Η Νεολιθική εποχή στον ελλαδικό-αιγαιακό χώρο καλύπτει σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα το χρονικό διάστημα 6800-3200 π.Χ. Η εποχή αυτή χαρακτηρίζεται από σταθεροποίηση των κλιματολογικών συνθηκών, με συνακόλουθη οργάνωση οικισμών μόνιμου χαρακτήρα, από οικονομία βασισμένη στη συστηματική άσκηση γεωργίας, στην κτηνοτροφία, στην ανταλλαγή πρώτων υλών και προϊόντων, στην παραγωγή κεραμικής (ψημένος πηλός), και από πολυμορφία στην τέχνη. Κατά την εποχή αυτή συντελείται λοιπόν το πέρασμα από το στάδιο κυνηγιού-τροφοσυλλογής-αλιείας που χαρακτήριζε την Παλαιολιθική και Μεσολιθική, στο παραγωγικό στάδιο της Νεολιθικής.
Η μελέτη της Νεολιθικής στην Ελλάδα εγκαινιάζεται με τις αρχαιολογικές έρευνες του Χρ. Τσούντα (1899-1906) στη Θεσσαλία. Οι έρευνες αυτές περιλάμβαναν τον εντοπισμό 63 νεολιθικών θέσεων και την ανασκαφή μερικών οικισμών, όπως του Σέσκλου, του Διμηνίου, της ’ργισσας κ.ά. Τα αποτελέσματα των πρώτων αυτών ερευνών δημοσιεύθηκαν από τον Τσούντα το 1908 στο μνημειώδη για την ελληνική Προϊστορία τόμο Αι προϊστορικαί ακροπόλεις Διμηνίου και Σέσκλου.
Τις έρευνες του Τσούντα στη Θεσσαλία συνέχισε ο Α. Αρβανιτόπουλος (1906-1926) και οι A. Wace και M. Thompson (1907-1910). Οι τελευταίοι, πέρα από την ανασκαφή οικισμών στο Ραχμάνι, το Τσαγγλί κ.α., διεύρυναν τον ερευνητικό ορίζοντα προς νότο, με τις ανασκαφές στο Λιανοκλάδι Φθιώτιδας, στην Ελάτεια Φωκίδας και στη Χαιρώνεια Βοιωτίας, αλλά και προς βορρά με τον εντοπισμό νεολιθικών οικισμών στη Μακεδονία. Τα πορίσματα της δεύτερης αυτής ερευνητικής φάσης της Νεολιθικής στην Ελλάδα καταγράφηκαν από τους Wace και Thompson το 1912 στο έργο τους Prehistoric Thessaly. Η Μακεδονία είναι το γεωγραφικό διαμέρισμα που, μετά τη Θεσσαλία, τράβηξε το ενδιαφέρον της προϊστορικής έρευνας, με τον εντοπισμό οικισμών από τον W. Heurtley (1924-1932) και τις ανασκαφές της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής στο Ντικιλί Τας Φιλίππων Καβάλας και του Γ. Μυλωνά στην Όλυνθο Χαλκιδικής.
Αντίθετα με τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, οι γνώσεις για τη Νεολιθική περίοδο στη νότια Ελλάδα, στα νησιά Ιονίου και Αιγαίου, καθώς και στην Κρήτη παρέμειναν περιορισμένες, μια και το επίκεντρο του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος στις περιοχές αυτές ήταν η διερεύνηση θέσεων της Κλασικής εποχής και των κέντρων του μινωικού και του μυκηναϊκού πολιτισμού.
Τα πορίσματα των ερευνών του α' μισού του 20ού αιώνα επέτρεψαν στον S. Weinberg (1947, 1954) τη διαίρεση της Νεολιθικής -όρου που καθιερώθηκε το 1865 από τον J. Lubbock- σε Αρχαιότερη, Μέση και Νεότερη, ακολουθώντας την τριμερή διαίρεση της Μινωικής εποχής από τον Α. Evans.
Οι εντατικές ανασκαφικές έρευνες των Δ. Θεοχάρη και V. Milojcic σε οικισμούς της Θεσσαλίας κατά τις δεκαετίες '50, '60 και '70 αποτελούν την τρίτη σημαντική ερευνητική περίοδο της Νεολιθικής. Οι ανασκαφές στις θέσεις Σέσκλο, Γεντίκι, Σουφλί Μαγούλα, Αχίλλειο, ’ργισσα, Οτζάκι, Αράπη Μαγούλα, Αγία Σοφία και Πευκάκια συνέβαλαν αποφασιστικά στη μελέτη της πολιτισμικής πορείας του νεολιθικού ανθρώπου και επέτρεψαν στους δυο παραπάνω ερευνητές την υποδιαίρεση των περιόδων της Νεολιθικής σε περισσότερες φάσεις. Παράλληλα με τη Θεσσαλία ανασκαφές έγιναν και στη Μακεδονία (Νέα Νικομήδεια, Σιταγροί), τη Θράκη (Παραδημή), τις Κυκλάδες (Σάλιαγκος), την Πελοπόννησο (Φράγχθι, Διρός), την Κρήτη (Κνωσός) κ.α.
Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, και ενώ ο αριθμός των καταγεγραμμένων νεολιθικών θέσεων φτάνει περίπου τις χίλιες, Έλληνες και ξένοι μελετητές, επιλύοντας τα προβλήματα χρονικής διαδοχής των διαφόρων φάσεων της Νεολιθικής και των χρονολογικών συσχετισμών των δεδομένων από τις διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές, επιδίδονται στην εμβάθυνση τομέων δραστηριότητας του νεολιθικού ανθρώπου, όπως οι τρόποι παρέμβασης στο φυσικό περιβάλλον, η οργάνωση των οικισμών, η οικονομία, η τεχνολογία κ.λπ.
Προκεραμική Νεοελιθική Εποχή (6.800 - 6.500 π.Χ.)
Το προοίμιο της Νεολιθικής εποχής αποτελεί η Προκεραμική ή Ακεραμική Νεολιθική, που στον ελλαδικό χώρο τοποθετείται μεταξύ 6800 και 6500 π.Χ. Κατά την περίοδο αυτή ο άνθρωπος περνά από το στάδιο του κυνηγιού, της τροφοσυλλογής και της αλιείας στο στάδιο παραγωγής της τροφής του, την οποία εξασφαλίζει με την άσκηση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Ο όρος Ακεραμική οφείλεται στην έλλειψη ψημένων κεραμικών από τις λιγοστές στον ελλαδικό χώρο γνωστές θέσεις της περιόδου. Ο εύπλαστος πηλός απασχόλησε όμως τον άνθρωπο τουλάχιστον από την Ανώτερη Παλαιολιθική και έδωσε εξαιρετικά δείγματα ψημένων αγγείων κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική. Έτσι δεν μπορούμε παρά να τοποθετήσουμε στα ενδιάμεσα στάδια μακρόχρονους πειραματισμούς στον τομέα της πυροτεχνολογίας, με λιγότερο ή περισσότερο πετυχημένα αποτελέσματα, και να προτιμήσουμε για την πρώτη φάση της Νεολιθικής τον όρο Προκεραμική.
Ενδείξεις κατοίκησης από την Προκεραμική Νεολιθική έχουμε από τη Θεσσαλία (’ργισσα), τη νότια Ελλάδα (Δενδρά, Φράγχθι) και την Κρήτη (Κνωσός) όχι όμως και από τα άλλα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους. Οι οικισμοί αποτελούνται από ημιυπόγειες καλύβες, δηλαδή σκαμμένες εν μέρει στο έδαφος, όπως αυτές που σώζονται στην ’ργισσα Θεσσαλίας, τα Δενδρά Αργολίδας και την Κνωσό. Ο αριθμός των κατοίκων των πρώτων αυτών κοινοτήτων κυμαινόταν από 50-100 άτομα.
Η οικονομία βασίζεται στην καλλιέργεια μονόκοκκου και δίκοκκου σιταριού, κριθαριού, φακής και μπιζελιού. Η κτηνοτροφία περιλαμβάνει την εκτροφή προβάτων, αιγών, βοοειδών χοίρων και σκύλων. Τη διατροφή συμπληρώνει η συλλογή άγριων καρπών, το κυνήγι άγριων ζώων και η αλιεία. Λεπίδες και μικρολεπίδες από πυριτόλιθο και οψιανό (ηφαιστειακό γυαλί) και αιχμηρά εργαλεία από οστά ζώων συγκαταλέγονται στην εργαλειοτεχνία της περιόδου. Αξιοσημείωτα μεταξύ των οστέινων είναι τα αγκιστροειδή αντικείμενα με οπές, που εικάζεται ότι ήταν εξαρτήματα ζώνης.
Δείγματα καλλιτεχνικής δημιουργίας αποτελούν πήλινα ειδώλια από άψητο και μέτρια ψημένο πηλό καθώς και κοσμήματα από πηλό, λίθο, οστό και όστρεα.
Αρχαιότερη Νεολιθική Εποχή (6.500 - 5.800 π.Χ.)
Η Αρχαιότερη Νεολιθική στην Ελλάδα καλύπτει το χρονικό διάστημα 6500-5800 π.Χ. Με βάση την κεραμική που βρέθηκε στη Θεσσαλία (Σέσκλο, Οτζάκι) ο αρχαιολόγος V. Milojcic διέκρινε τρεις διαδοχικές φάσεις της Αρχαιότερης Νεολιθικής: την Πρώιμη Κεραμική (Fruekeramikum), το Πρωτοσέσκλο (Protosesklo) και το Προσέσκλο (Prosesklo).
Θέσεις της Αρχαιότερης Νεολιθικής απαντούν στα παράλια και στο εσωτερικό της ηπειρωτικής Ελλάδας και των νησιών Ιονίου και Αιγαίου, σε πεδινές και λοφώδεις περιοχές, κυρίως σε ποτάμια, ρέματα και πηγές. Αξιοσημείωτη είναι η έλλειψη αρχαιολογικών καταλοίπων της Αρχαιότερης Νεολιθικής από τις Κυκλάδες, παρά τη διαπιστωμένη ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο και την εξόρυξη οψιανού ήδη από τη Μεσολιθική εποχή.
Κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική οι οικισμοί αποτελούνται από πασσαλόπηκτες, μονόχωρες καλύβες, που κτίζονται ανεξάρτητες η μια από την άλλη (Νέα Νικομήδεια Μακεδονίας). Τα κτίσματα που γειτνιάζουν χρησιμοποιούν, κατά τις πρώτες φάσεις της Νεολιθικής, από κοινού τις εστίες και τους φούρνους που βρίσκονται στους κοινόχρηστους ελεύθερους χώρους, ανάμεσα στα σπίτια τους (Αχίλλειο Θεσσαλίας).
Κατά την Προκεραμική και την Αρχαιότερη Νεολιθική οργανώνονται κοινότητες τουλάχιστον 50-100 ατόμων, βασική μονάδα των οποίων αποτελεί το γένος ή η διευρυμένη οικογένεια. Η μικτή γεωργοκτηνοτροφική οικονομία ασκείται συλλογικά και δε δικαιολογεί κάποια οικονομική διαφοροποίηση μεταξύ των μελών της κοινότητας και κατ' επέκταση και κοινωνική ιεράρχηση.
Η οικονομία βασίζεται, όπως και κατά την Προκεραμική περίοδο, στην καλλιέργεια μονόκοκκου και δίκοκκου σιταριού, κριθαριού, φακής και μπιζελιού. Η κτηνοτροφία περιλαμβάνει την εκτροφή προβάτων, αιγών, βοοειδών, χοίρων και σκύλων. Τη διατροφή συμπληρώνουν η συλλογή άγριων καρπών, το κυνήγι άγριων ζώων και η αλιεία.
Τα ταφικά έθιμα της περιόδου περιλαμβάνουν: ταφές σε απλούς λάκκους σε συνεσταλμένη στάση (εμβρυακή), καύσεις νεκρών και τον ενταφιασμό τους σε νεκροταφείο (Σουφλί Μαγούλα Λάρισας) και, τέλος, ανακομιδή οστών (Πρόδρομος Καρδίτσας). Το έθιμο της καύσης σημειώνεται την εποχή αυτή για πρώτη φορά στον ελλαδικό χώρο και απαντά μέχρι το τέλος της Νεολιθικής.
Την περίοδο αυτή ευοδώνονται με επιτυχία οι μακραίωνες προσπάθειες για επιτυχή όπτηση των αγγείων και παράγονται τα πρώτα εξαιρετικής ποιότητας προϊόντα της κεραμικής τεχνολογίας. Κατά την Πρώιμη Κεραμική φάση επικρατούν τα μονόχρωμα αγγεία, με σκουρόχρωμη, συνήθως στιλβωμένη επιφάνεια. Στη φάση Πρωτοσέσκλο εμφανίζονται για πρώτη φορά αγγεία με γραπτή διακόσμηση (λευκό χρώμα σε κόκκινη στιλβωμένη επιφάνεια αλλά και το αντίθετο). Παράλληλα απαντούν και αγγεία με ποικιλόχρωμη επιφάνεια (κηλιδωτή, variegated) αλλά και μαύρα στο επάνω τμήμα τους (μελανοστεφή, blacktopped) και ανοιχτόχρωμα στη βάση. Η φάση Προσέσκλο χαρακτηρίζεται από αγγεία με εγχάρακτη διακόσμηση (nail impressions, barbotin και cardium).
Δείγματα της τέχνης της Αρχαιότερης Νεολιθικής με έντονο κοινωνικό συμβολισμό είναι τα φυσιοκρατικά ειδώλια, τα κοσμήματα από πηλό, λίθο ή όστρεο, και οι πήλινες και λίθινες σφραγίδες, που πιθανότατα χρησιμοποιούνται για την κόσμηση του σώματος.
Μέση Νεολιθική Εποχή (5.880 - 5.300 π.Χ.)
Η Μέση Νεολιθική στον ελλαδικό χώρο χρονολογείται μεταξύ 5800-5300 π.Χ. Η περίοδος αυτή ονομάζεται και πολιτισμός Σέσκλου, αφού στον οικισμό του Σέσκλου Μαγνησίας καταγράφηκε για πρώτη φορά όλο το φάσμα των πολιτιστικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν τη Θεσσαλία κατά τη χρονική αυτή περίοδο.
Θέσεις πεδινές και λοφώδεις, γνωστές ήδη από την Αρχαιότερη Νεολιθική, εξακολουθούν να κατοικούνται και κατά τη Μέση Νεολιθική, τόσο στα παράλια όσο και στο εσωτερικό της ηπειρωτικής Ελλάδας και των νησιών, εκτός από τις Κυκλάδες. Στην αρχιτεκτονική συνεχίζεται η κατασκευή πασσαλόπηκτων οικιών (Νέα Μάκρη), ενώ κτίζονται για πρώτη φορά (Σέσκλο) σπίτια με λίθινα θεμέλια και τοίχους από ωμές πλίνθους (άψητα τούβλα από μίγμα πηλού και άχυρου). Το νέο αυτό τεχνολογικό και κοινωνικό γεγονός προβάλλεται με την κατασκευή πήλινων ομοιωμάτων σπιτιών, στα οποία αποδίδονται με γραπτή διακόσμηση οι κατασκευαστικές λεπτομέρειες. Τα σπίτια είναι ορθογώνια, μονόχωρα ή διαθέτουν και ανοιχτό ή κλειστό προθάλαμο (τύπος μεγάρου). Είναι κτισμένα ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, ισόγεια κατά κανόνα, ενώ υπάρχουν ενδείξεις για χρήση και διώροφων οικημάτων (Σέσκλο). Η οικία "τύπου Τσαγγλί" (τρία δείγματα στον οικισμό Τσαγγλί) με δυο εσωτερικές αντηρίδες, δηλαδή τοιχάρια που προεξέχουν, σε κάθε πλευρά, και με μια σειρά πασσάλων στο μέσον του τετράγωνου χώρου, ξεχωρίζει στην αρχιτεκτονική της Μέσης Νεολιθικής. Οι αντηρίδες εξυπηρετούν τόσο τη στέγαση του χώρου όσο και τη διάκριση διαφόρων λειτουργιών, όπως τροφοπαρασκευή, αποθήκευση, ύπνο κ.λπ. Στο τέλος της περιόδου σημειώνονται καταστροφές κάποιων οικισμών από φωτιά, αρκετοί από τους οποίους εγκαταλείπονται (Σέσκλο) για μεγάλο διάστημα, ενώ άλλοι ξανακατοικούνται αμέσως (Τσαγγλί Λάρισας).
Δε σημειώνονται αλλαγές στην οικονομία, αλλά ούτε και στην κοινωνική σύνθεση των γεωργοκτηνοτροφικών κοινοτήτων. Η παρουσία γραπτής κεραμικής στην "ακρόπολη" του Σέσκλου (Σέσκλο Α) και η απουσία της από την "πόλη" του Σέσκλου (Σέσκλο Β) είναι το μοναδικό μέχρι στιγμής στοιχείο που διαφοροποιεί σε οικονομικό και ιδεολογικό επίπεδο την κοινωνία της Μέσης Νεολιθικής. Τα έθιμα ταφής εφαρμόζονται κατά την παράδοση της Αρχαιότερης Νεολιθικής.
Η κεραμική εξελίσσεται ομαλά από την Αρχαιότερη Νεολιθική και δίνει θαυμάσια δείγματα γραπτής κεραμικής με κόκκινο χρώμα σε ανοιχτόχρωμη επιφάνεια. Πυκνός ρυθμός (solid style), φλογόσχημη (flame pattern) και ξεστή διακόσμηση (scraped ware) είναι οι σημαντικότερες παραλλαγές της γραπτής κεραμικής της Θεσσαλίας και της κεντρικής Ελλάδας, ενώ στη νότια Ελλάδα επικρατούν τα πρωτοβερνικωτά αγγεία (Urfirnis). Η ειδωλοπλαστική δίνει θαυμάσια φυσιοκρατικά ειδώλια, μερικά με κόκκινη γραπτή διακόσμηση. Κοσμήματα και σφραγίδες με βασικότερο θέμα το μαιανδρολαβύρινθο απαντούν σε μικρότερο ποσοστό από την Αρχαιότερη Νεολιθική.
Νεότερη Νεολιθική Ι Εποχή (5.300 - 4.800 π.Χ.)
Η Νεότερη Νεολιθική Ι αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα 5300-4800 π.χ. Περιλαμβάνει τις λεγόμενες προδιμηνιακές φάσεις και χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλία κεραμικών ρυθμών. Στη Θεσσαλία οι ρυθμοί αυτοί κατανέμονται από τους αρχαιολόγους στις φάσεις Τσαγγλί-Λάρισα και Αράπη, που όμως καταγράφονται και σε άλλες γεωγραφικές ενότητες του ελλαδικού χώρου.
Από την αρχική φάση της Νεότερης Νεολιθικής Ι (Τσαγγλί-Λάρισα) παρατηρείται σημαντική αύξηση του αριθμού των οικισμών στις πεδιάδες, που συνεπάγεται πληθυσμιακή αύξηση και εντατικοποίηση της καλλιέργειας. Η αρχιτεκτονική μορφή των οικισμών διαφέρει από τις προηγούμενες περιόδους. Οι οικισμοί περιλαμβάνουν μεγάλων διαστάσεων ορθογώνια και μεγαρόσχημα κτήρια (Βισβίκη), πασσαλόπηκτα (Σιταγροί, Ντικιλί Τας Μακεδονίας) ή με λίθινα θεμέλια. Οι τροφοπαρασκευαστικές κατασκευές (εστίες, φούρνοι) βρίσκονται πλέον κατά κανόνα στο εσωτερικό των σπιτιών. Πολλοί οικισμοί περιβάλλονται από τάφρους με πλάτος 4-6 και βάθος 1,5-3,5 μέτρα (π.χ. Οτζάκι, Γαλήνη, Μακρύγιαλος). Οι τάφροι αυτές εικάζεται ότι αποσκοπούν είτε στην προστασία από τα άγρια ζώα είτε στη δήλωση των ορίων του οικισμού και την προστασία των αγαθών. Ξεχωριστή μορφή παρουσιάζει ο λιμναίος οικισμός στο Δισπηλιό Καστοριάς, ο πρώτος λιμναίος οικισμός που ερευνάται στην Ελλάδα και ένας από τους σημαντικότερους στην Ευρώπη: τα σπίτια είναι κτισμένα μέσα στη λίμνη, πάνω σε πασσαλόπηκτες ξύλινες εξέδρες.
Ο αριθμός των μελών των κοινοτήτων φθάνει τα 100-300 άτομα. Κύτταρο της νεολιθικής κοινότητας αποτελεί από την περίοδο αυτή μέχρι και την Τελική Νεολιθική η πυρηνική οικογένεια. Τα ταφικά έθιμα περιλαμβάνουν ενταφιασμούς των νεκρών σε απλούς λάκκους, και οργανωμένα νεκροταφεία με μεμονωμένες ή ομαδικές καύσεις νεκρών (Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου, Σουφλί Μαγούλα Θεσσαλίας).
Η αγροτική οικονομία εντατικοποιείται και επεκτείνεται με την αποψίλωση δασικών και θαμνωδών εκτάσεων προκειμένου να εξασφαλιστούν καλλιεργήσιμες εκτάσεις και βοσκοτόπια. Η γεωργία βασίζεται στην καλλιέργεια των γνωστών από την Προκεραμική Νεολιθική δημητριακών (μονόκοκκο και δίκοκκο σιτάρι, κριθάρι), ενώ από τη περίοδο αυτή καλλιεργείται και σιτάρι αρτοποιίας, κεχρί, σίκαλη και βρώμη. Στα ήδη γνωστά όσπρια, φακή, μπιζέλια, προστίθενται τώρα κουκιά, φάβα και ρεβίθια. Τα βοοειδή και οι χοίροι αποκτούν ιδιαίτερη σημασία για τη διατροφή, ενώ τα αιγοπρόβατα εκτρέφονται για το μαλλί τους που χρησιμοποιείται στην υφαντουργία. Στη Θεσσαλία σημειώνεται εξειδίκευση στην παραγωγή γκρίζας και μαύρης στιλπνής κεραμικής (φάση Τσαγγλί-Λάρισα) που προωθείται και σε άλλες περιοχές μέσω δικτύων ανταλλαγών.
Χαρακτηριστικοί κεραμικοί ρυθμοί της πρώιμης Νεότερης Νεολιθικής είναι η γκρίζα, μονόχρωμη ή διακοσμημένη (Τσαγγλί) και η μαύρη στιλπνή κεραμική (Λάρισα). Η ανεύρεση των δύο αυτών κεραμικών ρυθμών στον ίδιο στρωματογραφικό ορίζοντα σε πρόσφατες ανασκαφές στην Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου και το Μακρυχώρι 2 τοποθετεί τη φάση Λάρισα στην αρχή της Νεότερης Νεολιθικής και όχι στο τέλος της, όπως πιστευόταν παλαιότερα. Στις αρχές της Νεότερης Νεολιθικής απαντά επίσης η μαύρη γραπτή διακόσμηση πάνω στην ερυθρή επιφάνεια του αγγείου, η πολύχρωμη και η αμαυρόχρωμη κεραμική (matt painted), που είναι ευρύτατα διαδεδομένη σε ολόκληρο τον αιγαιακό χώρο. Στην επόμενη φάση Αράπη χαρακτηριστική είναι η γραπτή διακόσμηση με μαύρο ή λευκό χρώμα σε ερυθρό βάθος, καθώς και η εμφάνιση για πρώτη φορά της σπείρας ως διακοσμητικό θέμα, που μέλλει να κυριαρχήσει κατά τη Νεότερη Νεολιθική ΙΙ. Τέλος, στην ειδωλοπλαστική είναι αισθητή η σχηματική απόδοση των μορφών.
Νεότερη Νεολιθική ΙΙ Εποχή (4.800 - 4.500 π.Χ.)
Η Νεότερη Νεολιθική ΙΙ χρονολογείται μεταξύ 4800-4500 π.Χ. και είναι γνωστή και ως πολιτισμός Διμηνίου, αφού στα αρχαιολογικά κατάλοιπα του Διμηνίου Βόλου καταγράφηκαν πλήρως όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την πολιτιστική φυσιογνωμία της Θεσσαλίας κατά τη χρονική αυτή περίοδο.
Οι πυκνά δομημένοι οικισμοί της Νεότερης Νεολιθικής Ι, που βρίσκονται κυρίως σε πεδιάδες, κατοικούνται χωρίς διακοπή. Περιλαμβάνουν μεγάλων διαστάσεων ορθογώνια και μεγαρόσχημα λιθόκτιστα (Διμήνι), αλλά και πασσαλόπηκτα κτήρια (Μάνδαλο). Σε μεμονωμένες περιπτώσεις τα μεγαρόσχημα κτήρια δεσπόζουν στον οικισμό (Σέσκλο). Πολλοί οικισμοί περιβάλλονται, όμοια με την προηγούμενη φάση, από τάφρους πλάτους 4-6 και βάθους 1,5-3,5 μέτρων (Οτζάκι, Μακρύγιαλος) ή λιθόκτιστους περιβόλους ύψους 1,5-1,7 μέτρων (Σέσκλο, Διμήνι). Τα έργα αυτά αποσκοπούν είτε στην προστασία από τα άγρια ζώα είτε στη δήλωση ορίων του οικισμού και την προστασία των αγαθών, και αποτελούν συλλογικά έργα, τα οποία μόνο με το συντονισμό και την επίβλεψη των ικανών της κοινότητας θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθούν. Ο αριθμός των μελών των κοινοτήτων φθάνει τα 100-300 άτομα.
Στη μικτή γεωργοκτηνοτροφική οικονομία προστίθεται η εξειδικευμένη παραγωγή κεραμικής (εργαστήριο εγχάρακτης κεραμικής στο Διμήνι), κοσμημάτων από όστρεο σπονδύλου (Διμήνι), καθώς και φυλλόσχημων αιχμών από οψιανό της Μήλου (νότιο Αιγαίο). Η διάδοση αντικειμένων, όπως είναι οι αιχμές σε οικισμούς της Μακεδονίας, τα κοσμήματα σπονδύλου στα Βαλκάνια και την κεντρική Ευρώπη, καθώς και τα δακτυλιόσχημα περίαπτα, κάνουν εμφανή την ανάπτυξη πολλών τοπικών και εκτεταμένων δικτύων ανταλλαγών και την εντατικοποίηση της ναυσιπλοΐας. Στα πλαίσια των επαφών αυτών εντάσσεται και η απόκτηση μετάλλων για την κατασκευή κοσμημάτων, όπως χάντρες από ασήμι και χαλκό (Σιταγροί, Ντικιλί Τας, Δήμητρα). Τα ανταλλάξιμα προϊόντα που προαναφέρονται φαίνεται ότι βρίσκονται στην κατοχή λίγων και χαρακτηρίζονται ως αντικείμενα κοινωνικού γοήτρου.
Τα ταφικά έθιμα περιλαμβάνουν, όπως και κατά τις προηγούμενες φάσεις, ενταφιασμό των νεκρών σε απλούς λάκκους, σε στάση συνεσταλμένη (εμβρυακή) ή οκλαδόν. Παράλληλα μαρτυρούνται και ταφές παιδιών σε πιθάρια, ενώ συνεχίζεται η καύση νεκρών και η ανακομιδή των οστών.
Η κεραμική παραγωγή των κυρίως διμηνιακών φάσεων στη Θεσσαλία, γνωστών ως Αγία Σοφία, Οτζάκι και Κλασικό Διμήνι, πιστοποιεί τη συνέχεια από τις προηγούμενες φάσεις. Η γραπτή (μαύρο σε υπόλευκο) και εγχάρακτη κεραμική του Κλασικού Διμηνίου αποτελεί το αποκορύφωμα της νεολιθικής κεραμικής τέχνης. Στα διακοσμητικά θέματα κυριαρχούν η σπείρα και το αβακωτό, ενώ η εγχάρακτη κεραμική αντλεί διακοσμητικά θέματα και από την υφαντική και την ψαθοπλεκτική. Η ανθρώπινη μορφή αποδίδεται τέλος εξαιρετικά σχηματοποιημένη, όπως φαίνεται από τα σανιδόμορφα και τα σταυρόσχημα ειδώλια.
Τελική Νεολιθική Εποχή (4.500 - 3.200 π.Χ.)
Η Τελική Νεολιθική είναι η περίοδος (4500-3200 π.Χ) κατά την οποία προετοιμάζεται η μετάβαση από τη νεολιθική γεωργοκτηνοτροφική οικονομία, στην οικονομία της Πρώιμης εποχής του Χαλκού, και όπου οι παραγωγικές δραστηριότητες βελτιώνονται και επεκτείνονται με τη διάδοση της χρήσης των μετάλλων. Οι απαρχές της χρήσης των μετάλλων (χρυσού, αργύρου, χαλκού) για την κατασκευή κοσμημάτων και εργαλείων ανάγονται στην Τελική Νεολιθική, που για το λόγο αυτό ονομάζεται και Χαλκολιθική. Στη Θεσσαλία είναι γνωστή με το όνομα Ραχμάνι, ενώ στις Κυκλάδες και τη νότια Ελλάδα αναφέρεται ως πολιτισμός Αττικής-Κεφάλας.
Κατά την Τελική Νεολιθική κατοικούνται εντατικότερα οι παράκτιες ζώνες, και μάλιστα τα σπήλαια, καθώς επίσης και τα νησιά, ενώ στις πεδινές περιοχές κάποιοι οικισμοί φαίνεται να αποκτούν ιδιαίτερη οικονομική σημασία. Οι οικισμοί περιβάλλονται συχνά από τάφρους (Διμήνι), ενώ στην αρχιτεκτονική χρησιμοποιούνται ορθογώνια λιθόκτιστα και, για πρώτη φορά, αψιδωτά κτίσματα (Ραχμάνι).
Η εντονότερη χρήση των σπηλαίων κατά την Τελική Νεολιθική σχετίζεται με την ιδιαίτερη ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και με την εντατικοποίηση των θαλάσσιων επαφών και εμπορικών ανταλλαγών. Η άσκηση της γεωργίας εξασφαλίζει αποθέματα που υποδηλώνονται από την παρουσία αποθηκευτικών πιθαριών. Στις Κυκλάδες σημειώνεται, πιθανότατα για πρώτη φορά, η εκμετάλλευση μεταλλευμάτων μολύβδου πλούσιων σε άργυρο, ενώ η παρουσία χρυσών και ασημένιων κοσμημάτων (π.χ. δακτυλιόσχημων περίαπτων) αλλά και εργαλείων (εγχειρίδια, οπείς, σμίλες, σπάτουλες, πελέκεις), τόσο σε σπήλαια όσο και σε οικισμούς, κάνει σαφή την προώθηση της μεταλλοτεχνίας σε πολλές περιοχές του Αιγαίου.
Χρυσά ταινιόσχημα ελάσματα και σχηματοποιημένα ειδώλια, ασημένια σκουλαρίκια (Αλεπότρυπα Διρού) και χάλκινες περόνες (Σιταγροί, σπήλαια Ζα Νάξου και Κίτσου Αττικής), καθώς και τριγωνικές ή φυλλόσχημες αιχμές δοράτων από οψιανό διακινούνται ως σύμβολα κοινωνικού γοήτρου από την Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου μέχρι τη Μακεδονία. Αποκτώνται μόνον από λίγους, κάνοντας έτσι σαφή τη μεταλλαγή των κοινωνικών δομών. Τα 53 χρυσά κοσμήματα από το θησαυρό που κατείχαν αρχαιοκάπηλοι και είναι όμοια με του νεκροταφείου της Βάρνας στη Βουλγαρία (φάση Karanovo VI) έρχονται να επιβεβαιώσουν τις παραπάνω οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές.
Στα ταφικά έθιμα περιλαμβάνονται απλές ταφές, ανακομιδή οστών και ταφές σε σπήλαια (Αλεπότρυπα Διρού), ενώ αξιοσημείωτη είναι η οργάνωση νεκροταφείων που εντοπίζονται στην Κεφάλα Κέας, τα Θαρρούνια Ευβοίας και το Γυαλί Δωδεκανήσου.
Κατακόρυφη τόσο στη Θεσσαλία όσο και στη νότια Ελλάδα και τα νησιά Ιονίου και Αιγαίου είναι η αύξηση της μονόχρωμης κεραμικής, από χονδροειδή κακοψημένο πηλό, με επιχρισμένη ή στιλβωμένη επιφάνεια σε αποχρώσεις ερυθρού, καστανού και γκριζόμαυρου χρώματος. Χαρακτηριστική στη Θεσσαλία είναι η γραπτή κεραμική με επίθετη ερυθρωπή ή λευκή βαφή που γράφεται στην επιφάνεια του αγγείου μετά το ψήσιμο (crusted ware). Τέλος, στην ειδωλοπλαστική και την παραγωγή κοσμημάτων επικρατεί τέλεια σχηματοποίηση και αφαίρεση.
Η νεολιθική κατοίκηση στον ελλαδικό χώρο
Η κατοίκηση του ελλαδικού-αιγαιακού χώρου κατά τη Νεολιθική εποχή τεκμηριώνεται από τις 1000 περίπου θέσεις που έχουν καταγραφεί ή και ανασκαφεί μέχρι σήμερα στη σημερινή ελληνική επικράτεια.
Η κατανομή των θέσεων στο χώρο δείχνει ότι οι πρώτοι γεωργοκτηνοτροφικοί οικισμοί βρίσκονταν σε παράκτιες ή μεσόγειες περιοχές, πεδινές ή λοφώδεις, κοντά στις οποίες υπήρχαν υδάτινες πηγές (λίμνες, ποτάμια, ρέματα, πηγές). Πρόκειται στην πλειοψηφία τους για υπαίθριους οικισμούς, ενώ αξιοσημείωτη, ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες φάσεις της Νεολιθικής, είναι και η κατοίκηση των σπηλαίων.
Η πυκνότητα των οικισμών διαφέρει κατά περιοχές. Για παράδειγμα οι μεγάλες και εύφορες πεδιάδες της Θεσσαλίας και Μακεδονίας είναι περισσότερο πυκνοκατοικημένες από τις ημιορεινές περιοχές της νότιας Ελλάδας και από τα νησιά. Επίσης η πυκνότητα των οικισμών δεν παραμένει αμετάβλητη σε όλες τις περιόδους της Νεολιθικής. Τοπικές γεωμορφολογικές μεταβολές, όπως άνοδος της θαλάσσιας στάθμης, καθώς και φυσικές καταστροφές, όπως πλημμύρα ποταμών, έχουν άμεσες επιπτώσεις στην οικονομία και καθορίζουν την περαιτέρω οικιστική συμπεριφορά του νεολιθικού ανθρώπου.
Οι υπαίθριοι οικισμοί έχουν συνήθως τη μορφή χαμηλού λόφου, ύψους 2-4 μέτρων και διαμέτρου 100-200 μέτρων. Στη θεσσαλική πεδιάδα είναι γνωστοί με το όνομα "μαγούλα", ενώ στη Μακεδονία χαρακτηρίζονται με τον όρο "τούμπα", που αποτελεί παραφθορά της λέξης "τύμβος" (ταφικό μνημείο). Οι λόφοι αυτοί δεν αποτελούν φυσικά εξάρματα του εδάφους, αλλά δημιουργήθηκαν από τα αλλεπάλληλα στρώματα κατοίκησης στο ίδιο σημείο για πολλές εκατονταετίες ή και χιλιετίες.
Η έκταση των νεολιθικών οικισμών δεν είναι γνωστή, μια και κανένας από τους μέχρι τώρα γνωστούς δεν έχει ανασκαφεί πλήρως. Από τους πληρέστερα ερευνημένους οικισμούς (π.χ. Σέσκλο, Διμήνι, Μακρύγιαλος) προκύπτει ότι η έκτασή τους κυμαινόταν από μισό έως έξι στρέμματα. Οι πρώτες γεωργοκτηνοτροφικές κοινότητες εκτιμάται ότι αριθμούσαν 100 έως 300 άτομα.
Η οργάνωση και αρχιτεκτονική μορφή των οικισμών διαφέρει κατά περιοχές και κατά περιόδους. Kατά την Αρχαιότερη Νεολιθική οι οικισμοί αποτελούνται από πασσαλόπηκτες καλύβες, ενώ από τη Μέση Νεολιθική κτίζονται σπίτια με λίθινα θεμέλια και τοίχους από ωμές πλίνθους (άψητα τούβλα από μίγμα πηλού και άχυρου). Τα σπίτια είναι μονόχωρα ή διαθέτουν και ανοιχτό ή κλειστό προθάλαμο ("τύπος μεγάρου"). Είναι κτισμένα ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, ισόγεια κατά κανόνα, ενώ υπάρχουν ενδείξεις για χρήση και διώροφων οικημάτων. Αρκετοί οικισμοί περιβάλλονται από τάφρους ή λίθινους περιβόλους (π.χ. ’ργισσα, Διμήνι), η λειτουργία των οποίων παραμένει ασαφής: προστατευτική ή δήλωση ορίων του οικισμού;
Ενδείξεις πολιτικής οργάνωσης στη Νεολιθική Εποχή
Ο χαρακτήρας της αρχιτεκτονικής, της οικονομίας και της κοινωνίας της Νεολιθικής εποχής δεν παρέχουν ασφαλή στοιχεία, με βάση τα οποία είναι δυνατή η διάγνωση κάποιας μορφής πολιτικής οργάνωσης τουλάχιστον πριν από τη Νεότερη Νεολιθική.
Κατά τις πρώτες φάσεις της Νεολιθικής οργανώνονται κοινότητες τουλάχιστον 50-100 ατόμων, βασική μονάδα των οποίων αποτελεί το γένος ή η διευρυμένη οικογένεια. Η μικτή γεωργοκτηνοτροφική οικονομία ασκείται συλλογικά και δε δικαιολογεί κάποια οικονομική διαφοροποίηση μεταξύ των μελών της κοινότητας και κατ' επέκταση και κοινωνική ιεράρχηση. Οι σφραγίδες της Αρχαιότερης και Μέσης Νεολιθικής, οι οποίες παλαιότερα ερμηνεύονταν αναλογικά με τις σφραγίδες της εποχής του Χαλκού ως σύμβολα κατοχής και εξουσίας, δε λειτουργούν ανάλογα στο πλαίσιο μιας αγροτικής νεολιθικής κοινότητας, και σχετίζονται πιθανότατα με την κόσμηση του σώματος (τατουάζ).
Από τη Νεότερη Νεολιθική και εξής σημειώνεται αύξηση των οικισμών και διαφοροποίηση στην αρχιτεκτονική τους δομή και μορφή. Ο αριθμός των μελών των κοινοτήτων φθάνει τα 100-300 άτομα. Κύτταρο της νεολιθικής κοινότητας αποτελεί η πυρηνική οικογένεια. Η αγροτική οικονομία της Νεότερης και της Τελικής Νεολιθικής ενισχύεται με την επέκταση των δικτύων ανταλλαγών στο Αιγαίο και τα Βαλκάνια και την εξειδίκευση στην παραγωγή (κεραμική, κοσμήματα από όστρεο σπονδύλου). Τα παραπάνω επιφέρουν αλλαγές στη συλλογική παραγωγή και επιτρέπουν την ανάπτυξη νέων κοινωνικών αξιών. Δείγματα αυτών είναι τα αντικείμενα κοινωνικού γοήτρου, που κατέχουν μερικά μόνο μέλη του οικισμού: φυλλόσχημες αιχμές βελών από οψιανό της Μήλου, δακτυλιόσχημα περίαπτα, κοσμήματα από χρυσό και ασήμι, κοσμήματα από όστρεο σπονδύλου, χάλκινα εργαλεία.
Η τάση συγκέντρωσης πλούτου οδηγεί πιθανότατα από τη Νεότερη Νεολιθική ΙΙ, ιδιαίτερα όμως κατά την Τελική Νεολιθική, στη συγκέντρωση δύναμης σε κάποιες κοινότητες που ίσως διαδραματίζουν σημαντικό οικονομικό ρόλο σε κάποια ευρύτερη περιοχή. Τα δίκτυα ανταλλαγών προϊόντων (κεραμική, οψιανός, μέταλλα), ακόμη και αν δεν είναι ιδιαίτερα εκτεταμένα, προϋποθέτουν την οργανωμένη συμμετοχή περισσότερων κοινοτήτων. Για τη διακοινοτική αυτή συνεννόηση απαραίτητη είναι κάποια μορφή εξουσίας σε κάθε οικισμό (ενδοκοινοτική οργάνωση), την οποία ασκούν τα γηραιότερα ή ικανότερα μέλη των κοινοτήτων και είναι δυνατόν να κληροδοτείται από τη μια γενιά στην επόμενη. Οι τάφροι και οι λίθινοι περίβολοι που προστατεύουν τους οικισμούς των τελευταίων νεολιθικών φάσεων αποτελούν έργα συλλογικά, τα οποία μόνο με το συντονισμό και την επίβλεψη των ικανών της κοινότητας θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθούν.
Νεολιθική οικονομία
Η οικονομία της Νεολιθικής εποχής βασίζεται στη γεωργία και την κτηνοτροφία, με στόχο την αύξηση και τον έλεγχο της παραγωγής. Η μετάβαση από τη συλλογή άγριων καρπών και το κυνήγι άγριων ζώων στην εξημέρωση συγκεκριμένων φυτών και ζώων, δηλαδή το πέρασμα από τη συλλογή της τροφής στην προγραμματισμένη παραγωγή της πραγματοποιείται στον αιγαιακό χώρο κατά το πρώτο μισό της 7ης χιλιετίας π.Χ.
Η γεωργία βασίζεται στην καλλιέργεια δημητριακών (μονόκοκκο και δίκοκκο σιτάρι, κριθάρι, σιτάρι αρτοποιίας, κεχρί, σίκαλη, βρώμη) και οσπρίων (φακή, μπιζέλια, κουκιά, φάβα, ρεβίθια). Παράλληλα καλλιεργείται και το λινάρι, που μαζί με το μαλλί αποτελούν βασικές πρώτες ύλες για την υφαντουργία. Οι απαραίτητες καλλιεργήσιμες εκτάσεις εξασφαλίζονται σε μερικές περιπτώσεις με εκχέρσωση και αποψίλωση περιοχών.
Η κτηνοτροφία στηρίζεται στην εκτροφή αιγοπροβάτων, βοοειδών, χοίρων και σκύλων. Το κυνήγι και η αλιεία δεν εγκαταλείπονται, αλλά παίζουν δευτερεύοντα ρόλο στην οικονομία της εποχής. Για την καλλιέργεια, τη συγκομιδή και την προετοιμασία της τροφής (άλεσμα σιτηρών, τεμαχισμός κρέατος) αλλά και για παραγωγικές δραστηριότητες όπως η κατεργασία ξύλου και δερμάτων, η υφαντουργία, η ψαθοπλεκτική, η κεραμική κ.λπ. χρησιμοποιούνται λίθινα και οστέινα εργαλεία.
Αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητας του νεολιθικού γεωργοκτηνοτρόφου αποτελεί η κεραμική, απαραίτητη για την προετοιμασία, την κατανάλωση και την αποθήκευση της τροφής. Παράγεται από τους χρήστες της, ενώ η επιφάνεια των αγγείων αποτελεί πεδίο καλλιτεχνικής έκφρασης, που εκπλήσσει με την ποικιλία χρωμάτων και διακοσμητικών ρυθμών και θεμάτων και διαφέρει από τη μια περίοδο στην άλλη. Η κεραμική είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα διαδικασία, στην οποία συμμετέχουν τα περισσότερα μέλη ενός νοικοκυριού. Σε επίπεδο νοικοκυριού ασκείται και η υφαντική και καλαθοπλεκτική.
Από τη Μέση Νεολιθική φαίνεται πως η κεραμική αποτελεί συχνά μια εξειδικευμένη παραγωγική δραστηριότητα στα πλαίσια ενός οικισμού (κεραμικά εργαστήρια στο Σέσκλο και το Διμήνι). Η εξειδίκευση όμως αφορά και στην παραγωγή συγκεκριμένων κατηγοριών κεραμικής και την προώθησή τους σε ευρύτερες περιοχές (π.χ. γκρίζα κεραμική Τσαγγλίου, εγχάρακτη κεραμική Κλασικού Διμηνίου) στα πλαίσια ανταλλαγών.
Κατά τις τελευταίες φάσεις της νεολιθικής σημειώνεται εξειδίκευση και σε άλλους τομείς, ενώ παράλληλα διευρύνονται τα δίκτυα πολιτιστικών επαφών και οικονομικών ανταλλαγών. Από τη Νεότερη Νεολιθική ΙΙ σημειώνεται εξειδίκευση στην παραγωγή κοσμημάτων από όστρεο σπονδύλου (Διμήνι), τα οποία διακινούνται μέχρι τα Βαλκάνια και την κεντρική Ευρώπη. Από τις Κυκλάδες διακινείται οψιανός για την κατασκευή κοφτερών εργαλείων, ενώ αξιοσημείωτη είναι η ανεύρεση ειδικού τύπου αιχμών βελών από οψιανό της Μήλου σε οικισμούς της Μακεδονίας, που αποτελούν αντικείμενα κοινωνικού γοήτρου.
Τέλος, από τα τέλη της Νεολιθικής και ιδιαίτερα κατά την Τελική Νεολιθική, σημειώνεται στο Αιγαίο η άσκηση μεταλλουργίας για την κατασκευή χρυσών και ασημένιων κοσμημάτων (π.χ. δακτυλιόσχημων περιάπτων) αλλά και εργαλείων (εγχειρίδια, οπείς, σμίλες, σπάτουλες, πελέκεις). Η απόκτηση των μετάλλων αλλά και της τεχνογνωσίας εντάσσεται στο πλαίσιο πολιτιστικών ανταλλαγών των γεωργοκτηνοτροφικών κοινωνιών του νεολιθικού Αιγαίου, το οικονομικό υπόβαθρο και συνακόλουθα η κοινωνική δομή των οποίων αρχίζει προς το τέλος της εποχής να μεταλλάσσεται.
Νεολιθική κοινωνία
Η σύνθεση και η λειτουργία της νεολιθικής κοινωνίας είναι δύσκολο να αποκατασταθεί με βεβαιότητα. Στην προσέγγιση του προβλήματος συμβάλλουν σημαντικά η αρχιτεκτονική, τα ταφικά έθιμα, οι οικονομικές δραστηριότητες, η ειδωλοπλαστική και άλλες κατηγορίες κινητών ευρημάτων από αιγαιακές θέσεις της Nεολιθικής.
Oι πρώτες νεολιθικές κοινότητες ζουν σε πυκνά δομημένους οικισμούς και αριθμούν 50-300 άτομα. Κατά την Προκεραμική, την Aρχαιότερη και τη Mέση Nεολιθική, βασική μονάδα της κοινωνίας είναι το γένος ή η διευρυμένη οικογένεια που περιλαμβάνει τους γονείς, τα παιδιά, τους παππούδες και τους άλλους κοντινούς συγγενείς. Tα μέλη της ζουν σε ένα ή σε περισσότερα γειτονικά σπίτια, τα οποία αποτελούν νοικοκυριά που μοιράζονται εστίες και φούρνους που βρίσκονται σε κοινόχρηστους χώρους, ανάμεσα στα σπίτια τους. Τα νοικοκυριά αυτά ασκούν τη μικτή γεωργοκτηνοτροφική οικονομία. O τρόπος παραγωγής είναι συλλογικός και δεν αφήνει περιθώρια για οικονομική διαφοροποίηση και κατ' επέκταση κοινωνική ιεράρχηση. Οι κοινωνικοί ρόλοι σε κάθε κοινότητα καθορίζονται με βάση το φύλο, την ηλικία, τη συγγένεια και τη συμμετοχή στις συλλογικές παραγωγικές διαδικασίες. Mέσα από τη γεωργοκτηνοτροφική οικονομία αναδεικνύονται και οι ρόλοι των δύο φύλων. Kρίνοντας από τα πολυάριθμα γυναικεία ειδώλια, ο ρόλος της γυναίκας στη νεολιθική κοινωνία φαίνεται να υπερτονίζεται, τουλάχιστον σε επίπεδο συμβολισμού. Τα υπάρχοντα στοιχεία δεν επιτρέπουν όμως ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με το κατά πόσον η νεολιθική κοινωνία ήταν μητριαρχική ή πατριαρχική.
Aπό τις αρχές της Νεότερης Νεολιθικής σημειώνεται αύξηση του πληθυσμού, με συνακόλουθες αλλαγές στον αριθμό και την εσωτερική οργάνωση των οικισμών, καθώς και στην οικονομία. Στην αρχιτεκτονική χρησιμοποιούνται μεγάλων διαστάσεων, ορθογώνια, μεγαρόσχημα και αψιδωτά κτήρια, ικανά να στεγάσουν πολυάνθρωπες οικογένειες. Οι εστίες και οι φούρνοι παύουν να είναι κοινόχρηστοι και κατασκευάζονται στο εσωτερικό των σπιτιών. Στην οικονομία σημειώνεται εξειδίκευση στην παραγωγή π.χ. κεραμικής και κοσμημάτων σπονδύλου (Διμήνι), ενώ παράλληλα διευρύνονται οι πολιτιστικές και εμπορικές ανταλλαγές. Tα παραπάνω σηματοδοτούν αλλαγές στη συγκρότηση της κοινότητας, κύτταρο της οποίας είναι πλέον η πυρηνική οικογένεια. Tα πρώτα δείγματα εξειδίκευσης στην παραγωγή, η ανάπτυξη του εμπορίου και οι ανταλλαγές έχουν σαφείς επιπτώσεις στη συλλογικότητα της εργασίας και την αμοιβαιότητα των κοινωνικών σχέσεων που χαρακτήριζαν τις προηγούμενες περιόδους. Οι νέες συνθήκες και αξίες που αναπτύσσονται στον κοινωνικό χάρτη της Nεολιθικής αντανακλώνται σε αντικείμενα ξεχωριστά, που έχουν στην κατοχή τους λίγα μόνο μέλη της κοινότητας κατά τη Nεότερη Nεολιθική II και την Tελική Nεολιθική. Τα αντικείμενα αυτά αποτελούν σύμβολα κοινωνικού γοήτρου και είναι: φυλλόσχημες αιχμές από οψιανό της Mήλου, κοσμήματα από χρυσό ή ασήμι (δακτυλιόσχημα περίαπτα, χρυσά ταινιόσχημα ελάσματα), κοσμήματα από όστρεο σπονδύλου και χάλκινα εργαλεία.
Eνδεικτική για το χαρακτήρα της νεολιθικής κοινωνίας είναι, τέλος, η συμπεριφορά προς τα νεκρά μέλη της κοινότητας, που αντανακλώνται στα ταφικά έθιμα της κάθε περιόδου.
Πτυχές νεολιθικού πολιτισμού
Τα πολιτιστικά επιτεύγματα της νεολιθικής γεωργοκτηνοτροφικής κοινωνίας αποτυπώνονται στα υλικά κατάλοιπα που μας κληροδότησε και αποκαλύπτονται από τις αρχαιολογικές ανασκαφές. Αρχιτεκτονική, ταφές, εργαλεία, κεραμική, ειδωλοπλαστική, κοσμήματα μιλούν, μετά από σιωπή χιλιάδων ετών, με μοναδική ευγλωττία και ζωντάνια για το φυσικό περιβάλλον, την ένταξη σ' αυτό και την οικονομική του αξιοποίηση, για τον τρόπο διάθεσης των αγροτικών προϊόντων, για τη σύνθεση της κοινωνίας και τους κώδικες συμπεριφοράς, για τις διεξόδους της καλλιτεχνικής έκφρασης και, τέλος, για τις επαφές και ανταλλαγές, που αποκαλύπτουν νέους κόσμους, πέρα από τα όρια των μικρών οικισμών.
Τα παραπάνω στοιχεία μορφοποιούνται στην ύλη, μια και δε διατυπώνονται με γραπτό λόγο. Η ξύλινη πινακίδα, βέβαια, με τα εγχάρακτα γραμμικά στοιχεία, από το λιμναίο οικισμό στο Δισπηλιό Καστοριάς (5260 π.Χ.), δεν αποκλείεται να αποτελεί μια πρώιμη μορφή γραπτού λόγου, όπως εικάζεται και για παρόμοια σύμβολα χαραγμένα σε πηλό, που βρίσκονται σε οικισμούς της νότιας Βαλκανικής (πολιτισμός Vinca).
Η κεραμική, αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητας του νεολιθικού ανθρώπου, γίνεται πεδίο καλλιτεχνικής έκφρασης, που εκπλήσσει με την ποικιλία χρωμάτων και διακοσμητικών ρυθμών και θεμάτων. Η εξαιρετική ποιότητα των νεολιθικών αγγείων οφείλεται στην ανάπτυξη της κεραμικής τεχνογνωσίας και της πυροτεχνολογίας (σύσταση πηλών και γαιωδών χρωμάτων, ψήσιμο). Η υφαντική και η καλαθοπλεκτική ευνοούν επίσης την καλλιτεχνική δημιουργία.
Η ειδωλοπλαστική αποτελεί με την ποικιλομορφία της μια μοναδική τέχνη, τα δημιουργήματα της οποίας (άνθρωποι, ζώα, σπίτια) έχουν ευρύ κοινωνικό-ιδεολογικό περιεχόμενο. Συντροφεύει τον άνθρωπο στη γέννηση, την καθημερινότητα, το θάνατο, αλλά και σε συμβολικές πράξεις (π.χ. προσφορά για τη θεμελίωση σπιτιού).
Τα κοσμήματα από πηλό, λίθο, χρυσό ή ασήμι και πιθανότατα και οι σφραγίδες για την κόσμηση του σώματος εκφράζουν τη διάθεση για καλλωπισμό τόσο στην καθημερινή ζωή όσο και σε εξαιρετικές περιπτώσεις (π.χ. τελετές θρησκευτικού χαρακτήρα, γιορτές για την πλούσια σοδειά). Κατά τις τελευταίες φάσεις της Νεολιθικής η χρήση κοσμημάτων από όστρεο σπονδύλου, καθώς και ασημένιων και χρυσών κοσμημάτων (δακτυλιόσχημα περίαπτα, σκουλαρίκια) από λίγα μόνο μέλη της νεολιθικής κοινότητας, υποδηλώνει τις νέες κοινωνικές συνθήκες και τη διάθεση για προβολή του ατόμου. Τα κοσμήματα από πολύτιμα υλικά αποτελούν, όπως και οι αιχμές βελών από οψιανό και τα χάλκινα εργαλεία, αντικείμενα κοινωνικού γοήτρου.
Η αναγκαιότητα ανταλλαγής προϊόντων διατροφής και πρώτων υλών οδηγεί το νεολιθικό αγρότη στην εξερεύνηση πέρα από τα όρια των οικισμών. Έτσι, έρχεται σε επαφή με τα μέταλλα, το χαλκό, τον άργυρο και το χρυσό και αναπτύσσει περαιτέρω την τεχνογνωσία του στους τομείς της πυροτεχνολογίας και της ναυπηγικής.
Τέλος, οι ταφικές πρακτικές αντανακλούν το σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή και την πίστη στη μεταθανάτια ζωή, που εκφράζεται με την προσφορά ταφικών δώρων (κτερισμάτων).
ime.gr
Περισσότερα ιστορικά αφιερώματα εδώ.