Ομιλία στη διημερίδα για τη λογοτεχνία από την Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων στις 23 και 24 Σεπτεμβρίου 2016.
Κριτικοί και λογοτέχνες
Μιλώντας για μαρξισμό και λογοτεχνία ανοίγει ένα ευρύτατο πεδίο ερμηνειών και αναγκαστικά θα οριοθετήσουμε το θέμα. Μαρξιστές ερευνητές και κριτικοί έχουν ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Μαρξιστές συγγραφείς έχουν γράψει ποιήματα, μυθιστορήματα, διηγήματα. Τι ξεχωρίζει τους μαρξιστές από τους μη μαρξιστές και στις δύο περιπτώσεις; Στην περίπτωση των κριτικών είναι σχετικά σαφής η διαχωριστική γραμμή: οι μαρξιστές διαθέτουν ένα εργαλείο ανάλυσης που αποκαλύπτει με σαφήνεια τη συνάρτηση κοινωνίας και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Λαμβάνουν στην κρίση τους υπόψη τις αιτίες που δημιουργούν τα λογοτεχνικά ρεύματα και δεν μένουν απλώς στην περιγραφή των φαινομένων που είναι το αποτέλεσμα. Με την έννοια αυτή, υπάρχουν κριτικοί που λειτουργούν μαρξιστικά χωρίς να το έχουν συνειδητοποιήσει, αλλά υπάρχουν και αρκετές περιπτώσεις μικτές. Εδώ είναι και η δυσκολία με το θέμα μας: δεν μπορούμε να τραβήξουμε αυστηρές διαχωριστικές γραμμές.
Ακόμα πιο δύσκολα γίνονται τα πράγματα, όταν μιλάμε για μαρξιστές λογοτέχνες. Η λογοτεχνία είναι πολυσύνθετο κοινωνικό φαινόμενο που δεν έχει παρά να κερδίσει, αν οι δημιουργοί της αντιλαμβάνονται το μαρξισμό σαν τη δημιουργική σύνθεση των γνώσεων της ανθρωπότητας ως αναγκαία πηγή, αν συνειδητοποιήσουν στον ένα ή στον άλλο βαθμό ότι η καπιταλιστική κοινωνία έχει δημιουργήσει μια βαθιά ρήξη ανάμεσα στο βιβλίο και την πραγματική ζωή, ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη.
Τι εννοούμε, όμως, όταν λέμε μαρξιστή λογοτέχνη; Δεν στενεύουμε τον όρο λέγοντας ότι είναι αυτός που γράφει με παραγγελία από το κομμουνιστικό κόμμα με σοσιαλιστικό προσανατολισμό. Η μαρξιστική επίδραση στο λογοτέχνη δεν περιορίζεται καθόλου σε μια άμεσα αντιληπτή υιοθέτηση της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας εκ μέρους του συγγραφέα, όταν για παράδειγμα δείχνει απροκάλυπτα στα έργα του ότι είναι υπέρ της σοσιαλιστικής ή της κομμουνιστικής κοινωνίας (αν και δεν είναι μεμπτό) και το εκφράζει άμεσα και ρητά. Άλλωστε, ο Φ. Ένγκελς, σε ένα γράμμα (26 Νοεμβρίου 1885) προς τη συγγραφέα Μίννα Κάουτσκι, μιλώντας για το θέμα των τάσεων (Tendenzen) μέσα στο μυθιστόρημα δηλώνει ότι δεν είναι καθόλου κακό να υπάρχουν συγκεκριμένες πολιτικές τάσεις και να φαίνονται οι πεποιθήσεις του συγγραφέα στα λογοτεχνικά έργα: «Δεν είμαι καθόλου εναντίον της ποίησης με στόχο καθεαυτής. Και ο Αισχύλος, ο πατέρας της τραγωδίας, και ο Αριστοφάνης, ο πατέρας της κωμωδίας, ήταν ποιητές με έντονη συγκεκριμένη τάση. Ο Δάντης και ο Θερβάντες όχι λιγότερο και το καλύτερο που μπορούμε να πούμε για το «Ίντριγκα και αγάπη» του Σίλλερ είναι ότι αντιπροσωπεύει το πρώτο γερμανικό πολιτικό δράμα. Όλοι οι σύγχρονοι Ρώσοι και Νορβηγοί που παράγουν εξαιρετικά μυθιστορήματα, γράφουν με κάποιο στόχο. Νομίζω, ωστόσο, ότι η λύση του προβλήματος πρέπει να φανερωθεί από τις ίδιες τις συνθήκες και τη δράση, χωρίς να επισημανθεί ρητώς και ότι ο συγγραφέας δεν είναι υποχρεωμένος να σερβίρει στον αναγνώστη σε ένα πιάτο τη μελλοντική ιστορική λύση των κοινωνικών συγκρούσεων που περιγράφει. Πρέπει εδώ να προσθέσουμε ότι κάτω από τις δικές μας συνθήκες, τα μυθιστορήματα απευθύνονται κυρίως σε αναγνώστες από αστικούς κύκλους, δηλαδή κύκλους που δεν είναι άμεσα δικοί μας. Επομένως, κατά τη γνώμη μου, το μυθιστόρημα του σοσιαλιστικού προβλήματος εκτελεί πλήρως την αποστολή του, αν με την πιστή απόδοση των πραγματικών σχέσεων ξαποστέλνει τις κυρίαρχες συμβατικές ψευδαισθήσεις που αφορούν τις σχέσεις αυτές, κλονίζοντας την αισιοδοξία του αστικού κόσμου και σπέρνοντας αναπόφευκτα αμφιβολίες σ’ ο, τι αφορά την αιώνια ισχύ του υπαρκτού χωρίς το ίδιο το μυθιστόρημα να προσφέρει μια άμεση λύση του εν λόγω προβλήματος ακόμα και χωρίς να πάει που και που επιδεικτικά με το μέρος κανενός».
Τα λόγια αυτά έχουν επιβεβαιωθεί σε όλη την ιστορία με πολλά έργα, ακόμα και συντηρητικών συγγραφέων, που παρ’ όλες τις κοινωνικές απόψεις του δημιουργού τους, μιλούν προοδευτικά, γιατί απλώς λένε κοινωνικές αλήθειες αφυπνίζοντας συνειδήσεις. Επίσης σημαντική είναι η διαπίστωση ότι η απήχηση/επίδραση ενός λογοτεχνικού έργου εξαρτάται από την κατάσταση της κοινωνίας, τις συνθήκες. Ένα έργο μπορεί να μη μιλάει ή να μιλάει παρά πολύ ανάλογα με τις ανάγκες και τις προσλαμβάνουσες της κοινωνίας της στιγμής, αλλά μπορεί και να μιλάει, εφόσον αγγίζει τα πιο βαθιά ανθρώπινα συναισθήματα ή τα αιώνια πρότυπα ανθρωπίνων συμπεριφορών, τουλάχιστον σε ταξικές κοινωνίες, είτε δουλοκτητικές, είτε φεουδαρχικές, είτε καπιταλιστικές. Εδώ θέματα εξουσίας, διαφθοράς, προδοσίας, αλλά και ηρωικής αντίστασης μπορούν να κρατήσουν την ισχύ τους στα έργα όσο το εκμεταλλευτικό σύστημα εξακολουθεί να υπάρχει. Μήπως τα ονόματα που ανάφερε ο Ένγκελς δεν έμειναν στην ιστορία, δεν κράτησαν μέχρι σήμερα την αξία τους και γι αυτό ονομάζονται κλασικά τα έργα αυτά; Κι όμως, δεν ήταν μαρξιστές.
«Όσο περισσότερο οι απόψεις του συγγραφέα μένουν κρυμμένες, τόσο το καλύτερο για το έργο τέχνης»
Σε ένα άλλο γράμμα, στην Μάργκαρετ Χάρκνες (αρχές Απριλίου 1888) ο Ένγκελς θα επανέρθει στο θέμα με αφορμή ένα μυθιστόρημα που είχε γράψει η Χάρκνες δίνοντάς της τα συγχαρητήρια, αλλά παρατηρώντας ότι στο μυθιστόρημά της η εργατική τάξη είναι μια παθητική μάζα, ανίκανη να βοηθήσει τον εαυτό της και ούτε κάνοντας προσπάθεια να βοηθήσει τον εαυτό της. Όλες οι προσπάθειες να βγάλουν την εργατιά από τη μιζέρια της, έρχονται απ’ έξω ή από πάνω: «Αν η περιγραφή αυτή ήταν σωστή στα 1800 ή 1810, στις μέρες του Σεν-Σιμόν και Ρόμπερτ Όουεν, δεν μπορεί να φαίνεται σωστή το 1887 σε έναν άνθρωπο που για σχεδόν πενήντα χρόνια είχε την τιμή να συμμετέχει στους περισσότερους αγώνες του μαχόμενου προλεταριάτου. Η εξεγερσιακή αντίδραση της εργατικής τάξης ενάντια στον καταπιεστικό μηχανισμό γύρω της, οι προσπάθειές της –σπασμωδικές, ημι-συνειδητές ή συνειδητές – για να επανακτήσει την ύπαρξή της ως ανθρώπινα όντα, είναι μέρος της ιστορίας και γι αυτό πρέπει να διεκδικήσει μια θέση στον τομέα του ρεαλισμού».
Για να συνεχίσει απευθυνόμενος στη Χάρκνες: «Μακριά μου να σε μεμφθώ που δεν έγραψες ένα καθαρό σοσιαλιστικό μυθιστόρημα, ένα «Tendenzroman», όπως το ονομάζουμε εμείς οι Γερμανοί, για να δοξαστούν οι κοινωνικές και πολιτικές απόψεις των συγγραφέων. Δεν το εννοώ καθόλου αυτό. Όσο περισσότερο οι γνώμες του συγγραφέα παραμένουν κρυμμένες, τόσο το καλύτερο για το έργο τέχνης. Ο ρεαλισμός που υπαινίσσομαι μπορεί να ξετρυπώσει ακόμα και σε πείσμα των απόψεων του συγγραφέα (η υπογράμμιση δική μου, Α.Ι.). Να δώσωένα παράδειγμα». Και στη συνέχεια ο Ένγκελς αναφέρεται στον Γάλλο Ονορέ ντε Μπαλζάκ, που τον θεωρεί πολύ μεγαλύτερο μάστορα του ρεαλισμού από τους Ζολά του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Ο Μπαλζάκ ήταν βασιλόφρων, «το μεγάλο του έργο είναι μια αδιάκοπη ελεγεία στην ανεπανόρθωτη παρακμή της καλής κοινωνίας. Όλη η συμπάθειά του πάει στην τάξη που είναι καταδικασμένη να σβήσει. Παρ’ όλα αυτά, όμως, η σάτιρά του δεν είναι ποτέ πιο οξεία, η ειρωνεία του ποτέ πιο πικρή παρά όταν βάζει σε κίνηση ακριβώς τους άντρες και τις γυναίκες τους οποίους συμπαθεί βαθύτατα – τους ευγενείς. Και οι μόνοι άντρες για τους οποίους μιλάει με απροκάλυπτο θαυμασμό, είναι οι χειρότεροί του πολιτικοί ανταγωνιστές, […], οι άντρες που εκείνη την εποχή (1830-1836), ήταν πράγματι οι εκπρόσωποι των λαϊκών μαζών. Το ότι επομένως, ο Μπαλζάκ ήταν αναγκασμένος να πάει κόντρα στις δικές του ταξικές συμπάθειες και πολιτικές προκαταλήψεις, το ότι είδε την αναγκαιότητα της καθόδου των αγαπημένων του ευγενών και τους περίγραψε σαν ανθρώπους που δεν άξιζαν καλύτερη μοίρα και το ότι είδε τους πραγματικούς ανθρώπους του μέλλοντος μόνο εκεί που, προς το παρόν, μπορούσες να τους βρεις – αυτό θεωρώ έναν εκ των μεγαλύτερων θριάμβων του Ρεαλισμού και ένα εκ των μεγαλύτερων χαρακτηριστικών του γέρου Μπαλζάκ».
Ήταν εκτενή τα αποσπάσματα που διάλεξα, γιατί δίνουν ένα εξαιρετικό παράδειγμα μαρξιστικής, δηλαδή διαλεκτικής, ιστορικής υλιστικής προσέγγισης. Είναι πολλά τα παραδείγματα συγγραφέων που οι ίδιοι όντες συντηρητικοί ή ακόμα και αντιδραστικοί, μιλούν προοδευτικά με τα έργα τους κάνοντας μια αληθινή ανατομία της κοινωνίας της εποχής τους. Δηλαδή, η προοδευτικότητα αναβλύζει από τα δρώμενα, γιατί, απλώς, οι καταστάσεις που περιγράφονται, είναι αληθινές και αφυπνίζουν χωρίς να καθοδηγούν. Οι απόψεις του Μπαλζάκ, βέβαια, δεν έμειναν κρυμμένες, αλλά η ατάκα αυτή του Ένγκελς αφορά το ρητό διδακτισμό μέσα από τη λογοτεχνία, τον οποίο σαφώς απορρίπτει. Ούτε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, αργότερα, με το διδακτικό του θέατρο, δεν εννοούσε το κατ’ ευθείαν μάθημα πάνω στη σανίδα, αλλά μέσα από την παρεμβατική σκέψη του θεατή. Άλλωστε, το θέμα της ρητής και άμεσης πολιτικοποίησης λογοτεχνικών έργων έχει δώσει αφορμή σε σφοδρές αντιπαραθέσεις με την άποψη κατά πόσο ένα λογοτεχνικό έργο χάνει λογοτεχνικότητα τη στιγμή που στρατεύεται σε ένα άμεσο κοινωνικό ή/και πολιτικό σκοπό.Δηλαδή, η διαμάχη γύρω από το επίκαιρο και το διαχρονικό στη λογοτεχνία. Φυσικά, τα παραδείγματα της μαρξιστικής μεθόδου στους ίδιους τους ιδρυτές του, είναι πολλά. Αρκετά σκορπισμένα στα έργα τους βρίσκουμε πολλές αναλύσεις για τον τομέα της τέχνης και της κουλτούρας γενικότερα.
Επομένως, μιλώντας για μαρξισμό και λογοτεχνία εννοούμε τον ελάχιστο βαθμό αντανάκλασης των κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών και αντιθέσεων στα λογοτεχνικά έργα, είτε συνειδητά και σκόπιμα, είτε ασυνείδητα «ξεπηδώντας» από το ίδιο το έργο. Μ’ αυτή την έννοια θα μπορούσαμε κατά κάποιο τρόπο να πούμε ότι ο μαρξισμός στη λογοτεχνία υπήρχε πριν από το Μαρξ, ο ιστορικός υλισμός υπήρχε πριν προσδιοριστεί επιστημονικά ως τέτοιος. Η λογοτεχνική πράξη απόκτησε – κι αυτή – με το μαρξισμό την επιστημονική θεωρία της. Πολύ πριν απ’ αυτό, η θεωρία αυτή ετοιμαζόταν να γεννηθεί περνώντας από διάφορα ανολοκλήρωτα στάδια του ανθρώπινου στοχασμού. Σε πολλά έργα στη διάρκεια των αιώνων οι κοινωνικές αντιθέσεις αντικατοπτρίζονταν είτε με τη μορφή μιας απλής «παθητικής» περιγραφικής αντανάκλασης – που κι αυτή από μόνη της μπορεί να συμβάλει στη συνειδητοποίηση κάποιων καταστάσεων ή και να αποτελέσει ένα «κατηγορώ» – είτε με τη μορφή της ανατομίας της κοινωνίας εκ μέρους του συγγραφέα ενδεχομένως με μια ρητή ή και συγκαλυμμένη πρόταση αλλαγής ή το λιγότερο με μια υπόδειξη/πρόταση της κατεύθυνσης διεξόδου.
Επίσης, σε πολλά έργα του παρελθόντος που έχουν γραφεί σε εποχές περάσματος από ένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα σ’ ένα άλλο, η διαδικασία της πάλης του παλιού με το καινούργιο βρίσκει την αντανάκλασή της σε λογοτεχνικά έργα (πχ Αισχύλος στο μεταίχμιο της μητριαρχίας προς την πατριαρχία της ατομικής ιδιοκτησίας, ο Σαίξπηρ, ο Θερβάντες στο μεταίχμιο από τη φεουδαρχία προς τον καπιταλισμό). Γι αυτό το λόγο τα έργα αυτά αποκτούν μια κοσμογονική διάσταση χωρίς να είναι δοσμένο ότι ο συγγραφέας τη δίνει συνειδητά ή ότι απλώς καταγράφει αυτό που συμβαίνει.
Η ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ
Από την εποχή του Μαρξ η διαλεκτική μέθοδος ενώνεται με τον ιστορικό υλισμό και αυτή η εξέλιξη, αποτέλεσμα ενός καινούργιου μεταιχμίου – αυτή τη φορά από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό – αντανακλάται σε πολλά έργα της εποχής. Η μαρξιστική ανάλυση εμφανίζεται πιο ολοκληρωμένα και στα λογοτεχνικά έργα. Δηλαδή στην ανάπτυξη του περιεχομένου, αλλά και στην κριτική της λογοτεχνίας. Έχουμε μπει πλέον σε μια ιστορική περίοδο στην οποία παίρνει σάρκα και οστά η ιδέα του περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό/κομμουνισμό και σε πολλά έργα συναντούμε – είτε με μια μορφή πιο εσωτερική, πιο συγκαλυμμένη, είτε με μια μορφή άμεση και ξεκάθαρη – την ταξική πάλη ανάμεσα στις δύο βασικές τάξεις του αναπτυγμένου και όλο και πιο εδραιωμένου καπιταλισμού αποκρυσταλλωμένη πια: την αστική και την εργατική. Η εργατική τάξη εμφανίζεται στη λογοτεχνία όχι πια σαν παθητική και πάσχουσα ανώνυμη μάζα, αλλά παίρνει μια ενεργή θέση στο ιστορικό γίγνεσθαι.
Ο Γκέοργκ Λούκατς στο έργο του «Το ιστορικό μυθιστόρημα» (1965) θα πει σχετικά με την εξέλιξη αυτή και μιλώντας για την περίοδο μετά το 1848: «Η διαίρεση του κάθε λαού σε «δύο έθνη» συντελέστηκε επίσης – τουλάχιστον σαν τάση – στον ιδεολογικό τομέα. Οι ταξικοί αγώνες του πρώτου μισού του 19ου αιώνα οδήγησαν ήδη στις παραμονές της Επανάστασης του 1848, στην επιστημονική διαμόρφωση του μαρξισμού. Σ’ αυτή περιλαμβάνονται όλες οι προοδευτικές απόψεις σχετικά με την ιστορία σε μια μορφή «ξεπερασμένη», δηλαδή με την τριπλή χεγκελιανή έννοια της λέξης: δεν έχουν μόνο κριτικαριστεί και ακυρωθεί, αλλά επίσης διατηρηθεί και ανεβαστεί σ’ ένα ανώτερο επίπεδο….
Το κεντρικό πρόβλημα με αφορμή του οποίου εκδηλώνεται πια η αλλαγή στάσης απέναντι στην ιστορία είναι το πρόβλημα της προόδου. Είδαμε ότι οι συγγραφείς και οι πιο αξιοσημείωτοι στοχαστές της περιόδου πριν από το 1848 είχαν κάνει το πιο σημαντικό βήμα μπροστά δίνοντας στην ιδέα της προόδου μια ιστορική διατύπωση: προχώρησαν μέχρι την αντίληψη του αντιφατικού χαρακτήρα της ανθρώπινης προόδου, έστω μονάχα κατά τρόπο σχετικά σωστό και ποτέ ολοκληρωμένο. Ωστόσο, τα γεγονότα της ταξικής πάλης έδειξαν στους ιδεολόγους της αστικής τάξης το μέλλον της κοινωνίας τους και μάλιστα με μια τόσο απειλητική προοπτική, ώστε να εξαφανιστεί πλέον, αναγκαστικά, το αμερόληπτο πνεύμα στις διερευνήσεις τους, χάρη στο οποίο οι αντιφάσεις της προόδου είχαν ανακαλυφθεί και εκφραστεί». (G. Loukacs, Το ιστορικό μυθιστόρημα, γαλλική έκδοση, σελ. 193-194).
Η απειλητική προοπτική και ποιοι την εκφράζουν
Έτσι, λοιπόν, η ιδεολογική σχολή της αστικής τάξης αρχίζει να κρύβει την πραγματική εξέλιξη της ιστορίας, την απειλητική γι αυτήν προοπτική της, γιατί αυτή δείχνει στην κατεύθυνση του ιστορικού της αφανισμού σαν κυρίαρχη τάξη και αυτό είναι κάτι που από δω και πέρα θέλει να το κρύψει με κάθε τρόπο, και μέσα από την τέχνη. Το ίδιο θα διαπιστώσει και ο Γκεόργκι Πλεχάνοφ στο δοκίμιό του Το προλεταριακό κίνημα και η αστική τέχνη (στο Selected Philosophical Works, τόμος V, σελ. 400): «Ήταν κάποτε μια εποχή που οι πάνω τάξεις, για τις οποίες η τέχνη υπάρχει ως επί το πλείστο στην «πολιτισμένη» κοινωνία, προχωρούσαν μπροστά και δεν τους τρόμαζε η ιδεολογία, αλλά, εντελώς το αντίθετο, τους προσέλκυε. Όμως, σήμερα, οι τάξεις αυτές στην καλύτερη περίπτωση είναι στάσιμες και γι αυτό η ιδεολογία είναι είτε πολύ αχρείαστη γι αυτές, είτε τη χρειάζονται μόνο σε ελάχιστες δόσεις και γι αυτό το λόγο και η διαμαρτυρία τους ενάντια στην έλλειψη ιδεολογίας, μια διαμαρτυρία που είναι αναπόφευκτη για τον απλό λόγο ότι η τέχνη δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ιδέα, δεν οδηγεί παρά σε ένα αφηρημένο και χαοτικό συμβολισμό». (Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Πράβδα» το Νοέμβρη του 1905).
Η ταξική πάλη λοιπόν, σύμφωνα με τα λόγια του Λούκατς, με την «απειλητική προοπτική» για την αστική τάξη, ανέδειξε στον 20ο αιώνα μια μεγάλη γενιά συγγραφέων παγκοσμίως, που με την τέχνη τους έδιναν αισθητική έκφραση στα ιδανικά των σκληρών λαϊκών αγώνων ενθαρρύνοντας, συνοδεύοντας, εμψυχώνοντας, ακόμα και καθοδηγώντας την ταξική πάλη στο επίπεδο της συνείδησης. Σε πολλούς συγγραφείς η μαρξιστική αντίληψη γίνεται συνειδητό υπόβαθρο της γραφής τους και μ’ αυτή την έννοια ιδιοποιούνται δημιουργικά το καινούργιο ιστορικό περιβάλλον το οποίο επεξεργάζονται στην νέα ιστορική κατεύθυνση με πυξίδα την ανατροπή του βιωμένου εκμεταλλευτικού συστήματος και τη δημιουργία – μέσω της συνειδητής πλέον διαμόρφωσης του ιστορικού γίγνεσθαι – μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας με απώτερο σκοπό την αταξική κοινωνία.
Η μέθοδος της εξουδετέρωσης
Άρα, το αστικό/καπιταλιστικό κατεστημένο έπρεπε να καταπολεμήσει, να κάνει να σιγήσει ή να απονευρώσει τις φωνές αυτές που συγκεκριμενοποίησαν την «απειλητική προοπτική» του αφανισμού του ως τάξη. Αρχικά απειλούσαν με εξόντωση (φυλακές, διωγμοί, βασανιστήρια, εξορίες) αυτή τη μεγάλη γενιά συγγραφέων/διανοουμένων για πολλές δεκαετίες του 20ουαιώνα – και μάλιστα με ιδιαίτερο μένος στην Ελλάδα – αλλά αιώνα βρήκαν προς το τέλος του μια άλλη μέθοδο, όχι τόσο βίαιη, αλλά αποτελεσματικότερη. Αυτή την τάση τη βιώνουμε σήμερα σε ακραίο βαθμό, εδώ και τρεις δεκαετίες, περίπου. Είναι η αποσιώπηση ή η απονεύρωση των κομμουνιστών ή γενικότερα των προοδευτικών συγγραφέων του ταραχώδους 20ου αιώνα, που διαπιστώνουμε σαν σταθερή γραμμή, ώστε τα κάποτε ειδοποιά τους ιστορικά μηνύματα για τον νομοτελειακό αφανισμό της παλαιάς τάξης να μην ακούγονται, να εξουδετερώνονται ή να πλαστογραφούνται. Αντιθέτως, κρατάνε εκείνους τους συγγραφείς/στοχαστές/διανοητές και εκείνα τα έργα που θεωρούνται ακίνδυνοι/α επειδή τα μηνύματά τους μπορούν να επικεντρωθούν σε αυτό που λέμε «γενικά ανθρώπινο» ή/και βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση από τη σύγχρονη εποχή , ώστε η αφυπνιστική τους δύναμη να μη θέτει σε κίνδυνο το σύγχρονο καπιταλιστικό σύστημα (αρχαίοι, Ευρωπαίοι κλασικοί κλπ), αλλά ακόμα από αυτά γίνεται προσπάθεια να βγάλουν τις αιχμηρές άκρες, τα κοινωνικά τους μηνύματα και ερμηνεύονται κάτω από το πρίσμα του «γενικού ανθρωπισμού». Η από-ιδεολογικοποίηση –σύνθημα ιδιαίτερα τονισμένο από τη δεκαετία του ’90 του περασμένου αιώνα και όχι τυχαία- που είναι συχνά μια συγκαλυμμένη αποκομμουνιστικοποίηση σε πολλές περιπτώσεις, είναι στην πρώτη γραμμή, καθώς και ο τονισμός γενικότερων ανθρώπινων παθών όλων των καιρών και εποχών και η στενή ομφαλοσκόπηση σε επιμέρους φέτες της καθημερινής μας ζωής καταγράφοντας και όχι ανατρέποντας. Ακόμα και τις πιο ισχυρές φωνές, σαν του Μαρξ, Μπρεχτ, Γκόρκι, Λόρκα, Ρίτσου, Βάρναλη και άλλων, τις κάνουν ερμηνευτικές της πραγματικότητας και όχι ανατρεπτικές και αν είναι δύσκολο αυτό, γιατί το έργο τους δεν δίνει λαβές για κάτι τέτοιο, τότε αποσιωπάται μέρος του έργου τους, ή/και ολόκληρο το έργο. Η αστική τάξη πατάει φρένο στην ιστορική εξέλιξη και θέλει να κάνει σύμμαχο σε αυτή την αντιδραστική προσπάθεια τη λαϊκή μάζα, ώστε να γίνει ξανά παθητική, «νεκρό βάρος» της ιστορίας, με τα λόγια του Ιταλού κομμουνιστή διανοητή Αντόνιο Γκράμσι. Όπως κάποτε παλαιότερα.
ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΙΔΑΝΙΚΟ
Η λογοτεχνία σαν πηγή γνώσης της πραγματικότητας
Με την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και την έντονη επίδρασή της στο παγκόσμιο λογοτεχνικό γίγνεσθαι προστίθεται και μια καινούργια διάσταση: εμφανίζεται στο λογοτεχνικό προσκήνιο και ο οργανωμένος ή μη κομμουνιστής λογοτέχνης με την ίδρυση κομμουνιστικών κομμάτων και μαζί με αυτό και η συζήτηση γύρω από το «τί πρέπει να είναι ο κομμουνιστής/σοσιαλιστής καλλιτεχνικός δημιουργός, ο κομμουνιστής/σοσιαλιστής συγγραφέας», «πώς γράφεται και τί είναι το λογοτεχνικό έργο με σοσιαλιστικό προσανατολισμό», κλπ. Για πρώτη φορά στην ιστορία εμφανίζεται μια τέτοια συζήτηση. Έτσι ο Ναζίμ Χικμέτ θα πει: «Θυμάμαι πάντα μια φράση της Κρούπσκαγια στις αναμνήσεις για τον Λένιν, όπου έλεγε ότι για τον Λένιν η ρώσικη λογοτεχνία ήταν μια από τις πηγές γνώσης της πραγματικότητας. Θα ήθελα να γράφω ποιήματα, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα που να έχουν αυτή την αρετή.
Από τη δημιουργία του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο έχουμε πλέον δύο «κόσμους» στο ζήτημα της στρατευμένης στα ιδανικά του σοσιαλισμού τέχνης: την καλλιτεχνική δημιουργία στην προσπάθεια οικοδόμησης της νεαρής σοσιαλιστικής κοινωνίας και την καλλιτεχνική δημιουργία στις καπιταλιστικές κοινωνίες ή ευρύτερα σε όλες τις άλλες μη σοσιαλιστικές κοινωνίες με κριτικό ή και ανατρεπτικό περιεχόμενο ως προς τον καπιταλισμό ενδεχομένως με σοσιαλιστικό προσανατολισμό και με πυξίδα το νέο-δημιουργημένο και πρωτόγνωρο σοσιαλιστικό κράτος. Στην παγκόσμια αυτή συζήτηση δημιουργήθηκαν και αντιπαραθέσεις και θίγονταν ευαίσθητα θέματα που στα πλαίσια αυτού του άρθρου μπορούν να αναφερθούν μόνο ακροθιγώς. Ο δρόμος ήταν πρωτόγνωρος, μην το ξεχνάμε. Επομένως είχε και τα χαρακτηριστικά της νέας αναζήτησης με όλες τις ενδεχόμενες υπερβολές, πλάνες και σφάλματα.
Ο Ίλια Έρενμπουργκ στο δοκίμιό του για τη λογοτεχνία και την αισθητική της γράφει κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα για τη δυσκολία στη νεαρή Σοβιετική Δημοκρατία στον τομέα της μόρφωσης της τεράστιας αγράμματης μάζας: «Τελευταία πήρα ένα γράμμα από ένα νεαρό μηχανικό του Λένινγκραντ που με ρωτάει: «Πώς το εξηγείτε, η λογοτεχνία μας να είναι πιο ισχνή και πιο άτονη απ’ τη ζωή μας; Είχαμε πριν από λίγο καιρό, μια συζήτηση πάνω στο θέμα αυτό, μα κανείς δεν μπόρεσε να δώσει την απάντηση. Μπορεί κανείς στ’ αλήθεια να συγκρίνει τη δική μας, τη σοβιετική κοινωνία, με την τσαρική Ρωσία; Κι όμως, οι κλασικοί μας συγγραφείς της τσαρικής εποχής έγραφαν καλύτερα. Βέβαια είναι πολλά έργα που τα διαβάζει κανείς μ’ ενδιαφέρον, είναι όμως κι άλλα που διερωτάται: μα γιατί τα γράφουν; Νομίζει κανείς πως δεν τους λείπει τίποτα, κι όμως δεν μιλούν στην ψυχή των ανθρώπων και δεν είναι τα πρόσωπα που διαδραματίζουν το ρόλο τους, σαν κι αυτά που βλέπουμε καθημερινά στην πραγματικότητα…» (Έρενμπουργκ, Ισακόφσκι, Χικμέτ, «Η λογοτεχνία και η αισθητική της», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 105)
Ο Έρενμπουργκ ασχολήθηκε με το θέμα, γιατί είχε ακούσει πολλές τέτοιες κριτικές και πίστευε ότι η ίδια αγάπη για τη σοσιαλιστική κοινωνία ένωνε τους σοβιετικούς συγγραφείς. Διαπιστώνει ότι ο επιστολογράφος έχει δίκιο και ότι για να βρεθεί η απάντηση πρέπει να μιλήσει κανείς για τον ίδιο το χαρακτήρα του συγγραφέα μέσα στην εποχή του. Συγκρίνοντας με τους δυτικούς μεγάλους κλασικούς επισημαίνει τη διακύμανση στην καλλιτεχνική δημιουργία που γνωρίζει αυγή και «καταμεσήμερο» (και νύχτα, θα προσθέταμε) και περνάει από εκκόλαψη, θριάμβο και αρμονία για να φτάσει στην αφθονία εκλεκτών έργων τονίζοντας μάλιστα ότι ούτε η Γαλλία δεν έχει πια Μπαλζάκ, Σταντάλ, Ουγκό, Φλομπέρ, Ζολά, ούτε η Αγγλία Ντίκενς, Μπάιρον, Σέλεϊ. Κι εκεί, με λίγα λόγια χρειάζονται οι κοινωνικές προϋποθέσεις για τη μεγάλη δημιουργία, καθώς και η εκκόλαψη, η αναζήτηση. Πάντως, καταλήγει ο Έρενμπουργκ, η λογοτεχνία δεν πρέπει να περιγράφει προτσές παραγωγής αντί για ανθρώπινα αισθήματα κι αυτό είναι η αιτία που πολλά νέα σοβιετικά έργα ενδιαφέρουν πολύ λιγότερο τις υφάντριες, για παράδειγμα, απ’ ό ,τι η αστή Άννα Καρένινα.
Τέτιες κριτικές, όπως αυτή του νεαρού μηχανικού από το Λένινγκραντ, υπήρχαν πολλές και γι’ αυτό ο Ερενμπουργκ στη μελέτη του (στο: Έρενμπουργκ, Ισακόφσκι, Χικμέτ, «Η λογοτεχνία και η αισθητική της», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή») κατέληξε, ότι συνταγές δεν υπάρχουν για να γίνει κάποιος συγγραφέας ή ποιητής συμφωνώντας με τον Μαγιακόφσκι.
Ο Ερενμπουργκ, στη μελέτη αυτή, αγγίζει το φαινόμενο αυτό και στις καπιταλιστικές κοινωνίες, όπου στο Μεσοπόλεμο υπήρξε μια γενιά ευφυέστατων συγγραφέων, που μετά δεν είχε διαδόχους του ίδιου επιπέδου και προσπαθεί να βρει το μυστικό. Οι σκέψεις του πηγαίνουν στη σωστή κατεύθυνση, αλλά δεν μπαίνει στο απαιτούμενο βάθος του ζητήματος, δηλαδή στις κοινωνικές αντιθέσεις, στα μεταίχμια από το παλαιό στο καινούργιο, που γεννούν εκρήξεις δημιουργίας, αλλά και «κοιλιές».
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Η Οκτωβριανή Επανάσταση μαζί με τα άλλα συνταρακτικά γεγονότα του πρώτου μισού του 20ου αιώνα επηρέασε βαθιά το λογοτεχνικό γίγνεσθαι σε πολλές χώρες του κόσμου. Η εμβέλειά της εξαπλώνεται σαν ένα γιγάντιο παλιρροιακό κύμα, ιδιαίτερα στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Πρωταγωνιστής πολλών έργων γίνεται η εργατική τάξη. Πρόκειται για μια τάση που είχε ξεκινήσει ήδη νωρίτερα με την ανάπτυξη όλο και μεγαλύτερων εργοστασίων και την κραυγαλέα εκμετάλλευση του προλεταριάτου ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα. Όπως είπε ο Φρίντριχ Ένγκελς στο παραπάνω απόσπασμα στην Αγγλίδα συγγραφέα: δεν είναι πια ούτε 1800 ούτε 1810, αλλά 1878. Τώρα πια μπαίνει στο προσκήνιο η φτωχή ανώνυμη μάζα, η εργατιά κάτω από το πρίσμα της δραστηριοποίησής της στο ιστορικό γίγνεσθαι.
Τίθεται λοιπόν αμέσως το ερώτημα πώς το πιο καταπιεσμένο κομμάτι της ανθρωπότητας που στερήθηκε τα στοιχειώδη της επιβίωσης πόσο μάλλον τη μόρφωση, μπορεί να φτάσει στο επίπεδο καλλιέργειας που απαιτείται για την ενσωμάτωση της παγκόσμιας κουλτούρας και μάλιστα σε μια χώρα με καθυστερημένο προλεταριάτο; Η Κλάρα Τσέτκιν μιλάει γι αυτό το τιτάνιο έργο: «Αλλά…δεν έχει σημασία η δική μας γνώμη για την τέχνη. Δεν έχει ούτε σημασία το τι δίνει η τέχνη σε μερικές εκατοντάδες, ακόμα και σε μερικές χιλιάδες ενός πληθυσμού των εκατομμυρίων, όπως σε μας. Η τέχνη ανήκει στο λαό. Πρέπει να έχει τις πιο βαθιές ρίζες της στην ευρύτερη μάζα-δημιουργό. Πρέπει να κατανοηθεί και να αγαπηθεί από αυτή. Πρέπει να τη συνδέσει και να την εξυψώσει στα αισθήματα, στη σκέψη και στη θέλησή της. Πρέπει να ξυπνήσει και να αναπτύξει καλλιτέχνες ανάμεσά τους…Για να μπορέσει να πάει η τέχνη στο λαό και ο λαός στην τέχνη, πρέπει πρώτα να ανεβάσουμε το γενικό μορφωτικό και πολιτιστικό επίπεδο» (Κλάρα Τσέτκιν, Αναμνήσεις από τον Λένιν, στο Τσέτκιν: Διαλεχτές ομιλίες και έργα, τ. ΙΙΙ, σελ. 97, γερμανική έκδοση).
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Στην Ελλάδα ο μαρξισμός στη λογοτεχνία, η σύνδεση της λογοτεχνίας με το σοσιαλιστικό ιδανικό, η αμοιβαία σχέση της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας με το ρεαλιστικό ως επί το πλείστο τρόπο διαμόρφωσής του παίρνει τέτοιες διαστάσεις, ώστε να μπορούμε να πούμε ότι η πλειονότητα των λίγο πολύ γνωστών λογοτεχνών της χώρας στον 20ο αιώνα άνηκε στον ένα ή τον άλλο βαθμό ή εμπνεόταν με τον ένα ή τον άλλον τρόπο απ’ αυτό τον ιδεολογικό χώρο είτε σαν μέλη του νεοϊδρυθέντος Κομμουνιστικού Κόμματος είτε βρισκόταν κοντά σ’ αυτό είτε ήταν τουλάχιστον επηρεασμένο απ’ αυτό. Ένα φαινόμενο που παίρνει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις από τα χρόνια της ναζιστικής κατοχής. Πολύ νωρίτερα, ωστόσο, από τις αρχές του 20ου και το τέλος του 19ου αιώνα τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα αρχίζουν να εμφανίζονται στην ελληνική λογοτεχνία.
Έτσι, τα έργα του Κερκυραίου συγγραφέα Κωσταντίνου Θεοτόκη (1872-1923) διέπονται από μια βαθιά σοσιαλιστική θεώρηση της ζωής. Βάση της θεώρησής του ήταν ο ιστορικός υλισμός. Σε όλα τα έργα του τα γεγονότα, η ανάπτυξη της υπόθεσης, το ξετύλιγμα της πλοκής στοχεύουν στην ενσάρκωση των ιδεών αυτών και οι κοινωνικές σχέσεις διαμορφώνουν την ανθρώπινη συνείδηση. Το πρώτο μεγάλο διήγημα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη είναι το Η τιμή και το χρήμα που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Νουμά» το 1912 και κυκλοφόρησε σε βιβλίο το 1914. Στο διήγημα αυτό οι σοσιαλιστικές αντιλήψεις του συγγραφέα παίρνουν για πρώτη φορά τη μορφή τέχνης και το σοσιαλιστικό ιδανικό ενσαρκώνεται στον υγιή, ηθικό και σταθερό ψυχικό κόσμο μιας νεαρής εργάτριας. Ένδειξη της ευρύτερης προοδευτικότητας του Θεοτόκη αποτελεί και το γεγονός ότι τα τόσο γενναία και θετικά χαρακτηριστικά τα τοποθετεί σε μια γυναίκα αφήνοντας στην άκρη κοινωνικά στερεότυπα. Γυναίκα και μάλιστα εκπρόσωπο της εργατικής τάξης τη στιγμή που από την κοινωνική συνείδηση είναι μακριά ακόμα να συνδέει τη γυναίκα με κοινωνικό προοδευτικό ρόλο και επαναστατική γενναιότητα.
Εφ’ όσον αναφέραμε αυτόν τον «γενάρχη» της πρωτοπόρας σοσιαλιστικής πεζογραφίας στην Ελλάδα, οφείλουμε να αναφέρουμε την πρώτη Ελληνίδα σοσιαλίστρια συγγραφέα, τη Γαλάτεια Καζαντζάκη (1881-1962). Χειρίστηκε όλα τα είδη του γραπτού λόγου, την ποίηση, το διήγημα, τη νουβέλα, το μυθιστόρημα, το θέατρο και στο έργο της εμφανίζονται στο κοινωνικό προσκήνιο γυναίκες όλων των κοινωνικών στρωμάτων: η αστή, η μεροκαματιάρισσα, η αγρότισσα, η υπάλληλος, η νοικοκυρά και – αυτό ήταν το πιο τολμηρό για γυναίκα συγγραφέα – η πόρνη που στο ποίημα «Ναυάγιο» βάζει στο στόμα της την πιο σαρκαστική κριτική της αστικής κοινωνίας και τελειώνει με τον εξής κλασικό πια στίχο:«Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω», λόγια πόρνης και βάζοντας τα δάχτυλα επί τον τύπο των ήλων της βαθιά παρακμασμένης αστικής κοινωνίας.
Σταθήκαμε με λίγα λόγια σ’ αυτές τις δύο πρωτοπόρες μορφές που έφεραν στα ελληνικά γράμματα τον κοινωνικό προβληματισμό βασισμένοι σε μαρξιστικές αντιλήψεις. Ακολούθησαν πολλοί άλλοι. Όπως είπαμε, από την εποχή της ναζιστικής κατοχής ο ιδεολογικός χώρος του κομμουνιστικού κινήματος και δη του ΚΚΕ άσκησε μια τεράστια επίδραση στους λογοτέχνες της χώρας και αν δεν ήταν η ίδια η ιδεολογία, τότε ήταν πλέον ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας που έκανε πολλούς να προσχωρήσουν στις γραμμές του, ακόμα και διανοητές/ποιητές που ιδεολογικά ήταν μακριά από το μαρξισμό.
Η ουσία της τέχνης είναι να μιλά για την πραγματικότητα
Σε όλη αυτή την περίοδο η παράνομη δράση των προοδευτικών λογοτεχνών, οι εξορίες, οι φυλακίσεις και οι εκτελέσεις βάζουν την ανεξίτηλη σφραγίδα τους στα λογοτεχνικά δρώμενα του τόπου. Πολύ χαρακτηριστικά για την κατάσταση γράφει η Μέλπω Αξιώτη στο κείμενό της Γιατί δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τον Μπαλζάκ απευθυνόμενη στο γαλλικό αναγνωστικό κοινό: «Το περιοδικό EUROPE μας ζητάει σήμερα ένα άρθρο για τον Μπαλζάκ. Η Ελλάδα του 1950 δεν έχει αληθινά ούτε ένα διανοούμενο που να μπορεί να γράψει. Τους διανοούμενούς μας τους δολοφονούν, τους βασανίζουν, τους εξορίζουν, τους φυλακίζουν. Τους καλύτερους. Τους καταδικάζουν στη σιωπή, τους δένουν τα χέρια, τους φιμώνουν, είτε βρίσκονται στην Αθήνα είτε στην επαρχία. Κι αν υπάρχουν μερικοί που μπορούν ακόμα να συζητάνε φωναχτά γιατί δεν κινδυνεύουν, καθώς μένουν σε ξένο τόπο, αυτοί δεν έχουν πια παρά ένα δικαίωμα: να σας μιλάνε για τους απόντες. Θα ήταν πολύ ντροπιαστικό γι αυτούς αν έκαναν κάτι άλλο. Και ο Μπαλζάκ, ο μεγάλος αυτός ρεαλιστής, ο πρωτουργός ίσως του ρεαλισμού στη λογοτεχνία, θα το είχε περίφημα καταλάβει, γιατί η ίδια η ουσία της τέχνης του Μπαλζάκ είναι να μιλάει γι αυτό που υπάρχει στην πραγματικότητα. Και το να δίνεις την τιμητική θέση σ’ εκείνους που αντί για πένα έχουν στα χέρια χειροπέδες, σημαίνει πως βρίσκεσαι στην καρδιά του κόσμου. Δεν είμαστε εμείς που το θελήσαμε – το δεχόμαστε ωστόσο σαν μεγάλη τιμή –οι πιο κοντινοί μας γειτόνοι να μην είναι πια σήμερα οι άνθρωποι της απέναντι ταβερνούλας, οι απογοητευμένες ψυχές, αλλά οι σύντροφοί μας της Μακρόνησος. Αυτοί εκεί είναι η δική μας πραγματικότητα. Θα θέλαμε αυτό να είναι η ελληνική άποψη στη συζήτηση για τον Μπαλζάκ» (Μέλπω Αξιώτη, Μια καταγραφή στην περιοχή της λογοτεχνίας, εκδ. «Κέδρος», σελ. 120-121).
Τέχνη κυνηγημένη, τέχνη φυλακισμένη, τέχνη εξορισμένη. Η καλύτερη απόδειξη του ότι η τέχνη, ιδιαίτερα αν στηρίζεται σε μαρξιστικά ιδανικά, θεωρείται μια απειλή για τους εκάστοτε κυρίαρχους που στο όνομα της μη-ιδεολογίας επιβάλλει τη δική της ιδεολογία. Έτσι, το ερώτημα εξακολουθεί να είναι: η τέχνη και ο καλλιτέχνης πού στρατεύεται, γιατί είναι φανερό ότι πάντα στρατεύεται είτε στη μη-ιδεολογία που είναι κυρίαρχη ιδεολογία, είτε στο αντίθετό της. Θέλοντας και μη.
Άννεκε Ιωαννάτου, 23-9-2016, http://atexnos.gr/marxismos-kai-logotexnia/
Περισσότερα φιλολογικά θέματα εδώ.