Το ξέρουμε- το ξέρουμε, το έχουν πει, αν δεν κάνουμε λάθος, και στις ειδήσεις σ’ ένα έκτακτο δελτίο: η ομάδα του Περιστερίου που παίζει στην Superleague ονομάστηκε «Ατρόμητος» προς τιμήν σου, καθώς δε φοβάσαι τίποτα και κανέναν. Όμως…
Όμως, κλείσε λίγο τα μάτια σου (όχι εντελώς, να μπορούμε να επικοινωνούμε τηλεπαθητικά μέσω αυτών των γραμμών) και πήγαινε πίσω. Πίσω στην παιδική σου ηλικία, τότε που δεν ήσουν ο άντρας ή η γυναίκα που είσαι σήμερα.
Έφτασες ή ακόμα; Α, ήρθες- εδώ είσαι, λοιπόν. Κοιτάξου, λοιπόν, πιτσιρικά στον καθρέφτη και παραδέξου το, μέχρι να το ακούσουμε κι εμείς. Πες το. Λίγο πιο δυνατά… Έτσι μπράβο. Ξανά. Ξανά.
«Φοβάμαι!», λες και συμφωνούμε.
Θέλεις να μάθεις ένα μυστικό; Όλοι μας μικροί, σαν εσένα τώρα, φοβόμασταν αυτούς τους 5 θρύλους…
Η Γριά Μόρα
Ήταν ο άυλος εφιάλτης της σκιάς και συνήθως την ιστορία μας την είχε διηγηθεί η γιαγιά μας: όταν κοιμόμαστε ή όταν ξαπλώνουμε και βρισκόμαστε στα υπναγωγικά στάδια δυσκολευόμαστε, αίφνης, ν’ αναπνεύσουμε.
Αυτό συμβαίνει γιατί η Γριά Μόρα- ένα απόκοσμο πλάσμα κάποιου άλλου σύμπαντος- έρχεται και μας «κλέβει» την ανάσα, τρέχοντας αναμαλλιασμένη με το άσαρκο κορμί της στο δωμάτιο και χασκογελώντας όσο το παράλυτο σώμα μας υποφέρει λόγω ενός αφύσικου πόνου στο στήθος.
Μπορεί να είμαστε ξύπνιοι, πλέον, όμως δεν μπορούμε να μιλήσουμε ούτε να φωνάξουμε.
Και ξέρουμε όλοι το γιατί.
Αυτή η σκύλα, η Μόρα, μας έκλεψε την μιλιά.
Μας έκλεψε την ζωή.
Ο Μπαμπούλας
Αλλά σκέψου όταν ήσουν 8-9 χρονών. Στο σκοτάδι του δωματίου σου, τον χειμώνα, διάφορα ακανόνιστα σχήματα χορεύουν το σκοτάδι. Θέλεις να κλείσεις τα μάτια σου, όμως ανά 10 δευτερόλεπτα τ’ ανοίγεις για να βεβαιωθείς πως δεν άνοιξε η πόρτα της ντουλάπας και δεν πετάχτηκε από μέσα αυτός.
Τελικά, σε παίρνει ο ύπνος. Το δεξί σου πόδι, ατίθασο, βγαίνει έξω από τα σκεπάσματα. Είναι η ευκαιρία του: η πόρτα τρίζει ελαφρά, ένα βήμα… δεύτερο… Κάποιος- κάτι– με τα γαμψώνυχα χέρια του σε αρπάζει από τον αστράγαλο.
Ανοίγεις τα μάτια και…
Μπου.
Μην καταπιείς την μαστίχα. Μην
Παίζαμε αμέριμνοι στην αυλή του σχολείου- ενδεχομένως κυνηγούσαμε τον πρώτο μας παιδικό έρωτα, ο οποίος- από τότε κιόλας…- μας ξέφευγε με περισσή άνεση.
Δε μας ένοιαζε ιδιαίτερα. Ήμασταν ευτυχισμένοι έτσι που τρέχαμε και γελούσαμε μασώντας την μαστ… Γκουχ… Την μαστ… Γκουχ- που να πάρει!
Μόλις είχαμε καταπιεί την μαστίχα, πράγμα που σήμαινε- σύμφωνα με τα όσα μας είχαν πει οι γονείς μας- πως αυτή είχε ήδη κολλήσει στα τοιχώματα του στομάχου μας και τώρα σιγά σιγά κατέτρωγε τα πλαϊνά, με αποτέλεσμα στο τέλος του δρόμου να μας περιμένει ένας αργός και βασανιστικός θάνατος.
Ίσως όχι τότε, στην τρίτη δημοτικού.
Ίσως όχι στην τετάρτη ή την πέμπτη.
Όμως σίγουρα σε 1200 χρόνια από τώρα.
Ο κλόουν του τσίρκου
Θα έπρεπε να μας κάνει να γελάμε, να διασκεδάζουμε, να ξεκαρδιζόμαστε με τα σαχλά αστεία του ή να εντυπωσιαζόμαστε από τον τρόπο που μπορούσε να ισορροπήσει πάνω στη μία ρόδα πετώντας, ταυτόχρονα, 3-4 μπάλες στον αέρα.
Θα έπρεπε, όμως. Γιατί ο κλόουν που συναντούσαμε μικροί στο τσίρκο (ή σε παιδικές παραστάσεις) είχε κάτι περίεργο στο χαμόγελό του. Και τα δόντια του- δε σας έμοιαζαν κι εσάς λίγο περισσότερο ακονισμένα στις άκρες απ’ όσο πρέπει; Και γιατί αυτή η χλομάδα στο πρόσωπό του θυμίζει τόσο έντονα νεκρό;
Ωστόσο, είχαμε δει εκείνα τα δύο κίτρινα μάτια να μας κοιτάνε κάτω από την σκάλα. Κι έπειτα, το αλλόκοτο μειδίαμά του με τα κόκκινα, σαν φρέσκο αίμα, χείλη του ν’ ανασηκώνονται ελαφρώς.
Έπειτα, ένα γέλιο και μια περίεργη, στριγκή φωνή.
Έλεγε: «Όλοι επιπλέουν εδώ κάτω…»
H γιαγιά μας
Δεν είναι ακριβώς «θρύλος», όμως μπαίνει χατιρικά στη λίστα καθότι η γιαγιά μας είναι, όπως και να το κάνουμε, θρυλική μορφή: είναι η γυναίκα που πολλούς από εμάς μας μεγάλωσε, αυτή που μας πρόσεχε όταν δεν μπορούσαν οι γονείς μας, εκείνη που νόμιζε ότι δεν είμαστε ένα παιδί αλλά ένας λόχος από λιμοκτονούντες γορίλες και μαγείρευε για 35 άτομα.
Όμως είναι κι αυτή που όταν περνούσε το σούρουπο οι ρυτίδες στο πρόσωπό της έδειχναν να βαθαίνουν και να μεταλλάσουν το πρόσωπό της σε κάτι απείρως πιο σκοτεινό. Έμοιαζε λες και τα χρόνια είχαν σκάψει το κορμί της μ’ ένα ακονισμένο δρεπάνι και την είχαν αφήσει καταβεβλημένη να περιμένει το μοιραίο- και, πού ξέρεις, ίσως να μας ήθελε και μας για παρέα σ’ εκείνο το ταξίδι.
Θυμάστε όταν την είδατε εκείνη τη φορά να βγάζει αργά και βασανιστικά τη μασέλα της και να την ρίχνει στο ποτήρι;
Θυμάστε πώς γύρισε μετά προς το μέρος σας και σας χαμογέλασε, αφήνοντας τα μοβ, «πολυκαιρισμένα» της ούλα να φανούν;
Θυμάστε τον ακανόνιστο τρόπο που σας πλησίασε για να σας καληνυχτίσει και το πώς χόρευε η καρδιά στο στήθος σας;
Άραγε, θυμάστε;