Να θάψουμε την αρχαιόπληκτη καθαρεύουσα ώστε να αναδειχθεί η δημοτική, η πραγματική γλώσσα του λαού, ήθελε ο «πατέρας» της κοινής νεοελληνικής, ο σπουδαίος γλωσσολόγος που ο ευγενής του αγώνας θα μας χάριζε τη λαλιά μας.
«Μόνον ύστερα από εσωτερικόν αγώνα, αφού βρήκα, μαζί με τη γλωσσική μου έκφραση, τον εαυτό μου, δεν άργησα να καταλάβω πως όχι μόνο δεν υπάρχει φόβος με τη δημοτική να χαλαρώσομε, ή να χάσομε ως έθνος τη γλώσσα μας, την έκφρασή μας, τον εαυτό μας, τη θρησκεία μας, παρά ίσια ίσια ότι στη δημοτική και με τη δημοτική βρίσκομε και αποκρυσταλλώνομε την αληθινή εθνική μας γλώσσα και μαζί με αυτή τον εθνισμό μας και την πραγματικά γόνιμη και ελεύθερη ένωση με όλους τους ομοεθνείς, την ιστορία μας και με τους αρχαίους», κατέληγε ο καθηγητής που καταστάλαξε γρήγορα για το ποιο πρέπει να είναι το γλωσσικό μέλλον του Νεοέλληνα.
Αν το λεγόμενο -και οξύτατο άλλοτε- «γλωσσικό ζήτημα» του τόπου μας είναι σήμερα Ιστορία, το χρωστάμε σε κάτι πρωτοπόρους σαν τον Τριανταφυλλίδη, ο οποίος τακτοποίησε τη γλώσσα προκειμένου να προκόψει ο λαός. Δύσκολα μπορούμε πλέον να κατανοήσουμε αλλά και να εκτιμήσουμε την κολοσσιαία συνεισφορά του στη λυσσαλέα γλωσσική αντιπαράθεση της χώρας μας, ένας πραγματικός πόλεμος που θα άφηνε ακόμα και θύματα (όπως στις ταραχές που ξέσπασαν με τα «Ευαγγελικά» του 1901 και τα «Ορεστειακά» του 1903).
Ο δημοτικιστής Τριανταφυλλίδης είχε να υποστεί και τη χλεύη των καθαρευουσιάνων, οι μεγαλύτεροι μυθοπλάστες των οποίων έβλεπαν την καταστροφή της γλώσσας στις ακροβασίες των δημοτικιστών. Η υποτείνουσα στη γεωμετρία θα λεγόταν τάχα «αποκατινή τεντώστρα» ή «κατωτεντώστρα» από τους δημοτικιστές, έτσι ισχυρίζονταν οι προγονόπληκτοι οπαδοί μιας γλώσσας που δεν συμβάδιζε με τα νέα ήθη που διαμορφώθηκαν στον τόπο μας στις αρχές του 20ού αιώνα.
Κι όμως, ήταν με τη «Γραμματική» του Μανόλη Τριανταφυλλίδη που θα γαλουχούνταν γενιές και γενιές Ελλήνων, ανθρώπων που έμαθαν να ομιλούνε την ελληνική από τις άοκνες προσπάθειες του γλωσσολόγου που βρέθηκε κάποια στιγμή απέναντι σε όλους. Κι αυτό γιατί η δική του γλωσσική ιδεολογία ακροβατούσε μεταξύ των προοδευτικών και των συντηρητικών, ψάχνοντας να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα.
Ο σκοπός του Τριανταφυλλίδη δεν ήταν εξάλλου πολιτικός, παρά ολότελα εκπαιδευτικός. Πίστευε πως για να έρθει η πολυπόθητη πνευματική επανάσταση στην ελληνική πραγματικότητα θα χρειαζόταν να απαλλαγεί ο λαός από την αρχαιόπληκτο γλωσσικό σχολαστικισμό, ώστε να ξεπηδήσει η δημοτική ως ζωντανή γλώσσα του λαού αλλά και ως όχημα προόδου.
Γι’ αυτό και ζητούσε να αποσυνδεθεί η εκπαίδευση από το ακανθώδες γλωσσικό ζήτημα, μπας και απαλλαγεί από τις μάχες σοσιαλιστών και φιλελευθέρων και προκόψει κάποια στιγμή η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που ευαγγελιζόταν. Τήρησε έτσι τις αποστάσεις του από τους ακραίους ψυχαρικούς δημοτικιστές, κάτι που θα του έφερνε τη σφοδρή κριτική από τους παλιούς συντρόφους του.
Η μεικτή γλώσσα του Τριανταφυλλίδη θα καθιερωνόταν τελικά ως «κοινή νεοελληνική», συμβιβάζοντας την προοδευτική προσπάθεια του Κοραή με τη δυναμική παράδοση του δημοτικισμού.
Ο πρωτοπόρος αυτός ερευνητής γλωσσολόγος και ουσιαστικός αρχιτέκτονας της γλώσσας μας πέρασε τη ζωή του με αποκλειστικό μέλημα τη γλώσσα και την παιδεία των Ελλήνων, αφιερώνοντας βίο και καριέρα στην ιδέα της προκοπής του τόπου μας…
Πρώτα χρόνια
Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης γεννιέται στις 15 Νοεμβρίου 1883 στην Αθήνα από πατέρα Μακεδόνα και μάνα Χιώτισσα. Πριν καν τελειώσει το Βαρβάκειο Γυμνάσιο τον συγκινούσαν τα γλωσσικά ζητήματα αλλά και η εκπαιδευτική αγωγή, βρίσκοντας από μικρός την κλίση του στα γράμματα.
Κι όμως, ακολουθώντας τις πατρικές επιταγές, γράφεται το 1900 στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, νιώθοντας πολύ άσχημα για την επιλογή που του επέβαλλαν. Έχει όμως σύμμαχό του τη μητέρα του, κι έτσι εγκαταλείπει γρήγορα τον κόσμο των μαθηματικών για να γραφτεί στη μεγάλη του αγάπη, τη Φιλοσοφική Σχολή.
Εκεί θα έχει την τύχη να έχει δάσκαλο τον μεγάλο μας γλωσσολόγο Γεώργιο Χατζηδάκι, ο οποίος τον μύησε στην επιστήμη της γλωσσολογίας αλλά και στις προοδευτικές τάσεις που είχαν εντωμεταξύ διατυπωθεί για τη γλώσσα του λαού. Ο Χατζηδάκις όμως δεν ήταν παρά εξαίρεση στον γενικευμένο καθαρευουσιανισμό τόσο της Φιλοσοφικής όσο και του ευρύτερου ακαδημαϊκού περιβάλλοντος.
Παρά ταύτα, ο Τριανταφυλλίδης κατασταλάζει στη δημοτικιστική ιδεολογία, της οποίας λίγο αργότερα θα γίνει ο πιο παθιασμένος κήρυκας…
Ο γλωσσολόγος που επιμένει «μαλλιαρά»
Πριν καν φύγει για περαιτέρω σπουδές στη Γερμανία, εν μέρει και για να απαλλαγεί από το ασφυκτικό πλαίσιο της αρχαιόπληκτης καθαρεύουσας, είχε εντρυφήσει στη γλωσσολογία, διαβλέποντας πως μόνο αν άλλαζε η γλώσσα του λαού και ερχόταν πιο κοντά του θα μπορούσε να αφυπνιστεί το έθνος.
Προσχωρεί λοιπόν χωρίς να χάσει χρόνο στο πολεμικό στρατόπεδο του μεγάλου δημοτικιστή Ελισαίου Γιανίδη, ο οποίος ασκεί τρομακτική επίδραση στον νεαρό επιστήμονα. Το 1905 μετακομίζει πράγματι στη Γερμανία, όχι βέβαια προτού δημοσιεύσει τον πρώτο τόμο του μνημειώδους βιβλίου του «Ξενηλασία ή ισοτέλεια;» για τα δάνεια των ξένων γλωσσών στην ελληνική. Τη νέα ελληνική πάντα!
Προσπαθώντας να κάνει το πόνημά του να διαβαστεί, το γράφει σατανικά στην «επιστημονική» καθαρεύουσα, μολονότι δεν τη πιστεύει καθόλου. Όλοι ξέρουν άλλωστε πως είναι φλογερός κήρυκας του δημοτικισμού και θεωρούν την κίνησή του στρατηγική αναδίπλωση.
Ο Τριανταφυλλίδης θα περάσει από τα πανεπιστήμια του Μονάχου και της Χαϊδελβέργης και θα ευτυχήσει ξανά να έχει καθηγητές τα μεγαλύτερα πνεύματα της φιλολογίας των αρχών του 20ού αιώνα, όπως τον περιβόητο βυζαντινολόγο και εισηγητή ουσιαστικά της βυζαντινής φιλολογίας Καρλ Κρουμπάχερ. Αφού παρακολουθήσει μαθήματα γλωσσολογίας, βυζαντινολογίας, αρχαίας φιλολογίας, φιλοσοφίας και παιδαγωγικής, το 1909 ολοκληρώνει τη διδακτορική διατριβή του, που θα βρει τον δρόμο της δημοσίευσης ως «Μελέτες για τις δάνειες λέξεις της δημώδους ελληνικής μεσαιωνικής φιλολογίας».
Ο Τριανταφυλλίδης ενδιαφερόταν πάντα για την εκπαιδευτική πολιτική, γι’ αυτό και θα βρεθεί στην Ελβετία για να παρακολουθήσει από πρώτο χέρι τις προοδευτικές μεταρρυθμίσεις που λάμβαναν χώρα στα σχολεία της. Ταυτοχρόνως, την ίδια εποχή συμβαίνει και ένα ακόμα ουσιαστικό γεγονός για τη γλώσσα των Ελλήνων, παρά το γεγονός ότι ακόμα κανείς δεν το ξέρει: ο Μανόλης γνωρίζει στο Παρίσι τον Ψυχάρη!
Η πρώτη τους επαφή, στις 10 Οκτωβρίου 1907, θέτει τα θεμέλια τόσο μιας ιδιαίτερης προσωπικής σχέσης όσο του μέλλοντος της δημοτικής. Η τελική προσαρμογή του δημοτικισμού στη νεοελληνική πραγματικότητα έχει να κάνει πολύ με τις ιδεολογικές διαμάχες των δύο αντρών, αλλά και του Αλέκου Δελμούζου και του Δημήτρη Γληνού φυσικά, ογκόλιθοι όλοι τους στη μάχη με την καθαρεύουσα.
Πριν καν επιστρέψει οριστικά στην Ελλάδα το 1912, είναι μέλος της ιδρυτικής ομάδας του σπουδαίου από κάθε άποψη Εκπαιδευτικού Ομίλου, του φιλολογικού σωματείου των δημοτικιστών. Ήδη από το 1910, ο Όμιλος μετρά στις τάξεις του λογοτέχνες, παιδαγωγούς και καθηγητές, ακόμα και πολιτευτές, και συσπειρώνει γύρω του πρωτεργάτες της «μαλλιαρής», πρόσωπα όπως ο Τριανταφυλλίδης, ο Δελμούζος, ο Καζαντζάκης, ο Καρκαβίτσας, ο Μυριβήλης, ο Τσιριμώκος, ο Παπαναστασίου, ο Δραγούμης κ.ά.
Οι πρωτοπόροι δημοτικιστές αποσκοπούσαν όχι μόνο στη σύσταση ενός πρότυπου δημοτικού σχολείου αλλά και στη συγγραφή διδακτικών βιβλίων και σχολικών βοηθημάτων στη δημοτική γλώσσα. Ο Τριανταφυλλίδης, ταγμένος παιδαγωγός, πιστεύει ακράδαντα πως μόνο αν εφαρμοστεί η «μαλλιαρή» στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση θα μπορούσε να αναμορφωθεί συνολικά η ελληνική Παιδεία.
Το 1911 εξέδωσαν πράγματι μια σειρά από διδακτικά και εκπαιδευτικά βιβλία και ο γλωσσολόγος Τριανταφυλλίδης είναι εδώ άξονας αναφοράς. Πλέον έχει επιστρέψει οριστικά στην Αθήνα, περνώντας εντωμεταξύ από Λονδίνο και Παρίσι, και γίνεται ο φυσικός αρχηγός του Εκπαιδευτικού Ομίλου, η φωτισμένη ψυχή και η παθιασμένη καρδιά του. Η πρώτη του δράση θα είναι η συνεργασία του το 1913 στο «Ιστορικό Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσης», μια προσπάθεια που είχε ξεκινήσει λίγο παλιότερα και ήθελε τώρα να αλλάξει ολότελα ο Τριανταφυλλίδης.
Εκεί θα παραμείνει ως βασικός συνεργάτης μέχρι τον Ιούνιο του 1917, όταν η κυβέρνηση Βενιζέλου απευθύνεται στον Εκπαιδευτικό Όμιλο ζητώντας τη βοήθειά του για την εφαρμογή της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Την ώρα που ο Βενιζέλος καθιερώνει με νομοθετικό διάταγμα τη «μαλλιαρή» στο δημοτικό σχολείο και γράφονται τα πρώτα αναγνωστικά στη «μαλλιαρή» (όπως τα συγκλονιστικά «Ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου), ο Τριανταφυλλίδης ορίζεται ως ένας από τους τρεις πρωταθλητές της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, αναλαμβάνοντας πλάι στον Δελμούζο τη θέση του ανώτερου επόπτη της δημοτικής εκπαίδευσης.
Τώρα όμως έχει απέναντί του όλους: τους παραδοσιακούς εχθρούς του, τους καθαρευουσιάνους και τους σχολαστικιστές δηλαδή, αλλά και τους μέχρι πρότινος συντρόφους του, οι οποίοι αποδεικνύονται ριζοσπαστικότεροι δημοτικιστές από κείνον. Σαν να μη φτάνουν αυτά, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση θα ανακοπεί βίαια το 1920, με την ήττα της κυβέρνησης Βενιζέλου δηλαδή στις εκλογές της 1 Νοεμβρίου, και ο Τριανταφυλλίδης θα πεταχτεί από τη θέση του επόπτη της εκπαιδευτικής πολιτικής. Πρόλαβε πάντως να ταξιδέψει σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες το 1920 με ειδική αποστολή στις βαλίτσες του.
Η βραχύβια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1917-1920 είναι πια παρελθόν, καθώς η νέα κυβέρνηση Γούναρη δεν έχει κανένα πρόβλημα να εισηγηθεί σε σχετική έκθεσή της «να πεταχτούν τα βιβλία έξω από τα σχολεία και να καούν στην πυρά»! Οι δημοτικιστικές απομακρύνονται τάχιστα από οποιαδήποτε θέση ευθύνης και για τρία χρόνια βασιλεύει ξανά ο καθαρευουσιανισμός στον χώρο της βασικής εκπαίδευσης…
Ο κύριος καθηγητής ξαναχτυπά
Με την αποτυχία της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης να τον βαραίνει, ο απογοητευμένος Τριανταφυλλίδης αναχωρεί για τη Γερμανία, όπου παραμένει από το 1921-1923. Επιστρέφει στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1923, όταν φτάνουν τα μαντάτα για τον διορισμό του στο Λαογραφικό Αρχείο, αν και θα παραμείνει παροπλισμένος μέχρι να ανασάνει ξανά ο εκπαιδευτικός δημοτικισμός με το κίνημα του Πλαστήρα.
Ο φωτισμένος γλωσσολόγος επανακτά την ίδια χρονιά τη θέση του ανώτερου επόπτη της δημοτικής εκπαίδευσης. Την ώρα που το ακαδημαϊκό κατεστημένο της Αθήνας τον εχθρεύεται σφόδρα, αποκαλώντας τον ούτε λίγο ούτε πολύ «εγκληματία», και του αρνείται τρεις φορές την καθηγητική θέση στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και την Παιδαγωγική Ακαδημία, ο Τριανταφυλλίδης θα βρει το νέο του σπίτι στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης.
Το 1926 γίνεται τακτικός καθηγητής στο Αριστοτέλειο, έχοντας για πρώτη φορά τη δυνατότητα να διδάξει τη δημοτική όπως εκείνος την ονειρεύεται. Απαλλαγμένος από τον άκρατο συντηρητισμό της Αθήνας, ο Τριανταφυλλίδης προωθεί πια στην πράξη την εκπαιδευτική του μεταρρύθμιση, γαλουχώντας τους νέους φιλολόγους με το ιδεώδες της λαϊκής γλώσσας.
Από τα ακαδημαϊκά του καθήκοντα θα παραιτηθεί μάλιστα μόνο το 1935, κι αυτό για να αφοσιωθεί στο σημαντικότερό του έργο, ένα πόνημα-τομή για τη γλώσσα μας, την κλασική πια «Γραμματική» του. Παραμένει πάντως ατύχημα για τον τόπο μας που αυτός ο μεγάλος παιδαγωγός μπόρεσε να διδάξει μόλις 8 χρόνια, παρά το γεγονός ότι ο ρόλος του δασκάλου ήταν το πρωταρχικό μέλημά του…
Η γραμματική που άλλαξε μια γλώσσα
Μπορεί οι δημοτικιστές να κήρυτταν φλογερά τη «μαλλιαρή», η νέα γλώσσα δεν είχε όμως συντακτικούς και γραμματικούς κανόνες! Αυτό παρατήρησε έντρομος ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης προσυπογράφοντας το έργο της ζωής του. Τη σύνταξη της γραμματικής της κοινής νεοελληνικής δηλαδή, συμπληρωμένης αναγκαστικά με μερικούς λόγιους τύπους για να καταλαγιάσουν οι πολεμικές αντιδράσεις.
Ο καθηγητής είχε ήδη έτοιμη (από το 1934) την «Ιστορική Εισαγωγή» του, τα θεμέλια πάνω στα οποία θα στηριζόταν η «Νεοελληνική Γραμματική». Ο Μεταξάς συγκροτεί μια επιτροπή τον Δεκέμβριο του 1938 για την οριστική διατύπωση της γραμματικής της δημοτικής, στο πλαίσιο του καθεστώτος της 4ης Ιουλίου, και τοποθετεί πρόεδρό της τον Τριανταφυλλίδη, ξέροντας πως ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για τη δουλειά, μιας και ήταν μετριοπαθής δημοτικιστής και απέφευγε τις γλωσσικές ακρότητες των ριζοσπαστικότερων «μαλλιαρών».
Ο Τριανταφυλλίδης, παραμερίζοντας κάθε άλλη δραστηριότητά του, πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά, καθώς δεν ήθελε να χαθεί η ιστορική ευκαιρία να καθιερωθεί η δημοτική γραμματική στα επίσημα κρατικά πράγματα.
Και πράγματι η «Νεοελληνική Γραμματική» του, που εκδόθηκε το 1941, πατάει γερά πάνω στη λαϊκή γλώσσα, δεν απορρίπτει ωστόσο ένα είδος λεξιλογίου που αντλούσε την ύπαρξή του από την καθαρεύουσα, μια διαμορφωμένη γλωσσική πραγματικότητα που ακόμα και ο Τριανταφυλλίδης παραδέχεται πως δεν μπορείς ουσιαστικά να την αγνοήσεις.
Ήταν μια συμβιβαστική γραμματική, αναμφίβολα, στα χνάρια της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1917-1920, καθώς ο φωτισμένος δημοτικιστής ήξερε πως μόνο έτσι θα περνούσε το πόνημά του. Γι’ αυτό και παραδέχεται δαιμονίως πως τον τελευταίο λόγο στο θέμα της γραμματικής δεν θα την είχαν οι καθηγητές και οι φιλόλογοι, παρά η περαιτέρω καλλιέργεια της δημοτικής. Και, εκ του αποτελέσματος, είχε ξανά δίκιο.
Όταν κυκλοφόρησε το έργο που άλλαξε την πορεία της γλώσσας μας, ο θριαμβευτής Τριανταφυλλίδης δεν καταλάγιασε στο βάθρο του. Τουναντίον! Έγραψε πολύ, μίλησε ακόμα περισσότερο και άφησε μεγάλη κληρονομιά τόσο στον τομέα της γλωσσικής έρευνας όσο και στη διαφώτιση κοινού και επιστημόνων για τα νέα γλωσσικά ήθη.
Το 1945 ταξιδεύει στην Αίγυπτο, όπου παραμένει για ένα τρίμηνο μελετώντας τα εκπαιδευτικά πράγματα του εκεί απόδημου ελληνισμού, μιας και η ομογένεια τον απασχολούσε πολύ τόσο ερευνητικά όσο και εκπαιδευτικά. Αυτός ενδιαφέρθηκε εξάλλου για τη συστηματική διδασκαλία της νεοελληνικής σε ομογενείς και ξενόγλωσσους, για τη μετάβαση δηλαδή από τη διδασκαλία της ελληνικής ως μητρικής γλώσσας στη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης ή ξένης γλώσσας.
Ο μεγάλος παιδαγωγός εγκαινιάζει το 1946 τη Νεοελληνική Βιβλιοθήκη του και το 1949, εν μέσω εμφυλίου πολέμου, εκδίδει τη «Μικρή Νεοελληνική Γραμματική», που είναι η επιτομή της μεγάλης κρατικής «Γραμματικής». Το 1950 συμπληρώνει τη Νεοελληνική του Βιβλιοθήκη με βοηθήματα για την υποδειγματική διδασκαλία της νέας ελληνικής γλώσσας. Από το 1953 μέχρι και τον θάνατό του, ασχολείται πια συστηματικά με τη συγγραφή μιας γενικής επισκόπησης του ελληνικού γλωσσικού ζητήματος («Δημοτικισμός και Αντίδραση»).
Το 1949 υποβάλλει μια νέα υποψηφιότητα για την έδρα της γλωσσολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δεν είναι αφελής, είναι απλώς μια κίνηση στρατηγικής, καθώς ήξερε πόσο τον εχθρεύονταν οι καθηγητάδες της Αθήνας. Για άλλη μια φορά, τον αποκαλούν «εγκληματία» και «θορυβοποιό», κι αυτό γιατί «παρέσυρε εις τον κρημνόν την εκπαίδευσιν της πατρίδος του»! Η Ακαδημία αποφασίζει μάλιστα να αφήσει κενή την έδρα της γλωσσολογίας ως αντίδραση στην υποψηφιότητά του!
Πριν φύγει από τον κόσμο ως φωτεινός εκλαϊκευτής και ακόμα φωτεινότερος διδάσκαλος, άφησε όλη του την περιουσία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, ώστε να δημιουργηθεί το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής, το οποίο συνέχισε τη βαριά κληρονομιά του με σοβαρό εκπαιδευτικό και επιμορφωτικό έργο. Δίκαια το ίδρυμα πήρε αργότερα την πρόσθετη προσωνυμία Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.
Το πρώτο έργο που ανέλαβε μάλιστα το διοικητικό συμβούλιο του Ινστιτούτου, αμέσως μετά τη σύστασή του το 1959, ήταν η δημοσίευση των «Απάντων» του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, όπως ακριβώς το είχε ζητήσει ο ίδιος στη διαθήκη του. Τα «Άπαντά» του εκδόθηκαν από το 1960-1969 σε εννέα τόμους (οκτώ τόμους με εργασίες και έναν με το ευρετήριο) και περιλαμβάνουν ό,τι έγραψε ποτέ ο μεγάλος γλωσσολόγος σε βιβλία, περιοδικά και συλλογικά έργα. Όσο για την ογκώδη βιβλιοθήκη του, την άφησε στο Σπουδαστήριο Γλωσσολογίας.
Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης έφυγε από τον κόσμο στις 20 Απριλίου 1959 έχοντας βάλει τις ίδιες τις βάσεις για την ελληνική που μιλάμε στα χρόνια μας. Αν και θα έπρεπε να έρθει η Μεταπολίτευση στα πράγματα, μετά τα καθαρευουσιάνικα χουντικά καμώματα με τη γλώσσα και την Παιδεία, ώστε να αποφασίσει η πολιτεία να αναγνωρίσει οριστικά τη δημοτική.
Ο Τριανταφυλλίδης γράφει στη διαθήκη του: «Προτίμησα να διαθέσω όσο γίνεται περισσότερα από τη μικρή μου περιουσία για να εξακολουθήσει και ύστερα από μένα το έργο της μεθοδικής καλλιέργειας της εθνικής μας γλώσσας, έργο που του αφιέρωσα ζώντας όλες τις δυνάμεις και την αγάπη μου, αλλά που χρειάζεται, για να συμπληρωθεί, πολλές ακόμα και δαπανηρές προσπάθειες πολλών εργατών του πνεύματος ύστερα από εμένα. Θέλω να ωφεληθούν κάπως από την περιουσία μου τα Ελληνόπουλα, γιατί αυτά βασανίζονται και ζημιώνουν από τη γλωσσική ακαταστασία που βασιλεύει στην παιδεία και τη ζωή μας».
Αυτός ήταν ο «πατέρας» της κοινής νεοελληνικής, της τρίτης γλώσσας του λαού μας -κατά τον Τριανταφυλλίδη πάντα- μετά την ελληνιστική και τη μεσαιωνική. Κι αν οι γλώσσες δεν έχουν γεννήτορες, όπως υποστηρίζεται συχνά, ο Τριανταφυλλίδης είναι ο βασικός καλουπατζής των γλωσσικών προτύπων πάνω στα οποία θα πατούσε η ελληνική λαλιά μας…
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.