Ανακρεοντισμός είναι η μίμηση του συνθετικού ύφους του Ανακρέοντα . Ο Aνακρεοντισμός δεν είναι ποιητικό είδος, αλλά τρόπος σύνθεσης και ύφους ποιημάτων, που γράφονται με βάση τη φιλοσοφία του Ανακρέοντα.
Ο Ανακρέων ο Τήιος (περίπου 572 π.Χ. – περίπου 485 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας λυρικός ποιητής, θεωρούμενος ένας από τους εννέα λυρικούς ποιητές της αρχαιότητας. Ο Ανακρέων, αν και υπερασπιστής του μέτρου, θεωρήθηκε από τους μεταγενέστερούς του λανθασμένα γλεντζές και μέθυσος.
Σύμφωνα με την εικόνα που σχημάτισαν για τον Ανακρέοντα οι μεταγενέστεροί του θεωρείτο «ο πάντα μεθυσμένος ποιητής», ο τύπος του «αστόχαστου γλεντζέ» και ο «κλασικός εκπρόσωπος του ερωτισμού. Η αλήθεια φαίνεται πως είναι διαφορετική. Ο Ανακρέων έγραψε πράγματι συμποτικά τραγούδια, στα οποία όμως εκτιμούσε τη συντροφιά των καλλιεργημένων ανθρώπων και αποστρεφόταν κάθε υπέρβαση του μέτρου:
[…]Δε μου είναι αγαπητός αυτός που δίπλα στο μεγάλο,
Κροντήρι πίνοντας κρασί τραγούδια λέει γι' αμάχες[…]
(απόσπ. 96 Diehl=2 West, μτφρ. Ηλ. Βουτιερίδης)
[…]Ο Έρωτας πάλι με τρανό με χτύπησε μπαλντά
Καθώς χαλκιάς και σε ψυχρή μ’ έλουσε ρεματιά[…]
(απόσπ. 68 Page, μτφρ. Ηλ. Βουτιερίδης)
[…]Φοραδίτσα Θρακοπούλα τι λοξοκοιτάζοντάς με
Σκληρά φεύγεις και νομίζεις πως είμαι άπραγος καθόλου;
Μάθε, πως μπορώ με τέχνη να σου βάλω χαλινάρι
Και τα γκέμια σου κρατώντας προς το τέρμα να σε φέρνω[…]
(απόσπ. 72 Page, μτφρ. Hλ Βουτιερίδης)
Στο τελευταίο απόσπασμα δίνεται η ευκαιρία να εξετάσει ο αναγνώστης με ποιον τρόπο αντιλαμβάνεται ο ποιητής τη νεαρή γυναίκα, το αντικείμενο της ερωτικής επιθυμίας που είναι ατίθαση και απρόσιτη. Ο άνδρας, ως επιδέξιος εραστής θα την χαλιναγωγήσει και θα τη μυήσει ερωτικά. Η γυναίκα παρουσιάζεται ως θήραμα-αντικείμενο του ανδρικού πόθου και την ίδια στιγμή ο άνδρας γίνεται ο κυνηγός-θύτης που έχει ένα και μοναδικό στόχο, το θήραμά του και την ικανοποίηση της ερωτικής του διάθεσης. Η δίωξις ή αρπαγή είναι ένα συνηθισμένο θέμα της αρχαιοελληνικής απεικονιστικής τέχνης ιδιαίτερα για τους ζωγράφους του 5ου π.Χ. αι., ενώ η εικόνα-μεταφορά της γυναίκας ως ανυπότακτου ζώου, τόσο στην ποίηση του Ανακρέοντα όσο και του Σημωνίδη, αντλεί την πανάρχαια καταγωγή της από τις κυνηγετικές κοινωνίες της 7ης χιλιετίας π.Χ.. Τούτη την αντίληψη του ανυπότακτου ζώου διατηρεί η ελληνική κοινωνία και στην κλασική εποχή, λίγο πριν την περίοδο της παρακμής της πόλης-κράτους οπότε αλλάζει αναγκαστικά το κοινωνικό status της γυναίκας.
Οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι Αριστοφάνης ο Βυζάντιος και Αρίσταρχος από τη Σαμοθράκη εξέδωσαν τα ποιήματα του Ανακρέοντα σε 5 βιβλία. Η θέση του στον Κανόνα των εννέα μεγάλων λυρικών ποιητών ήταν δίπλα στον Αλκαίος|Αλκαίο και τη Σαπφώ. Ήδη η Αρχαιότητα είχε επαινέσει την πλούσια σε αποχρώσεις και παραστατικότητα απλή ιωνική του διάλεκτο. Όσο για τη μορφή των ποιημάτων του ο Ανακρέοντας χρησιμοποίησε κυρίως ιάμβους, χοριάμβους, γλυκώνειους και φερεκράτειους.
Ως Ανακρεόντεια λογίζονται στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας:
Α: όλες οι ποιητικές συνθέσεις σε καταληκτικό ιαμβικό δίμετρο ή ανακλώμενο ιωνικό δίμετρο στίχο που μιμούνται τα ερωτικά και συμποτικά ποιήματα του Ανακρέοντα.
Β: Κυρίως η συλλογή 60 υποβολιμαίων ποιημάτων που παραδίδονται στο τέλος του χειρογράφου της Παλατινής Ανθολογίας
Στο σώμα της Παλατινής Ανθολογίας σώζονται είκοσι ένα επιγράμματά του.
Στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, στο πλαίσιο του νεοκλασικισμού (αισθητικό και λογοτεχνικό κίνημα που άνθησε στη Δύση και πρέσβευε στη μίμηση των κλασικών προτύπων) αναπτύχθηκε ο ανακρεοντισμός. Μίμηση ποιημάτων που είχαν αποδοθεί στον Ανακρέοντα. Είχαν ελαφρύ περιεχόμενο και μιλούσαν για την αγάπη για το κρασί. Ανακρεόντεια ποιήματα έγραψαν ο Μεταστάσιος, ο Λεοπάρντι, ο Γκαίτε, ο Φώσκολο και από Έλληνες ο Χριστόπουλος κι ο Βηλαράς.
Περισσότερα φιλολογικά θέματα εδώ.