Ο όρος «σιλουέτ(τ)α» τής ελληνικής γλώσσας προέρχεται από τον γαλλικό «silhouette» και έχει την ίδια με αυτόν έννοια: το περίγραμμα, το σκιαγράφημα.
Ο γαλλικός όρος γεννήθηκε από το επώνυμο τού Etienne de Silhouette, υπουργού οικονομικών τής Γαλλίας κατά το 1759, ο οποίος πρωτοτύπησε διακοσμώντας τους τοίχους τής κατοικίας του με σκιαγραφήματα ανθρώπινων μορφών.
Το επώνυμο Silhouette, όμως, δεν έχει γαλλική προέλευση και γι’ αυτόν τον λόγο δεν ετυμολογείται μέσω καμίας νεολατινικής γλώσσας.
Την λύση εντοπίζουμε στην βασκική γλώσσα, και συγκεκριμένα στο σχεδόν ομόηχο επώνυμο Zuloeta (σουλοέτα), λέξη σύνθετη, εκ τού «zulo» (οπή, τρύπα) και «eta» (πολύ, επιπλέον), ανακαλύπτοντας ταυτόχρονα και την βασκική καταγωγή τού Etienne de Silhouette, τού οποίου η οικογένεια καταγόταν από την βασκική πόλη Biarritz τής Βόρειας Γαλλίας και μάλλον απέκρυπτε επιμελώς την εθνικότητά της.
Προχωρώντας ακόμη ένα βήμα, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι στην νέα ελληνική γλώσσα το επώνυμο Silhouette σημαίνει «πολύτρυπος» ή «κατατρυπημένος».
γράφει ο Αθανάσιος Τσακνάκης, Καθηγητής Ξένων Γλωσσών – Συγγραφέας
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.