«Fin del mundo». «Το τέλος του κόσμου» δηλαδή. Αυτό αναγράφουν οι πινακίδες στην περιοχή Ushuaia της Αργεντινής, το νοτιότερο σημείο της Γης. Η πρωτεύουσα της Tierra del Fuego, της Γης του Πυρός, είναι η πιο κοντινή πόλη στην Ανταρκτική, που βρίσκεται περίπου χίλια χιλιόμετρα στα νότιά της. Οι χειμώνες στην πόλη είναι σκληροί και κάποτε στέγαζε μια φυλακή που χαρακτηριζόταν «Η Σιβηρία του Νότου».
Σήμερα, η Ushuaia είναι μια τουριστική, μοντέρνα και άνετη πόλη. Και για να βιώσει ο επισκέπτης την ξεχωριστή αφιλόξενη απομόνωσή της, καλείται να ταξιδέψει ακόμα 60 χιλιόμετρα ανατολικά, στο παλαιότερο αγρόκτημα της περιοχής. Πάνω σε μια χερσόνησο που ξεπροβάλλει στο κανάλι Μπιγκλ, το ράντσο Estancia Harberton ιδρύθηκε το 1886 από τον Βρετανό ιεραπόστολο Thomas Bridges.
Είχε πρωτοεπισκεφθεί τη Γη του Πυρός 22 χρόνια νωρίτερα, στήνοντας την αγγλικανική ιεραποστολή του στην περιοχή της Ushuaia, γύρω από την οποία έχει πλέον αναπτυχθεί η σύγχρονη πόλη. Έχοντας το όνομα του χωριού, στο Ντέβον, όπου μεγάλωσε η γυναίκα του Bridges, το Harberton εκτείνεται σε περισσότερα από 200 τετραγωνικά χιλιόμετρα με βουνά, λίμνες, δάση και νησιά.
Το οίκημα είναι σήμερα σχεδόν ίδιο με την εικόνα του του 1880. Ένα σύμπλεγμα λευκών σπιτιών με κόκκινες στέγες στον προστατευμένο όρμο, περιτριγυρισμένα από πράσινους λόφους και χιονοσκεπείς βουνοκορφές. Παραπέμπει σε βρετανικό αγρόκτημα- αν και τα οστά από φάλαινα στην είσοδο επαναφέρουν τον επισκέπτη στον τόπο και τον χρόνο.
Ο Bridges έγινε Αργεντινός πολίτης και τόσο ο ίδιος όσο και το Harberton έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Γης του Πυρός, προσφέροντας φροντίδα τους ναύτες που ναυαγούσαν στα ανοιχτά του Cape Horn, βοήθεια στους επιστήμονες και τους εξερευνητές και άσυλο στους ντόπιους. Ανήκει ακόμα στους απογόνους του ιεραπόστολου και δίνει στους ταξιδιώτες τη δυνατότητα να γνωρίσουν τη ζωή στην άκρη του κόσμου.
Πρώτα χρόνια
Τα πρώτα χρόνια στο Harberton ήταν σκληρά. Ο ένας σκληρός χειμώνας διαδεχόταν τον άλλο, με τη θερμοκρασία να πέφτει κάτω από τους 20 βαθμούς υπό το μηδέν στη Γη του Πυρός, και η σκληρή δουλειά ήταν απαραίτητη για να «δαμαστεί» ο άγριος έως τότε τόπος. Τα τρόφιμα ήταν πολύ ακριβά και δύσκολο να φτάσουν εκεί. Υπήρξαν ξεσπάσματα τύφου και άλλων ασθενειών. Και οι πολύ δύσκολες συνθήκες που επικρατούν στο κανάλι Μπιγκλ είχαν ως αποτέλεσμα η φάρμα ουσιαστικά να είναι αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο για μεγάλες περιόδους.
Όμως η οικογένεια Bridges κατάφερε να επιβιώσει και σιγά σιγά να ευημερήσει χάρη στη σκληρή δουλειά, την αποφασιστικότητά της και την υποστήριξη και τη γνώση των ντόπιων.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90, το Harberton ήταν ράντσο με πρόβατα. Όμως η πτώση των τιμών του μαλλιού, η λαθροθηρία, οι επιθέσεις άγριων σκύλων και ένας ιδιαίτερα δριμύς χειμώνας εξαφάνισαν το 80% των κοπαδιών. Έτσι η περιοχή στράφηκε στον τουρισμό.
Το κτήμα χαρακτηρίστηκε Εθνικό Ιστορικό Μνημείο το 1999 και οι παλιές εγκαταστάσεις του αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα του παρελθόντος του. Ανάμεσα στα δέντρα βρίσκονται δύο ξύλινες καλύβες που κάποτε χρησιμοποιούσαν οι Yámana, μία από τις μεγαλύτερες εθνοτικές ομάδες που ζούσε στη Γη του Πυρός όταν ιδρύθηκε το Harberton.
Ωστόσο, τα χρόνια που ακολούθησαν οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής εκδιώχθηκαν βίαια από ορδές Ευρωπαίων- ανάμεσά τους πολλών Βρετανών- που έστησαν μεγάλες φάρμες με πρόβατα και χρυσωρυχεία. Σύμφωνα με τον ξεναγό του ράντσου, στα 1880 υπήρχαν περίπου 10.000 ιθαγενείς στη Γη του Πυρός. Δέχθηκαν όμως ανελέητο κυνηγητό και πολλοί έπεσαν νεκροί από κυνηγούς κεφαλών που πληρώνονταν μόνο με την επίδειξη κομμένων αυτιών, κομμένων χεριών ή ακόμα και κεφαλών, που ήταν η απόδειξη πως έκαναν τη «δουλειά» τους. Άλλοι μετεγκαταστάθηκαν βίαια σε χριστιανικές αποστολές. Η άφιξη των Ευρωπαίων έφερε και ασθένειες, όπως ιλαρά και ευλογιά, οι οποίες ουσιαστικά εξολόθρευσαν τους ντόπιους πληθυσμούς.
Γλώσσες και πολιτισμοί
Παρότι ο στόχος του Thomas Bridges, όταν έφτασε στη Γη του Πυρός, ήταν να προσηλυτίσει, αφοσιώθηκε παράλληλα στην εκμάθηση των γλωσσών και της κουλτούρας των ιθαγενών πληθυσμών. Έτσι, έγραψε το πρώτο λεξικό Yámana-Αγγλικών. Ο γιος του Lucas συνέχισε στην ίδια κατεύθυνση. Έμαθε τις γλώσσες των Yámana και των Ona κι έγινε ο πρώτος Ευρωπαίος που έγινε «blood brother» των Selk’nam.
Παρείχε δε καταφύγιο στους ντόπιους που ήθελαν να διατηρήσουν και να προστατεύσουν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής τους. Το 1984 κατέγραψε τις εμπειρίες του στο κλασσικό «The Uttermost Part of the Earth», βιβλίο που είναι ταυτόχρονα μια αφήγηση περιπετειώδης και ένα εξαιρετικό ντοκουμέντο πολιτισμών που βρίσκονται στο χείλος της εξαφάνισης.
Παρά την πλούσια ιστορία του Harberton, οι περισσότεροι σημερινοί ταξιδιώτες φτάνουν μέχρι αυτή την άκρη του κόσμου – κυριολεκτικά- για να δουν τους… πιγκουίνους. Το νησάκι Martillo, ένα από τα πολλά μικρά νησιά που ανήκουν στο ράντσο, είχε αρχικά χρησιμοποιηθεί για να βόσκουν τα πρόβατα. Όταν τα πρόβατα έφυγαν, άρχισαν να καταφτάνουν οι πιγκουίνοι Μαγγελάνοι. Η αποικία τους άρχισε σταδιακά να μεγαλώνει και σήμερα ζουν εκεί πάνω από 3.000 αναπαραγωγικά ζευγάρια, καθώς και μικρότεροι αριθμοί αυτοκρατορικών πιγκουίνων και πιγκουίνων Gentoo.
Ο καιρός στην περιοχή είναι άστατος. Οι ακτίνες του ήλιου γρήγορα χάνονται μέσα στον γκρίζο βαρύ ουρανό. Η θερμοκρασία πέφτει πολύ κάτω από το μηδέν και οι άνεμοι γίνονται θυελλώδεις. Ασφαλώς τίποτα από αυτά δεν κάμπτει τους πιγκουίνους…
Στο BBC μίλησε η Abby Goodall,τρισέγγονη του Thomas Bridges. «Βρίσκομαι εδώ αποκλειστικά λόγω του βιβλίου "The Uttermost Part of the Earth"» εξηγεί. Η μητέρα της, η Αμερικανίδα βοτανολόγος Natalie Prosser, ταξίδευε τη δεκαετία του ’60 στην Αργεντινή, αλλά μόλις διάβασε το βιβλίο αποφάσισε να φτάσει μέχρι το Harberton.
Συνεχίζοντας την παράδοση του προγόνου της, και δείχνοντας την ίδια αγάπη για την άκρη αυτή της Γης και τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά της, η Prosser ίδρυσε το «Museo Acatushún», μουσείο και εργαστήριο αφιερωμένο στη μελέτη της άγριας ζωής του τόπου. Στο «casa de huesos»- την αίθουσα με τα οστά- φιλοξενούνται σκελετοί από τα πιο σπάνια πλάσμα της Νότιας Αμερικής.