Ο υπαστυνόμος Έκτορας Σοφιανός επέστρεφε το βράδυ στο σπίτι του από τα Εξάρχεια όπου βρισκόταν για μία υπόθεση. Το αυτοκίνητό του, το είχε παρκάρει στο Κολωνάκι, και έτσι αναγκάστηκε να περπατήσει μέχρι εκεί, όταν ξαφνικά άκουσε κάποιον να φωνάζει «βοήθεια». Η βάρδιά του είχε μόλις τελειώσει, αλλά η συνείδησή του, φυσικά, δε θα τον άφηνε να προσπεράσει. Μπήκε στην πολυκατοικία από όπου άκουσε τη φωνή. Στις σκάλες τον συνάντησε πανικόβλητη μία κοπέλα που φώναξε «καλέστε την αστυνομία, είναι… νεκρός» και με αυτά τα λόγια λιποθύμησε επί τόπου.
Ύστερα από λίγη ώρα, ο υπαστυνόμος Σοφιανός, αφού συνέφερε την κοπέλα, κάθισε μαζί της στο γραφείο, έξω από το οποίο με μια επιτηδευμένη γραμματοσειρά, σε χρυσή ταμπέλα, αναγραφόταν: «Δημοσθένης Κλεάνθης – νομικός σύμβουλος». Ήταν ένας πασίγνωστος δικηγόρος του Κολωνακίου με απειράριθμες υποθέσεις και εχθρούς, οπότε σε μια ενδεχόμενη δολοφονία του, δε θα ήξερες ποιον να υποπτευτείς πρώτο. Ωστόσο στο γραφείο δεν υπήρχε καμία υποψία φόνου, για τον απλό λόγο ότι δεν υπήρχε κανένας νεκρός.
«Μπορείτε να μου πείτε τι ακριβώς συνέβη και γιατί φωνάζατε βοήθεια;» τη ρώτησε ο υπαστυνόμος. «Σας είπα, ήταν νεκρός». «Ήταν; Τώρα δεν είναι άλλο;».
«Δε με πιστεύετε. Σας λέω την αλήθεια. Είμαι η γραμματέας του κυρίου Κλεάνθη, για μια στιγμή πήγα έξω στο διάδρομο να μιλήσω στο κινητό γιατί δεν είχα καλό σήμα και όταν γύρισα και μπήκα στο γραφείο του για να τον ρωτήσω αν ήθελε κάτι….δεν ήθελε» ξέσπασε σε κλάματα η κοπέλα, «γιατί ήταν νεκρός». Ήταν μία όμορφη μελαχρινή κοπέλα με πολύ τσιριχτή φωνή.
«Πώς καταλάβατε ότι ήταν νεκρός;». «Μα ήταν πεσμένος κάτω. Γεμάτος αίματα». «Και πως μπορεί να εξαφανίστηκε, αν ήταν νεκρός;» «Δεν ξέρω, αλήθεια, δεν ξέρω» έλεγε μέσα από τα δάκρυα της η κοπέλα. «Δουλεύει κανείς άλλος εδώ εκτός από εσάς;» τη ρώτησε ο Σοφιανός. «Ναι, η λογίστρια και ο ασκούμενος του κυρίου Κλεάνθη». «Τι ώρα σχόλασαν αυτοί;». «Μία ώρα πριν. Είπαν πώς θα πήγαιναν για ποτό μετά τη δουλειά»
«Είναι ζευγάρι;» ρώτησε ο υπαστυνόμος καθώς σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το παράθυρο. «Όχι, απλώς κάνουν παρέα». «Μάλιστα. Είναι παντρεμένος ο κύριος Κλεάνθης;».
Η κοπέλα ένευσε καταφατικά. Κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο, συνέχισε: «Σας παρακαλώ, καλέστε εδώ όλους αυτούς τους ανθρώπους.» Όση ώρα περίμεναν, ο υπαστυνόμος έκανε μία έρευνα στο γραφείο του Κλεάνθη. Πάνω στο γραφείο του βρήκε έναν παλιό zippo αναπτήρα με τα αρχικά Ε.Κ. και σε ένα από τα συρτάρια του, βρήκε το εξής σημείωμα: «Η γυναίκα σου, σε απατάει με τον Κοντό» και δυο φωτογραφίες που το αποδείκνυαν, τυπωμένες σε απλό χαρτί.
Ο υπαστυνόμος απευθύνθηκε στη γραμματέα: «Δεσποινίς, υπάρχει κάποιος γνωστός του Κλεάνθη, που τον λένε Κοντό;». «Ναι, ο Ευάγγελος Κοντός. Είναι ένας νέος δικηγόρος, έχει έρθει μια δυο φορές εδώ». Ο Σοφιανός σήκωσε το τηλέφωνό του και μίλησε σε κάποιον στην άλλη γραμμή: «Έλα, βρες μου στοιχεία για τον Ευάγγελο Κοντό, πολύ άμεσα.» Πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του, πάγωσε. Στο τηλέφωνο του είπαν πως ο Ευάγγελος Κοντός βρέθηκε σήμερα δολοφονημένος.
Σε μισή ώρα ακριβώς, στο γραφείο είχαν καταφθάσει: η γυναίκα του Κλεάνθη, μία κυρία της cremdelacrem, με επώνυμο γιακά. Η λογίστρια, μια πολύ συμπαθητική φυσιογνωμία με έξυπνο βλέμμα, ο ασκούμενος, ένας φαινομενικά αδυσώπητος καρδιοκατακτητής, και η γραμματέας του. Άρχισαν να ανακρίνονται με τη σειρά.
«Κυρία Κλεάνθη, διατηρούσατε ποτέ σχέση με κάποιον Ευάγγελο Κοντό;». «Όχι. Κακοήθεις, συκοφαντίες.» Γιατί πάντα αυτή η φράση ακούγεται από γυναίκες με επώνυμο γιακά, θα μπορούσε να πει απλώς ένα «όχι». Σκέφτηκε ο Σοφιανός.
Ακολούθησε ο ασκούμενος δικηγόρος: «Πότε είδατε τελευταία φορά τον Κλεάνθη; Πως ήταν;». «Σήμερα το απόγευμα. Κλασσικός Κλεάνθης. Μου έκανε 12 παρατηρήσεις, και εγώ έκανα ότι τις άκουσα».
Ακολούθησε η λογίστρια:
«Πότε είδατε τελευταία φορά τον Κλεάνθη». «Νομίζω προχτές, περνάνε μέρες που δε βρισκόμαστε, δεν του αρέσουν τα λογιστικά». «Έρχεστε σε κόντρα;». «Ναι, αλλά είναι μια κλασσική κόντρα λογιστών και δικηγόρων». «Πιστεύετε και εσείς ότι η γυναίκα του είχε σχέση με τον Ευάγγελο Κοντό;». «Α, αλήθεια;» κοκάλωσε η λογίστρια. «Πολύ θα ήθελα να το μάθουν κάποιοι αυτό».
Και τέλος η γραμματέας:
«Ας πούμε ότι βρήκατε τον Κλεάνθη νεκρό και μετά εξαφανίστηκε. Τι με κάνει να πιστεύω ότι δεν το στήσατε εσείς;». «Μα αν το έκανα εγώ, δε θα καλούσα την αστυνομία. Αλήθεια λέω. Και θέλετε να σας πω κι άλλη μια αλήθεια;» συνέχισε ψιθυριστά: «Η κυρία Κλεάνθη έχει ερωτικό δεσμό με τον ασκούμενο». «Πώς βγάλατε αυτό το συμπέρασμα;». «Τον έχω δει να της δίνει τα κλειδιά του σπιτιού του»
«Και μία τελευταία ερώτηση». Ο Σοφιανός έδειξε σε όλους τους υπόπτους τον αναπτήρα που βρήκε στο γραφείο του Κλεάνθη, χωρίς να δείχνει τα αρχικά που αναγράφονταν πάνω και τους ρώτησε αν τον έχουν ξαναδεί.
Γυναίκα Κλεάνθη: «Νομίζω πως με αυτόν τον αναπτήρα άναψε ο Βοσκόπουλος στον άντρα μου τσιγάρο από τη πίστα».
Ασκούμενος: «Είχε ένας παλιός συμφοιτητής μου στην Κομοτηνή τέτοιο αναπτήρα».
Λογίστρια: «Τέτοιο αναπτήρα είχε ο Βαγγέλης, ο Κοντός, το θυμάμαι γιατί ερχόταν συνέχεια στο λογιστήριο και μας το παρουσίαζε σαν κειμήλιο των 90s».
Γραμματέας: «Όχι, εγώ δεν καπνίζω και γενικά δεν παρατηρώ αναπτήρες και…». «Είχε παιδιά ο Κλεάνθης;» τη διέκοψε ο υπαστυνόμος. «Όχι».
Ο Σοφιανός είχε εκατό λόγους να πιστεύει πως όλη αυτή η ιστορία ήταν στημένη από κάποιον από τους μυριάδες εχθρούς του Κλεάνθη. Κάποιος σκοτώνει τον Ευάγγελο Κοντό, ενώ πριν έχει αφήσει σημείωμα πως είναι ο εραστής της γυναίκας του Κλεάνθη. Αυτό το κάνει ο ίδιος άνθρωπος. Γιατί; Για να ενοχοποιήσει τον Κλεάνθη. Οπότε, αυτός που το κάνει, ήθελε να ξεφορτωθεί και τον Κλεάνθη και τον Κοντό.
Θα μπορούσε όμως να είναι ο οποιοσδήποτε. Σκέφτηκε και κοίταξε ξανά το σημείωμα. Ξαφνικά είδε κάτι εκεί και φώναξε αμέσως τη γραμματέα: «Δείξτε μου όλους τους εκτυπωτές που έχετε εδώ». Στη συνέχεια, έγραψε το ίδιο σημείωμα και το εκτύπωσε και από τους τρεις εκτυπωτές που υπήρχαν στο γραφείο. Στον κεντρικό εκτυπωτή, το γράμμα «τ» έβγαινε λίγο θολό στην εκτύπωση, όπως ακριβώς και στο σημείωμα του Κλεάνθη. Αυτό σήμαινε πως κάποιος από δω μέσα είχε γράψει αυτό το σημείωμα. Και τώρα πια είχε καταλάβει ποιος…
Απάντηση: