Από τη Νίκη Γκατζέλια, Σύμβουλο Ψυχικής Υγείας
Η βία και η επιθετικότητα αποτελούν εκδηλώσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς που παρατηρούνται από την παιδική ακόμη ηλικία και συνιστούν ένα άξιο προσοχής κοινωνικό φαινόμενο. Η επιθετικότητα είναι μία έκφραση θυμού για την ματαίωση ή την αναβολή εκπλήρωσης μίας ανάγκης ή επιθυμίας. Έτσι και το παιδί χρησιμοποιεί την επιθετικότητα ως μέσο για την επίτευξη κάποιας επιθυμίας του ή προκειμένου να μιμηθεί επιθετικά πρότυπα. Σε κάθε περίπτωση η επιθετική συμπεριφορά εμπεριέχει εχθρική διάθεση και συνοδεύεται από αρνητικά συναισθήματα. Ο θυμός του παιδιού εκδηλώνεται κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με τον χαρακτήρα και την ηλικία του.
Ειδικότερα η βίαιη συμπεριφορά στο σχολικό χώρο είναι ένα φαινόμενο που προκαλεί την ανησυχία γονέων και εκπαιδευτικών και εκδηλώνεται από κάποιους μαθητές με αποδέκτες τους συμμαθητές τους, τους εκπαιδευτικούς ή τη σχολική περιουσία. Η επιθετική συμπεριφορά που εκδηλώνεται στο σχολικό χώρο έχει σχέση με τις αλληλεπιδράσεις των παιδιών μεταξύ τους, με τις πιέσεις, το άγχος και την αγωνία που μερικά παιδιά εισπράττουν από το πρόγραμμα και τον τρόπο λειτουργίας του σχολείου. Τα παιδιά που αντιμετωπίζουν προβλήματα επιθετικής συμπεριφοράς χαρακτηρίζονται από ανυπακοή, έλλειψη συνεργατικής διάθεσης, αρνητισμό ως προς τις απαιτήσεις και τους κανόνες του σχολείου, απάθεια, αντιδραστική και προκλητική συμπεριφορά προς άτομα που κατέχουν εξουσία. Ακόμη τα επιθετικά παιδιά αδυνατούν να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους και λένε συχνά ψέματα.
Μία μορφή που μπορεί να πάρει η σχολική επιθετικότητα είναι η αμφίδρομή επιθετική συμπεριφορά ανάμεσα στα ίδια τα παιδιά. Οι λόγοι που οδηγούν στη δημιουργία της είναι ποικίλοι και βρίσκονται στη μίμηση διδασκαλικών και γονεϊκών προτύπων, στον ανταγωνισμό ανάμεσα στους μαθητές, στην περιθωριοποίηση ορισμένων παιδιών ή στην κατηγοριοποίησή τους με διάφορες αφορμές. Πιο συγκεκριμένα, η θυματοποίηση ή ο εκφοβισμός αφορά βίαιες και επιθετικές πράξεις που ασκούνται επανειλημμένα από ένα παιδί ή από μία ομάδα παιδιών εναντίον κάποιου άλλου παιδιού, με στόχο να του προκαλέσουν σωματικό ή και ψυχικό πόνο. Ο εκφοβισμός εκδηλώνεται είτε με άμεση επίθεση προς το αδύναμο παιδί, είτε έμμεσα με την απομόνωση και τον αποκλεισμό του. Μελέτες δείχνουν πως όσο καλύτερη εικόνα έχει ένα παιδί για τον εαυτό του τόσο λιγότερες είναι οι πιθανότητες να γίνει στόχος επιθετικών πράξεων. Οι αποδέκτες του εκφοβισμού είναι συνήθως αδύναμα παιδιά, που δυσκολεύονται να προστατεύσουν τον εαυτό τους, νιώθουν ανασφάλεια και άγχος, έχουν ελάχιστους φίλους και, κατά κύριο λόγο, δεν είναι επιθετικά. Οι συναισθηματικές και συμπεριφορικές επιρροές στα παιδιά – θύματα είναι πολύ σημαντικές. Η ανάπτυξη χαμηλής αυτοεκτίμησης, η απομόνωση, τα συμπτώματα κατάθλιψης, οι απουσίες και η δυσκολία στη συγκέντρωση είναι λίγα μόνο από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά που δέχονται τον εκφοβισμό των συμμαθητών τους.
Η βία και η εκδήλωση επιθετικότητας στο σχολικό χώρο μπορεί ακόμη να προέρχεται από τους μαθητές με αποδέκτη τον εκπαιδευτικό. Η επιθετικότητα των μαθητών προς τον δάσκαλο έχει τις ρίζες της στην εξουσία του δασκάλου, στην αδυναμία ή και στην άρνηση του μαθητή να πειθαρχήσει και να αποδεχτεί τη σχολική κουλτούρα, στην αγνόηση της προσωπικότητας του παιδιού κατά την αξιολόγηση, στην απονομή στερεοτύπων και ετικετών, στην διάψευση των προσδοκιών του παιδιού για τον δάσκαλο ή και στην ίδια την επιθετικότητα του εκπαιδευτικού.
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι τα ίδια τα επιθετικά παιδιά αντιμετωπίζουν προβλήματα λόγω της συμπεριφοράς τους, καθώς δεν έχουν τη δυνατότητα να μάθουν κοινωνικά αποδεκτές συμπεριφορές, οι οποίες θα αποτελέσουν τη βάση για μία ομαλή μελλοντική ένταξη στο κοινωνικό σύνολο. Ο ρόλος του εκπαιδευτικού εδώ είναι πολύτιμος καθώς εκείνος οφείλει να βοηθήσει το επιθετικό και βίαιο παιδί μέσω της ενσυναίσθησης. Η συνεργασία του εκπαιδευτικού με το επιθετικό παιδί είναι το παν και η ικανότητα του πρώτου να δείχνει κατανόηση για την προβληματική συμπεριφορά του δεύτερου αποτελεί την ουσία της συνεργασίας για τη λύση του προβλήματος. Αρχικά ο εκπαιδευτικός μπορεί να παραμείνει δίπλα στο παιδί όταν αυτό βιώνει θυμό και να το παρατηρήσει, έτσι ώστε να εντοπιστεί η έναρξη των αρνητικών συναισθημάτων του. Μέσω της αποδοχής των συναισθημάτων του παιδιού ο εκπαιδευτικός θα μπορέσει να χειριστεί τα ίδια τα συναισθήματα και να ηρεμήσει το παιδί. Με αυτό τον τρόπο θα τεθεί η βάση έτσι ώστε το παιδί να μάθει να διαχειρίζεται μόνο του τα συναισθήματά του. Κάποιες βασικές τεχνικές προκειμένου να καταφέρει κάτι τέτοιο ο εκπαιδευτικός είναι οι εξής:
– συντονισμός των συναισθημάτων του εκπαιδευτικού με αυτά του παιδιού,
– εστίαση της προσοχής στη γλώσσα του σώματος και στις εκφράσεις του προσώπου του παιδιού,
– όταν ο εκπαιδευτικός θέλει να μιλήσει στο παιδί κατεβαίνει στο επίπεδό του έτσι ώστε να βρίσκεται στο ύψος του,
– απόλυτη συγκέντρωση σε αυτά που λέει το παιδί και σοβαρή αντιμετώπιση των προβλημάτων του,
– χαρακτηρισμός της συμπεριφοράς και όχι του ίδιου του παιδιού.
– συντονισμός των συναισθημάτων του εκπαιδευτικού με αυτά του παιδιού,
– εστίαση της προσοχής στη γλώσσα του σώματος και στις εκφράσεις του προσώπου του παιδιού,
– όταν ο εκπαιδευτικός θέλει να μιλήσει στο παιδί κατεβαίνει στο επίπεδό του έτσι ώστε να βρίσκεται στο ύψος του,
– απόλυτη συγκέντρωση σε αυτά που λέει το παιδί και σοβαρή αντιμετώπιση των προβλημάτων του,
– χαρακτηρισμός της συμπεριφοράς και όχι του ίδιου του παιδιού.
Ο εκπαιδευτικός έχει τη δυνατότητα να βοηθήσει το παιδί να εκφράσει τα συναισθήματά του και να το μάθει να χαλαρώνει. Τέλος το πιο σημαντικό βήμα είναι να βοηθήσει ο εκπαιδευτικός το παιδί να κατανοήσει το ίδιο το συναίσθημα που κρύβεται πίσω από την επιθετική συμπεριφορά και να του μάθει πως κάποιες συμπεριφορές απλώς δεν είναι αποδεκτές ενισχύοντας το παιδί όταν εκδηλώνει αποδεκτές συμπεριφορές. Το παιδί πρέπει να κατανοήσει ότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται στο συναίσθημά του αλλά στον τρόπο που το εκφράζει. Στο παιδί πρέπει να δοθούν επιλογές από τις οποίες θα επιλέξει μόνο του την κατάλληλη. Ακόμη πρέπει να λαμβάνει την ειλικρίνεια και τον έπαινο από τον εκπαιδευτικό και όχι την απόρριψη, έτσι ώστε να ενισχυθεί να θέσει ως στόχο την αλλαγή του τρόπου συμπεριφοράς του και να κάνει βήματα προσπάθειας για να το επιτύχει. Φυσικά πέραν όλων των παραπάνω ο εκπαιδευτικός πρέπει πρώτα να παρατηρήσει τη δική του συμπεριφορά και να καταλήξει στο εάν αυτή είναι η κατάλληλη. Επιπροσθέτως απαραίτητη κρίνεται η συνεργασία του εκπαιδευτικού με τους γονείς του επιθετικού παιδιού.
Το πιο ισχυρό μέτρο αντιμετώπισης της βίας και της επιθετικότητας στο σχολείο είναι η πρόληψη, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της ενασχόλησης με τις ανάγκες και τα συναισθήματα του παιδιού, με τη παρατήρηση και αλλαγή των προτύπων μίμησης που δίνουν στα παιδιά γονείς και εκπαιδευτικοί και την ενημέρωση των ενηλίκων γύρω από το κοινωνικό αυτό φαινόμενο που ταλανίζει τους σχολικούς χώρους. Η πρόγνωση του φαινομένου υποδεικνύει ότι τα επιθετικά παιδιά, εφόσον δεν συντελεστεί αποτελεσματική αντιμετώπιση και παρέμβαση στην συμπεριφορά τους, εξελίσσονται σε παραβατικούς εφήβους και εγκληματικούς ενήλικες.
Βιβλιογραφία:
Martin Herbert, Ψυχολογικά προβλήματα παιδικής ηλικίας, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998
Martin Herbert, Ψυχολογικά προβλήματα παιδικής ηλικίας, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998
Νίκος Μάνος, Βασικά στοιχεία Κλινικής Ψυχιατρικής, εκδόσεις University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1997
Καλαντζή – Αζίζη Αν. Ζαφειροπούλου Μ., Προσαρμογή στο σχολείο. Πρόληψη και αντιμετώπιση δυσκολιών, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004
Gottman John, Η συναισθηματική νοημοσύνη των παιδιών, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000
A. Molnar – B. Lindquist, Προβλήματα συμπεριφοράς στο σχολείο. Οικοσυστημική προσέγγιση, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999
http://psychografimata.com
Περισσότερες συμβουλές εδώ.