«Θα ήξιζε πράγματι να παραδώσωμεν την Σμύρνην εις τον Κεμάλ διά να τους πετσοκόψει όλους αυτούς εδώ τους αχρείους»
Πρίγκιπας Ανδρέας Διοικητής Β’ Σώματος Στρατού
Οι τεράστιες ευθύνες του βασιλιά και της αυλής του, που έφεραν την καταστροφή.
Νεκρική σιγή. Ένας καυτός άνεμος σάρωνε την παραλία της Σμύρνης. Η μυρωδιά του καμένου ξύλου ήταν παντού. Πυκνός μαύρος καπνός γέμιζε τον ουρανό πάνω από το όρος Πάγο. Αποκαΐδια... Μικρά φλεγόμενα κομμάτια ξύλου στροβιλίζονταν στον αέρα και έπεφταν στην πάλαι ποτέ κοσμοπολίτικη προκυμαία της Σμύρνης. Το νερό, εκεί που σκάει το κύμα στον μόλο, είχε πάρει ένα βαθύ κόκκινο χρώμα. Το αίμα στο λιθόστρωτο έτρεχε σαν ποτάμι και χυνόταν στη θάλασσα. Μια βρομερή μυρωδιά δεν επέτρεπε σε κανέναν να αναπνεύσει.
Στην επιφάνεια δεκάδες πτώματα. Παραμορφωμένα, αφύσικα φουσκωμένα, «χόρευαν» στον ρυθμό του κύματος. Στην παραλία 300.000 άνθρωποι εξουθενωμένοι, φοβισμένοι, στριμωγμένοι, εγκλωβισμένοι, κρατούσαν την αναπνοή τους. Δεν ήθελαν καν να ανασάνουν. Δεν ήθελαν να τους ακούσει ο θάνατος που πλησίαζε. Τα πρόσωπά τους, μαύρα από τη φωτιά και τη στάχτη, ήταν γεμάτα δάκρυα. Τα μάτια τους ήταν ανέκφραστα, ήταν τα μάτια του ανθρώπου που έχασε τα πάντα. Που τον κορόιδεψαν, που τον σκότωσαν, που τον βίασαν, που έχασε τα παιδιά του και τώρα δεν τον ενδιαφέρει τίποτε.
Από τα βρόμικα ανήλια σοκάκια που οδηγούσαν στην προκυμαία, κάπου -κάπου ακουγόταν μια κραυγή από κάποιο κορίτσι που βιαζόταν. Ύστερα πάλι σιγή. Κάποια μάνα ούρλιαζε τραβώντας από το στεγνό της στήθος το νεκρό μωρό της που κουβαλούσε μέρες τώρα στο ταξίδι του θανάτου. Είχε χάσει τα μυαλά της... Ύστερα πάλι σιγή... Αίμα... θάνατος... αγωνία... Ουρλιαχτά, εκκλήσεις, παρακλήσεις...
Τίποτε από αυτά δεν μετέφερε ο αέρας στα «συμμαχικά» πλοία, που περίμεναν αδιάφορα στο κέντρο του λιμανιού. Ένας κανονιοβολισμός στον αέρα και όλη η σφαγή θα σταματούσε. Μάταια. Η Ιωνία χάθηκε. Ο αέρας, ύπουλος κι αυτός, δεν μετέφερε τις κραυγές ούτε καν στην άλλη πλευρά του Αιγαίου. Στην Αθήνα. Η Σμύρνη καιγόταν. Η Σμύρνη πέθαινε αργά, αφημένη στη μοίρα της. Ο Ελληνισμός της Ιωνίας έσβηνε για πάντα από τον χάρτη...
1922: Πώς το όνειρο έγινε εφιάλτης
Οι αναλύσεις, σχεδόν έναν αιώνα τώρα, που έχουν γραφτεί για τα αίτια της καταστροφής είναι άπειρες. Φταίνε ο βασιλιάς και η μανία του να γίνει κάποτε ηγέτης χωρίς να μπορεί. Φταίει ο Βενιζέλος που μας έμπλεξε. Φταίει ο Γούναρης που αποδείχτηκε νάνος, ανίκανος να διαχειριστεί μια κρίση. Φταίει η... μαϊμού. Φταίνε οι κομμουνιστές, οι οποίοι, για να μην χαλάσουν τη γραμμή του Λένιν, σαμποτάρισαν εκ των έσω την εκστρατεία. Φταίνε οι σύμμαχοι, που μας «πούλησαν». Φταίει ο στρατός, που γύρισε τα νώτα του και άρχισε να τρέχει προς τη θάλασσα. Φταίνε οι Τούρκοι...
Μια ψυχρή ματιά στα γεγονότα, δίχως κοντόφθαλμες ερμηνείες, αποδεικνύει εύκολα ποιος έφταιξε. Δυστυχώς για κάποιους, δεν έφταιξε ο Βενιζέλος. Δυστυχώς για κάποιους, η στάση των κομμουνιστών δεν ήταν εκείνη που άλλαξε τα γεγονότα εις βάρος μας. Δυστυχώς για κάποιους, δεν έφταιξε η μαϊμού που δάγκωσε τον βασιλιά Αλέξανδρο, τον πιο αγαπητό βασιλιά στην Ιστορία του ελληνικού κράτους.
1920, Παρίσι. Σιδηροδρομικός σταθμός Λυών
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, επικεφαλής της ελληνικής αποστολής, ετοιμάζεται να επιβιβαστεί στο τρένο για να επιστρέψει νικητής στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα που πλέον δεν είναι «μικρά πλην όμως τιμία», αλλά στην Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Πριν το τρένο ξεκινήσει, είχε τηλεγραφήσει:
«Προς τον ελληνικόν λαόν. Είμαι ευτυχής αγγέλων προς υμάς ότι σήμερον υπεγράφη η συνθήκη ειρήνης μετά της Τουρκίας. Η συνθήκη δι’ ης αι κυριώτα-ται σύμμαχοι δυνάμεις μεταβιβάζουσι εις την Ελλάδα την κυριαρχίαν επί της Δυτικής Θράκης (...) και η συνθήκη μετά της Ιταλίας, δι’ ης αυτή μεταβιβάζει εις ημάς τα Δωδεκάνησα. Καθ’ ην στιγμήν το έργον όπερ διαξάγομεν, εν μέσω τοσούτων δυσχερειών, στεφανού-ται διά τοιαύτης επιτυχίας. Αισθάνομαι το καθήκον όπως εκφράσω προς τους συμπολίτας μου τη βαθιά ευγνωμοσύνη μου διά την σταθεράν εμπιστοσύνην με την οποίαν με περιέβαλον τόσα έτη».
Η Συνθήκη των Σεβρών ήταν θεωρητικά για την Ελλάδα η μεγαλύτερη διπλωματική νίκη στην Ιστορία της. Εκτός των άλλων παραχωρήσεων, η χώρα θα αναλάμβανε τη διοίκηση της περιοχής της Σμύρνης και της ενδοχώρας για πέντε χρόνια. Στη συνέχεια με δημοψήφισμα ο λαός της Ιωνίας θα αποφάσιζε για το μέλλον της περιοχής του. Επίσης στην Ελλάδα δόθηκαν η Ίμβρος, η Τένεδος και η Ανατολική Θράκη. Η Ελλάδα του 1910 των 64.679 τ.χλμ. και των 2.632.000 κατοίκων μέσα σε 10 χρόνια είχε γίνει μια Ελλάδα των 173.779 τ.χλμ. και των 7.156.000 κατοίκων. Όλα αυτά αποκλειστικά χάρη στον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον ελληνικό λαό, που αγόγ-γυστα τροφοδοτούσε έναν ισχυρότατο αήττητο στρατό, τον οποίο «υπολόγιζαν οι φίλοι και έτρεμαν οι εχθροί».
Και ενώ, όπως πολλοί ιστορικοί έχουν γράψει, «το μελάνι των υπογραφών δεν είχε ακόμη στεγνώσει», δύο απότακτοι βασιλόφρονες αξιωματικοί πυροβολούν δέκα φορές για να δολοφονήσουν τον Βενιζέλο μέσα στον σιδηροδρομικό σταθμό. Ο Έλληνας πρωθυπουργός τραυματίζεται ελαφρά, αλλά η χώρα μπαίνει στο τούνελ ενός νέου εθνικού διχασμού. Στην Αθήνα όχλος βενιζελικών δολοφονεί σαν αντίποινα τον Ίωνα Δραγούμη λίγο πιο κάτω από εκεί όπου χρόνια μετά θα χτιστεί το Μέγαρο Μουσικής στη Βασιλίσσης Σοφίας.
Με την επιστροφή του με το θωρηκτό «Αβέρωφ» ο Βενιζέλος είναι αναγκασμένος να προκηρύξει εκλογές. Η Βουλή, που με τέσσερα αναγκαστικά διατάγματα από το 1915 (λόγω των πολέμων) συνέχιζε να υφίσταται, έπρεπε να διαλυθεί. Στην Ελλάδα οι βασιλόφρονες συμπράττουν με τους κομμουνιστές και αποκαλούν τον Βενιζέλο «τύραννο». Οι εφημερίδες με πύρινα άρθρα ομιλούν για το «Οίκαδε», για τον «άθλιο Βενιζέλο που έχει τον στρατό μας από το 1913 σε πόλεμο» και για το ότι «επιτέλους πρέπει τα παιδιά μας να επιστρέψουν στην πατρίδα».
Ο κόσμος πονάει από τον πόλεμο και, παρά την εθνική υπερηφάνεια, θέλει να τελειώσουν όλα (όχι μόνο δεν επέστρεψαν οι στρατιώτες με τη νέα κυβέρνηση και τον βασιλιά, όπως είχαν δεσμευτεί ότι θα κάνουν, αλλά επιστρατεύτηκαν και επιπλέον κλάσεις...). Ο Βενιζέλος προκήρυξε εκλογές για να έχει τη νέα λαϊκή εντολή ως επιπλέον διαπραγματευτικό χαρτί με τους άλλους Ευρωπαίους στις όποιες συνομιλίες. Ήδη κάποιοι «σύμμαχοι» (Ιταλοί) στην Ευρώπη του είχαν πει: «Εσείς ποιον εκπροσωπείτε, κύριε Βενιζέλο;».
Η κατάσταση στο Κοινοβούλιο ήταν ηλεκτρισμένη. Οι βουλευτές της «Ηνωμένης Αντιπολίτευσης» ξέσκιζαν επιδεικτικά, από το βήμα της Βουλής, τους χάρτες της Μεγάλης Ελλάδας (βουλευτής Κουμουνδούρος). Ωρύονταν και κραύγαζαν «Δεν τα θέλουμε» (εννοώντας τα χώματα της Ιωνίας και της Σμύρνης), ενώ έφταναν σε σημείο να ερωτούν τους ψηφοφόρους τους, όπως ο βουλευτής Μεσσηνίας Μοσχούλας, «και που μεγάλωσε η Ελλάδα, εσένα μήπως μεγάλωσε το χωράφι σου;».
Την 1η Νοεμβρίου έγιναν οι εκλογές. Την 1η Νοεμβρίου η Ελλάδα έχασε την Ιωνία. Η χώρα αποφάσισε να παραμείνει «μικρά και πτωχή». Το κόμμα των Φιλελευθέρων κέρδισε σε ψήφους, αλλά, λόγω του εκλογικού συστήματος, έπαθε πανωλεθρία σε έδρες στη Βουλή. Λίγες ημέρες πριν, ο βασιλιάς Αλέξανδρος πέθαινε βασανιστικά στο κρεβάτι του ύστερα από το δάγκωμα μιας μαϊμούς. Αλέξανδρος και Βενιζέλος συγκροτούσαν ένα δίδυμο στο οποίο ο καθένας ήξερε τις αρμοδιότητές του και δεν έμπλεκε στα πόδια του άλλου. Ο Αλέξανδρος ήταν ο αγαπημένος βασιλιάς της Ελλάδας από ιδρύσεως του κράτους.
Η επιστροφή του Κωνσταντίνου ήταν γεγονός
Τα χωριά της Αττικής και της Βοιωτίας συγκεντρώθηκαν στην Αθήνα και γιόρταζαν με ζουρνάδες και κλαρίνα και με συνθήματα «Ελιά, ελιά και Κώτσο βασιλιά», «Ζήτω το Μενίδι», «Ζήτω το Λιόπεσι», «Ζήτω ο Κουμπάρος». Κομμουνιστές και βασιλόφρονες πανηγύριζαν δίπλα - δίπλα φωνάζοντας: «Σφυρί, δρεπάνι και ελιά στεφάνι» (η ελιά ήταν το σύμβολο των αντιβενιζελικών - βασιλικών).
Οι εκλογές και η λαϊκή εντολή έπρεπε να γίνουν σεβαστές. Ενδεχομένως, εάν η νέα κυβέρνηση δεν προέβαινε σε εκκαθαρίσεις στο στράτευμα, τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Οι «αμυνίτες», βενιζελικοί αξιωματικοί (ανώτατοι και ανώτεροι), πολεμούσαν από το 1913. Ήταν μπαρουτοκαπνισμένοι, είχαν αποκτήσει την αντίληψη του πεδίου των μαχών, ήξεραν να «διαβάζουν» τις αδυναμίες του εχθρού και να τον κατατροπώνουν. Οι αξιωματικοί του ελληνικού στρατού είχαν γίνει ένα με τους στρατιώτες τους. Ο ελληνικός στρατός ήταν μέχρι τότε αήττητος.
Παρασκευόπουλος, Νίδερ, Κονδύλης, Οθωναίος, Χατζημιχάλης, Πρωτοσύγκελος, Σαρηγιάννης, Σπυρίδωνος, Παπαθανασίου, Ζήρας, Τσάκαλος, Μαζαράκης, Ναπολέων Ζέρβας, Φλούλης, Καλομενόπουλος, Τσερούλης, Ιωάννου, Κατσώτας, Καλσάς και άλλοι τόσοι αντικαταστάθηκαν μέσα σε μια νύχτα από άκαπνους αξιωματικούς με αντιλήψεις για τον πόλεμο από το 1910.
Με αξιωματικούς βασιλόφρονες που νόμιζαν ότι ο πόλεμος διεξάγεται ακόμη στα χαρακώματα. Αξιωματικούς που τους ενδιέφερε μόνο να είναι αρεστοί στον βασιλιά Κωνσταντίνο και τον πολιτικό τους προϊστάμενο Δ. Γούναρη. Το νέο καθεστώς δεν τόλμησε να πειράξει τον ακραιφνώς βενιζελικό Νίκο Πλαστήρα, διοικητή του ενδόξου 5/24. Και αυτό διότι οι ακραιφνώς βασιλικοί εύζωνες του θρυλικού συντάγματος που διοικούσε ο Μαύρος Καβαλάρης δήλωσαν ότι δεν θα πολεμούσαν υπό τις διαταγές άλλου αξιωματικού.
Στην Τουρκία ο Κεμάλ πανηγυρίζει. Οι Έλληνες βγάζουν μόνοι τους τα μάτια τους. Οι Τούρκοι ξεκινάνε διπλωματικό μαραθώνιο στην Ευρώπη και καταφέρνουν από την ανυπαρξία της ελληνικής διπλωματίας να γίνουν ισότιμα μέλη με την Ελλάδα στις συζητήσεις. Αναγνωρίζονται de facto. Οι «σύμμαχοι» δηλώνουν την αντίθεσή τους στην επάνοδο του γερμανόφιλου Κωνσταντίνου στον θρόνο.
Οι Έλληνες ταγοί δεν καταλαβαίνουν την κρισιμότητα της κατάστασης. Στη Σμύρνη ο κόσμος, ο οποίος σιχαίνεται οτιδήποτε αφορά το στέμμα και πίνει νερό στο όνομα του Βενιζέλου, τραγουδά πένθιμα: «Και πώς να κλείσω μάτι πια / Λευτέρη που είσαι μακριά / από τη Σμύρνη τη χρυσή / που τη λευτέρωσες εσύ».
Στην Αθήνα, αμέσως μετά τις εκλογές και τη διαφαινόμενη καταστροφή, η Πηνελόπη Δέλτα θα γράψει: «Με τι δικαίωμα η άμορφη αυτή αγέλη ρίχνει στη σκλαβιά εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες; Με τι δικαίωμα παραιτείται από ελληνικά μέρη; Με τι δικαίωμα “Δεν τα θέλετε”; Ποιος σας ρώτησε, Πλακιώτες στενόψυχοι, και αποφασίζετε ότι δεν θέλετε το ένωμα της φυλής;».
Ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, που έβλεπε την καταστροφή να πλησιάζει, λίγες ημέρες μετά τις εκλογές και ενώ το στράτευμα αποψιλωνόταν από τους έμπειρους αξιωματικούς, έστειλε επιστολή στον Βενιζέλο:
«Αγαπητέ φίλε και αδελφέ Ελευθέριε Βενιζέλε. Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας, το Ελληνικόν κράτος αλλά και σύμπαν το Ελληνικόν έθνος κατεβαίνει πλέον εις τον Άδην, από του οποίου καμία πλέον δύναμις δεν θα δυνηθή να το αναβιβάση και να το σώση. Της αφαντάστου ταύτης καταστροφής βεβαίως αίτιοι είναι οι πολιτικοί και προσωπικοί σας εχθροί, πλην και Υμείς φέρετε μέγιστον της ευθύνης βάρος διά δύο πράξεις σας. Πρώτον, διότι αποστείλατε εις Μικράν Ασίαν, ως Ύπατον Αρμοστήν, έναν τουτ’ αυτόν παράφρονα και εγωιστήν, φλύαρον, απερροφημένον εν τω αυτοθαυμασμώ του και καταφρονούντα και υβρίζοντα και δέροντα και εξορίζοντα και φυλακίζοντα όλα τα υγιή και σώφρονα στοιχεία του τόπου. Και δεύτερον διότι, πριν αποπερατώσετε το έργον σας και θέσητε την κορωνίδα και το επιστέγασμα επί του ανεγερθέντος, αφαντάστως ωραίου και μεγαλοπρεπούς δημιουργήματός σας, είχατε την ατυχή και ένοχον έμπνευσιν να διατάξητε εκλογάς κατ’ αυτάς ακριβώς τας παραμονάς της προς εκτέλεσιν των όρων τής - οίμοι -διά παντώς καταστραφείσης Συνθήκης των Σεβρών».
Η νοοτροπία πάντως της νέας κυβέρνησης και του ιδίου του βασιλιά για τα χώματα της Ιωνίας αποτυπώνεται πλήρως σε απόσπασμα επιστολής του πρίγκιπα Ανδρέα, αδερφού του Κωνσταντίνου και αρχιστράτηγου πλέον, προς τον άκαπνο Ιωάννη Μεταξά λίγο πριν από την καθοριστική μάχη του Σαγγάριου.
Αναφέρει λοιπόν ο πρίγκιπας (η οικογένεια του οποίου λίγα χρόνια πριν, ενώ φοιτούσε στη Σχολή Ευελπίδων, πίεσε με κάθε τρόπο τον τότε διοικητή της σχολής Νικόλαο Ζορμπά να δώσει προαγωγές στον εύελπι Ανδρέα επειδή ήταν... πρίγκιπας. Κάτι τέτοιο δεν έγινε και δημιουργήθηκε μάλιστα κρίση εντός σχολής): «Απαίσιοι πραγματικώς είναι οι εδώ Έλληνες. Επικρατεί βενιζελισμός ογκώδης και κατά την 15η Δεκεμβρίου - εορτή του Αγ. Ελευθερίου - είχον κλείσει σχεδόν όλα τα καταστήματα. Θα ήξιζε πράγματι να παραδώσωμεν την Σμύρνην εις τον Κεμάλ διά να τους πετσοκόψει όλους αυτούς εδώ τους αχρείους».
Οι δύο στρατιωτικές περίοδοι
Σε στρατιωτικό επίπεδο η εκστρατεία στη Μικρασία μπορεί να χωριστεί σε δύο μεγάλες περιόδους.
Την πρώτη περίοδο, κατά την οποία ο στρατός φτάνει στη Σμύρνη και ξεκινάει τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην ευρύτερη περιοχή, προκειμένου να ανακουφιστεί από την πίεση και τις δολοφονίες των Τσετών και των ατάκτων. Σε αυτή την περίοδο (πριν από τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου) το πνεύμα είναι επιθετικό και η χώρα λαμβάνει βοήθεια από τους συμμάχους. Αυτή την περίοδο ο Κεμάλ υπολείπεται τόσο σε δυνάμεις όσο και σε υλικό.
Η δεύτερη φάση ξεκινά σχεδόν μετά τις εκλογές, κατά την οποία το στράτευμα, αν και ουσιαστικά ευνουχίζεται, συνεχίζει να έχει ακμαιότατο ηθικό. Όμως σε αυτή τη δεύτερη περίοδο ο Κεμάλ έχει ήδη δημιουργήσει στρατό και οι σύμμαχοι, κυρίως οι Γάλλοι και οι Ιταλοί (και οι Σοβιετικοί), συνάπτουν συμφωνίες μαζί του. Οι χειρισμοί της πολιτικής αλλά και της στρατιωτικής ηγεσίας είναι ερασιτεχνικοί. Σε διπλωματικό επίπεδο η χώρα είναι ανύπαρκτη και ανίκανη πλέον να επιβάλει τη γνώμη και τις απόψεις της στην Ευρώπη, ενώ σε στρατιωτικό επίπεδο ο Κεμάλ έξυπνα παρασύρει το ελληνικό στράτευμα στην αχανή ενδοχώρα.
Αυτό έχει δύο τεράστια οφέλη για τους Τούρκους:
♦ Οι γραμμές ανεφοδιασμού των Ελλήνων ανοίγουν επικίνδυνα, με αποτέλεσμα και οι βάσεις να είναι έρμαια στις επιθέσεις των ατάκτων στα μετόπισθεν, αλλά και το στράτευμα, που όλο προχωρούσε προς ανατολάς, να εξαντλείται και να φθείρεται πριν από τη μεγάλη μάχη έξω από την Άγκυρα.
♦ Όσο ο ελληνικός στρατός έφευγε από τα παράλια και προχωρούσε στην ενδοχώρα, τόσο απομακρυνόταν από περιοχές με καθαρά ελληνικό και χριστιανικό στοιχείο. Πλέον τα μέρη που διέσχιζε ήταν τουρκικά. Ο Κεμάλ, με την ευστροφία που διέθετε - και δεν διαθέταμε εμείς - το εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο και παρουσίαζε τον αγώνα του ως απελευθερωτικό και αγώνα ανεξαρτησίας.
Ένα μικρό χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πόσο εγκληματική ήταν η τοποθέτηση άκαπνων αξιωματικών σε καίριες θέσεις είναι το εξής: Οι νεοαφιχθέντες αξιωματικοί της επιμελητείας και τροφοδοσίας, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι να στέλνουν στην πρώτη γραμμή, που ολοένα προχωρούσε, τρόφιμα και πυρομαχικά, έκαναν το εξής τραγικό: Λίγο πριν από τη μάχη στον Σαγγάριο και ενώ οι στρατιώτες μας διέσχιζαν εξαντλημένοι την αχανέστατη και άνυδρη Αλμυρά Έρημο, η επιμελητεία για τροφή τους προμήθευε... παστό ψάρι και ρέγγες, δίχως νερό. Ο ελληνικός στρατός είχε να πολεμήσει, εκτός από τους Τούρκους, και την ανικανότητα των ηγετών του.
Είναι χαρακτηριστική η ανταπόκριση του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, που κάλυπτε τότε τα γεγονότα ως απεσταλμένος της «Torondo Sun» στον πόλεμο:
«Οι Έλληνες ήταν πρώτης τάξεως πολεμιστές και σίγουρα κάμποσα σκαλοπάτια παραπάνω από τον στρατό του Κεμάλ. Αυτή είναι η άποψη του Γουίταλ. Πιστεύει ότι οι τσολιάδες θα είχαν καταλάβει την Άγκυρα - και θα είχαν τελειώσει τον πόλεμο - αν δεν είχαν προδοθεί. Όταν ο Κωνσταντίνος ήρθε στην εξουσία, όλοι οι Έλληνες αξιωματικοί που ήταν σε επιτελικές θέσεις υποβαθμίστηκαν αμέσως σε χαμηλότερα πόστα. Πολλοί απ’ αυτούς είχαν πάρει τα γαλόνια τους με ανδραγαθήματα στο πεδίο της μάχης. Ήταν έξοχοι πολεμιστές και σπουδαίοι ηγέτες. Αυτό δεν εμπόδισε το κόμμα του Κωνσταντίνου να τους διώξει και να τους αντικαταστήσει με αξιωματικούς που δεν είχαν ακούσει ποτέ τους να πέφτει ούτε μια ντουφεκιά. Αυτό είχε αποτέλεσμα να σπάσει το μέτωπο».
Βενιζέλος προς υπουργείο Εξωτερικών: «Ταύτην την στιγμήν το Ανώτατον Συμβούλιον της Συνδιασκέψεως με πληροφορεί ότι εν τη σημερινή συνεδριάσει απεφάσισεν ομοφώνως όπως το εκ-στρατευτικόν σώμα αναχωρήση αμέσως διά Σμύρνην. Ζήτω το Έθνος»
2 Μαΐου 1919, Σμύρνη
Η προκυμαία έχει γεμίσει ασφυκτικά. Από τα Μπεζεστένια έως το Θέατρο. Οι κοσμοπολίτες κάτοικοι της Σμύρνης δεν κοιμήθηκαν το προηγούμενο βράδυ. Αγωνιούσαν, περίμεναν. Την επαύριο ο ελληνικός στρατός θα πατούσε πάλι στο χώμα της Ιωνίας μετά από εκατοντάδες χρόνια. Το λιμάνι στα παράλια της Μικράς Ασίας εί-χε παρουσιάσει μια αξιοζήλευτη οικονομική και πολιτιστική άνοδο. Σχεδόν ολόκληρο το εμπόριο της Μεσογείου περνούσε από εκεί. Η Γαλλία, η Ιταλία και η Αγγλία είχαν εγκαταστήσει τράπεζες, οι ΗΠΑ προξενείο.
Η Σμύρνη είχε όπερα, είχε σχολές, είχε γυμνάσια, είχε βιβλιοθήκες, είχε θέατρα και κινηματογράφους. Είχε λέσχες και μουσεία. Είχε εφημερίδες και περιοδικά. Είχε νοσοκομεία, ιδρύματα και ορφανοτροφεία. Η Σμύρνη ήταν το Παρίσι της Μεσογείου. Την ίδια ώρα η Αθήνα προσπαθούσε να ξεπεράσει την νοοτροπία του μικρού χωριού και να αναπτυχθεί. Η σύγκριση, εκείνη την εποχή, ανάμεσα στις δύο πόλεις και το βιοτικό επίπεδό τους ήταν συντριπτικά υπέρ της Σμύρνης. Οι Ιταλοί την ήθελαν, το ίδιο και οι Γάλλοι (οι Άγγλοι, εξυπνότεροι όλων, προτιμούσαν τα πετρέλαια της Μοσούλης και τα Στενά). Τελικά ο Βενιζέλος - με το επιχείρημα ότι στη Σμύρνη ζει αμιγώς Ελληνικός πληθυσμός στην πλειονότητά του, ο οποίος κινδυνεύει από τις σφαγές των Τούρκων - τους προλαβαίνει και, με τις ευλογίες της Αγγλίας, στέλνει στρατό.
Στις 2 Μαΐου 1919 ο μέραρχος Ζαφειρίου, διοικητής της 1ης Μεραρχίας, ελέγχει από το «Αβέρωφ» την προκυμαία και δίνει τη διαταγή. Στις 7.50 ο σηματωρός του «Πατρίς» σαλπίζει και οι εύζωνοι του 1/38 αποβιβάζονται. Ο πρώτος τσολιάς που πατάει την ιωνική γη σκύβει και φιλάει το χώμα. Ο κόσμος παραληρεί, κλαίει, τραγουδά τον εθνικό ύμνο, ραίνει με λουλούδια τους στρατιώτες. Αμέσως οι Έλληνες φαντάροι ακροβολίζονται σε καίρια σημεία της πόλης. Οι πληροφορίες όμως που ήθελαν τους «συμμάχους» Ιταλούς να υποδαυλίζουν την απόβαση βγαίνουν αληθινές.
Οι Τούρκοι στον μαχαλά τους ήταν ήσυχοι. Εξάλλου, με τους Έλληνες της Σμύρνης δεν είχαν κανένα πρόβλημα. Το αντίθετο. Όμως οι Ιταλοί δεν θα άφηναν αναπάντητη τη διπλωματική τους ήττα από τον Βενιζέλο. Ξεσήκωσαν και όπλισαν τα ακραία τουρκικά στοιχεία και, λίγα λεπτά μετά την αποβίβαση των Ελλήνων (η οποία έγινε με απίστευτη δυσκολία λόγω του πλήθους), άρχισαν να πυροβολούν αδιάκριτα, ταμπουρωμένοι σε κάποια κτήρια. Οι στρατιώτες απαντούν και σε λίγα λεπτά όλα έχουν τελειώσει. Οι διαταγές του Βενιζέλου δεν χωρούν αμφισβήτηση: «Κανείς φαντάρος ή αξιωματικός δεν θα κάμει το παραμικρό ενάντια στο τουρκικό στοιχείο. Η ποινή θα είναι θάνατος. Πρέπει να δείξουμε ότι το αξίζουμε».
Έτσι ξεκίνησε το όνειρο της Μεγάλης Ελλάδας. Η κατάληξή του θα γραφτεί τρία χρόνια αργότερα, πάλι στην ίδια προκυμαία. Το όνειρο θα γίνει ένας αιματοβαμμένος εφιάλτης...
Οι διαφορές με τον στρατό του Κεμάλ
Σε στρατιωτικό επίπεδο είναι ίσως η πρώτη φορά που ένας στρατός που ξεπερνούσε τις 170.000, δίχως να χάσει, ουσιαστικά ηττήθηκε, διαλύθηκε, έγινε φάντασμα... Ας δούμε κάποιες διαφορές με τον στρατό του Κεμάλ. Το βασικότερο όλων είναι το σχέδιο και ο προγραμματισμός.
Ο ελληνικός στρατός, μετά τις εκλογές, δεν είχε κάποιο πλάνο δράσης. Η πολιτική ηγεσία, ο βασιλιάς και οι νέοι αξιωματικοί που είχε τοποθετήσει είχαν τρικυμία στο κρανίο:
♦Θα κρατηθούμε στην γραμμή Εσκί Σεχίρ - Κιουτάχεια - Αφιόν Καραχισάρ;
♦Θα προελάσουμε ανατολικότερα για να συντρίψουμε τον Κεμάλ στην Άγκυρα;
♦Θα στείλουμε όλες τις δυνάμεις να καταλάβουν την... Κωνσταντινούπολη για να πιέσουμε τους συμμάχους;
♦Θα υποχωρήσουμε στη γραμμή Σμύρνης και θα αμυνθούμε;
Τίποτε και λίγο από όλα. Η ηγεσία (στρατιωτική και πολιτική) ήταν ανύπαρκτη και ανίκανη να σχεδιάσει ένα επιτελικό σχέδιο. Την ίδια ώρα ο Κεμάλ συσπείρωνε τον στρατό και τον κόσμο γύρω του. Έριχνε το δόλωμα και υποχωρούσε. Και οι Έλληνες διαρκώς παρασύρονταν σε έναν φαύλο κύκλο, που άφηνε μόνο νεκρούς.
Την ανυπαρξία σχεδίου ήρθε να συμπληρώσει η άγνοια. Οι Τούρκοι ήξεραν κάθε στιγμή, κάθε λεπτό όλες τις κινήσεις των Ελλήνων. Πού κατευθύνονται, πόσοι είναι, τι οπλισμό φέρουν. Γνώριζαν τα πάντα. Οι Έλληνες όμως προχωρούσαν στα τυφλά. Έμπαιναν σε μια άγρια ενδοχώρα σαν τα πρόβατα στη σφαγή. Οπλισμένοι μόνο με το θάρρος τους, το οποίο όμως δεν έφτανε. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στην τελευταία μάχη στον Σαγγάριο, έξω από την Άγκυρα, ενώ αρχικά η μία μετά την άλλη οι γραμμές άμυνας των Τούρκων έσπαγαν και διαφαινόταν ένας ακόμη ελληνικός θρίαμβος, η ηγεσία του στρατεύματος αγνοούσε ότι ο Κεμάλ είχε δημιουργήσει επί μήνες ένα ασύλληπτο δίκτυο άμυνας, με εκατοντάδες οχυρώματα και πυροβολεία, που κάλυπταν το ένα το άλλο σε ένα απίστευτο βάθος.
Η ηγεσία αγνοούσε το βασικό: τη διάταξη των Τούρκων. Πού είναι το πυροβολικό, πού παραμονεύει το ιππικό, πού βρίσκονται οι Τσέτες άτακτοι. Αγνοούσε τα αυτονόητα, δεν διάβαζε τον τρόπο που ο Κεμάλ εφάρμοζε «επιθετική άμυνα». Έστελναν στον θάνατο έναν αήττητο στρατό και στην προσφυγιά εκατομμύρια ανθρώπους. Ακόμη και στις 13 Αυγούστου, όταν οι Τούρκοι πέρασαν στην αντεπίθεση και επιτέθηκαν στο καλά οχυρωμένο Αφιόν Καραχισάρ, οι Έλληνες αιφνιδιάστηκαν διότι περίμεναν επίθεση από άτακτες ομάδες και αντιμετώπισαν έναν οργανωμένο στρατό που χτύπησε με σχέδιο. Σε λίγη ώρα μία - μία οι ελληνικές μεραρχίες συντρίφθηκαν και υποχώρησαν.
Οι γραμμές επίσης είχαν ανοίξει επικίνδυνα. Επικοινωνία δεν υπήρχε. Ούτε με τηλέγραφο, ούτε με τηλέφωνο. Μια διαταγή για έναν ελιγμό έπρεπε να φύγει από τη Σμύρνη και, πολλές φορές, έφτανε στην πρώτη γραμμή όταν η μάχη είχε τελειώσει. Ο αρχιστράτηγος Χατζηανέστης, ο έχων το γενικό πρόσταγμα, ο άνθρωπος που τοποθέτησε ο βασιλιάς και ο οποίος νόμιζε ότι έχει γυάλινα πόδια, τα οποία εάν προχωράει θα σπάσουν, βρισκόταν στο αρχηγείο στη Σμύρνη και έδινε διαταγές επί χάρτου. Την ώρα της αρχικής τουρκικής αντεπίθεσης ο Χατζηανέστης ήταν στην... Αθήνα και σχεδίαζε την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, ενώ ο Κεμάλ ήταν στην πρώτη γραμμή και έδινε διαταγές από το μέτωπο.
Τέλος, το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα της Μικρασίας αριθμούσε 177.000 στρατιώτες εκ των οποίων την κρίσιμη ώρα οι μάχιμοι ήταν 70.000. Οι υπόλοιποι είχαν «αποσπαστεί» σε άλλες υπηρεσίες. Κάτι που ποτέ δεν θα γινόταν με άλλη ηγεσία στο στράτευμα. Η πειθαρχία ήταν μια άγνωστη λέξη. Δεν θα αναφερθούμε στους καθημερινούς εκατοντάδες αυτοτραυματισμούς. Όταν δεν σε εμπνέει η ηγεσία, κάνεις τα πάντα για να φύγεις από την κόλαση. Όταν η ηγεσία βρίσκεται μέσα στη φωτιά μαζί σου, τότε πρώτος πολεμάς...
Φυσικά δεν θα παραλείψουμε τον ρόλο των συμμάχων. Είναι γεγονός ότι ο Βενιζέλος είχε προσδεθεί στο άρμα των Άγγλων. Οι κινήσεις του βόλευαν τους Άγγλους, αλλά εξυπηρετούσαν και τους σκοπούς της Ελλάδας. Το χρήμα και τα εφόδια έρχονταν συνέχεια. Μια φορά οι Άγγλοι δεν συμφώνησαν με μια κίνηση του Βενιζέλου για να μην δυσαρεστήσουν τους Τούρκους και ο Κρητικός πολιτικός απείλησε ότι θα απέσυρε τον στρατό από τη Σμύρνη. Θα άφηνε έτσι ακάλυπτα τα νώτα των Εγγλέζων στα στενά που είχαν καταλάβει. Αμέσως υπαναχώρησαν.
Οι Γάλλοι και φυσικά οι «σύμμαχοι» Ιταλοί έπαιξαν έναν άθλιο ρόλο εις βάρος των Ελλήνων. Έναν ρόλο τον οποίο η ηγεσία που διαδέχθηκε τον Βενιζέλο, αποδέχτηκε χωρίς αντίδραση. Μυστικά στην αρχή, απροκάλυπτα αργότερα, εφοδίαζαν τον Κεμάλ με χρήματα και πολεμικό υλικό, με αντάλλαγμα νέες συμφωνίες. Οι Τούρκοι στον Νότο έβρισκαν καταφύγιο μέσα στις ιταλικές γραμμές. Έβγαιναν, χτυπούσαν, έκαιγαν χωριά, δολοφονούσαν με ιταλικά όπλα και μετά, έμπαιναν πάλι στις γραμμές των συμμάχων και γειτόνων μας Ιταλών.
Χαρακτηριστικό γεγονός: Στις 20 Ιουνίου 1920 ο συνταγματάρχης Τσάκαλος κυνηγούσε Τούρκους στη γραμμή Αζιζιέ - Αλάν Νταγ. Τότε εμφανίσθηκε ο Ιταλός διοικητής και τόνισε προκλητικά ότι τα μέρη εκείνα ανήκουν στην Ιταλία και να μην τολμήσει κανείς να επιτεθεί διότι θα υποστεί τις συνέπειες. Ο διοικητής του Α΄ Σώματος αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Νίδερ ενημερώθηκε. Οργίστηκε και έδωσε διαταγή να συνεχιστούν οι ελληνικές επιχειρήσεις καταδίωξης του εχθρού. Οι Ιταλοί αντέδρασαν πάλι υπέρ των Τούρκων. Τότε ο Νίδερ διέταξε επίθεση κατά πάντων και οποιουδήποτε εμποδίζει το έργο του στρατού. Μέσα σε μια μέρα, οι άνδρες του 5ου Σ.Π. κατέλαβαν όλες τις ιταλικές θέσεις πέριξ της Ν. Εφέσου και έκαναν Ιταλούς και Τούρκους να τρέχουν προς τη θάλασσα. Ο Ιταλός στρατηγός Πόρτα, μη μπορώντας να κάνει διαφορετικά, δήλωσε πως αποδέχεται την κατάληψη ως «προσωρινή». Τελικά, για λόγους ισορροπιών, επεστράφησαν αυτά τα εδάφη στους Ιταλούς, οι οποίοι (μέχρι να πέσει ο Βενιζέλος) δεν τόλμησαν παρόμοιες πράξεις βοήθειας.
Το τέλος
Τα γεγονότα του Αυγούστου και του Σεπτεμβρίου του 1922 είναι λίγο - πολύ γνωστά. Ο ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία ουδέποτε ηττήθηκε επί της ουσίας. Ο στρατός στην Ιωνία προδόθηκε από τους ίδιους τους ηγέτες του, από τους ηγέτες της χώρας. Στρατιωτικοί αναλυτές κατακεραυνώνουν την απόφαση να προχωρήσουμε προς την Άγκυρα. Ήταν μια απόφαση που αποδείχθηκε δολοφονική για το στράτευμα.
Στο πυρωμένο από τον ήλιο χώμα έξω από την Άγκυρα ο ελληνικός στρατός έχασε δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες και αξιωματικούς. Η Άγκυρα, με το «ευφάνταστο» ελληνικό σχέδιο να προβλέπει μόνο κατά μέτωπον επιθέσεις, δεν θα έπεφτε αλλά, και εάν έπεφτε, η ηγεσία αγνοούσε τη δυνατότητα του Κεμάλ να την εγκαταλείψει και να αποσυρθεί ανατολικότερα δίχως να μπορεί να νιώσει ότι απειλείται.
Ο αρχιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας (που διαδέχθηκε τον Παρασκευόπουλο και που θα έδινε σε λίγο τη θέση του στον Χατζηανέστη) έβλεπε ότι το μέτωπο έχει «κολλήσει» και ότι οι απώλειες του στρατεύματος μέρα με τη μέρα αυξάνονται δραματικά, σε σημείο που να απειλείται ή ίδια η υπόστασή του.
Στις 26 Αυγούστου τηλεγραφεί στον Θεοτόκη και του λέει πως «η παράταση των επιχειρήσεων γίνεται πλέον επικίνδυνη σε αυτόν τον αγώνα των χαρακωμάτων. Πρέπει οπωσδήποτε να συναφθεί ανακωχή».
Ο αρχιστράτηγος συνέλαβε ένα σχέδιο άμυνας στις γραμμές έξω από την Άγκυρα, ενώ ταυτόχρονα προετοίμαζε μια ισχυρή επίθεση για να κάμψει τον εχθρό. Για τον λόγο αυτόν είχε διατάξει τον βασιλόπαιδα Ανδρέα (διοικητή του Β’ Σώματος Στρατού) να μετακινηθεί στην ευθεία των άλλων δύο σωμάτων. Επί 12 ημέρες (έως τις 27 Αυγούστου) ο πρίγκιπας προκλητικά δεν εφάρμοζε τη διαταγή και άφηνε τις πρωτοβουλίες στους Τούρκους. Το στράτευμα έχασε κρίσιμες ημέρες αδράνειας, τις οποίες πλήρωνε με αίμα.
Η Στρατιά είχε ασφαλείς πληροφορίες ότι οι Τούρκοι θα προσπαθούσαν να επιτεθούν και να καταφέρουν ισχυρό πλήγμα κατά του Γ’ Σώματος. Θα απέκοπταν τις επικοινωνίες και θα εγκλώβιζαν το Α’ και το Β’ Σώμα με μια κυκλωτική κίνηση. Το ελληνικό σχέδιο προέβλεπε τον άμεσο αιφνιδιασμό των Τούρκων με μια ταχεία και ισχυρή επίθεση από το Α’ και το Β’ Σώμα ταυτόχρονα. Εάν πετύχαινε ο αιφνιδιασμός, πολύ πιθανόν να είχε αλλάξει η ροή των γεγονότων. Οι Τούρκοι δεν θα περίμεναν τα δύο σώματα να επιτεθούν και ενδεχομένως να κατέρρεαν. Όμως, την κρίσιμη τελευταία ώρα, ο πρίγκιπας Ανδρέας, διοικητής του Β’ Σώματος, είχε άλλη άποψη.
Αυτοβούλως και δίχως να ενημερώσει κανέναν, σκέφτηκε να μεταφέρει το Β’ Σώμα πίσω από το Γ Σώμα. Αυτό θα είχε δύο τραγικές συνέπειες: άφηνε από δεξιά ακάλυπτο το Α Σώμα και δημιουργούσε ένα τεράστιο κενό στις γραμμές, με αποτέλεσμα το τουρκικό ιππικό με ταχείες μαζικές επιθέσει ς να μπορέσει να μακελέψει ολόκληρη τη Στρατιά.
Στις 27 Αυγούστου ο πρίγκιπας Ανδρέας, κρατώντας στα χέρια του τη διαταγή της Στρατιάς, δεν αντιδρά όπως θα όφειλε. Αντί να εκτελέσει τη διαταγή, απαντά ότι η επίθεση που τον διατάζουν να εκτελέσει είναι «αδύνατος και ανωφελής» και ότι έχει ήδη διατάξει υποχώρηση και μετακίνηση στα νώτα του Γ Σώματος. Ο αρχιστράτηγος Παπούλας κόντεψε να πάθει εμβολή μόλις διάβασε την απάντηση του πρίγκιπα. Οργισμένος τότε του τηλεγραφεί: «Έκπληκτος προ σκέψεως εγκαταλείψεως θέσεώς σας, διατάσσω Σώμα να παραμείνει θέσεις του. Μόνος αρμόδιος κρίνει και αποφασίσει τυγχάνω εγώ ως διοικητής Στρατιάς. Ανακαλέσατε πάσαν διαταχθείσαν μετακίνησιν».
Η αντίδραση του Κεμάλ
Ο Κεμάλ, που έβλεπε τόσες ημέρες γενική απραξία στο ελληνικό στράτευμα, αλλά και την αδράνεια του Β’ Σώματος και την προετοιμασία του για σύμπτυξη και υποχώρηση πίσω από το Γ Σώμα, διατάσσει γενική επίθεση κατά του απομονωμένου και ασθενέστερου Α Σώματος.
Οι πύλες της κολάσεως άνοιξαν εκεί, ανατολικά του Σαγγάριου. Έλληνες και Τούρκοι σφάζονταν σε μάχες σώμα με σώμα. Ο ελληνικός στρατός, αν και ταλαιπωρημένος, μακριά από βάσεις ανεφοδιασμού και απομονωμένος, δεν υποχωρεί. Πολεμά και δείχνει ότι μπορεί να νικήσει. Τα ξημερώματα της 29ης Αυγούστου ο Παπούλας πήρε την οριστική απόφαση για επιστροφή του στρατεύματος στις θέσεις άμυνας στο Εσκί Σεχίρ. Στις 9.15 τηλεγραφεί στους διοικητές το δραματικό: «Ο στρατός απέδωκεν ό,τι ηδύνατο. Υποχωρούμε». Ειρωνεία: Το Γ Σώμα μόλις είχε αποκρούσει τη μεγάλη επίθεση των Τούρκων και τους καταδίωκε, αλλά, όπως είπαμε, δεν υπήρχε καμία συνεννόηση, με αποτέλεσμα να σταματήσει την καταδίωξη του εχθρού και να του δώσει τη δυνατότητα να ανασυνταχθεί.
Τι συνέβη όμως εκείνη τη δραματική νύχτα που ελήφθη η απόφαση για υποχώρηση, στο στρατόπεδο των Τούρκων; Ο Γάλλος Μασέν, βιογράφος του Κεμάλ, περιγράφει: «Ο Κεμάλ περίμενε από στιγμή σε στιγμή ένας από τους δύο αντιπάλους να σπάσει. Και οι δύο ήταν στα όριά τους. Στριφογύριζε στο εκστρατευτικό του γραφείο άγρυπνος, νευρικός, ταραγμένος και αναποφάσιστος. Τελικά πήρε την απόφαση. Θα διέταζε υποχώρηση. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στο μαγνητικό τηλέφωνο για να δώσει τη δραματική του διαταγή. Δεν είχε διανύσει την απόσταση από το γραφείο του μέχρι το τηλέφωνο, όταν εκείνο χτύπησε. Ήταν ο Φεβζή πασάς: “Οι Έλληνες δίπλωσαν τις σημαίες τους. Υποχωρούν σε όλο το μέτωπο” του ανήγγειλε. Τότε ο Κεμάλ έβγαλε ένα ουρλιαχτό λύκου, όπως συνήθιζε σε ώρες αβυσσαλέας αποφασιστικότητας, και διέταξε γενική αντεπίθεση».
Ο ελληνικός στρατός υποχωρούσε δίχως ουσιαστικά να έχει χάσει. 23.000 στρατιώτες και αξιωματικοί σκοτώθηκαν στη μάχη της Άγκυρας. Ακόμη και εκείνη τη στιγμή, η έλλειψη οργάνωσης ήταν τραγική. Η διαταγή δεν έφτασε σε όλους, με αποτέλεσμα άλλοι να υποχωρούν και άλλοι να μένουν πίσω και να πολεμούν μόνοι τους. Πλήρης αποδιοργάνωση, που έφερε τον πανικό. Η υποχώρηση πλέον δεν γινόταν συντεταγμένα, αλλά άτακτα.
Το τουρκικό ιππικό και οι Τσέτες χτυπούσαν τα μετόπισθεν των υποχωρούντων Ελλήνων. Οι επιθέσεις τους αποκρούονταν, αλλά ο πανικός και η σύγχυση είχαν καταλάβει το στράτευμα. Ο Κεμάλ, σκεπτόμενος στρατιωτικά, αποφάσισε να μην καταδιώξει το στράτευμα, αλλά μόνο να το παρενοχλεί, και να επιτεθεί κατά της γραμμής άμυνας στο Αφιόν Καραχισάρ. Να δημιουργήσει μια τεράστια δολοφονική μέγγενη αποκόπτοντας τη δίοδο προς τη θάλασσα. Έτσι και έκανε. Την ύστατη στιγμή στις μονάδες που είχαν παραμείνει πίσω και θα μακελεύονταν μέχρι ενός, εμφανίσθηκε το 5/24. Οι εύζωνες του Πλαστήρα, το «Σειτάν ασκέρ», συντεταγμένα και προκαλώντας βαριές απώλειες στους Τούρκους, βοήθησαν πολλά τμήματα να απεγκλωβιστούν.
Στο Αφιόν τα Σώματα ανασυγκροτήθηκαν και η πορεία προς τη θάλασσα ξεκίνησε. Τη στρατιά ακολουθούσαν χιλιάδες άμαχοι. Ξεριζωμένοι πρόσφυγες που ξεκίνησαν με αραμπάδες, με τρένα και με τα πόδια ένα μακρύ ταξίδι θανάτου για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Η Ελλάδα άφησε την Ιωνία μόνη. Σε λίγες ημέρες θα ερχόταν η σειρά της Σμύρνης να πληρώσει με τον χειρότερο τρόπο την ανικανότητα εκείνων που είχαν στα χέρια τους τις τύχες και τις προσδοκίες ενός λαού. Η Γκιαβούρ Ισμίρ δεν θα υπήρχε ποτέ πια.
Η ευχή του πρίγκηπα Ανδρέα εισακούστηκε: «Θα ήξιζε πράγματι να παραδώσωμεν την Σμύρνην εις τον Κεμάλ διά να τους πετσοκόψει όλους αυτούς εδώ τους αχρείους».