Σε μια χώρα μακρινή, την Ολαϊδια, η Νόρα η χελώνα γέννησε το δικό της χελωνάκι.
Το μικρό χελωνάκι ήταν πολύ όμορφο και χαριτωμένο, μόνο που είχε τρίχωμα! Η μαμά Νόρα όμως ήταν τόσο χαρούμενη, που κρατούσε στα χέρια της το μικρό της χελωνάκι και δεν την ένοιαζε τίποτε άλλο. Ο μπαμπάς χελώνος, ο Απόλλων, παρόλη του τη χαρά προβληματίστηκε. Μα όλους τους ίδιους!
Δεν είχε αντικρίσει ποτέ του κάτι τέτοιο. Με την πρώτη ευκαιρία έτρεξε να ρωτήσει τους γιατρούς. «Δεν έχουμε ξαναδεί κάτι τέτοιο», του είπαν, «αλλά μην ανησυχείτε, είναι απλώς τρίχες!».
Όταν η μαμά Νόρα επέστρεψε στο σπίτι με το μικρό της χελωνάκι κι ήρθαν να το δουν φίλοι και συγγενείς, όλοι έμειναν άφωνοι. Το κοιτούσαν, το ξανακοιτούσαν και αδυνατούσαν να καταλάβουν αν ήταν όντως χελωνάκι. Μια κοιτούσαν το Μανωλιό, μια κοιτιόντουσαν μεταξύ τους αινιγματικά. Αλλά κανείς δεν είπε τίποτα μπροστά στη μαμά Νόρα. Παρά μόνο όταν ήρθε η ώρα να φύγουν άρχισαν τα σχόλια: «Μα το είδες πως ήταν;», «Πραγματικά δεν έχω δει ποτέ μου κάτι αντίστοιχο», «Καημένη μαμά Νόρα τι σου ‘τυχε..», «Και είναι πράγματι χελωνάκι; Πώς γίνεται αυτό;», έλεγαν και έλεγαν και τελειωμό δεν είχαν.
Τα χρόνια πέρασαν και μέσα σ’ όλα αυτά χρόνια η μαμά Νόρα και ο μπαμπάς Απόλλων έβλεπαν τον κόσμο να τους κοιτά συχνά περίεργα και να σιγομουρμουρίζουν μεταξύ τους. Ο Μανωλιός καθόταν πολλές φορές μόνος του δίχως φίλους, για αυτό η μαμά Νόρα και ο μπαμπάς Απόλλων προσπαθούσαν να βρουν τρόπο για να βοηθήσουν το μικρό Μανωλιό να μη στεναχωριέται. Αποφάσισαν λοιπόν να πάνε στο κουρείο και να ζητήσουν από τον κομμωτή να ξυρίσει όλο το τρίχωμα του Μανωλιού. Έτσι, θα ήταν ίδιο με όλα τα άλλα χελωνάκια. Ο Μανωλιός, όταν είδε τον εαυτό του στον καθρέφτη ενθουσιάστηκε! Επιτέλους! Ήταν όπως όλα τα άλλα χελωνάκια.
Την επόμενη μέρα, γεμάτος χαρά ο Μανωλιός πήγε στο σχολείο, όμως μόλις τον είδαν οι συμμαθητές του ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια. «Αχαχαχαχαχαχαχαχα! Τι έγινε με σένα; Πού πήγαν οι τρίχες σου;», «Με γεια το νέο σου κούρεμα! Χαχαχαχα!». Δεν το περίμενε αυτό ο Μανωλιός, πίστευε πως τώρα που δε διέφερε από τα άλλα χελωνάκια θα τελείωναν μια για πάντα τα πειράγματα. Απογοητευμένος, αφού τέλειωσε το σχολείο, πήρε το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι. Στο δρόμο του έρχονταν στο νου όλα όσα του έλεγαν οι συμμαθητές του και τον έπιασαν κλάματα γοερά.
«Επ! Τι έγινε; Γιατί κλαις εσύ;», άκουσε να του λέει μια φωνή. Ξαφνιασμένος ο Μανωλιός σήκωσε το κεφάλι του και αντίκρισε κάτι που έμοιαζε με κλαράκι. «Ποια είσαι εσύ;» της είπε. «Εγώ είμαι η Ρίτα, η μαργαρίτα». Την στραβοκοίταξε για λίγο ο Μανωλιός κι έπειτα σχολίασε διστακτικά. «Ξέρεις... δε μοιάζεις με μαργαρίτα... Εσύ δεν έχεις πέταλα!» κι αμέσως δάγκωσε τη γλώσσα του. «Συγγνώμη» ψέλλισε. «Δεν πειράζει», του είπε η Ρίτα, «Το ‘χω συνηθίσει. Δεν ήμουν πάντα έτσι... Κάποτε, είχα τα πιο όμορφα και μεγάλα πέταλα από κάθε άλλη μαργαρίτα. Όμως μια μέρα, ένα κοριτσάκι, που περνούσε από εδώ, με άρπαξε κι άρχισε να μαδάει ένα- ένα τα πέταλά μου λέγοντας «Μ’ αγαπάει, δε μ’ αγαπάει, μ’ αγαπάει, δε μ’ αγαπάει...», ώσπου δε μου άφησε κανένα».
«Λυπάμαι πολύ», απάντησε ο Μανωλιός. «Το ξέρω ότι πια δεν είμαι τόσο όμορφη όσο οι άλλες μαργαρίτες και στην αρχή ήμουν πολύ στεναχωρημένη. Όμως να σου πω κάτι; Όταν σταμάτησα να κλαίω και στέγνωσαν όλα τα δάκρυα στα μάτια μου, τότε... τότε είδα καθαρά! Είδα ό,τι δεν μπορούσα να δω μέχρι εκείνη τη στιγμή με τα πέταλα, που μου έκρυβαν τη θέα.
Είδα πως απέναντι υπάρχει μια καταγάλανη θάλασσα, είδα πως ο ουρανός δεν τελειώνει πουθενά και πλέον μπορώ να βλέπω το φεγγάρι κάθε βράδυ οπουδήποτε κι αν είναι... είναι τόσα πολλά αυτά που είδα κι έμαθα».
Ο Μανωλιός παρακολουθούσε τόση ώρα τη Ρίτα με θαυμασμό και συνάμα με απορία. «Τι ωραία που τα λέει!», σκεφτόταν. «Θα μου πεις τώρα γατί κλαις εσύ;». επέμενε η Ρίτα. «Γιατί... γιατί τα παιδιά στο σχολείο με κοροϊδεύουν, επειδή είμαι γεμάτος τρίχωμα και δε μοιάζω με χελωνάκι». Με το που το ακούει αυτό η Ρίτα γουρλώνει διάπλατα τα μάτια της. «Μα τι είναι αυτά που λες;! Που στο καλό είναι οι τρίχες σου και δε βλέπω ούτε μία; Ωχ! Αμάν! Δε βλέπω καλά!», αναφώνησε τρομαγμένη κι άρχισε ευθύς να ψάχνεται μήπως και ξανάβγαλε πέταλα.
«Ουφ!», είπε ανακουφισμένη. «Τότε γιατί δε βλέπω το τρίχωμά σου;». Ο Μανωλιός της εξήγησε και της αφηγήθηκε την ιστορία του. «Δηλαδή για να καταλάβω... οι συμμαθητές σου τόσο καιρό σε κοροϊδεύουν γιατί δε μοιάζεις με τα άλλα χελωνάκια και τώρα που είσαι ίδιο με τα υπόλοιπα συνεχίζουν τα πειράγματα; Άρα ποιο είναι το πρόβλημα; Στην αρχή ήταν το τρίχωμά σου και διέφερες και τώρα η αλλαγή κι ας μη διαφέρεις. Άρα το πρόβλημα είναι δικό τους, όχι δικό σου! Κάνουνε την τρίχα τριχιά!». Καθώς περπατούσε για να φτάσει σπίτι του ο Μανωλιός, σκεφτόταν τα λόγια της Ρίτας. Μήπως τελικά δεν είχε ο Μανωλιός το πρόβλημα, αλλά οι συμμαθητές του;
Ο Μανωλιός και η Ρίτα έγιναν φίλοι κολλητοί και κάθε μεσημέρι μετά το σχολείο περνούσε από κει για να πουν τα νέα τους. Ο Μανωλιός ήταν τόσο χαρούμενος που είχε κι αυτός ένα φίλο. Τώρα πια τον ενοχλούσαν ολοένα και λιγότερο τα πειράγματα των συμμαθητών του. Κοντά στη Ρίτα μάθαινε να δέχεται τον εαυτό του όπως είναι και να αδιαφορεί για τις ειρωνείες των άλλων.
Καθώς οι μέρες περνούσαν, το τρίχωμα του Μανωλιού άρχισε να μεγαλώνει και πάλι, όμως τώρα είχε γίνει πιο τραχύ και άγριο από το ξύρισμα. Αυτή τη φορά οι γονείς του αποφάσισαν να δοκιμάσουν κάτι πιο αποτελεσματικό. «Ακούσαμε για τη μέθοδο λέιζερ». Ο Μανωλιός απάντησε αγανακτισμένος «ΌΧΙ! Βαρέθηκα πια! Δε θέλω ούτε ξύρισμα, ούτε αποτρίχωση, ούτε λέιζερ. Ούτε εμένα μ’ αρέσουν οι τρίχες, αλλά έτσι είμαι. Αυτός είμαι και δε θέλω να το αλλάξω.»
Την άλλη μέρα στο σχολείο άρχισαν ξανά τα πειράγματα. «Α! Πολύ περιποιημένος είσαι σήμερα, στην τρίχα!», «Πρόσεχε! Θα χτυπούσες... παρά τρίχα!». Ο Μανωλιός τους άκουγε και τους άκουγε, ώσπου κάποια στιγμή γύρισε ήρεμα και αποφασιστικά και τους είπε «Ως εδώ! Τέλος! Νομίζετε πως είστε όλοι ίδιοι και εγώ διαφορετικός, επειδή έτυχε απλώς να έχω τρίχωμα. Ε και; Εσύ Λέων που κάνεις συνέχεια τον αρχηγό και με κοροϊδεύεις για το τρίχωμά μου απ’ ό,τι βλέπω είσαι και συ γεμάτος τρίχες. Και συ Λαγέ που περηφανεύεσαι για το πόσο γρήγορα τρέχεις, έχασες από μια χελώνα. Όσο για σένα Ελέφαντα που μου πετάς συνέχεια νερό και κάνεις τον καμπόσο σε έχω δει πως τρέμεις από το φόβο σου, όταν περνάει από δίπλα σου ποντίκι.
Δε μοιάζετε τελικά και τόσο πολύ με τους άλλους. Όλοι διαφορετικοί είμαστε. Μάλλον δε διαφέρω μόνο εγώ.», τους είπε και συνέχισε να περπατάει. Όλοι σώπασαν, μόνο το λιοντάρι πήγε να πει κάτι, αλλά άκουσε το Μανωλιό να του λέει βαριεστημένα χωρίς να σταματήσει ή να γυρίσει «Ωχ! Μωρέ πια, βαρέθηκα να σ’ ακούω!» κι έφυγε. Κι έμειναν όλοι πίσω να κοιτάζονται απορημένοι. Κάποιοι έμειναν με το κεφάλι σκυφτό, άλλοι συζητούσαν όσα τους είπε ο Μανωλιός και κατάλαβαν το λάθος τους.
Την επόμενη μέρα αποφάσισαν να ζητήσουν συγγνώμη από το Μανωλιό. Το λιοντάρι μόνο πάλι κορόιδευε, αλλά τώρα η απάντηση ήρθε από τους νέους φίλους του Μανωλιού. Το μεσημέρι ο Μανωλιός έτρεχε σαν τρελός από τη χαρά του και τη λαχτάρα του να πει τα καθέκαστα στη Ρίτα. Η Ρίτα με ένα πλατύ χαμόγελο γύρισε και του είπε γεμάτη περηφάνια για το φίλο της «Εμ! Είδες;;; Τζάμπα τόση στεναχώρα! Τρίχες!» και ξέσπασαν και οι δύο σε δυνατά γέλια.
Κατερίνα Κοντογιαννάτου
Ψυχολόγος ΑΠΘ- Ειδ.στη γνωστική-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία.
Πιστοποιημένη Σύμβουλος Επαγγελματικού Προσανατολισμού.
Συντονίστρια Σχολών Γονέων
Πηγή: www.e-psychology.gr