Ένας από τους πλέον αγαπημένους και διαχρονικούς παιδικούς ήρωες θα γεννιόταν το 1929 από την πένα του Έλζι Κράισλερ Σίγκαρ, ο οποίος άφησε παρακαταθήκη τον παραπονιάρη αλλά καλόκαρδο ναυτικό του που καπνίζει την πίπα του, τρώει το σπανάκι του και υπερασπίζεται το δίκαιο με την υπεράνθρωπη δύναμή του.
Μονόφθαλμος (πιθανότατα!), χωρίς δόντια και κοντός, αμόρφωτος και με εμφάνιση τουλάχιστον ιδιαίτερη, δεν ήταν σαν τους υπερήρωες που θα συνήθιζε να βλέπει ο κόσμος λίγο αργότερα. Όταν έκανε μάλιστα το ντεμπούτο του στις 17 Ιανουαρίου 1929 στο σχετικό ένθετο άλλης μιας νεοϋορκέζικης καθημερινής εφημερίδας του σκοτεινού μεγιστάνα Γουίλιαμ Ράντολφ Χιρστ, δεν ήταν καν κεντρικός χαρακτήρας!
Η σειρά του Σίγκαρ μετρούσε ήδη 10 χρόνια ζωής και είχε πρωταγωνιστές την Όλι και τον τότε αγαπημένο της Χαμ Γκρέιβι. Ο ναύτης Ποπάυ επιστρατεύτηκε μια δεκαετία αργότερα για να πάει με ένα καΐκι το ζευγάρι στα παράλια της Αφρικής, όταν θα τον ερωτευόταν μονομιάς το κοινό και θα τον έστεφε απόλυτο πρωταγωνιστή σε πείσμα του δημιουργού!
Με τη λατρεία των αναγνωστών στο πλευρό του, ο Ποπάυ κέρδιζε σταδιακά έδαφος στα καρεδάκια του Σίγκαρ, μέχρι να αποφασίσει τουλάχιστον να τον μετατρέψει σε κεντρικό ήρωα της σειράς, δίνοντας τελικά στο κόμικ το όνομά του.
Ο Ποπάυ κυριάρχησε στη δεκαετία του 1930, βγήκε στο σινεμά το 1933 και μέχρι το 1938, όταν πέθανε ο Σίγκαρ και τον σχεδιασμό του ανέλαβαν άλλοι καρτουνίστες, ήταν ο δημοφιλέστερος ήρωας κινουμένων σχεδίων στις ΗΠΑ, ξεπερνώντας ακόμα και τον ίδιο τον Μίκι Μάους του Γουόλτ Ντίσνεϊ.
Έναν χρόνο πρωτύτερα εξάλλου, το 1937, η ένωση σπανακοπαραγωγών της Αμερικής αναγνώρισε τη συνεισφορά του φανταστικού ναύτη στην κατανάλωση σπανακιού (αύξηση στις πωλήσεις του ζαρζαβατικού κατά 33%!) στήνοντάς του το πρώτο άγαλμά του!
Τώρα τον Ποπάυ σχεδίαζε ο παλιός βοηθός του Σίγκαρ, Μπαντ Σέιτζεντορφ, ο οποίος θα τον έστελνε σε νέες δόξες, κατασκευάζοντας τα πάντα με το πρόσωπό του επάνω. Ο Ποπάυ θα γινόταν τελικά κεντρικός ήρωας σε κόκιμς, κινούμενα σχέδια στην τηλεόραση και το σινεμά, θα απαθανατιζόταν σε διαφημίσεις και θα έβρισκε τη θέση του σε βιντεοπαιχνίδια αλλά και κάθε λογής προϊόντα (από φίρμα συσκευασμένων σπανακιών μέχρι και γλυκίσματα). Ακόμα και κανονική ταινία θα γινόταν το 1980, όταν ο Ρόμπερτ Όλτμαν θα έκανε Ποπάυ τον Ρόμπιν Γουίλιαμς.
Όπως και την Όλιβ αλλά και τον Πόλντο, ο Σίγκαρ εμπνεύστηκε τον Ποπάυ του από άλλον έναν άνθρωπο που γνώριζε προσωπικά, έναν συμπολίτη του στο Τσέστερ του Ιλινόις, τον καβγατζή και χειροδύναμο Φρανκ Φίγκελ.
Αυτή είναι λίγο-πολύ η ιστορία του…
Ποιος ήταν ο πραγματικός Ποπάυ
Ο Φρανκ «Rocky» Φίγκελ γεννιέται στις 27 Ιανουαρίου 1868 στο Τσέστερ του Ιλινόις, μια πόλη 5.000 νοματαίων, για να λειτουργήσει άθελά του ως έμπνευση για τον Ποπάυ του Σίγκαρ. Όπως θα έκαναν άλλωστε, χωρίς ποτέ να το μάθουν, ο Γουίλιαμ Σούκερτ (Πόλντο) και η Ντόρα Πάσκελ (Όλιβ), καθημερινοί επίσης άνθρωποι του Τσέστερ.
Πολωνικής καταγωγής, ο Φρανκ έμενε σε ένα σπιτάκι με τη μάνα του κοντά στο δημοτικό κοιμητήριο και δεν ήταν παρά ο νταής της πόλης. Μια γειτόνισσα τον θυμόταν κάπως έτσι: «Ψηλό, δυνατό, πάντα έτοιμο για καβγά και πάντα νικητή». Τα καμώματά του ήταν θρυλικά στο Τσέστερ και όλοι διηγούνταν την ιστορία όπου του την είχαν πέσει πέντε αλήτες να τον δείρουν, πήραν όμως ένα καλό μάθημα που θα το θυμόταν για όλη τους τη ζωή!
Ο Φρανκ, ή «Rocky» όπως τον ήξεραν όλοι, εργαζόταν σε ένα μπαρ-σαλούν της πόλης, σε συνθήκες μερικής απασχόλησης φυσικά. Όταν σχόλαγε και έχοντας καταναλώσει μερικά ποτηράκια, έβγαζε μια καρέκλα δίπλα στην εξώπορτα του μαγαζιού, την έγερνε στον τοίχο και με την πίπα πάντοτε κρεμασμένη στο στόμα έπαιρνε έναν υπνάκο στη λιακάδα.
Ο κοιμισμένος Φρανκ γινόταν, όπως ήταν φυσικό, αντικείμενο πειράγματος από τα παιδιά της γειτονιάς, τα οποία κοντοζύγωναν με προσοχή, ούρλιαζαν στο αυτί του και έτρεχαν μετά με όλη τους τη δύναμη. Ο Φρανκ ξυπνούσε αλαφιασμένος και πάντα με τις γροθιές του υψωμένες, πανέτοιμος για άλλον έναν καβγά. Μόνο που δεν υπήρχε αντίπαλος, καθώς τα πιτσιρίκια είχαν ήδη φτάσει στην άλλη γωνιά.
Για τον Φρανκ μάς μίλησε αργότερα και ο ίδιος ο Μπαντ Σέιτζεντορφ, στο βιβλίο του «Ποπάυ: Τα πρώτα πενήντα χρόνια» (1979), προκαλώντας ένα πρωτόγνωρο ενδιαφέρον για τον πραγματικό άνθρωπο που πάνω του πάτησε ο ναυτικός με το σπανάκι και τις άγκυρες στα παραφουσκωμένα του μούσκουλα. Διάφοροι που τον είχαν γνωρίσει προσωπικά επιβεβαίωσαν ότι ήταν ο νταής της πόλης, ένας σκληροτράχηλος τύπος που δεν χαριζόταν σε κανέναν. Κάποιοι τον ήθελαν βέβαια κοντό και ευέξαπτο, σαν τον ήρωα που τόσο ενέπνευσε.
Κυκλοφορούσαν μάλιστα και πολλές λαϊκές διηγήσεις για την υπεράνθρωπη δύναμή του, την οποία δοκίμαζε βέβαια σε όσους τολμούσαν να τον αντιμετωπίσουν. Στο φύλλο της τοπικής εφημερίδας («Chester Herald Tribune») με ημερομηνία 28 Μαρτίου 1947 υπάρχει δημοσιευμένος ένας επικήδειος για τον Φίγκελ, από τον οποίο μαθαίνουμε ότι πέθανε ήρεμα στο σπίτι του στις 24 του μήνα, στα 79 του χρόνια.
Ο συντάκτης του κειμένου έγραψε πως «Ο Φρανκ «Rocky» Σίγκελ ήταν ένας γνωστός χαρακτήρας του Τσέστερ και του αποδιδόταν ότι ήταν έμπνευση για τον «Ποπάυ» του Έλζι Σίγκαρ». Από την ίδια εφημερίδα πληροφορούμαστε πως στα νιάτα του είχε εκτελέσει μερικούς απίστευτους άθλους δύναμης και αντοχής. Το «Rocky» το απέκτησε μάλιστα γιατί έμοιαζε με βράχο, έτσι τραχιά που ήταν τα χαρακτηριστικά του. Και ήταν το τριγωνικό του σαγόνι και η μονίμως κρεμασμένη στο στόμα του πίπα που εντυπωσίασαν τόσο πολύ τον νεαρό Σίγκαρ.
Κάπου πενήντα χρόνια αργότερα, στις 7 Σεπτεμβρίου 1996, το Διεθνές Φαν Κλαμπ του Ποπάυ έφτιαξε μια μαρμάρινη στήλη για τον τάφο του Φίγκελ, στην οποία απεικονίζεται η πρώτη μορφή του Ποπάυ έτσι όπως βγήκε από την αυθεντική πένα του Σίγκαρ το 1929. Και όπως όλοι παραδέχονταν, έμοιαζε αρκετά στον Φίγκελ.
Όσο για τον ίδιο τον Ποπάυ, εντυπωσίασε κι αυτός με τη σειρά του τους αναγνώστες της εφημερίδας «New York Journal», οι οποίοι δεν μπορούσαν να μην αναγνωρίσουν τον τραχύ μεν, αποτελεσματικό δε τρόπο που έλυνε τα προβλήματά του. Ο ναύτης έγινε ακαταμάχητος κυριολεκτικά εν μία νυκτί στο κόμικ («Thimble Theatre») που παρουσίαζε εδώ και μια δεκαετία τις περιπέτειες της Όλιβ Όιλ, της οικογένειάς της και του καλού της Χαμ Γκρέιβι.
Ο Γκρέιβι, ψάχνοντας καπετάνιο για το σκάφος του, βλέπει τον παράξενο αυτό ναύτη (που δεν ήταν ποτέ σαφές αν ήταν μονόφθαλμος ή απλώς αλλήθωρος, ο Βρούτος τον αποκαλεί ωστόσο κάποια στιγμή «μονόφθαλμο νάνο») και τον ρωτά: «Έι, είσαι ναύτης;». Για να εισπράξει τη χαρακτηριστική απάντηση του Ποπάυ με την εξίσου χαρακτηριστική δυσνόητη προφορά του: «Νόμισες πως είμαι καουμπόι;»! Μέσα σε δύο χρόνια, ο Ποπάυ έπαιζε ακόμα και στον τίτλο της σειράς του Σίγκαρ, που τώρα λεγόταν «Thimble Theatre… Starring Popeye».
Ο ναύτης προέβαινε αρχικά σε υπεράνθρωπους άθλους δύναμης για να βοηθήσει όσους τον είχαν ανάγκη και δεν έπαιρνε ποτέ αμοιβή. Στην αρχή δε ήταν από μόνος του χειροδύναμος, σαν τον Φίγκελ δηλαδή, όσο περνούσε όμως ο καιρός άρχισε να εμφανίζεται ολοένα και πιο πολύ το σπανάκι ως πηγή της δύναμής του. Δεν θα περνούσαν ωστόσο παρά χρόνια μέχρι να ξεκαθαριστεί ότι το σπανάκι ήταν αυτό που έκανε τους μυς τους να φουσκώνουν. Αρχικά ο Ποπάυ έτριβε το κεφάλι μιας μαγικής κότας για να πάρει τη δύναμή του, όντας ένας ρωμαλέος πλην αγράμματος ναύτης.
Και πάλι όμως μόνο όταν βγήκε στη σκοτεινή αίθουσα και το γυαλί αργότερα θα συνδεόταν το ζαρζαβατικό με τον Ποπάυ. Μέσα σε λίγα χρόνια, ο Σίγκαρ θα εμφάνιζε και τους άλλους βασικούς χαρακτήρες του, όπως τον Πόλντο που μασουλάει συνέχεια, τον υιοθετημένο γιο του Ποπάυ και τον Βρούτο φυσικά (Μπλούτο στην αρχική του μορφή), με τον οποίο πρωτοπάλεψαν το 1932.
Γέννημα-θρέμμα του Τσέστερ ήταν και ο ίδιος ο δημιουργός Σίγκαρ, ο οποίος ξεκίνησε την καριέρα του στα κόμικς ήδη από τα 12 του, αν και όνομα στον χώρο θα γινόταν παρά στα τέλη του 1919, όταν έπιασε δουλειά στην καθημερινή εφημερίδα του Χιρστ και άρχισε να σκαρώνει τις ιστορίες της Όλιβ και του αγαπημένου της.
Ο Σίγκαρ πέθανε πρόωρα το 1938 χτυπημένος από λευχαιμία, στα 44 του χρόνια, όντας πάμφτωχος και απογοητευμένος, μιας και δεν κατάφερε ποτέ να πάρει τα δικαιώματα του Ποπάυ του. Ο Φίγκελ ήταν αθυρόστομος, όπως ήταν στο ξεκίνημά του κι ο Ποπάυ, ο οποίος προέβαινε σε ρατσιστικά σχόλια για τους Αφροαμερικανούς που τρέχουν πλέον να κόψουν οι τηλεοπτικοί σταθμοί που παίζουν τα πρώτα επεισόδια του «Ποπάυ του Ναύτη». Όπως θα έκανε άλλωστε και στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου ο αγαπημένος ήρωας, βρίζοντας ασύστολα τους Γιαπωνέζους τώρα για να τονώσει το ηθικό των στρατευμένων Αμερικανών.
Όταν δε οι σπανακοπαραγωγοί τού έστησαν εκείνο το άγαλμα στην Κρίσταλ Σίτι το 1937, ήταν φυσικά η πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία που ένας καρτουνίστικος ήρωας γινόταν άγαλμα!
Δεν είναι γνωστό αν έμαθε ποτέ ο Φίγκελ πως πρωταγωνιστούσε στο δικό του κόμικ, το οποίο έπαιζε μάλιστα σε μεγάλη νεοϋορκέζικη εφημερίδα. Σε ό,τι τον αφορούσε πάντως, ήταν κι αυτός θρύλος στην πόλη του, τόσο για την εκπληκτική φυσική δύναμή του όσο και τη δίψα του για μπελάδες. Και σίγουρα η περιγραφή του Σίγκαρ για τον ναυτικό του θα ταίριαζε γάντι και στον Φίγκελ. Τι είπε για τον Ποπάυ του ο δημιουργός; Πως ήταν βίαιος και απολίτιστος, αλλά καλόκαρδος και με υψηλά ηθικά πρότυπα!
Όπως ακριβώς και ο Ποπάυ, ο Φρανκ κάπνιζε μανιωδώς την πίπα του και δεν είχε δόντι ούτε για δείγμα. Ήταν όμως κι αυτός καλός με τα παιδιά, σαν τον σκληροτράχηλο ναυτικό, τουλάχιστον με όσα δεν τον πείραζαν διαρκώς. Μόνο που αυτός ήταν ορκισμένος εργένης, καθώς δεν ήθελε μια Όλιβ να τον ταλαιπωρεί…