδρες.
Δύο άλλες εικονογραφικές παραλλαγές του ιερέα με τον κροσσωτό χιτώνα προέρχονται από τη σφραγιστική τέχνη. Στη μία, η μορφή κρατάει ένα τόξο και στην άλλη έναν πέλεκυ. Μερικές φορές κρατούν τους λεγόμενους συριακούς τελετουργικούς πελέκεις που -όπως και ο κροσσωτός χιτώνας- προέρχονταν μάλλον από την Ανατολή. Η παρουσία των σφραγίδων αυτών σταματάει το διάστημα της μυκηναϊκής κυριαρχίας. Από την εποχή αυτή και μετά συναντώνται ανδρικές μορφές με κροσσωτούς χιτώνες μόνο στη ζωγραφική, πράγμα που δείχνει ότι οι μινωίτες ιερείς συνέχιζαν με παρόμοιο τρόπο το έργο τους και υπό την μυκηναϊκή ηγεμονία.
Στην τοιχογραφία από την Κνωσό οι ιερείς εμφανίζονται με αυτό το είδος του χιτώνα. Και εδώ τυλιγόταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως τα ενδύματα των παραστάσεων στις σφραγίδες. Η παράσταση αυτή επιβεβαιώνει ότι ο κροσσωτός χιτώνας ήταν μάλλον το ένδυμα μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας και όχι το ένδυμα μιας ηγετικής φυσιογνωμίας.
Πορτραίτα ιερέων
Tα μέλη του ιερατείου που μεσολαβούσαν μεταξύ των θεϊκών δυνάμεων και της κοινότητας ήταν πρόσωπα με αυξημένο κοινωνικό κύρος. Οι άνδρες ιερείς είναι αναγνωρίσιμοι στις εικονιστικές παραστάσεις από το μακρύ ένδυμα με τις πλάγια υφασμένες ρίγες και τον κροσσωτό χιτώνα, που συναντιέται και σε απεικονίσεις ιερέων της Ανατολής. Oι ίδιες μορφές κρατούν στα χέρια τους πελέκεις και λίθινα δικέφαλα σφυριά που χρησιμoποιούσαν στις θυσίες. Τέτοια αντικείμενα περιέχονταν στα ιερά θησαυροφυλάκια και αποτελούσαν σύμβολα των αξιωματούχων του ιερατείου. Μεταξύ των εμβλημάτων του ιερατείου συγκαταλέγονται υφασμάτινες ταινίες, που συνδέονται μάλλον με το συμβολισμό του ιερού κόμβου.
Καθήκοντα του ιερατείου ήταν οι σπονδές και οι θυσίες, η ανάπεμψη ευχών, ο ψαλμός ύμνων και οι εξορκισμοί. Στις εκδηλώσεις, που ήταν μάλλον πολυπληθείς, η φωνή των ιερέων ενισχυόταν με τη χρήση ενός θαλάσσιου τρίτωνος, που χρησίμευε ως μεγάφωνο. Η παράσταση μίας σφραγίδας δείχνει μία ιέρεια μπροστά σε βωμό, που φέρνει έναν τρίτωνα κοντά στο στόμα της. Λόγω της χρήσης τους στις τελετές οι τρίτωνες απέκτησαν ιερό συμβολισμό, γι' αυτό και απεικονίζονται πολύ συχνά σε θρησκευτικές παραστάσεις. Ιερά αγγεία και ρυτά σε σχήμα τρίτωνος, συνήθως με κομμένο το στόμιό τους, βρίσκονται επίσης συχνά στα μινωικά ιερά.
Χώροι λατρείας σε νεκροταφεία
Ειδικά διαμορφωμένοι λατρευτικοί χώροι παρατηρούνται συχνά σε νεκροταφεία της Πρωτομινωικής περιόδου. Στην Kουμάσα βρέθηκαν πλακοστρωμένοι χώροι ανάμεσα στους τάφους, που ερμηνεύτηκαν ως χώροι λατρευτικών τελετών. Στις πλακοστρωμένες αυλές των τάφων εντοπίστηκαν κατασκευές που μοιάζουν με βωμούς. Tέτοιες κατασκευές έχουν παρατηρηθεί κυρίως στην κοιλάδα της Mεσαράς και στο Mόχλο. Εκτός Κρήτης έχουν βρεθεί στις Λακκούδες της Nάξου. Η χρονολόγηση αυτών των κατασκευών δεν είναι σίγουρη. Μπορεί να προέρχονται από την Πρώιμη εποχή του Χαλκού, όπου χρονολογούνται τα ταφικά μνημεία, αλλά μπορεί να είναι και μεταγενέστερες προσθήκες. Oι τελετουργίες στα νεκροταφεία συνδυάζονταν μάλλον με την ταφή σημαντικών ατόμων. Tέτοιοι χώροι δεν εμφανίζονται σε όλη την Kρήτη. Από τις Αρχάνες, για παράδειγμα, αν και εκεί το νεκροταφείο είναι εκτεταμένο, λείπουν εντελώς.
Πομπές
Πομπές ιερέων, μουσικών και άλλων προσώπων που σχετίζονται με τη λατρεία απεικονίζονται σε πολλές παραστάσεις. Οι ιερείς παρέλαυναν κρατώντας σπονδικά αγγεία, όπως φαίνεται σε ένα λίθινο ανάγλυφο από την Κνωσό. Οι πομπές κατευθύνονταν στο ναό ή σε κάποιον άλλο ιερό χώρο, όπου γίνονταν δεκτές από τη θεά. Mία τέτοια διαδρομή απεικονίζεται στο διάδρομο της τοιχογραφίας της πομπής, όπου νέοι από το προσωπικό του ιερατείου μεταφέρουν πολύτιμα αγγεία και ρυτά. Στα μέλη της πομπής ανήκουν και κάποιες μορφές με μακριά ενδύματα, πιθανώς μουσικοί, ενώ μία ιέρεια υποδύεται τη θεά. Οι θρησκευτικές πομπές, που λάμβαναν χώρα μάλλον σε τακτά διαστήματα, ήταν και μία ευκαιρία επίδειξης των πολύτιμων ιερών σκευών στο πλήθος, τα οποία όλο το υπόλοιπο διάστημα ήταν προσιτά μόνο στους ιερείς. Έτσι η πομπή ήταν ένας συνδυασμός προσφοράς προς τη θεότητα και επίδειξης κύρους. Μερικά από τα μέλη της πομπής δε μετέφεραν δώρα, αλλά προσεύχονταν προτείνοντας τα χέρια.
Οι πομπές αυτές περιλάμβαναν κάποιες φορές και την περιφορά ενός ξόανου της θεάς ή ενός προσώπου, που την υποδυόταν. Η περιφορά ξύλινου ειδώλου των θεοτήτων από ναό σε ναό και από πόλη σε πόλη ήταν ένα θρησκευτικό έθιμο γνωστό και από την Αίγυπτο. Η διαδικασία αυτή συμβόλιζε την επίσκεψη της θεότητας. Oι θρησκευτικές πομπές ίσως λάμβαναν χώρα στους ειδικά σχεδιασμένους πομπικούς διαδρόμους των ανακτόρων, που βρίσκονταν σε ψηλότερο επίπεδο.
Η περιφορά του ξόανου γινόταν και στη θάλασσα, όπως γνωρίζουμε επίσης από αιγυπτιακές παραστάσεις. Μερικές φορές στο φορείο της θεότητας δινόταν το σχήμα ενός πλοίου. Το μοτίβο αυτό πλησιάζει θεματικά τις παραστάσεις του θεού του ήλιου σε σφραγιδοκυλίνδρους της Μεσοποταμίας. Σε ένα χρυσό σφραγιστικό δακτυλίδι από το Μόχλο, η θεά απεικονίζεται σε θαλασσινό ταξίδι, ενώ επάνω στο καράβι διακρίνεται και ένα δέντρο. Πρόκειται για το ιερό δέντρο, που συμβολίζει την επερχόμενη και απερχόμενη βλάστηση. Στο λεγόμενο δακτυλίδι του Μίνωα απεικονίζεται ένα παραθαλάσσιο ιερό ή νησίδες με ιερά δέντρα και η θεά να κωπηλατεί σε πλοίο μεταξύ τους. Υπάρχει ένας συσχετισμός μεταξύ σχημάτων και συμβόλων. Οι παραστάσεις απαγωγής και τα θαλασσινά ταξίδια είναι ένα συχνό εικονιστικό θέμα σε κρητομυκηναϊκά σφραγιστικά δακτυλίδια, έτσι ώστε να υποθέτουμε την ύπαρξη μυθολογικών κύκλων.
Κάποιες λατρευτικές πομπές συνδέονται με την αγροτική λατρεία. Μία τέτοια πομπή απεικονίζεται στο ρυτό της Αγίας Τριάδος. Η πομπή σε αυτή την παράσταση αποτελείται από θεριστές, που περπατούν σε ζεύγη υπό την μουσική υπόκρουση ενός σείστρου. Θεωρείται βέβαιο ότι η μουσική συνόδευε έναν ύμνο προς τη θεότητα και ότι η τελετή αποσκοπούσε στην ευλογία της συγκομιδής.
Τελετουργίες
Ο σκοπός των θρησκευτικών τελετών ήταν η δημόσια ευχαριστία της θεάς με προσφορές, προκειμένου να διατηρηθεί η ευημερία της κοινότητας. Κατά τη διάρκεια των τελετουργιών το ιερατείο και προπάντων οι βασιλείς μπορούσαν να παίξουν το ρόλο της θεότητας. Έτσι εξηγούνται οι πολυάριθμες θρησκευτικές παραστάσεις, όπου ανθρώπινες μορφές δέχονται δώρα από λατρευτές.
Θεοφάνεια
Mία θεμελιώδης τελετουργία της μινωικής θρησκείας αποσκοπούσε στη θεοφάνεια, δηλαδή την εμφάνιση της θεάς στη θρησκευτική κοινότητα. Αυτή η διαδικασία προκαλούνταν μέσω επικλήσεων, ύμνων ή εκστατικού χορού των θνητών. Η σκηνή της θεοφάνειας είναι πολύ αγαπητή στη μινωική εικονιστική τέχνη. Σε τέτοιες αναπαραστάσεις, η θεότητα κατεβαίνει από τον ουρανό με κόμη που ανεμίζει ή δέχεται τις ικεσίες των πιστών σε ιερό περίβολο κοντά σε ένα βωμό ή ένα ιερό δέντρο. Μερικές παραστάσεις δείχνουν την ιέρεια-θεά πάνω σε μία κούνια, στηριγμένη σε δέντρα ή στύλους. Σε ένα πήλινο ομοίωμα από την Αγία Τριάδα η ιέρεια-θεά αιωρείται μεταξύ δύο κιόνων, επάνω στους οποίους κάθονται περιστέρια. H ιέρεια-βασίλισσα περιφερόταν από τους υπηκόους σε φορητό κάθισμα κατά τις εορτές. Το φορείο είχε έτσι αποκτήσει συμβολική, ιερή σημασία. Ένα πήλινο ομοίωμα φορείου βρέθηκε στην Kνωσό μαζί με άλλα ομοιώματα ιερών αντικειμένων. Έχει εκφραστεί επίσης η άποψη ότι ο αλαβάστρινος θρόνος στο ανάκτορο της Kνωσού ίσως δεν προοριζόταν για το βασιλιά αλλά για την ιέρεια-βασίλισσα, που υποδυόταν τη θεά και περιβαλλόταν από δύο γρύπες. Αυτή η διαπίστωση συντείνει στην εκδοχή του θεοκρατικού χαρακτήρα του μινωικού πολιτικού συστήματος.
Τελετουργικός χορός
Σε πολλές μινωικές εικονιστικές παραστάσεις εμφανίζονται γυναικείες μορφές σε εκστατικό χορό. Σχεδόν όλες οι μουσικές εκδηλώσεις και οι χοροί έχουν ιερό χαρακτήρα, δεδομένου ότι στις σκηνές αυτές εμφανίζονται θρησκευτικά σύμβολα. Ο χορός προκαλούσε την έκσταση και συνέβαλλε έτσι στον οραματισμό της θεοφάνειας. Οι τελετουργικοί χοροί λάμβαναν χώρα συχνά σε ιερά άλση. Σε ένα χρυσό σφραγιστικό δακτυλίδι από τα Ισόπατα τέσσερις ιέρειες χορεύουν γυμνόστηθες. Σε μία καρποδόχη από τη Φαιστό δύο γυναίκες χορεύουν κρατώντας στα χέρια τους άνθη. Ένα πήλινο ομοίωμα από τάφο στον Καμηλάρη αναπαριστά τέσσερις άνδρες σε ιερό κυκλικό χορό. Η ιερότητα της σκηνής υποδηλώνεται εδώ από τα κέρατα καθοσιώσεως, που διακρίνονται στη βάση του ομοιώματος.
Στάσεις λατρείας
Πολλά από τα ειδώλια και τις θρησκευτικές σκηνές δείχνουν μία συγκεκριμένη στάση προσευχής. Oι λατρευτές εμφανίζονται μπροστά από το ιερό ή το όραμα της θεάς όρθιοι, με τεντωμένο τον κορμό προς τα πίσω και το ένα χέρι στο κεφάλι. Άλλες στάσεις προσευχής που μαρτυρούνται στις παραστάσεις λατρευτών είναι η ύψωση των χεριών, η έκτασή τους και το μάζεμα στο σώμα. Οι στάσεις αυτές σήμαιναν ικεσία, δέηση και αφιέρωση στη θεότητα και ίσως αντιπροσωπεύουν τις διαδοχικές φάσεις τελετουργικών κινήσεων, κατά τις οποίες τα χέρια εκτείνονται και μαζεύονται.
Αιματηρές θυσίες
Προς τιμήν της θεάς θυσιάζονταν μικρά και μεγάλα ζώα. Ένα μοναδικό εύρημα, η ζωγραφιστή λάρνακα της Aγίας Τριάδας, δείχνει σημαντικές λεπτομέρειες της τελετουργίας των θυσιών. Στη μία πλευρά εικονίζεται ένας θυσιασμένος ταύρος δεμένος επάνω σε βωμό. Το αίμα, που τρέχει από το λαιμό του, συλλέγεται σε αγγείο. Άλλα, μικρότερα ζώα περιμένουν να θυσιαστούν, ενώ ένας μουσικός με τον αυλό του συνοδεύει την τελετή. Το αίμα του θυσιασμένου ζώου μεταφέρεται με αγγεία περασμένα σε ξύλο, που κρατάει μία ιέρεια. Μία άλλη ιέρεια χύνει το αίμα σε ένα μεγαλύτερο κάδο, που βρίσκεται μεταξύ δύο διπλών πελέκεων. H ιερότερη στιγμή της αιματηρής θυσίας συνοδεύεται από μουσική, που παιζόταν με επτάχορδη λύρα. Σε μερικά ιερά, όπως στην οικία του αρχιερέα στην Κνωσό υπήρχε πρόβλεψη για τη συλλογή του αίματος της θυσίας, που κυλούσε στη βάση του βωμού και απομακρυνόταν με αγωγό. Ίσως γινόταν και μετάληψη από το θυσιαστήριο, ενώ τα δέρματα των θυσιασμένων ζώων προσφέρονταν στο ιερό.
Yπάρχουν σήμερα σαφείς ενδείξεις ότι στη μινωική Kρήτη τελούνταν ανθρωποθυσίες. Η σημαντικότερη μαρτυρία προέρχεται από ένα σχετικά πρόσφατο εύρημα από το ιερό κορυφής στα Ανεμοσπήλια κοντά στις Aρχάνες. Σε αυτό το κτήριο βρέθηκε κατά χώραν (in situ) ο σκελετός ενός νέου σκοτωμένου με μαχαίρι, που είχε μάλλον θυσιαστεί λίγο πριν την κατάρρευση του κτηρίου κατά την Μεσομινωική IIIA περίοδο (1750-1700 π.Χ.). Η ερμηνεία αυτού του ευρήματος ως στοιχείο ανθρωποθυσίας θεωρήθηκε αρχικά ασυμβίβαστη με το χαρακτήρα της μινωικής κοινωνίας, η οποία μέχρι τότε θεωρούνταν φιλειρηνική χωρίς ίχνη βιαιοτήτων.
Αναίμακτες προσφορές
Ενώ οι αιματηρές θυσίες ήταν αναμφίβολα η υψηλότερη τιμή στη θεότητα, οι προσφορές αντικειμένων ήταν επίσης πολύ διαδεδομένες. Οι προσφορές ομοιωμάτων ζώων συμβόλιζαν και αντικαθιστούσαν τα ζώντα θύματα, ενώ η προσφορά ομοιωμάτων λατρευτών δήλωνε την αφοσίωση του πιστού στο ιερό. Μεγάλη είναι και η ποικιλία ομοιωμάτων αντικειμένων. Ανάμεσα σ' αυτά συγκαταλέγονται τελετουργικά εξαρτήματα, όπως ιερατικά φορέματα, θρόνοι, βωμοί και φορεία της ιέρειας-θεάς. Η προσφορά ομοιωμάτων ναών ίσως ήταν ένα υποκατάστατο της έγερσης ιερού. Ένα άλλο πολύ συνηθισμένο είδος ιερών προσφορών ήταν τα αγροτικά προϊόντα, ανάμεσα στα οποία τα πιο συνηθισμένα ήταν το κρασί και το μέλι. Ιδιαίτερα το μέλι μνημονεύεται στα κείμενα των πινακίδων Γραμμικής Β γραφής από την Κνωσό, ως προσφορά στην Ειλείθυια, τη θεά του τοκετού.
Θυμίαμα
Κατά τη διάρκεια των θρησκευτικών τελετών γινόταν καύση αρωματικών ουσιών από τους ιερείς. Θυμιατήρια, παρόμοια με αυτό που απεικονίζεται σε τοιχογραφία της Θήρας, βρέθηκαν σε ιερά κτίσματα αλλά και σε τάφους. Ίσως σε συγκεκριμένες τελετές οραματισμού χρησιμοποιόταν και το όπιο για την επίτευξη της ύπνωσης και της έκστασης.
Μαγεία
Παράλληλα με τις θρησκευτικές τελετές, οι Μινωίτες θα πρέπει να ασχολούνταν και με λαϊκές μαγικές τελετουργίες. Οι κρητικοί εξορκισμοί εναντίον ασθενειών και άλλων δεινών ήταν γνωστοί μέχρι την Αίγυπτο. Η μαγική ρήση σε ένα κύπελλο από την Κνωσό υποσχόταν την απελευθέρωση μαγικής δύναμης στο αναποδογύρισμά του. Οι εξορκισμοί συνδυάζονταν ίσως με τη χρήση σπάνιων φαρμακευτικών βοτάνων, που συλλέγονταν συστηματικά στην Κρήτη και ήταν φημισμένα μέχρι την Αρχαιότητα.
Ιερά σύμβολα
Η προβολή της θρησκείας στους ιερούς χώρους, αλλά και σε χώρους ή αντικείμενα κοσμικής χρήσης, γινόταν μέσω μίας σειράς ιερών συμβόλων, τα οποία επαναλαμβάνονταν συχνά είτε ως ρεαλιστικές απεικονίσεις είτε ως αφηρημένα διακοσμητικά θέματα στην τέχνη. Τα κυριότερα από αυτά τα σύμβολα ήταν το ζεύγος των ιερών κεράτων και ο διπλός πέλεκυς, που αποτελούσαν και τα δύο μία έμμεση αναφορά στην ιερότερη τελετουργία της μινωικής θρησκείας, τη θυσία του ταύρου.
Το ζεύγος των ιερών κεράτων ή κεράτων καθοσιόσεως ήταν το κυριότερο θρησκευτικό σύμβολο της μινωικής θρησκείας και αποτελούσε αντικείμενο λατρείας. Τα κέρατα συμβόλιζαν μάλλον βουκράνια, δηλαδή τα κεφάλια θυσιασμένων ταύρων που κρέμονταν στα ιερά δένδρα και στους τοίχους των ιερών. Η λατρεία των ταύρων είναι γνωστή από ιερά της Νεολιθικής εποχής στη Μικρά Ασία. Κέρατα καθοσιόσεως διακοσμούσαν συχνά τα βάθρα ιερών, ενώ μερικές φορές απεικονίζονται στην τέχνη ανθρώπινες μορφές, που προσεύχονται μπροστά στα ιερά κέρατα. Υπάρχουν πολλά ομοιώματα ιερών κεράτων σε πηλό, ασβεστοκονίαμα και πέτρα, που διακοσμούν κοσμικά οικοδομήματα. Ένα τεράστιο ζεύγος τέτοιων κεράτων βρέθηκε κοντά στο νότιο πρόπυλο της Kνωσό κι ένα άλλο στο ανακτορικό συγκρότημα των Αρχανών. Στο μέγαρο Νίρου λατρευτικά κέρατα βρέθηκαν τοποθετημένα σε μία βαθμιδωτή βάση στη νότια πλευρά της αυλής.
Ανάμεσα στα κυριότερα αρχαιολογικά ευρήματα με θρησκευτική σημασία διακρίνονται οι διπλοί πελέκεις, που είχαν λατρευτική ή αναθηματική χρήση. Ο διπλός πέλεκυς ήταν μάλλον το σύμβολο της θυσίας του ταύρου. Οι λατρευτικοί πελέκεις έχουν μεγάλο μέγεθος. Οι αναθηματικοί είναι μικρών διαστάσεων. Εκτός από τα ανάκτορα και τους οικισμούς, όπως το Νίρου Χάνι, την Αγία Τριάδα, την Τύλισο, τα Γουρνιά, το Παλαίκαστρο, τον Πλάτανο και την Kνωσό, αναθηματικοί πελέκεις βρέθηκαν και σε ιερά σπήλαια, όπως το Αρκαλοχώρι και τα σπήλαια του Ψυχρού και του Σκοτεινού.
Διπλοί πελέκεις απεικονίζονται συχνά σε αγγεία και σφραγίδες μεταξύ ιερών κεράτων, επάνω σε ταυροκεφαλές ή αναρτημένοι σε στειλεούς. Στη λατρευτική σκηνή της σαρκοφάγου της Αγίας Τριάδος διπλοί πελέκεις στέκονται σε στειλεό που καλύπτεται από φύλλα, ενώ στην κορυφή ενός βάθρου βρίσκεται ένα πτηνόμορφο ομοίωμα της θεότητας.
Το σχήμα του διπλού πέλεκυ εμφανίζεται συχνά στην μινωική εικονογραφία και αγγειογραφία συνοδευόμενο από τον ιερό κόμβο ή από φυτικά διακοσμητικά θέματα. Απεικονίζεται σε ιερά αγγεία και ως χάραγμα στους πεσσούς των ιερών κρυπτών και σε τοίχους των ανακτόρων. Ενδιαφέρουσα είναι η σύνδεση του συμβόλου με τη γλωσσική παράδοση. Το όνομα του πελέκυ στην καρική γλώσσα είναι λάβρυς, εξηγώντας έτσι το όνομα του ανακτόρου της Κνωσού, λαβύρινθος, που θα σήμαινε το ανάκτορο των διπλών πελέκεων.
Σπανιότερα μαρτυρείται η ύπαρξη ενός τελετουργικού πέλεκυ με δύο ισομεγέθη ανοίγματα. Ο χαρακτηριστικός αυτός τύπος προέρχεται από τη Μέση Ανατολή, όπου συναντάται ως κτέρισμα στους βασιλικούς τάφους της Βύβλου και σε απεικονίσεις θρησκευτικού περιεχομένου. Στην ηπειρωτική Ελλάδα βρέθηκε μόνο ένας παρόμοιος πέλεκυς, στον τάφο του Bαφειού, που χρονολογείται στην Υστεροελλαδική II A περίοδο.
Ένα από τα μοτίβα με θρησκευτική σημασία ήταν ο ιερός κόμβος, δηλαδή μία λωρίδα υφάσματος που ήταν δεμένη κόμπο περίπου στο μέσο της. Παραστάσεις ιερών κόμβων συναντώνται σε αγγεία και τοιχογραφίες με θρησκευτικά θέματα. Ομοιώματα ιερών κόμβων από ελεφαντοστό και φαγεντιανή βρέθηκαν στην Kνωσό, τη Ζάκρο, αλλά και τις Μυκήνες. Ένα παράδειγμα ιερού κόμβου βρίσκεται στην τοιχογραφία της παριζιάνας από την Κνωσό. Το σύμβολο του ιερού κόμβου ίσως συνδέεται και με πρακτικές μαγείας, όπως αυτές εκφράζονται σε άλλους πολιτισμούς. Πιθανός σκοπός αυτών των πρακτικών ήταν το λύσιμο της βασκανίας, η κατοχή του εραστή, η διευκόλυνση του τοκετού, η θεραπεία ασθενειών και η δέσμευση της θεότητας. Προφύλαξη από τα δεινά προσέφερε η χρήση του στην Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία, όπως είναι γνωστή από τη λατρεία της Ίσιδος και της Ινάνα.
Ανάμεσα στα άλλα, λιγότερο συχνά θρησκευτικά σύμβολα, βρίσκονταν μέρη του οπλισμού, ειδικά του αμυντικού, όπως η ασπίδα, το κράνος και ο θώρακας. Αυτά τα σύμβολα συνδέονται μάλλον με την πολεμική υπόσταση της θεότητας. Ειδικά το μοτίβο της ασπίδας, στην οποία είχε ίσως αποδοθεί η δύναμη φυλαχτού, επαναλαμβάνεται πολύ συχνά στη μυκηναϊκή τέχνη. Παραστάσεις κρανών εικονίζονται επάνω σε χάλκινο πέλεκυ, ενώ οι οκτώσχημες ασπίδες εμφανίζονται μαζί με άλλα ιερά σύμβολα. Οκτώσχημες ασπίδες φτιαγμένες από δέρματα ταύρων διακοσμούσαν το μέγαρο του άνακτα στην Kνωσό. Επίσης, σε ένα σφράγισμα διακρίνεται μία γυναικεία μορφή σε λατρευτική στάση μπροστά σε μία ασπίδα.
Ο σταυρός και διάφορες παραλλαγές του, όπως το άστρο, ο αγκυλωτός σταυρός και ο τροχός συναντώνται σε παραστάσεις με θρησκευτικό περιεχόμενο. Mερικές φορές βρίσκονται ανάμεσα σε κέρατα καθοσιόσεως. Ένας λίθινος σταυρός προέρχεται από το ιερό θησαυροφυλάκιο της Kνωσού. Oι σταυροί και τα παρεμφερή σύμβολα ερμηνεύονται ως αστρικά σύμβολα και τα αντικείμενα με παρόμοιες παραστάσεις χρησιμοποιούνταν πιθανότατα ως φυλακτά.
Τέχνες και τεχνολογία στη Μινωική Κρήτη
Ο ιδιότυπος χαρακτήρας και οι πνευματικές αναζητήσεις του μινωικού πολιτισμού γίνονται περισσότερο σαφείς μέσα από τα έργα τέχνης. Μέσα από την εξέλιξη των τεχνών παρακολουθούνται τα βήματα της τεχνολογίας που από την κατασκευή απλών χρηστικών αντικειμένων φθάνει στο επίπεδο της υψηλής τέχνης. Η λαμπρότητα και η ακτινοβολία της μινωικής τέχνης ήταν αποτέλεσμα της ακμάζουσας οικονομίας και του εξωτερικού εμπορίου. Η εισαγωγή πρώτων υλών, χρήσιμων στην τεχνολογία, βοήθησαν στην κατασκευή μίας τεράστιας ποικιλίας εργαλείων, ενώ τα πολυτιμότερα εισηγμένα υλικά, όπως ο χρυσός και το ελεφαντόδοντο, μπορούσαν να εκφράσουν τις εκλεπτυσμένες προτιμήσεις των ανώτερων τάξεων.
Η τέχνη της Πρωτομινωικής περιόδου (3000-2000 π.Χ.), όπως εκφράζεται κυρίως στη σφραγιδογλυφία, είχε έναν απλό διακοσμητικό χαρακτήρα, όπου κυριαρχούσε ο αφαιρετικός συμβολισμός. Από τη Μεσομινωική περίοδο όμως η παραστατική τέχνη οδηγήθηκε σταδιακά σε μία φυσιοκρατική έκφραση που απέδιδε τις ανθρώπινες μορφές και τις μορφές του ζωικού και του φυτικού βασιλείου με ρεαλιστικό τρόπο. Ο συνδυασμός του ρεαλισμού, των καλλιτεχνικών συμβάσεων και του αφαιρετικού συμβολισμού δημιούργησε μία μοναδική καλλιτεχνική έκφραση. Οι μορφές και τα διακοσμητικά θέματα αυτής της τέχνης αποδίδονται με χάρη και ζωντάνια, ενώ συχνά μεταφέρεται η κίνηση που κάνει ακόμη και τα πιο απλά διακοσμητικά θέματα να δονούνται από μία κυρίαρχη ζωτική δύναμη. Οι θεμελιώδεις αρχές της μινωικής τέχνης, η γλαφυρότητα, η πολυχρωμία και η κίνηση ακολουθούνται και στην αρχιτεκτονική, όπου βρίσκουν την καλύτερη έκφρασή τους κυρίως στο σχεδιασμό των μινωικών ανακτόρων.
Κατά την Ανακτορική περίοδο, οι καλύτερα ειδικευμένοι τεχνίτες εργάζονταν στα βασιλικά εργαστήρια που βρίσκονταν σε ειδικά διαμερίσματα των ανακτόρων. Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα από τους χώρους αυτούς βεβαιώνουν την ύπαρξη εργαστηρίων κεραμικής, λιθοτεχνίας, μεταλλοτεχνίας, μικρογλυπτικής και κατεργασίας της φαγεντιανής. Παράλληλα με τα ανακτορικά λειτουργούσαν και εργαστήρια στις πόλεις και την ύπαιθρο, ενώ υπάρχουν ενδείξεις για την ύπαρξη πλανόδιων καλλιτεχνών. Τέχνες όπως η υφαντική και η καλαθοπλεκτική ασκούνταν μάλλον σε οικιακές βιοτεχνίες.
Η παραστατική τέχνη είτε αποδίδεται σε μικρές επιφάνειες, όπως στις σφραγίδες, είτε στις μεγάλες επιφάνειες του τοιχογραφικού διακόσμου, αναπτύσσει χαρακτηριστικούς θεματικούς κύκλους, εμπνευσμένους κυρίως από την κοινωνική, την πολιτική και τη θρησκευτική ζωή. Οι συνθέσεις αυτές, που καταγράφουν με λεπτομέρεια τις συνήθειες αλλά και τις ηθικές αξίες των Μινωιτών, αποτελούν ένα χρήσιμο μέσο ερμηνείας της μινωικής κοινωνίας.
Όσον αφορά στην αισθητική πλευρά του χαρακτήρα της μινωικής τέχνης καταγράφεται η ζωντάνια, η χάρη και η απόλυτη εναρμόνιση με τη φύση, στοιχεία που αποδίδονται στην ιδιοσυγκρασία των Μινωιτών και στον τρόπο που αντιλαμβάνονταν το περιβάλλον. Από την πλευρά της θεματογραφίας όμως διαπιστώνεται ένας συντηρητισμός που οφείλεται μάλλον στο συγκεντρωτικό και θεοκρατικό χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος.
Τοιχογραφίες
Οι εσωτερικοί τοίχοι σημαντικών μινωικών κτηρίων και διαμερισμάτων διακοσμούνταν συχνά με πολύχρωμες ζωγραφικές παραστάσεις, που ήταν φτιαγμένες με την τεχνική της νωπογραφίας. Η διακοσμητική αυτή τέχνη έκανε την εμφάνισή της στο Αιγαίο κατά τη Μεσομινωική περίοδο, οι αρχές της όμως ανάγονται στη μετάβαση από τη Νεολιθική στην Πρωτομινωική εποχή, κατά την οποία παρατηρούνται για πρώτη φορά χρωματιστά κονιάματα.
Τοιχογραφικός διάκοσμος βρέθηκε στα μινωικά ανάκτορα αλλά και σε μία σειρά από πολυτελείς επαύλεις. Το εικονογραφικό πρόγραμμα των τοιχογραφιών διαμορφωνόταν ανάλογα με τη χρήση των χώρων που διακοσμούσαν. Έτσι, τους τοίχους των ιερών χώρων διακοσμούσαν παραστάσεις θρησκευτικού χαρακτήρα, ενώ σε ιδιωτικούς χώρους επικρατούσαν καθαρά διακοσμητικά θέματα. Η ειδική θεματογραφία και η εκζήτηση στην κατασκευή των τοιχογραφιών πρόβαλλαν το κύρος των ηγεμόνων, των ιδιοκτητών της οικίας ή το κύρος της επίσημης θρησκείας. Η εικονογράφηση αναπτυσσόταν συχνά σε όλους τους τοίχους των δωματίων, με θέματα που συμπλήρωναν το ένα το άλλο με έναν ιεραρχικό και λειτουργικό τρόπο. Η ανάπτυξή τους προσαρμοζόταν στο χώρο που διακοσμούσαν αναδεικνύοντας έτσι τη διαρρύθμιση και τη λειτουργία του. Τέτοια παραδείγματα αποτελεί η τοιχογραφία των γρυπών στην αίθουσα του θρόνου, η τοιχογραφία της πομπής στον πομπικό διάδρομο του ανακτόρου της Κνωσού και οι τοιχογραφίες της Δυτικής Οικίας στο Ακρωτήρι της Θήρας. Χρωματιστές ζωγραφικές παραστάσεις παρατηρούνται, εκτός από τις τοιχογραφίες, στη διακόσμηση δαπέδων αλλά και φορητών αντικειμένων, όπως η λίθινη σαρκοφάγος της Αγίας Τριάδας, τα οποία θα πρέπει να φιλοτεχνήθηκαν από τους ίδιους καλλιτέχνες. H τεχνική της τοιχογραφίας χρησιμοποιήθηκε επίσης συχνά για να αποδώσει την επένδυση μαρμάρου σε εσωτερικούς χώρους, εκεί όπου ήταν αδύνατη η κατασκευή πραγματικής ορθομαρμάρωσης.
Η τέχνη της τοιχογραφίας πέρασε από διάφορα τεχνοτροπικά στάδια. Από την απλή δίχρωμη διακόσμηση της Mεσομινωικής I περιόδου (2000-1930 π.Χ.), οδηγήθηκε στην πολυχρωμία της Μεσομινωικής II για να καταλήξει σε μία χαρακτηριστική τριχρωμία κόκκινου, μαύρου και λευκού, η οποία είχε μια παράλληλη εξέλιξη με την καμαραϊκή κεραμική. Στo τελευταίο και πιο ώριμo στάδιό της, κατά τη Νεοανακτορική περίοδο (1700-1400 π.Χ.), παγιώθηκε μία τεχνοτροπία που χαρακτηρίζεται από τη συχνή χρήση του κίτρινου και του γαλάζιου χρώματος και από τις παραστάσεις με μορφές και θέματα φυσικού μεγέθους. Τα διακοσμητικά θέματα των τοιχογραφιών επηρεάζονται ή και πηγάζουν απευθείας από άλλες τέχνες, όπως η κεραμική και η υφαντική. Ιδιαίτερα οι πολλές ομοιότητες του τοιχογραφικού διακόσμου με την καμαραϊκή κεραμική δείχνουν ότι οι πρώτοι τεχνίτες τοιχογραφιών ίσως να ήταν αγγειογράφοι. Ο τρόπος που απεικονίζονται οι μορφές, τα τοπία και τα συμπληρωματικά θέματα στις τοιχογραφίες φανερώνει αιγυπτιακές και συροπαλαιστινιακές επιδράσεις. Ο σχετικά περιορισμένος αριθμός των διαθέσιμων χρωμάτων οδήγησε σε ορισμένες καλλιτεχνικές συμβάσεις που αντλήθηκαν από τις αιγυπτιακές τοιχογραφίες. Έτσι, για τη δήλωση του δέρματος των ανθρώπινων μορφών χρησιμοποιήθηκαν το λευκό και το κόκκινο χρώμα, όπου το κόκκινο δήλωνε τις ανδρικές μορφές ενώ το λευκό τις γυναικείες. Η φύση και τα μέσα αυτής της τέχνης, όπου τα θέματα μπορούσαν να εκτυλιχθούν σε μία πολύ μεγαλύτερη επιφάνεια από ότι στα αγγεία και τα έργα της μικροτεχνίας, συντέλεσε στο να αναπτυχθούν μεγάλες, σύνθετες παραστάσεις όπου καταγράφονταν με λεπτομέρεια σκηνές της καθημερινής ζωής και της λατρείας. Έτσι, οι τοιχογραφίες, εκτός από φορείς της υψηλής τέχνης, αποτελούν εξαιρετικά πολύτιμες πηγές πληροφοριών για την καθημερινή ζωή στη μινωική Κρήτη.
Ελεφαντουργία
Η τέχνη της ελεφαντουργίας ήταν μία από τις σημαντικότερες δραστηριότητες των ανακτορικών βιοτεχνιών. Tο ελεφαντόδοντο εισαγόταν στην Κρήτη από τη Συρία, όπου υπήρχαν άγριοι ελέφαντες μέχρι τον 9ο αιώνα π.X.
Η πρώτη ύλη της ελεφαντουργίας ήταν οι χαυλιόδοντες του συριακού ελέφαντα αν και νεότερες έρευνες απέδειξαν ότι χρησιμοποιήθηκαν σε ευρεία κλίμακα και χαυλιόδοντες ιπποπόταμου. Όπως δείχνουν οι χαυλιόδοντες που βρέθηκαν σε εργαστηριακούς χώρους των ανακτόρων, το ελεφαντόδοντο εισαγόταν ως ακατέργαστη ύλη, ενώ η κατεργασία της ολοκληρωνόταν στα κρητικά εργαστήρια. Παράλληλα με την εισαγωγή της πρώτης ύλης εισήχθησαν και έτοιμα ελεφάντινα αντικείμενα από τη Συρία και την Αίγυπτο. Η τεχνοτροπία των πρώτων ελεφάντινων έργων τέχνης επηρεάστηκε από την αντίστοιχη της Συρίας αλλά, σύντομα, δημιουργήθηκε μία καθαρά μινωική παράδοση με χαρακτηριστική τεχνοτροπία και επιλογή διακοσμητικών θεμάτων.
Η φύση του υλικού, που είναι πολύ μαλακό, επέτρεπε μία λεπτομερή απόδοση ανάγλυφης διακόσμησης. Από ελεφαντόδοντο φτιάχνονταν διάφορα αντικείμενα μικρού μεγέθους όπως σφραγίδες, χάντρες κοσμημάτων, υφαντικά σφονδύλια ή πιόνια επιτραπέζιων παιχνιδιών. Το ελεφαντόδοντο χρησιμοποιήθηκε πολύ και στην κατασκευή πολυτελών ειδών καλλωπισμού, όπως δείχνουν οι ελεφάντινες χτένες και οι λαβές που ανήκαν σε περίτεχνους καθρέπτες.
Το ελεφαντόδοντο χρησιμοποιήθηκε επίσης σε μία συνδυαστική τεχνική, κατά την οποία μικρές διακοσμητικές πλάκες ελεφαντόδοντου τοποθετούνταν σε ειδικά προετοιμασμένα πλαίσια μεταλλικών ή ξύλινων αντικειμένων. Ένα αριστουργηματικό δείγμα αυτής της τεχνικής συναντάμε στο περίφημο ζατρίκιο από το ανάκτορο της Κνωσού, όπου επάνω σε μία ξύλινη πλάκα στερεώθηκαν πλάκες ελεφαντόδοντου διακοσμημένες με κύανο και ασήμι.
Η φύση και το σχήμα της πρώτης ύλης έθετε ορισμένους περιορισμούς στην κατασκευή των ελεφάντινων αντικειμένων. Τα κομμάτια του ελεφαντόδοντου κόβονταν με πριόνι σε μικρότερα κομμάτια που είχαν ένα σχεδόν κυλινδρικό σχήμα. Από αυτό αποσπάζονταν μικρότερες πλάκες ανάλογα με το είδος των αντικειμένων που έπρεπε να κατασκευαστούν. Οι πυξίδες, ένα είδος αγγείου με κάθετα τοιχώματα ήταν το πλέον κατάλληλο για να αποκοπεί από τους χαυλιόδοντες, χωρίς μεγάλο ποσοστό απόρριψης υλικού. Γι' αυτό ίσως το λόγο οι ελεφάντινες πυξίδες ήταν ένα από τα πιο διαδεδομένα και αγαπητά προϊόντα της κρητομυκηναϊκής ελεφαντουργίας. Τα ειδώλια, που είχαν μεγαλύτερο μέγεθος και ελεύθερο σχήμα, όπως ο ελεφάντινος ακροβάτης από την Κνωσό ή μία εκδοχή της θεάς των όφεων με ψηλό στέμμα, κατασκευάζονταν από διαφορετικά τμήματα ελεφαντόδοντου που ενώνονταν με λεπτά καρφιά. Συχνά, οι ανατομικές λεπτομέρειες των ειδωλίων και η διακόσμησή τους αποδίδονταν με επιθέματα φύλλων χρυσού.
Η κατεργασία της φαγεντιανής
Φαγεντιανή ονομάζεται μια σύνθετη ύλη που κατασκευάζεται από κονιορτοποιημένο χαλαζία, αμμόλιθο ή πυριτόλιθο και από ένα διάλυμα ανθρακικού νατρίου. Το υγρό μίγμα αυτών των υλικών τοποθετούνταν σε μήτρες και ψηνόταν σε υψηλή θερμοκρασία, περίπου στους 870o C. Κατά την καύση το υλικό στερεοποιούνταν, ενώ το εξωτερικό επίχρισμα έλιωνε, δίνοντας στην επιφάνεια των αντικειμένων μια υπόλευκη, στιλπνή όψη που θύμιζε ελεφαντόδοντο. Για την απόκτηση του έντονου γαλάζιου χρώματος που χαρακτηρίζει την αιγυπτιακή φαγεντιανή, η επιφάνεια των αντικειμένων καλυπτόταν με ένα διάλυμα από οξείδιο του χαλκού και άμμο και ξαναψηνόταν. Η φαγεντιανή, λόγω των πρώτων υλών από τις οποίες κατασκευαζόταν, συγχέεται συχνά με την υαλόμαζα και το πραγματικό γυαλί, υλικά τα οποία ήταν επίσης σε χρήση κατά την εποχή του Χαλκού. Αν και η τεχνική κατεργασίας της είναι περισσότερο γνωστή από την Αίγυπτο, όπου ήταν σε χρήση από την τέταρτη χιλιετία, η τέχνη αυτή φαίνεται ότι εισήχθη στην Κρήτη από τη Συρία και τη Μεσοποταμία.
Στη μινωική Κρήτη τα πρώτα δείγματα της τέχνης της φαγεντιανής εμφανίζονται λίγο πριν από το τέλος της Πρωτομινωικής εποχής (3000-2000 π.Χ.). Από φαγεντιανή κατασκευάζονταν χρηστικά αγγεία, τελετουργικά αντικείμενα και ανθρωπόμορφα ή ζωόμορφα ειδώλια. Σημαντική είναι επίσης η χρήση της στην κοσμηματοποιία και τη σφραγιδογλυφία. Από φαγεντιανή κατασκευάζονταν ακόμη χάντρες, περίαπτα και ένα πλήθος από διακοσμητικά πλακίδια διαφόρων μεγεθών και σχημάτων, άγνωστης χρήσης. Χρησιμοποιούνταν επίσης συχνά και ως ένθετη διακοσμητική ύλη σε αντικείμενα από διαφορετικά υλικά.
Από άποψη τεχνοτροπίας, τα έργα της μινωικής φαγεντιανής χαρακτηρίζονται από τον έμπειρο χειρισμό της πολυχρωμίας, την εφευρετικότητα και την προτίμηση των φυσιολατρικών θεμάτων, ενώ ορισμένα τεχνολογικά και διακοσμητικά στοιχεία μαρτυρούν ότι στην τέχνη αυτή έγινε μεταφορά από άλλες μινωικές τέχνες, όπως η λιθοξοΐα και η μεταλλοτεχνία. Η Κνωσός ήταν ένα σημαντικό κέντρο παραγωγής φαγεντιανής κατά τη Μεσομινωική I (2000-1550 π.Χ.) περίοδο, ενώ ένα άλλο εργαστήριο εντοπίστηκε στη Ζάκρο την Υστερομινωική Ι περίοδο (1550-1450 π.Χ.).
Η τέχνη της φαγεντιανής, όπως και άλλες μορφές της τέχνης που πρωτοεμφανίστηκαν στην Κρήτη, μεταδόθηκε και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ήδη από τη Μέση εποχή του Χαλκού (2000-1600 π.Χ.) κατασκευάζονταν στην ηπειρωτική Ελλάδα απλά κοσμήματα, ενώ στα μεγαλύτερα κέντρα του μυκηναϊκού κόσμου ίσως λειτούργησαν και οργανωμένα εργαστήρια κατεργασίας. Ένα τέτοιο εργαστήριο υπήρχε στις Μυκήνες κατά την περίοδο των λακκοειδών τάφων (1600-1500 π.Χ.). Ευρήματα από φαγεντιανή βρέθηκαν συχνά στην κεντρική Ευρώπη και τα βρετανικά νησιά μαζί με άλλα μυκηναϊκά προϊόντα. Η καλλιτεχνική τεχνοτροπία και ο τρόπος κατεργασίας αυτών των ευρημάτων θυμίζουν τόσο έντονα τα ανάλογα αιγαιακά ευρήματα, ώστε να διατυπωθεί πολύ νωρίς το ερώτημα, αν τα ευρήματα αυτά σχετίζονται με τις εμπορικές δραστηριότητες των Mυκηναίων και μάλιστα με την αναζήτηση πρώτων υλών στις χώρες αυτές.
Κεραμική
Από όλες τις μορφές τέχνης η κεραμική μπορεί να δείξει καλύτερα τα διαδοχικά στάδια στην εξέλιξη της τεχνολογίας και το καλλιτεχνικό αισθητήριο των Μινωιτών. Στους μινωικούς οικισμούς, στους τάφους και τα ανάκτορα έχει βρεθεί ένα πλήθος αγγείων και οστράκων που μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε τα εξελικτικά στάδια της κεραμικής τέχνης στην Κρήτη.
Κατά την Πρωτομινωική εποχή, το στάδιο δηλαδή που η Κρήτη βγήκε από την απομόνωση της Νεολιθικής, άρχισαν να εμφανίζονται πολλά εργαστήρια σε διάφορες περιοχές του νησιού που δημιούργησαν κεραμικούς ρυθμούς με έντονα τοπικά χαρακτηριστικά. Η πολυμορφία αυτή συνεχίστηκε και στη Μεσομινωική εποχή, όταν δηλαδή ιδρύθηκαν τα πρώτα μινωικά ανάκτορα. Κατά το διάστημα αυτό, οι υψηλές απαιτήσεις της ανακτορικής κοινωνίας επέτρεψαν τη δημιουργία ανακτορικών εργαστηρίων που μετέτρεψαν την κεραμική παραγωγή σε υψηλή τέχνη. Η αξία της κεραμικής ξεπέρασε τότε τα όρια του νησιού και τα έργα των μινωικών κεραμικών εργαστηρίων έγιναν περιζήτητα σε ολόκληρο τον αιγαιακό χώρο. Δείγματά της εντοπίστηκαν σε παράλιους οικισμούς της ηπειρωτικής Ελλάδας, των Κυκλάδων, της Μικράς Ασίας, αλλά και στην Αίγυπτο, όπου τα προϊόντα μεταφέρονταν ως πολύτιμα δώρα ή ανταλλάσσονταν με τα σπάνια και πολύτιμα υλικά της χώρας του Νείλου. Ο ανακτορικός ρυθμός της Υστερομινωικής εποχής επηρέασε αισθητά τη μυκηναϊκή κεραμική από την αρχή της εξέλιξής της.
Εκτός από τη μεγάλη καλλιτεχνική της αξία και τις πληροφορίες που παρέχει στον τομέα της τεχνολογίας, η μινωική κεραμική είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την υποδιαίρεση των μινωικών περιόδων και τη σχετική χρονολόγηση άλλων ευρημάτων στην Κρήτη και σε άλλες περιοχές του Αιγαίου. Η εισηγμένη μινωική κεραμική σε άλλες χώρες αποκαλύπτει τις σχέσεις της Κρήτης με την Ανατολή και την Αίγυπτο, επιτρέποντας έτσι χρονολογικές αντιστοιχίες μεταξύ των χωρών ολόκληρου του τότε γνωστού κόσμου.
Λιθοτεχνία
Η τεχνική της λάξευσης του λίθου έφθασε στην Κρήτη κατά τις αρχές της εποχής του Χαλκού (3000 π.X.) από την Αίγυπτο, τη Μικρά Ασία και τις Κυκλάδες, όπου ήταν διαδεδομένη πολύ νωρίτερα. Οι Μινωίτες άρχισαν να κατασκευάζουν λίθινα αγγεία από την Πρωτομινωική ΙΙ περίοδο (2600-2300 π.X.). Τα αγγεία αυτής της εποχής εμφανίζουν αρκετές ομοιότητες με τα εισηγμένα πρότυπά τους. Η επιρροή της αιγυπτιακής λιθοτεχνίας ειδικότερα γίνεται περισσότερο εμφανής στην τεχνική κατασκευής και λιγότερο στα σχήματα των λίθινων αγγείων. Σταδιακά όμως δημιουργήθηκε μια μακρά παράδοση που μεταδόθηκε κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού (1600-1070 π.X.) και στη μυκηναϊκή Ελλάδα.
Τα πρώτα λίθινα αγγεία κατασκευάζονταν για να χρησιμοποιηθούν ως ταφικά κτερίσματα, μια πρακτική που συνηθιζόταν και στους αιγυπτιακούς τάφους. Στους πρωτομινωικούς τάφους της Μεσαράς και των Αστερουσίων και σε θέσεις όπως ο Μόχλος, η Ψείρα και το Παλαίκαστρο συνηθίζονταν οι προσφορές πολλών μικρών λίθινων αγγείων στο εσωτερικό των τάφων και στους προθαλάμους των ταφικών κτηρίων. Από τις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. παρατηρείται ριζική αλλαγή στη χρήση των λίθινων αγγείων. Χρησιμοποιούνται πια σε νέα, διαφοροποιημένα σχήματα, σε οικιακούς και εργαστηριακούς χώρους.
Για την κατασκευή των λίθινων αγγείων χρησιμοποιήθηκαν πολλά είδη εγχώριων πετρωμάτων αλλά και εισηγμένα από τη Στερεά Ελλάδα, τις Κυκλάδες και την Αίγυπτο. Ιδιαίτερα αγαπητά ήταν τα κροκαλοπαγή πετρώματα και εκείνα με τις έντονες χρωματιστές φλεβώσεις που έδιναν ένα διακοσμητικό τόνο στα σκεύη. Τα πολυτελέστερα λίθινα σκεύη έφεραν διακοσμητικές λεπτομέρειες από μέταλλο, κυρίως χαλκό και χρυσό, μιμούμενα χρυσά ανάγλυφα αγγεία.
Τα σχήματα των λίθινων αγγείων μεταφέρονταν συχνά αυτούσια από την κεραμική, μερικές φορές όμως επινοούνταν ιδιότυπα σχήματα που απαντούν μόνο στα λίθινα σκεύη. Τα συνηθέστερα ήταν τα άωτα κύπελλα, τα κύπελλα με ψηλό πόδι, ένα είδος προχυτικών αγγείων που θυμίζουν τσαγιέρες και τα αλάβαστρα. Από λίθο κατασκευάζονταν και σκεύη οικιακής και εργαστηριακής χρήσης, όπως τα λυχνάρια, τα τριβεία, οι λουτήρες και οι λεκάνες για το πάτημα των σταφυλιών.
Από το σύνολο των αντικειμένων της λιθοτεχνίας προέρχονται μερικά από τα αριστουργήματα της μινωικής τέχνης, όπως ένα ρυτό σε σχήμα ταυροκεφαλής από την Κνωσό, ένα δίωτο αγγείο από λευκό μάρμαρο και ένα σύνολο κομψών λίθινων αγγείων από τη Ζάκρο, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει ένα μοναδικό για το ιδιόμορφο σχήμα και την κομψότητά του ρυτό από ορεία κρύσταλλο. Από την Αγία Τριάδα προέρχονται τρία από τα πιο γνωστά λίθινα κύπελλα με ανάγλυφες παραστάσεις, το λεγόμενο κύπελλο της αναφοράς όπου απεικονίζεται ένα τριμερές ιερό, το αγγείο των θεριστών με παράσταση αγροτικής λατρείας και το αγγείο των πυγμάχων με αθλητικές σκηνές κατανεμημένες σε ζώνες.
Μία ιδιαίτερη κατηγορία λίθινων αγγείων, η οποία αποτελείται από τα ρυτά, τους κέρνους και έναν τύπο κοχλιαρίου φαίνεται ότι προοριζόταν για τελετουργική χρήση, όπως υποδεικνύουν τα ιδιόμορφα σχήματά τους, η εύρεσή τους σε χώρους που χαρακτηρίζονται ιεροί και οι χαραγμένες αφιερώσεις Γραμμικής Α γραφής που διακρίνονται σε μερικά από αυτά.
Μεταλλουργία
Η Κρήτη θεωρείται ανεπαρκής σε μέταλλα και οι λιγοστές πηγές μεταλλεύματος δεν είχαν εντοπιστεί από τους Μινωίτες. Έτσι ο χαλκός εισαγόταν αναγκαστικά από μακρινές χώρες, όπου είχε αρχίσει ήδη η συστηματική εκμετάλλευση των μεταλλείων. Θεωρείται μάλιστα ότι η Κύπρος, που ήταν μία από τις σημαντικότερες πηγές χαλκού της Αρχαιότητας, ήταν και η κύρια χώρα προμήθειας του χαλκού στη μινωική Κρήτη. Η απόκτηση του κασσίτερου, μίας εξαιρετικά σπάνιας πρώτης ύλης, οδήγησε τους Μινωίτες σε ακόμη μακρινότερους εμπορικούς δρόμους μέχρι το εσωτερικό της Μικράς Ασίας και το Αφγανιστάν. Έτσι, η αναζήτηση των μετάλλων έδωσε την κυριότερη ώθηση στο διεθνές εμπόριο, ενώ οδήγησε ταυτόχρονα στην εισαγωγή και άλλων πρώτων υλών και στη γνώση της κατεργασίας τους.
Οι πρώτες μεταλλουργικές δραστηριότητες στον αιγαιακό χώρο παρατηρούνται από την Τελική Νεολιθική εποχή (3500 π.Χ.). Το πρώτο είδος μετάλλου που χρησιμοποιήθηκε ήταν ένα κράμα σε μαλακή μορφή, που αποτελούνταν από χαλκό, αρσένιο και μόλυβδο. Αργότερα, κατά τις αρχές της τέταρτης χιλιετίας χρησιμοποιήθηκε ο ορείχαλκος, ένα κράμα χαλκού με κασσίτερο, το οποίο έδινε τη δυνατότητα κατασκευής ανθεκτικότερων αντικειμένων. Η πρώτη χρήση του ορείχαλκου στην Κρήτη τοποθετείται στην Πρωτομινωική II περίοδο (2600-2300 π.Χ.).
Υφαντική
Τα μινωικά υφάσματα ήταν φτιαγμένα από ίνες λιναριού και μαλλιού που θα πρέπει να υφαίνονταν σε διαφορετικές ποιότητες και με διαφορετικές τεχνικές, ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζονταν. Μια ιδιαίτερη, πολυτελή κατηγορία αποτελούσαν τα αραχνοΰφαντα υφάσματα, από τα οποία ήταν φτιαγμένα γυναικεία περικόρμια που άφηναν το σώμα να διακρίνεται. Το είδος των διάφανων αυτών υφασμάτων απαντά σε μινωικές τοιχογραφίες της Κρήτης αλλά φαίνεται ότι ήταν περισσότερο αγαπητό στη Θήρα. Τα υφάσματα αυτά ήταν φτιαγμένα από λεπτότατο νήμα ή ήταν δικτυωτά, ενώ έχει προταθεί από μερικούς μελετητές και το ενδεχόμενο χρήσης λεπτού μεταξωτού νήματος.
Τα πολυάριθμα υφαντικά βαρίδια που βρίσκονται σε μινωικούς οικισμούς μαρτυρούν την ευρεία χρήση του κάθετου αργαλειού, ενώ έχει διαπιστωθεί η παράλληλη χρήση και άλλων υφαντικών τεχνικών. Οι επίρραπτες ταινίες που διακοσμούσαν τα τελειώματα των ενδυμάτων ήταν υφασμένες ξεχωριστά σε μικρά υφαντικά τελάρα και ο σκοπός τους, εκτός από τη διακόσμηση των ενδυμάτων, ήταν η ενίσχυση των παρυφών του υφάσματος. Στη Θήρα ήταν επίσης ιδιαίτερα αγαπητά τα φλοκωτά υφάσματα. Αυτή η υφαντική τεχνική ερμηνεύεται ως στερεοελλαδίτικη επιρροή, αφού συναντιέται συχνότερα στις ενδυμασίες της μυκηναϊκής Ελλάδας. Μια άλλη υφαντική τεχνική, ειδική για την κατασκευή κεφαλόδεσμων, που συναντιέται επίσης στη Θήρα, είναι η δικτυωτή τεχνική, η οποία εκτελούνταν με βελονάκι και είναι γνωστή ως τεχνική "sprang".
Υφαντικά εργαλεία
Ανάμεσα στα ευρήματα των ανασκαμμένων μινωικών θέσεων βρίσκονται συχνά και αρκετά υφαντικά εργαλεία, όπως τα βάρη και τα σφοντύλια. Ο μινωικός τύπος υφαντικού βάρους, ο οποίος συναντάται με την ίδια ακριβώς μορφή και στο Ακρωτήρι της Θήρας και την Κέα, παρουσιάζει ένα χαρακτηριστικό δισκοειδές σχήμα. Η πυκνή συγκέντρωση υφαντικών βαρών σε ορισμένους εσωτερικούς χώρους πιστοποιεί την ύπαρξη αργαλειών.
Διακόσμηση υφασμάτων
Τα μινωικά υφάσματα παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία διακοσμήσεων, η τεχνική της διακόσμησής τους όμως είναι δύσκολο να ερμηνευθεί, αφού οι σχετικές μαρτυρίες προέρχονται μόνο από εικονιστικές παραστάσεις ενδυμάτων και όχι από αρχαιολογικά ευρήματα. Οι διακοσμήσεις αυτές φαίνεται ότι είχαν μάλλον δημιουργηθεί στην ύφανση, με τη μέθοδο της υφαντοποικιλτικής κατά την οποία το υφάδι περνιόταν με το χέρι ανάμεσα στις ίνες του στημονιού, ενώ χρησιμοποιούνταν συγχρόνως πολλές σαΐτες για τα διαφορετικά χρώματα.
Η τεχνική αυτή θα πρέπει να ήταν η κυριότερη μέθοδος υφαντικής διακόσμησης, ενώ δεν μπορεί να αποκλεισθεί εντελώς και η ύπαρξη σταμπωτής διακόσμησης. Μερικά ελεύθερα και αραιά διακοσμητικά θέματα θα μπορούσαν να είναι κεντημένα επάνω στα υφάσματα, μέχρι τώρα όμως δεν υπάρχει κανένα σαφές στοιχείο που να δείχνει ότι στη μινωική Κρήτη ασκούνταν η κεντητική τέχνη που κατά την εποχή του Χαλκού απαντά μόνο στη Συρία.
Τα τελειώματα των ενδυμάτων διακοσμούνταν συχνά με επίρραπτες υφαντές ταινίες που είχαν πολύχρωμα σχέδια. Ένα άλλο είδος διακόσμησης των μινωικών ενδυμάτων ήταν η στερέωση χαντρών και λεπτών φύλλων από πολύτιμα μέταλλα.
Υφαντικά σχέδια
Οι διακοσμήσεις των μινωικών υφασμάτων ακολουθούσαν τις διακοσμητικές τάσεις κάθε περιόδου και συχνά συναντώνται αυτούσιες σε άλλες μορφές της τέχνης, όπως στην κεραμική, τη σφραγιδογλυφία και τις τοιχογραφίες.
Μια σημαντική πηγή πληροφοριών για την υφαντική διακόσμηση της Πρωτομινωικής εποχής (3600-2000 π.Χ.) αποτελούν τα σχέδια των ενδυμάτων που διακρίνονται στα πρωτομινωικά ειδώλια από τη Μύρτο, την Κουμάσα, τα Μάλια και τον Πετσοφά. Αυτά δείχνουν ότι κατά την Πρωτομινωική εποχή τα υφάσματα διακοσμούνταν με απλά ευθύγραμμα σχέδια σε διαφορετικούς χρωματισμούς. Στην ίδια εποχή χρονολογείται και το πρώτο αρχαιολογικό υφαντικό εύρημα της μινωικής Κρήτης, ένα τμήμα υφάσματος που βρέθηκε σε τάφο της Ζαφέρ Παπούρα.
Για την υφαντική διακόσμηση της Μεσομινωικής εποχής (2000-1600π.Χ.) διαθέτουμε περισσότερες πληροφορίες, που προέρχονται από σημαντικά και εύγλωττα ευρήματα, όπως το ειδώλιο της θεάς των όφεων, η τοιχογραφία με τις κυανές κυρίες από την Κνωσό και η ανάγλυφη τοιχογραφία από την Ψείρα. Η διακόσμηση των υφαντών αυτής της περιόδου παρουσιάζει πολύπλοκα ευθύγραμμα σχέδια, όπως σταυρούς, διάσπαρτες στιγμές, τετράγωνες επιφάνειες σκακιέρας, ενώ εμφανίζονται για πρώτη φορά και καμπυλόγραμμα, δυσκολότερα στην ύφανσή τους σχέδια, όπως οι σπείρες.
Στη διακόσμηση των υφασμάτων της Yστερομινωικής εποχής (1600-1050 π.Χ.) επικρατούσαν πολύπλοκα στην ύφανσή τους σχέδια, όπως τα φολιδωτά, οι σταυροί, οι ρόμβοι και ένα χαρακτηριστικό οφιοειδές σχέδιο. Συχνά, ολόκληρη η επιφάνεια τόσο των γυναικείων όσο και των ανδρικών ενδυμάτων καλυπτόταν από γεωμετρικά μοτίβα, μεμονωμένα παραστατικά θέματα, όπως άνθη και πουλιά ή ακόμη και ολόκληρες εικονιστικές παραστάσεις.
Πνευματικά επιτεύγματα στη Μινωική Κρήτη
Οι εκτεταμένες εμπορικές δραστηριότητες των Μινωιτών, που τους έφερναν συχνά σε επαφή με τους περισσότερο προηγμένους λαούς της Μικράς Ασίας, της Συρίας, της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου, είχαν ως αποτέλεσμα την πρόοδο σε τομείς της επικοινωνίας και των επιστημών. Έτσι ο μινωικός πολιτισμός είναι ο πρώτος πολιτισμός της Ευρώπης, στον οποίο εμφανίστηκαν η γραφή και οι εφαρμογές των θετικών επιστημών. Το μέγεθος της προόδου στην επικοινωνία και τη διαχείριση των οικονομικών πόρων της μινωικής Κρήτης δείχνουν κυρίως οι προ-αλφαβητικές μορφές γραφής και τα μετρικά συστήματα. Η κρητική προέλευση των πνευματικών επιτευγμάτων ήταν γνωστή στην Αρχαιότητα, καθώς οι μεταγενέστερες ελληνικές παραδόσεις παρουσίαζαν το Μίνωα ως εμπνευστή πολλών επιστημών.
Τα συστήματα διαχείρισης και επικοινωνίας που άντλησαν οι Κρήτες από τους ξένους πολιτισμούς, τα προσάρμοσαν, πριν να τα χρησιμοποιήσουν, στις δικές τους ανάγκες. Τα μινωικά γραφικά συστήματα είχαν ανατολική προέλευση, αλλά στη συγκεκριμένη τους μορφή θεωρούνται κρητικές επινοήσεις. Από τη χρήση ενός ακόμη και σήμερα ακατανόητου συστήματος γραφής που διασώζεται στο δίσκο της Φαιστού, οι Κρήτες έφθασαν στο σημείο να καταγράφουν τα προϊόντα τους και κατόπιν να δημιουργήσουν ολόκληρα γραπτά αρχεία διαχείρισης των ανακτορικών πόρων. Δεδομένου ότι τα σωζόμενα κείμενα έχουν αποκλειστικά αρχειονομικό χαρακτήρα, δε γνωρίζουμε αν στη μινωική Κρήτη υπήρχε γραπτή φιλολογία, αν δηλαδή γράφονταν τα θρησκευτικά κείμενα, οι ύμνοι και οι εξορκισμοί που υποθέτουμε πως απαγγέλλονταν στις θρησκευτικές τελετουργίες ή αν ακόμα υπήρχε γραπτή λαϊκή ποίηση που θα αναφερόταν στις παραδόσεις και τους ήρωες της κρητικής μυθολογίας.
Χάρις στα κείμενα των γραπτών πινακίδων, που είναι δείγματα αρχειοθέτησης και λογιστικής, είμαστε επίσης σε θέση να γνωρίζουμε ότι οι Μινωίτες ήταν γνώστες των μαθηματικών. Τα στοιχεία των αριθμών αλλά και τα αρχιτεκτονικά δημιουργήματα της Μινωικής Κρήτης προϋποθέτουν την κατάκτηση και την εφαρμογή των μαθηματικών αρχών, που οι Μινωίτες είχαν διδαχθεί από τις προηγμένες χώρες της Ανατολής και από την Αίγυπτο. Η μινωική αριθμητική είναι δύσκολο να αποκατασταθεί πλήρως, παρά το γεγονός αυτό όμως γνωρίζουμε ότι το αριθμητικό σύστημα ήταν ακριβώς ίδιο με το αιγυπτιακό και στηριζόταν στο δεκαδικό σύστημα, με τη διαφορά ότι οι μινωικοί αριθμοί έφθαναν τις χιλιάδες ενώ οι αιγυπτιακοί το εκατομμύριο. Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο της μινωικής αριθμητικής ήταν το σύστημα των εκατοστιαίων ποσοστών. Χωρίς να υπάρχουν απόλυτα σαφείς ενδείξεις, θεωρείται βέβαιο ότι οι Μινωίτες κατείχαν και αστρονομικές γνώσεις, οι οποίες τους ήταν χρήσιμες στη γεωργία και τη ναυσιπλοΐα.
Οι Μινωίτες κατείχαν και τις αρχές της γεωμετρίας, όπως φαίνεται από το σύστημα μέτρησης αποστάσεων που χρησιμοποιήθηκε στο σχεδιασμό των ανακτόρων. Είχαν επίσης γνώσεις μηχανικής, υδραυλικής, εμπειρία στα εγγειοβελτιωτικά έργα και μια αρκετά προηγμένη τεχνολογία στα αποχετευτικά έργα, όπως δείχνει το περίπλοκο δίκτυο αποχέτευσης της Κνωσού. Τα μετρικά συστήματα της μινωικής Κρήτης που γνωρίζουμε καλύτερα ήταν τα συστήματα μέτρησης του βάρους και της χωρητικότητας. Το σύστημα μέτρησης του βάρους δείχνουν τα σφραγισμένα πήλινα και μολύβδινα βάρη που βρίσκονται συχνά σε μινωικές θέσεις. Το σύστημα μέτρησης της χωρητικότητας εμφανίζεται διαφορετικό στη Γραμμική Α και τη Γραμμική Β γραφή. Το σύστημα της Γραμμικής Β παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με αυτό της Μεσοποταμίας, που σημαίνει ότι το σύστημα μέτρησης της χωρητικότητας στη μυκηναϊκή Κρήτη εκπροσωπούσε μια διαφορετική παράδοση από αυτή που διακρίνεται στις πρωιμότερες μινωικές γραφές.
Γραφή
Η πρώτη μορφή γραφής που απαντά στη Μινωική Κρήτη, αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα, αντιπροσωπεύεται από ένα αινιγματικό εύρημα που χρονολογείται στο δεύτερο τέταρτο της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., το δίσκο της Φαιστού. Η επιγραφή που είναι χαραγμένη στο δίσκο λόγω της ιδιομορφίας του κειμένου της δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί, αλλά το περιεχόμενό της φαίνεται ότι συνδέεται με το μινωικό κόσμο.
Κατά τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. χρησιμοποιήθηκαν στην Κρήτη τρία διαφορετικά συστήματα γραφής που διέκρινε πρώτος ο Arthur Evans: η ιερογλυφική, η Γραμμική Α και η Γραμμική Β γραφή. Τα κείμενα του πρώτου συστήματος, του ιερογλυφικού, συναντώνται σε μία μικρή ομάδα σφραγιδολίθων και σφραγισμάτων και είχαν μάλλον θρησκευτικό περιεχόμενο. Τα κείμενα της Γραμμικής Α και της Γραμμικής Β που είναι συλλαβικές γραφές έχουν αντίθετα οικονομικό χαρακτήρα. H γραφή σε αυτή την περίπτωση εξυπηρετούσε ένα είδος λογιστικού συστήματος, απαραίτητου για τον έλεγχο της διακίνησης ανθρώπων και προϊόντων στα μυκηναϊκά ανάκτορα. Η ίδια αναγκαιότητα είχε αναπτυχθεί και στη Μεσοποταμία, όπου είχε διαμορφωθεί ένα παρόμοιο σύστημα γραπτής αρχειοθέτησης ήδη από τις αρχές της τρίτης χιλιετίας. Οι διαφορές των δύο γραμμικών γραφών εντοπίζονται στη διάταξη του κειμένου, στον αριθμό των πικτογραμμάτων και τα διαφορετικά σύμβολα για τα βάρη και τα σταθμά. Από αυτές τις γραφές μόνο η Γραμμική Β είναι αναγνώσιμη.
Η Γραμμική Α διαμορφώθηκε κατά το τέλος της Μεσομινωικής περιόδου, δηλαδή κατά το 18 αιώνα π.X. και η χρήση της συνεχίστηκε μέχρι την τελική καταστροφή των μινωικών ανακτόρων, γύρω στο 1425 π.Χ. Η γραφή αυτή συναντάται κυρίως χαραγμένη σε πινακίδες και δελτάρια από πηλό αλλά και σε διάφορα χρηστικά αντικείμενα. Η πρώτη αυτή γραμμική γραφή δεν είναι ακόμη αναγνώσιμη, τα κοινά ιδεογράμματα όμως με τη Γραμμική Β είναι τόσα πολλά, ώστε να μπορούν συχνά να διατυπωθούν βάσιμες υποθέσεις για το περιεχόμενο των κειμένων.
Η Γραμμική Β προέκυψε από τη Γραμμική Α και ήταν η επίσημη γραφή των ανακτόρων της Κνωσού κατά τη μυκηναϊκή δυναστεία. Τα κείμενά της σώθηκαν σε μεγάλες ποσότητες στα μυκηναϊκά ανακτορικά αρχεία -και μάλιστα στην αρχική τους θέση- επειδή η μάζα τους στερεοποιήθηκε κατά την καταστροφή των ανακτόρων από φωτιά. Η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β γραφής από τους M. Ventris και J. Chadwick το 1952 απέδειξε ότι η γλώσσα της μυκηναϊκής Ελλάδας ήταν η ελληνική, μεταθέτοντας έτσι το όριο της ελληνικής ιστορίας κατά επτά αιώνες πριν από τις πρώτες ελληνικές επιγραφές.
Λίγες είναι οι πληροφορίες που διαθέτουμε για τη χρήση της γραφής εκτός του πλαισίου της διοικητικής διαχείρισης. Τα μόνα και γι' αυτό εξαιρετικά σημαντικά στοιχεία για την ευρύτερη χρήση της γραφής στην εποχή του Χαλκού προσφέρουν οι τρεις ξύλινες πινακίδες από το ναυάγιο του Ulu Burun, οι οποίες ερμηνεύονται ως γραφικές πινακίδες και συνοδεύονται από ελεφάντινες γραφίδες. Οι επιφάνειες των αντικειμένων αυτών αλείφονταν με κερί και κατόπιν χαράζονταν επάνω τους κείμενα, όπως ακριβώς συνηθιζόταν στους μεταγενέστερους αιώνες της ιστορικής αρχαιότητας.
Συστήματα μέτρησης βάρους
Οι αυξημένες απαιτήσεις του εμπορίου, το οποίο στηριζόταν στις ανταλλαγές προϊόντων, οδήγησαν σχετικά γρήγορα στην επινόηση ενός συστήματος μέτρησης βάρους, προκειμένου να πραγματοποιούνται οι συναλλαγές με ένα κοινό σύστημα αξιών. Η χρήση ενός κοινού συστήματος δείχνει τον τρόπο με τον οποίο οι τεχνίτες και οι έμποροι μιας προνομισματικής κοινωνίας αντιλαμβάνονταν την αξία των εμπορικών αγαθών.
Οι γνώσεις μας για τις αξίες βάρους που ίσχυαν στο μινωικό εμπόριο προκύπτουν από τα πολυάριθμα μολύβδινα σταθμά που βρίσκονται συχνά στους μινωικούς οικισμούς. Μερικά από αυτά είχαν επάνω τους χαραγμένα σύμβολα που δήλωναν την αξία τους. Όλα τα μινωικά σταθμά φαίνεται ότι αντιστοιχούσαν σε ένα κοινό σύστημα και ξεκινούσαν από τα 60 έως τα 64 γραμμάρια, ενώ το βάρος μιας δεύτερης κατηγορίας σταθμών κυμαινόταν από τα 480 έως τα 510 γραμμάρια. Θεωρείται ότι κατά την εποχή πριν από τις καταστροφές της Υστερομινωικής Ι περιόδου (1600-1550 π.Χ.) ήταν σε παράλληλη χρήση και ένα δευτερεύον σύστημα μέτρησης βάρους, το οποίο όμως στις επόμενες περιόδους καταργήθηκε. Τόσο η βασική μονάδα βάρους, όσο και οι υποδιαιρέσεις της, συμφωνούν απόλυτα με τα δεδομένα των πινακίδων Γραμμικής_Α και Β γραφής, στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν ειδικά ιδεογράμματα για την απόδοση του βάρους των προϊόντων.
Από τη διάδοση των διαφόρων συστημάτων μέτρησης βάρους στους πρώιμους πολιτισμούς προκύπτει ότι οι προϊστορικές κοινωνίες είχαν αναπτύξει μεταξύ τους εμπορικές σχέσεις. Έτσι η χρήση του ίδιου συστήματος σε διάφορες περιοχές του αιγαιακού κόσμου υποδεικνύει την ύπαρξη τακτικών συναλλαγών. Το μινωικό σύστημα μέτρησης βάρους είχε μεγάλη διάδοση στον αιγαιακό κόσμο αντικατοπτρίζοντας έτσι τις εντατικές εμπορικές δραστηριότητες των Μινωιτών. Μολύβδινα βάρη μινωικού τύπου βρέθηκαν στην Αγία Ειρήνη της Κέας, ενώ ίσως ένα από τα μεγαλύτερα σύνολα βαρών εκτός Κρήτης βρέθηκε στον οικισμό του Ακρωτηρίου της Θήρας, όπου είναι φανερή η πλήρης υιοθέτηση του μινωικού συστήματος μέτρησης βάρους. Το ίδιο σύστημα μεταδόθηκε κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία (1600-1050 π.Χ.) και στην ηπειρωτική Ελλάδα .
Περισσότερα ιστορικά αφιερώματα εδώ.