Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη δύναμη της φωτογραφίας και το γεγονός πως αποτελεί μία από τις πιο δημοφιλείς τέχνες με την ικανότητα να εντυπωσιάζει, να προκαλεί, να σοκάρει. Όλοι μας άλλωστε κουβαλάμε πλέον μια κάμερα πάνω διαρκώς προκειμένου να αποτυπώνουμε την κάθε στιγμή που επιθυμούμε να κρατήσουμε στη μνήμη μας για πάντα.
Ο ρόλος της φωτογραφίας κάποτε δεν ήταν άλλος από την εξυπηρέτηση των αναμνήσεων. Σήμερα, η φωτογραφική μηχανή υπηρετεί πολλούς σκοπούς, ακόμη και την επικοινωνία των ανθρώπων μέσω εικόνων. Δεν είναι λίγες, πάντως, οι φορές που ο φωτογραφικός φακός και οι φωτογραφίες έχουν ξεσηκώσει πάθη, προκαλέσει διαμάχες και έχουν γίνει πρωτοσέλιδα σε ολόκληρο τον κόσμο.
Άλλοτε ωμές και σκληρά ρεαλιστικές, άλλοτε υπερεκτιμημένες κατά την κρίση ορισμένων και άλλοτε εκτός των ορίων και των κανόνων της τέχνης που υπηρετούν. Η παρακάτω λίστα με τις 10 πιο αμφιλεγόμενες στιγμές στην ιστορία περίπου δύο αιώνων της φωτογραφίας περιλαμβάνει τον θάνατο και τη φρίκη του πολέμου στον φωτογραφικό φακό, τη διαμάχη ανάμεσα στην είδηση και το κουτσομπολιό, τη δυνατότητα «αλλοίωσης» της εικόνας και κατ’ επέκταση της πραγματικότητας. Και βέβαια τους κινδύνους στην ψηφιακή εποχή που διανύουμε…
Ο θάνατος στον φακό
Το 1862, κι ενώ ο καταστροφικός αμερικανικός εμφύλιος πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη, ο φωτογράφος Μάθιου Μπρέιντι οργάνωσε μια έκθεση με τον τίτλο «Ο θάνατος στο Αντίεταμ». Για πρώτη φορά, οι Αμερικανοί είδαν εικόνες νεκρών και ακρωτηριασμένων στρατιωτών στο πεδίο της μάχης.
Το αποτέλεσμα σόκαρε. «Ο κ. Μπρέιντι έχει κάνει κάτι για να φέρει πίσω σε εμάς την τρομακτική πραγματικότητα και σοβαρότητα του πολέμου», έγραψαν οι New York Times τον Οκτώβριο του 1862. «Είναι σαν να έχει φέρει πτώματα και να τα ξάπλωσε στις αυλές και κατά μήκος των δρόμων».
Κι ενώ ο Μπρέιντι δεν ήταν ο πρώτος πολεμικός φωτογράφος, ο ίδιος και οι συνεργάτες του αναγνωρίστηκαν ευρέως ως οι πατέρες του φωτορεπορτάζ.
Οι καταζητούμενοι του Άντι Γουόρχολ
Η δημιουργία του Άντι Γουόρχολ για το New York World's Fair του 1964 με τις 13 φωτογραφίες καταζητούμενων εγκληματιών από τα αρχεία της αστυνομίας της Νέας Υόρκης έμεινε στη θέση του μόλις δύο ημέρες. Όταν αφαιρέθηκε στη θέση του μπορούσε να δει κανείς ένα γιγάντιο ασημένιο ορθογώνιο παραλληλόγραμμο.
Κανείς δεν γνωρίζει τον ακριβή λόγο που το συγκεκριμένο έργο λογοκρίθηκε. Ο Γουόρχολ κατηγόρησε τον πρόεδρο της έκθεσης και τον επίτροπο πάρκων της πόλης της Νέας Ρόμπερτ Μόσις. Χρόνια αργότερα, αποκαλύφθηκε ότι το τηλεφώνημα έγινε από τον κυβερνήτη Νέλσον Ροκφέλερ. Ένα χρόνο μετά, ο Γουόρχολ υποστήριξε ότι προτιμούσε τη εκδοχή του έργου του με το απλό ασημένιο χρώμα. «Δεν πιστεύω σε τίποτα, οπότε το έργο είναι περισσότερο εγώ τώρα», δήλωσε.
Το συγκεκριμένο έργο αποτελεί το μοναδικό δημόσιο του θρυλικού καλλιτέχνη Άντι Γουόρχολ.
Ο παπαράτσι και το τέλος της ιδιωτικότητας
Ο Ρον Γκαλέλα παρακολουθούσε τη Τζάκι Κένεντι Ωνάση τον Οκτώβριο του 1971 όταν ακούστηκε η κόρνα ενός αυτοκινήτου. Η Τζάκι γυρνά για να δει και η στιγμή αυτή αποτυπώνεται από τον παπαράτσι. Στόχος της ζωής του Γκαλέλα έγιναν αυτές ακριβώς οι αυθόρμητες στιγμές της Τζάκι.
Παρότι παρακολουθούσε και άλλες διασημότητες (ο Μάρλον Μπράντο του έσπασε το σαγόνι και πέντε δόντια πετάχτηκαν έξω από το στόμα του. Ο Γκαλέλα υποστήριξε πως ήθελε να τον εκδικηθεί για την αποκάλυψη της σχέσης ανάμεσα στην Ωνάση και τον αστέρα του κινηματογράφου), η Τζάκι ήταν η «αγαπημένη» του.
Κι ενώ ο Γκαλέλα αποκάλεσε τη φωτογραφία ως τη «Μόνα Λίζα» του, η εικόνα προκάλεσε συζήτηση για το τι αποτελεί είδηση και τι κουτσομπολιό, για τα όρια εκείνα ανάμεσα στο δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και τα δικαιώματα ενός φωτογράφου.
Η εικόνα που ακόμη σοκάρει
Η πιο διάσημη φωτογραφία του πολέμου στο Βιετνάμ, που δείχνει ένα 9χρονο κορίτσι που προσπαθεί να διαφύγει από το χωριό Τρανγκ Μπανγκ, λίγη ώρα αφότου χτυπήθηκε κατά λάθος από βόμβα ναπάλμ, τραβήχτηκε στις 8 Ιουνίου του 1972.
Ο φωτογράφος Νικ Ουτ, που τράβηξε την εμβληματική φωτογραφία, έριξε νερό στη μικρή Φαν Θι Κιμ Φουκ πριν τη μεταφέρει σε ένα ιατρικό κέντρο. Ο αντίκτυπος της συγκεκριμένης εικόνας στην κοινή γνώμη ήταν άμεσος. Ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον ανησύχησε τόσο για τις επιπτώσεις, που υποστήριξε ότι ήταν ψεύτικη, ένα δημιούργημα για να ενισχύσει τον αντιπολεμικό αίσθημα.
Σαράντα χρόνια αφότου δημοσιεύτηκε σε όλο τον κόσμο σε εφημερίδες και περιοδικά παρά τα δεδομένα που ίσχυαν μέχρι τότε, η φωτογραφία συνάντησε παρόμοια εμπόδια όταν το Facebook την αφαίρεσε, υποστηρίζοντας ότι το γυμνό της παραβίαζε τους κανόνες του!
Ο Ρόμπερτ Μάπλθορπ στο εδώλιο
Τον Απρίλιο του 1990, οι εισαγγελείς της κομητείας Χάμιλτον κατηγόρησαν τον Κέντρο Σύγχρονων Τεχνών του Σινσινάτι για «χυδαιότητα». Αιτία μια συλλογή έργων του Ρόμπερτ Μάπλθορπ με τον τίτλο «Η τέλεια στιγμή», που σόκαρε τις ΗΠΑ λόγω των σαδομαζοχιστικών στιγμιότυπων. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία των ΗΠΑ που ένα μουσείο βρισκόταν ενώπιον της δικαιοσύνης για τα έργα που επέλεξε να εκθέσει.
Στη δίκη, που έγινε τέσσερις μήνες μετά το κλείσιμο της έκθεσης, η υπεράσπιση έβαλε την υπεύθυνη της έκθεσης να αναλύσει τα έργα αποκλειστικά με καλλιτεχνικούς όρους. Τελικά οι ένορκοι αποφάσισαν να αθωώσουν τους κατηγορούμενους. Όπως ήταν αναμενόμενο, η προσέλευση του κόσμου στην έκθεση έφτασε σε επίπεδα ρεκόρ και περισσότεροι από 80.000 άνθρωποι επισκέφτηκαν το μουσείο.
Η φωτογραφία στην εποχή του Photoshop
Το Photoshop έχει μετατραπεί στον καλύτερο φίλο ή τον χειρότερο εφιάλτη της φωτογραφίας. Κι ενώ η πιο χαρακτηριστική στιγμή τοποθετείται το 1994, όταν το περιοδικό Time έκανε πιο σκούρο το δέρμα του Ο. Τζ. Σίμπσον στο εξώφυλλό του, το «πείραγμα» της εικόνα αποτελεί πλέον κανόνα στα περιοδικά μόδα, κάτι που πολλές φορές οδηγεί σε αποτελέσματα… εξωπραγματικά.
Όταν η Κέιτ Γουίνσλετ εμφανίστηκε αδύνατη σαν σούπερ μοντέλο στο εξώφυλλο του βρετανικού GQ το 2003, σχολίασε: «Η επεξεργασία είναι υπερβολική. Δεν μοιάζω έτσι και κυρίως δεν θέλω να μοιάζω έτσι». Αλλά και πιο πρόσφατα, σταρ στις ΗΠΑ έχουν επικρίνει περιοδικά μόδας για τον τρόπο που τις έχουν προβάλλει και την υπερβολική επεξεργασία της εικόνας τους.
Το πορτρέτο που πουλήθηκε προς 3,9 εκατ. δολάρια
Τον Μάιο του 2011, πορτρέτο της φωτογράφου Σίντι Σέρμαν, ντυμένης με ρετρό, εφηβικά ρούχα, ξαπλωμένης στο πάτωμα, κατάφερε να πουληθεί προς 3,9 εκατ. δολάρια και έγινε η πιο ακριβή φωτογραφία στον κόσμο. Η εικόνα με τον τίτλο «Untitled #96» τραβήχτηκε το 1981 και τυπώθηκε σε 10 αντίτυπα με το συγκεκριμένο να είναι το δέκατο.
Τον επόμενο χρόνο, οι New York Times έγραφαν πως η Σέρμαν καταφέρνει να «παίρνει φωτογραφίες από το γκέτο και τις τοποθετεί στο ίδιο σκαλί με καλές τέχνες όπως η ζωγραφική και η γλυπτική».
Η ψηφιακή επανάσταση και το σοκ του Αμπού Γκράιμπ
Οι φωτογραφικές μηχανές ακόμη και στα κινητά τηλέφωνα μετέτρεψαν τους πάντες σε φωτογράφους και φωτορεπόρτερ. Και η πιο χαρακτηριστική στιγμή είναι όταν τον Απρίλιο του 2004 οι φρικιαστικές εικόνες από τις ιρακινές φυλακές Aμπού Γκράιμπ ανακαλύφθηκαν στην κάμερα ενός φύλακα από έναν συνάδελφό του.
Τα βασανιστήρια που είδαν το φως της δημοσιότητας προκάλεσαν κατακραυγή παγκοσμίως κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Ιράκ.
Η τέχνη της φωτογραφίας… αλλιώς
Από το 1980, ο μάστερ της οικειοποίησης Ρίτσαρντ Πρινς άρχισε να ξαναφωτογραφίζει διαφημίσεις από πακέτα τσιγάρων Μάρλμπορο, από τις οποίες αφαιρούσε το κείμενο και τις επαναπαρουσίαζε ως έργα τέχνης. Τα έργα του, τα οποία συλλέχθηκαν από μουσεία όπως τα Guggenheim, Whitney και Smithsonian, είναι ανάμεσα στα ακριβότερα για έναν καλλιτέχνη εν ζωή.
Το 2014 ξεσήκωσε οργή όταν στη γκαλερί Gagosian της Νέας Υόρκης παρουσιάστηκαν τα έργα του με τίτλο «Νέα Πορτρέτα». Εικόνες όμορφων γυναικών που πήρε από το Instagram επαναπαρουσιάστηκαν από τον Πρινς και πουλήθηκαν προς 100.000 δολάρια. Η έκθεση έθεσε το ζήτημα όχι μόνο της φωτογραφίας στην ψηφιακή εποχή, αλλά και θέματα δίκαιης χρήσης προσωπικών εικόνων για καλλιτεχνικούς και εμπορικούς σκοπούς. Ο ίδιος ο Πρινς φάνηκε να διασκεδάζει με την πολεμική που προκάλεσε.
Celebgate
Διάσημες γυναίκες ξύπνησαν σε μια νέα ψηφιακή πραγματικότητα στις 31 Αυγούστου του 2014, όταν σχεδόν 500 φωτογραφίες -συμπεριλαμβανομένων των Τζένιφερμ Λόρενς, Άμπερ Χερντ, Ολίβια Γουάιλντ- διέρρευσαν στο διαδίκτυο. Το FBI ξεκίνησε έρευνα για την υπόθεση και ένας χάκερ -από τους πολλούς που πιστεύεται ότι εμπλέκονται στην υπόθεση- ο 36χρονος Ράιαν Κόλινς καταδικάστηκε σε 18 μήνες φυλάκιση.
Οι προσωπικές εικόνες είχαν ήδη διαρρεύσει όμως και δεν υπήρχε τρόπος να σωθεί η κατάσταση. Και αυτό που επιβεβαιώθηκε ήταν το γεγονός ότι οι παλιές ιδέες περί ιδιωτικότητας και ασφάλειας αποτελούσαν πλέον παρελθόν…
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.