Το αναπόφευκτο συναίσθημα της απογοήτευσης
Δεν είναι παράλογο ως γονείς να νιώθουμε κάποια απογοήτευση, έπειτα από μία αποτυχία, η οποία ακολουθείται από χίλιες δύο σκέψεις και προβληματισμούς: τι πήγε στραβά; Έδειχνε να είναι τόσο καλός σε αυτό. Μήπως δεν πρόσεχε όσο έπρεπε στο μάθημα; Μήπως δεν νοιάζεται γι’αυτό που κάνει και θέλει να το παρατήσει; Μήπως αυτή είναι η αρχή μιας γενικότερης «κατηφόρας»; Οι προσδοκίες μας ήταν τόσο μεγάλες και η ανάγκη μας να (αυτο)επιβεβαιωθούμε, να νιώσουμε περηφάνια για το παιδί μας αλλά και για τον εαυτό μας που το μεγαλώνουμε, τόσο έντονη που την πρώτη απογοήτευση διαδέχονται συχνά και σκέψεις παράλογες, όπως ότι το παιδί μας θα αποτυγχάνει πάντα και ότι πιθανότατα φταίμε εμείς γι’αυτό.
Στο σημείο αυτό -ή και πολύ νωρίτερα- η επιστήμη ζητά να σωπάσουμε, να κρατήσουμε τις σκέψεις αυτές για τον εαυτό μας και να δούμε τα πράγματα καθαρά. «Μια όχι καλή απόδοση δεν είναι αποτυχία. Όλοι έχουμε δύσκολες στιγμές, επομένως χρειάζεται κατανόηση. Μάλιστα, οι μικρές ματαιώσεις βοηθούν ιδιαίτερα στο καλό χτίσιμο του εαυτού και της αίσθησης της επάρκειας, αν φυσικά τις χειριστούμε με τον κατάλληλο τρόπο», λέει η ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια κ. Ρομίνα Σαλούστρου. Και συνεχίζει «Η όποια όχι καλή επίδοση αφορά τη συγκεκριμένη στιγμή και δεν πρέπει να διαβάζεται σαν γενική ικανότητα ή ανικανότητα του παιδιού. Κανένας άνθρωπος δεν έχει καλές επιδόσεις σε όλα όσα καταπιάνεται. Αυτό δεν μας στερεί ούτε το προχώρημα ούτε τη χαρά! Τα παιδιά μας τα αγαπάμε γιατί είναι παιδιά μας, κι όχι γιατί πήραν 10 ή μετάλλιο», συμπληρώνει η ειδικός.
Ο ψυχολόγος, καθηγητής και σύμβουλος αθλητικών επιδόσεων Dr. Alan Goldberg, αναφέρει σε άρθρο του πως ένα από τα σημαντικότερα μηνύματα που πάντα προσπαθεί να μεταφέρει στους γονείς είναι «Αν θέλετε πραγματικά να χαρίσετε στο παιδί σας το δώρο της επιτυχίας σε ό,τι κάνουν, τότε πρέπει να τους μάθετε πώς να αποτυγχάνουν». Συμπληρώνει ο ίδιος, ότι το χειρότερο που μπορεί να μάθει ένας γονιός στο παιδί του σχετικά με την αποτυχία, είναι πως πρόκειται για κάτι κακό και για λόγο ντροπής ή απογοήτευσης. «Δυστυχώς, όμως, αυτό είναι το μάθημα που παίρνουν τα περισσότερα παιδιά. Ένα μάθημα που τα κάνει πάντα να τρέμουν το ενδεχόμενο της αποτυχίας. Και το να φοβάσαι την αποτυχία, είναι μάλλον ο βασικός λόγος των επαναλαμβανόμενων προβληματικών επιδόσεων, όχι μόνο στον αθλητισμό, αλλά και σε κάθε έκφανση της ζωής. Η ανησυχία αυτή “κλέβει” τη χαρά του παιδιού τη στιγμή της προσπάθειάς του, σφίγγει τους μύες του, αποσυντονίζει την αυτοσυγκέντρωσή του και εξασφαλίζει ότι η επίδοσή του θα είναι πάντα χαμηλότερη από αυτό που μπορεί πραγματικά να κάνει.»
Στο σημείο αυτό -ή και πολύ νωρίτερα- η επιστήμη ζητά να σωπάσουμε, να κρατήσουμε τις σκέψεις αυτές για τον εαυτό μας και να δούμε τα πράγματα καθαρά. «Μια όχι καλή απόδοση δεν είναι αποτυχία. Όλοι έχουμε δύσκολες στιγμές, επομένως χρειάζεται κατανόηση. Μάλιστα, οι μικρές ματαιώσεις βοηθούν ιδιαίτερα στο καλό χτίσιμο του εαυτού και της αίσθησης της επάρκειας, αν φυσικά τις χειριστούμε με τον κατάλληλο τρόπο», λέει η ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια κ. Ρομίνα Σαλούστρου. Και συνεχίζει «Η όποια όχι καλή επίδοση αφορά τη συγκεκριμένη στιγμή και δεν πρέπει να διαβάζεται σαν γενική ικανότητα ή ανικανότητα του παιδιού. Κανένας άνθρωπος δεν έχει καλές επιδόσεις σε όλα όσα καταπιάνεται. Αυτό δεν μας στερεί ούτε το προχώρημα ούτε τη χαρά! Τα παιδιά μας τα αγαπάμε γιατί είναι παιδιά μας, κι όχι γιατί πήραν 10 ή μετάλλιο», συμπληρώνει η ειδικός.
Ο ψυχολόγος, καθηγητής και σύμβουλος αθλητικών επιδόσεων Dr. Alan Goldberg, αναφέρει σε άρθρο του πως ένα από τα σημαντικότερα μηνύματα που πάντα προσπαθεί να μεταφέρει στους γονείς είναι «Αν θέλετε πραγματικά να χαρίσετε στο παιδί σας το δώρο της επιτυχίας σε ό,τι κάνουν, τότε πρέπει να τους μάθετε πώς να αποτυγχάνουν». Συμπληρώνει ο ίδιος, ότι το χειρότερο που μπορεί να μάθει ένας γονιός στο παιδί του σχετικά με την αποτυχία, είναι πως πρόκειται για κάτι κακό και για λόγο ντροπής ή απογοήτευσης. «Δυστυχώς, όμως, αυτό είναι το μάθημα που παίρνουν τα περισσότερα παιδιά. Ένα μάθημα που τα κάνει πάντα να τρέμουν το ενδεχόμενο της αποτυχίας. Και το να φοβάσαι την αποτυχία, είναι μάλλον ο βασικός λόγος των επαναλαμβανόμενων προβληματικών επιδόσεων, όχι μόνο στον αθλητισμό, αλλά και σε κάθε έκφανση της ζωής. Η ανησυχία αυτή “κλέβει” τη χαρά του παιδιού τη στιγμή της προσπάθειάς του, σφίγγει τους μύες του, αποσυντονίζει την αυτοσυγκέντρωσή του και εξασφαλίζει ότι η επίδοσή του θα είναι πάντα χαμηλότερη από αυτό που μπορεί πραγματικά να κάνει.»
«Δεν είσαι η επίδοσή σου»
Αν υπάρχει μία φράση που πρέπει να ενστερνιστούμε εμείς οι ίδιοι, αλλά και να μεταφέρουμε με σαφήνεια στα παιδιά μας, τα οποία θέλουν να έχουν καλές επιδόσεις περισσότερο από εμάς, είναι «Δεν είσαι η επίδοσή σου». Όπως σημειώνει ο Dr. Goldberg, τα παιδιά μας πρέπει να καταλάβουν ότι μία κακή επίδοση δεν σημαίνει ότι είναι τα ίδια κακά. Μία αποτυχία δεν σημαίνει ότι είναι αποτυχημένα. Η κ. Σαλούστρου, μάλιστα, συμπληρώνει, ότι «Αν καταγράψουν ότι αποτυγχάνουν, ότι δεν είναι ικανά, και οι γονείς πιέζουν για επιδόσεις παραβλέποντας τη δυσκολία τους, τότε μπορεί να αντιδράσουν προσπαθώντας να αποφύγουν την πηγή του άγχους τους, δηλαδή τα μαθήματα. Στόχος λοιπόν είναι ευχαριστημένα και υγιή παιδιά!»
Είναι χρέος μας, λοιπόν, να βοηθήσουμε το παιδί μας να διαχειριστεί όλα τα φυσιολογικά συναισθήματα που έρχονται έπειτα από μια αποτυχία, αφού πρώτα, όμως, κάνουμε εμείς το ίδιο για τον εαυτό μας. Αν θέλουμε, δηλαδή, ένα παιδί που θα απολαύσει τη στιγμή του αγώνα (του όποιου αγώνα) και θα είναι πιο αποδοτικό σε αυτόν, οφείλουμε να το μάθουμε να έχει πιο υγιή σχέση με την αποτυχία. Να του δώσουμε να καταλάβει, ότι ο βασικός σκοπός είναι να ωριμάσει μέσα από αυτή τη διαδικασία, αλλά και να την ευχαριστηθεί. Όπως λέει ο Dr. Goldberg, τη στιγμή της αποτυχίας, το παιδί μας πλημμυρίζεται έτσι κι αλλιώς από τρομερά συναισθήματα λύπης, θυμού, ντροπής, απογοήτευσης κ.λ.π. Αν εμείς την ίδια ώρα, έστω και συγκαλυμμένα, δείξουμε την δυσαρέσκειά μας, το μόνο που θα καταφέρουμε είναι να το πληγώσουμε ακόμα περισσότερο, με αποτέλεσμα να βάλουμε σε κίνδυνο όχι μόνο τη σχέση μας μαζί του, αλλά και τη σχέση του παιδιού με το αντικείμενο του αγώνα.
Είναι χρέος μας, λοιπόν, να βοηθήσουμε το παιδί μας να διαχειριστεί όλα τα φυσιολογικά συναισθήματα που έρχονται έπειτα από μια αποτυχία, αφού πρώτα, όμως, κάνουμε εμείς το ίδιο για τον εαυτό μας. Αν θέλουμε, δηλαδή, ένα παιδί που θα απολαύσει τη στιγμή του αγώνα (του όποιου αγώνα) και θα είναι πιο αποδοτικό σε αυτόν, οφείλουμε να το μάθουμε να έχει πιο υγιή σχέση με την αποτυχία. Να του δώσουμε να καταλάβει, ότι ο βασικός σκοπός είναι να ωριμάσει μέσα από αυτή τη διαδικασία, αλλά και να την ευχαριστηθεί. Όπως λέει ο Dr. Goldberg, τη στιγμή της αποτυχίας, το παιδί μας πλημμυρίζεται έτσι κι αλλιώς από τρομερά συναισθήματα λύπης, θυμού, ντροπής, απογοήτευσης κ.λ.π. Αν εμείς την ίδια ώρα, έστω και συγκαλυμμένα, δείξουμε την δυσαρέσκειά μας, το μόνο που θα καταφέρουμε είναι να το πληγώσουμε ακόμα περισσότερο, με αποτέλεσμα να βάλουμε σε κίνδυνο όχι μόνο τη σχέση μας μαζί του, αλλά και τη σχέση του παιδιού με το αντικείμενο του αγώνα.
Τι πρέπει, λοιπόν, να κάνουμε;
- Να αποκριθούμε με συμπόνοια, όχι με θυμό: Να μπούμε στη θέση του παιδιού μας και να νιώσουμε όπως νιώθει αυτό εκείνη τη στιγμή –όχι όπως νιώθουμε εμείς. Να πούμε π.χ. «Είμαι σίγουρη ότι λυπάσαι και απογοητεύτηκες, είναι λογικό έπειτα από όλη αυτή την προσπάθεια. Όμως έχε στο μυαλό σου, ότι θα ακολουθήσουν πολλοί ακόμα αγώνες και θα έχεις κι άλλες ευκαιρίες να πετύχεις».
- Να αποκριθούμε με συμπόνοια και να μην κάνουμε το παιδί μας να νιώσει ντροπή –π.χ. «Είναι δυσάρεστο να χάνεις, όμως θέλω να μην είσαι σκληρός με τον εαυτό σου. Έκανες μια καλή προσπάθεια και πρέπει να συγχωρέσεις τον εαυτό σου που τα πράγματα δεν πήγαν όπως ήθελες.»
- Να αποκριθούμε ψύχραιμα, όχι με ένταση –το παιδί μας θα καταλάβει την έντασή μας από τον τόνο της φωνής μας, ενώ μπορεί να πούμε και κάτι που δεν θα λέγαμε σε συνθήκες ψυχραιμίας.
- Να είμαστε εκεί –να μην απομακρυνθούμε. Πολλοί γονείς, όταν βιώνουν την αποτυχία του παιδιού, απομακρύνονται από αυτό και κλείνονται στον εαυτό τους. Ας σκεφτούμε αν αυτό θα θέλαμε κι εμείς από τους δικούς μας γονείς, αν ήμασταν στη θέση των παιδιών μας.
- Να δείξουμε την αγάπη μας. Να θυμηθούμε ότι το παιδί μας, τη δύσκολη εκείνη στιγμή, έχει ανάγκη για αγάπη και στήριξη, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή.
- Να αποκριθούμε με συμπόνοια και να μην κάνουμε το παιδί μας να νιώσει ντροπή –π.χ. «Είναι δυσάρεστο να χάνεις, όμως θέλω να μην είσαι σκληρός με τον εαυτό σου. Έκανες μια καλή προσπάθεια και πρέπει να συγχωρέσεις τον εαυτό σου που τα πράγματα δεν πήγαν όπως ήθελες.»
- Να αποκριθούμε ψύχραιμα, όχι με ένταση –το παιδί μας θα καταλάβει την έντασή μας από τον τόνο της φωνής μας, ενώ μπορεί να πούμε και κάτι που δεν θα λέγαμε σε συνθήκες ψυχραιμίας.
- Να είμαστε εκεί –να μην απομακρυνθούμε. Πολλοί γονείς, όταν βιώνουν την αποτυχία του παιδιού, απομακρύνονται από αυτό και κλείνονται στον εαυτό τους. Ας σκεφτούμε αν αυτό θα θέλαμε κι εμείς από τους δικούς μας γονείς, αν ήμασταν στη θέση των παιδιών μας.
- Να δείξουμε την αγάπη μας. Να θυμηθούμε ότι το παιδί μας, τη δύσκολη εκείνη στιγμή, έχει ανάγκη για αγάπη και στήριξη, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή.
Η επόμενη μέρα
Σε δεύτερη φάση, και αφού η πρώτη «μπόρα» περάσει, έχει νόημα να σκεφτούμε και να συζητήσουμε με το παιδί περισσότερο διεξοδικά. Χρειάζεται να ακούσουμε το παιδί, να του δώσουμε χώρο να εκφράσει τα συναισθήματά του ως προς το αντικείμενο στο οποίο «κρίθηκε», είτε πρόκειται για κάποιο σχολικό μάθημα είτε για κάποιο άθλημα. Στη συνέχεια, πρέπει όλοι μαζί να σκεφτούμε με ποιον τρόπο θα βοηθήσουμε το παιδί να ξεπεράσει την όποια δυσκολία του, ώστε να τα πάει καλύτερα την επόμενη φορά.
Όπως συμβουλεύει η κ. Σαλούστρου, αναφορικά με το σχολείο «Τα παιδιά, δυσκολεύονται συνήθως στις μεταβατικές περιόδους, δηλαδή στην Α' δημοτικού, Α' γυμνασίου και Α' λυκείου. Χρειάζεται χρόνος και κατανόηση μέχρι να μάθουν να λειτουργούν καλά σύμφωνα με τα νέα δεδομένα». Άλλωστε, το παιδί μας δεν «κρίνεται» μόνο μία συγκεκριμένη στιγμή, αλλά καθ’όλη την διάρκεια του έτους, άρα ως γονείς οφείλουμε να έχουμε ανά πάσα στιγμή επίγνωση της πορείας του.
Η ειδικός συμπληρώνει «Είναι σημαντικό οι γονείς να είναι υποστηρικτικοί και να μιλούν με το παιδί τους. Δε χρειάζεται να περιμένουν τον βαθμό ή τον δάσκαλο για να τους πει εάν δυσκολεύεται. Επιπλέον, αν δοθεί βοήθεια σε πρώτο επίπεδο, είναι σίγουρο πως η πορεία θα είναι καλύτερη, αφού δεν θα δημιουργούνται κενά στο παιδί. Προσοχή, τα κενά δεν αφορούν μόνο τα μαθήματα, αλλά και τη σχέση! Αν το παιδί νιώσει ότι ενδιαφέρεστε για το ίδιο, για το πώς νιώθει και για το πόσο σημαντικό είναι για εσάς, κι όχι για το αν πήρε 7 ή 10, τότε θα νιώθει ασφαλές να προχωρήσει, και θα μπορεί να απευθύνεται σε εσάς και στο μέλλον, σε παρόμοια ή άλλη δυσκολία.»
Αν, πάλι, πρόκειται για μία κακή επίδοση σε κάποιο άθλημα, στο οποίο βασικός στόχος είναι η ευχαρίστηση του παιδιού, εκεί λέει η κ. Σαλούστρου, χρειάζεται περισσότερη ελευθερία: «Τα παιδιά ίσως χρειαστεί να αλλάξουν επιλογή στο άθλημά τους, καθώς δεν είναι μόνο το άθλημα καθαυτό σημαντικό, αλλά η παρέα, η ομάδα, ο προπονητής, και κατά πόσο λοιπόν αυτό επιτελεί τον αρχικό του στόχο, δηλαδή την ευχαρίστηση και το κέρδος του παιδιού!»
Όπως συμβουλεύει η κ. Σαλούστρου, αναφορικά με το σχολείο «Τα παιδιά, δυσκολεύονται συνήθως στις μεταβατικές περιόδους, δηλαδή στην Α' δημοτικού, Α' γυμνασίου και Α' λυκείου. Χρειάζεται χρόνος και κατανόηση μέχρι να μάθουν να λειτουργούν καλά σύμφωνα με τα νέα δεδομένα». Άλλωστε, το παιδί μας δεν «κρίνεται» μόνο μία συγκεκριμένη στιγμή, αλλά καθ’όλη την διάρκεια του έτους, άρα ως γονείς οφείλουμε να έχουμε ανά πάσα στιγμή επίγνωση της πορείας του.
Η ειδικός συμπληρώνει «Είναι σημαντικό οι γονείς να είναι υποστηρικτικοί και να μιλούν με το παιδί τους. Δε χρειάζεται να περιμένουν τον βαθμό ή τον δάσκαλο για να τους πει εάν δυσκολεύεται. Επιπλέον, αν δοθεί βοήθεια σε πρώτο επίπεδο, είναι σίγουρο πως η πορεία θα είναι καλύτερη, αφού δεν θα δημιουργούνται κενά στο παιδί. Προσοχή, τα κενά δεν αφορούν μόνο τα μαθήματα, αλλά και τη σχέση! Αν το παιδί νιώσει ότι ενδιαφέρεστε για το ίδιο, για το πώς νιώθει και για το πόσο σημαντικό είναι για εσάς, κι όχι για το αν πήρε 7 ή 10, τότε θα νιώθει ασφαλές να προχωρήσει, και θα μπορεί να απευθύνεται σε εσάς και στο μέλλον, σε παρόμοια ή άλλη δυσκολία.»
Αν, πάλι, πρόκειται για μία κακή επίδοση σε κάποιο άθλημα, στο οποίο βασικός στόχος είναι η ευχαρίστηση του παιδιού, εκεί λέει η κ. Σαλούστρου, χρειάζεται περισσότερη ελευθερία: «Τα παιδιά ίσως χρειαστεί να αλλάξουν επιλογή στο άθλημά τους, καθώς δεν είναι μόνο το άθλημα καθαυτό σημαντικό, αλλά η παρέα, η ομάδα, ο προπονητής, και κατά πόσο λοιπόν αυτό επιτελεί τον αρχικό του στόχο, δηλαδή την ευχαρίστηση και το κέρδος του παιδιού!»
Περισσότερα θέματα για γονείς εδώ.