Ο μοντερνισμός, με την ευρύτερη έννοια της λέξης, είναι η μοντέρνα σκέψη και η πρακτική της εφαρμογή, στο πλαίσιο της νεωτερικότητας. Ο όρος περιγράφει ωστόσο και ένα πλέγμα θέσεων, αντιλήψεων και κινημάτων τα οποία εμφανίστηκαν στην τέχνη, στην πολιτική και τη φιλοσοφία από τα τέλη του 19ου αιώνα, υπό την πίεση των πρωτοφανών αλλαγών τις οποίες είχαν επιφέρει στη Δύση η νεωτερικότητα, ο καπιταλισμός και η σαρωτική τεχνολογική εξέλιξη μετά τον Διαφωτισμό, για να επικρατήσουν καθολικά μέχρι και τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο μοντερνισμός στην τέχνη υπήρξε μία αντίδραση στις συντηρητικές αξίες του ρεαλισμού. Αδιαμφισβήτητα, το πιο παραδειγματικό κίνητρο του μοντερνισμού ήταν η απόρριψη της παράδοσης και η παρωδία της, μα και η αξιοποίησή της υπό νέες οπτικές γωνίες και ερμηνείες. Ο μοντερνισμός απέρριπτε τις βεβαιότητες της διαφωτιστικής σκέψης, την έννοια ενός συμπονετικού, παντοδύναμου Θεού ως ανώτατης πηγής ηθικών αρχών, καθώς και την πεποίθηση πως μία κοινή, καθολικά αποδεκτή, αντικειμενική ερμηνεία της φυσικής και κοινωνικής πραγματικότητας είναι δυνατόν να προσεγγιστεί χάρη στην ορθολογικότητα. Αντ' αυτού, προέβαλλε τον ρόλο της υποκειμενικότητας και των πολλαπλών, αντικρουόμενων αντιλήψεων για την αλήθεια, είτε ως ποθητή και θετική είτε ως τραγική μα αναπόφευκτη πραγματικότητα, και επικροτούσε τις αντισυμβατικές τεχνοτροπίες που κατέφθασαν με την αλλαγή του αιώνα μέσω της συνεχώς εξελισσόμενης τεχνολογίας και, κατόπιν, των επιπτώσεων που είχε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος στον ψυχισμό των καλλιτεχνών. Οι παλιές, καθιερωμένες καλλιτεχνικές φόρμες αντικαταστάθηκαν από τους μοντερνιστές με νέες, εγγύτερα στον χαρακτήρα της εποχής, προκειμένου να εκφραστεί η επισφαλής θέση του ατόμου στον πολύπλοκο νεωτερικό κόσμο.
Στη φιλοσοφία και στην πολιτική, αντιθέτως, ο μοντερνισμός μετασχημάτισε κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα τα αιτήματα του Διαφωτισμού σε ριζοσπαστικά κινήματα (φιλελευθερισμός, εθνικισμός, σοσιαλισμός) με αξιώσεις αντικειμενικότητας και καθολικότητας, εμμονή με την αλλαγή και την πρόοδο και πλήρη πίστη στο δυναμικό της ορθολογικότητας και της τεχνολογικής εξέλιξης για τη βελτίωση της κοινωνίας. Παρόμοιο χαρακτήρα είχε ο μοντερνισμός και στην αρχιτεκτονική, κατ' αντιδιαστολή με τις άλλες τέχνες.
Η περίοδος μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, εν πολλοίς εξαιτίας της τρομερής εμπειρίας του τελευταίου, θεωρείται ως η κρίσιμη χρονική φάση όπου ο μοντερνισμός έπαψε σταδιακά να επικρατεί προς όφελος του αναδυόμενου μεταμοντερνισμού, τόσο στην τέχνη όσο και στη φιλοσοφία και την πολιτική.
Ο μοντερνισμός στη Λογοτεχνία
Ο Μοντερνισμός στη λογοτεχνία είναι ένα από τα καλλιτεχνικά ρεύματα της πρωτοπορίας που εμφανίζονται τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Προέκυψε σαν αντίδραση στην έως τότε επικράτηση του ρεαλισμού και του νατουραλισμού και αμφισβήτησε την ύπαρξη μιας αντικειμενικής πραγματικότητας.
Στοιχεία του Μοντερνισμού θεωρούνται η απόρριψη των κανόνων της αστικής κοινωνίας και της ρεαλιστικής τέχνης, η πλήρης καταξίωση του καλλιτέχνη και η έμφαση στην αυτοτέλεια της τέχνης. Ο Μοντερνισμός εκφράζει την αίσθηση της πολύπλοκης και ανεξιχνίαστης πραγματικότητας, την οποία και προσπαθεί να ερμηνεύσει μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον του στον ίδιο τον καλλιτέχνη, στην υποκειμενική σύλληψη της πραγματικότητας, ενώ επιμένει στην ελλειπτικότητα, στον ερμητισμό και την εξερεύνηση της συνείδησης.
Συγχρόνως, οι μοντερνιστές λογοτέχνες προέταξαν τη συναίσθηση της στιγμής και καλλιέργησαν ενσυνείδητα την επιτακτικότητα του παρόντος. Γι΄αυτό ο χρόνος και η σχέση του με τη συνείδηση αποτέλεσαν το επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους.
Παρά το γεγονός ότι η έννοια του μοντέρνου συναντάται σε αρκετές μελέτες του πολιτισμού από τα τέλη του 19ου αιώνα, ο Μοντερνισμός γίνεται ευρύτερα αποδεκτός μόλις το 1920, όταν λογοτέχνες και κριτικοί τον επιλέγουν προκειμένου να περιγράψουν έναν νέο τύπο λογοτεχνίας που εκπροσωπούσε όχι μόνο την αισθητική ανανέωση και καινοτομία, αλλά (για πολλούς) και τη σκοτεινότητα και το οριστικό διαζύγιο της ποίησης από τα κανονικά μέτρα που θέτει η κοινή αντίληψη.
Κύριοι εκφραστές του Μοντερνισμού είναι η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Ντ.Χ.Λώρενς και ο Γ.Μπ.Γέητς στην Αγγλία και την Ιρλανδία, ο Μαρσέλ Προυστ και ο Αντρέ Ζιντ στη Γαλλία, ο Τόμας Μαν, ο Ρόμπερτ Μούζιλ και ο Φραντς Κάφκα στη γερμανόφωνη Ευρώπη και ο Ίταλο Σβέβο στην Ιταλία.
Ο Μοντερνισμός του Έλιοτ
Ο Τ.Σ.Έλιοτ, που γεννήθηκε στην Αμερική και πολιτικογραφήθηκε Βρετανός το 1927 τήρησε αμφίρροπη στάση απέναντι στα ρεύματα της πρωτοπορίας. Αναγνώριζε απερίφραστα τις οφειλές του στον Ζυλ Λαφόργκ και στον Τριστάν Κορμπιέρ, ηγετικούς εκφραστές του γαλλικού Συμβολισμού, που με τον ειρωνικό αστικό χαρακτήρα και την εικονοποιία της ποίησής τους επηρέασαν τον Έλιοτ στην πρώτη ποιητική συλλογή που εξέδωσε με τον τίτλο Prufrock and Other Observations, 1917.
Την ίδια στιγμή, ο Έλιοτ, όπως και η Γουλφ, είχε συνειδητοποιήσει την ανάγκη να διοχετευτεί αυτή η ανατρεπτική δυναμική σε μια γόνιμη σχέση με τις ήδη υπάρχουσες λογοτεχνικές μορφές. Όπως υποστήριζε και στο σημαντικό του δοκίμιο "Tradition and the Individual Talent", 1920, ένας συγγραφέας είναι αδύνατο να παράγει πρωτότυπο έργο "παρεκτός κι αν ζει αυτό που δεν είναι απλώς το παρόν, αλλά η παρούσα στιγμή του παρελθόντος", αν ζει, δηλαδή, μέσα σε κείνη την κοινή κληρονομιά γνώσεων και αξιών που συνιστά την εκάστοτε κουλτούρα.
Έτσι, ο Έλιοτ κατακτώντας πρώτα την παράδοση, διαμόρφωσε μια καινούργια ποιητική γλώσσα, πολυδύναμη και πολυεπίπεδη, και επηρέασε όσο λίγοι τους συγχρόνους του και τους μεταγενέστερους. Από την αρχή αυτοκαθορίστηκε ως ένας εντελώς συνειδητός ποιητής. Γι' αυτόν, η ποίηση είναι κάτι που κατορθώνεται με τη σύγκλιση και τη συνεργία όλων των ψυχικών δυνάμεων του ποιητή, από τις πλέον ασυνείδητες ως - και κυρίως- τις πλέον συνειδητές, οι οποίες συνθέτουν το λόγο μέσω μιας διαδικασίας αποπροσωποποίησης, μετασχηματίζοντας το προσωπικό σε πανανθρώπινο και υποτάσσοντας το επικαιρικό στο διαχρονικό.
Περισσότερα φιλολογικά θέματα εδώ.