Με τον όρο παρνασισμός (απο τον γαλλικό όρο mouvement parnassien) αναφερόμαστε στην ποιητική σχολή που αναπτύχθηκε στη Γαλλία, στα μέσα του 19ου αιώνα και ειδικά στη δεκαετία 1866 - 1876. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1866 από τους Κατούλ Μεντές και Ξαβιέ ντε Ρικάρ όταν εξέδωσαν το φιλολογικό περιοδικό "Σύγχρονος Παρνασσός" που αποτελούσε αναφορά στο ελληνικό βουνό Παρνασσός και την μυθολογική του υπόσταση ως κατοικία των Μουσών. Αργότερα o Αλφόνς Λεμέρ εξέδωσε επ΄ αυτού την ομώνυμη ποιητική ανθολογία του.
Ως λογοτεχνικό ρεύμα, ο παρνασσισμός αποτέλεσε μία αντίδραση στο κίνημα του ρομαντισμού και επανέφερε στην τέχνη στοιχεία του κλασικισμού, ενώ επηρεάστηκε σημαντικά από το έργο του Θεόφιλου Γκωτιέ Η τέχνη για την τέχνη.
Xαρακτηριστικά του Παρνασσισμού
Οι παρνασσιστές, που ήταν περίπου είκοσι σε αριθμό, επιδίωκαν την πιστότητα, τη ρεαλιστική αναπαράσταση και την απάθεια, σε αντίθεση με την υπερπροβολή συναισθημάτων του ρομαντισμού. Χαρακτηριστικό των ποιημάτων τους είναι η στατικότητα, γι' αυτό και παρομοιάζονται με ζωγραφικούς πίνακες. Η πιστότητα στα ποιήματα επιτυγχάνεται με τις ακριβείς περιγραφές και την επιμονή στην αναζήτηση των κατάλληλων λέξεων, ειδικά των επιθέτων. Αντλούσαν την έμπνευσή τους από σκηνές της καθημερινής, κοινωνικής αλλά και ιστορικής πραγματικότητας. Στράφηκαν προς την κλασική (ελληνική και ρωμαϊκή) αρχαιότητα αλλά και προς τον ινδικό πολιτισμό. Ως προς τη μορφή, οι παρνασσιστές επιδίωκαν την απόλυτη τελειότητα. Επεξεργάζονταν πολύ τους στίχους και πειθαρχούσαν απόλυτα στους μετρικούς κανόνες. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα των ποιημάτων, που κατά τ' άλλα θεωρούνται ψυχρά.
Κυριότεροι εκπρόσωποι
Ανάμεσα στους εκπροσώπους της σχολής των παρνασσιστών συγκαταλέγονται οι Λεκόντ Ντελίλ, Πωλ Βερλαίν, Τεοντόρ ντε Μπανβίλ, Κατούλ Μεντές (Catulle Mendès) και Συλί Προυντόμ. Στην Ελλάδα, επιδράσεις του παρνασσισμού υπάρχουν στα πρώτα του ποιήματα του Κωστή Παλαμά, του Γρυπάρη, του Μαλακάση, του Πορφύρα, του Μαβίλη και άλλων.