Η εγκληματική δράση Μεταξά - Παπαδόπουλου κατά της γνώσης και της μάθησης
«Η Εθνική Φοιτητική Νεολαία Πειραιώς, προβαίνουσα εις την εξαφάνισιν διά πυράς ολοκλήρου σειράς κομμουνιστικών εντύπων την προσεχή Κυριακήν και ώραν 8:00 μ.μ. και εν τη πλατεία Πασαλιμανίου Πειραιώς, προσκαλεί άπαντας τους εθνικόφρονας νέους όπως προσέλθουν εν τη πλατεία Τερψιθέας 7:00 μ.μ. ίνα εν σώματι μεταβούν και συμμετέχουν εις την τελετήν».
Πρόσκληση Νεολαίας Μεταξά τη 16η Αυγούστου 1936 για κάψιμο βιβλίων των Γκόρκι, Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Γκαίτε, Δαρβίνου, Φρόυντ, Ανατόλ Φρανς, Μπέρναρ Σω,
Παπαδιαμάντη, Καζαντζάκη, Καρκαβίτσα, Κορδάτου...
Τα επιχειρήματα καφενείου (γιατί δεν έχουν τίποτε άλλο να αντιπαραθέσουν) των σημερινών νοσταλγών της 21ης Απριλίου και της 4ης Αυγούστου για το «θεάρεστον έργον» που άφησαν πίσω τους οι δυο δικτάτορες Παπαδόπουλος και Μεταξάς εξαντλούνται στα εξής: Ο μεν Παπαδόπουλος έφτιαξε δρόμους με τη ΜΟΜΑ ή «επί Παπαδόπουλου κοιμόμασταν με ανοιχτά παράθυρα», ο δε Μεταξάς δημιούργησε βαριά βιομηχανία ή έφτιαξε το ΙΚΑ για τους εργαζομένους.
Όλα αυτά τα επιχειρήματα είναι σαθρά και ανάξια λόγου, αλλά ικανοποιούν αυτό που βρίσκεται στο κεφάλι των εθνικιστών νοσταλγών των δυο ανδρών. Θα μπορούσε κάλλιστα κάποιος να αντιπαραβάλει πως οι δρόμοι δεν φτιάχτηκαν όπως θα έπρεπε – με μελέτη, με δυνατότητα επέκτασης όταν τα οχήματα θα πλήθαιναν, ασφαλείς –, αλλά αντίθετα δημιουργήθηκαν δρόμοι άθλιοι, μικροί, με ανάποδες κλίσεις, δρόμοι - δολοφόνοι, κάτι που πληρώνουμε χρόνια τώρα με χιλιάδες νεκρούς.
Για τον δε Μεταξά και τον «Τρίτον Ελληνικόν Πολιτισμόν» του, τα ψεύδη των νοσταλγών του ξεπερνούν ακόμη και εκείνα του Μινχάουζεν. Έτσι, για παράδειγμα, τα περί κοινωνικής και φιλεργατικής πολιτικής την οποία θέσπισε η μεταξική κυβέρνηση πάνε περίπατο εάν αναλογιστεί κάποιος ότι: Το 1931 ιδρύεται η Εργατική Εστία, το 1932 ψηφίζεται το οκτάωρο, το 1934 ψηφίζεται ο νόμος περί κοινωνικών ασφαλίσεων (ΙΚΑ), ενώ από το 1935 εφαρμόζονται οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Η δικτατορία του Μεταξά επιβλήθηκε την 4η Αυγούστου του 1936. Και επειδή οι δικτάτορες όλου του κόσμου έχουν κοινό γνώρισμα την ανοησία, ο Μεταξάς έλαβε τον τίτλο του «πρώτου εργάτη» και του «πρώτου αγρότη» της χώρας.
Το μεγαλύτερο όμως – και σε βάθος χρόνου – έγκλημα του Μεταξά και του Παπαδόπουλου δεν ήταν οι βασανισμοί, οι δολοφονίες, ο «στραγγαλισμός» κάθε ατομικής ελευθερίας, η διάλυση της οικονομίας, τα σκάνδαλα με τις στολές της ΕΟΝ ή με το τάμα της Παναγιάς και τα αργεντίνικα κρέατα. Το μεγαλύτερο έγκλημα ήταν η μανία και των δυο να επιβληθούν, να ελέγξουν και να απαγορεύσουν οποιαδήποτε μορφή γνώσης και μάθησης, την οποία είτε δεν μπορούσαν να καταλάβουν οι ίδιοι είτε θεωρούσαν επικίνδυνη για τους ίδιους.
Ο Μεταξάς, του οποίου το έργο με τόσο κόπο πάνε να εξωραΐσουν οι νοσταλγοί της 4ης Αυγούστου, είναι μια προσωπικότητα της οποίας αξίζει να δούμε κάποια σημεία:
-Στα 14 μπήκε σε στρατιωτική σχολή και στα 19, μόλις αποφοίτησε, αντί να σταλεί σε κάποια μονάδα, μετατέθηκε στο υπουργείο Στρατιωτικών σε επιτελική θέση, δίπλα στον τότε υπουργό Στρατιωτικών, ο οποίος εντελώς... τυχαία ήταν θείος του. Είχαν και το ίδιο επίθετο.
-Κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού ο Μεταξάς έπαιξε έναν ύπουλο ρόλο υπέρ του βασιλιά και κατά του Βενιζέλου, ενώ κατά την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξαν έντονες φήμες πως διοχέτευε, μαζί με τη βασίλισσα Σοφία, απόρρητα έγγραφα του ελληνικού στρατού προς την πλευρά των Γερμανών.
-Ήταν τόσο μεγάλη η λατρεία του προς το «στέμμα» και τους Γερμανούς, ώστε η πατρίδα του ερχόταν σε δεύτερη μοίρα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, λοιπόν, ο Μεταξάς παρέδωσε το οχυρό Ρούπελ στους συμμάχους των Γερμανών, τους Βούλγαρους, ενώ λίγο αργότερα υπέγραφε την παράδοση της Καβάλας και του Δ’ Σώματος Στρατού με 7.000 αξιωματικούς και στρατιώτες. Όλα αυτά δίχως η χώρα να απειλείται.
-Το 1916, όταν ο Βενιζέλος τον αποστράτευσε, εκείνος δημιούργησε τις περίφημες ομάδες τραμπούκων, τους «επίστρατους». Τα χρόνια από το 1918 μέχρι το 1922 ο Μεταξάς, χωρίς να έχει μυρίσει καν το χώμα της Μικρασίας, μακριά από όλα τα μέτωπα, «ντύθηκε» Κασσάνδρα και προμήνυε καταστροφές.
Ο Γ.Α.Β. της «Καθημερινής», φανατικός αντιβενιζελικός και εμπνευστής του «Οίκαδε», είχε εκνευριστεί με τη στάση του Μεταξά, που εκ του ασφαλούς έγραφε και έγραφε στο... ημερολόγιό του, αλλά δεν έκανε τίποτε για να βοηθήσει την κατάσταση. Μάλιστα κατάλαβε και τον σκοπό του. Στις 25 Αυγούστου του 1922, όταν στη Μικρασία πέθαινε ο Ελληνισμός, έγραψε στην εφημερίδα:
«Φύγε απ’ εδώ, Άνθρωπε μικρέ, που περίμενες να κατασκευάσης πρωθυπουργικόν φράκον από τα ράκη. Φύγε από εδώ, ανυπότακτε στρατιώτα των αναγκών μου, αυτόκλητε κηδεμόνα της ατυχίας μου, τέκνον άχρηστον, άνθρωπε μηδέν. Αυτό θα έλεγε εις τον Αντιστράτηγον κ. Μεταξάν, δακρύουσα η Ελλάς, αν έστρεφε ποτέ προς τον κ. Μεταξάν η Ελλάς τα βλέμματα».
Γεώργιος Βλάχος, εφημ. «Καθημερινή»
Στις εκλογές του 1936 το κόμμα του Μεταξά, οι «Ελευθερόφρονες», έλαβαν 50.000 ψήφους σε ολόκληρη τη χώρα. Στο ημερολόγιό του έγραψε: «Εκλογαί. Από χθες είχα την διαίσθησιν της αποτυχίας. Ερημιά σπιτιού. Κέντρον, χαλαρότης, μόνον οι πιστοί Κεφαλλήνες. Καμία εκδήλωσις έξω. Σήμερον επίσης, παρ’ όλας τας ελπίδας οικείων και φίλων. Νύκτα εξεδηλώθη πλήρως η αποτυχία. Παντού. Εξαιρέσεις Ηλείας και Μεσσηνίας και εκεί μόνον κάτι. Εις Κεφαλληνίαν η επιτυχία όχι πλήρης. Εις Αθήνας η αποτυχία οικτρά. Συμπέρασμα, ο αντιβενιζελισμός δεν με θέλει, με απέβαλεν εκ του μέσου του. Καλλίτερα».
Λίγο αργότερα, σε συνεργασία με τον βασιλιά, παραμονή της μεγάλης εικοσιτετράωρης πανελλαδικής απεργίας, ο Μεταξάς, επικαλούμενος τον κίνδυνο εσωτερικών ταραχών και την ασταθή διεθνή κατάσταση, συγκάλεσε έκτακτο Υπουργικό Συμβούλιο και ανακοίνωσε την απόφασή του να αναστείλει επ’ αόριστον την ισχύ πολλών διατάξεων του Συντάγματος που κατοχύρωναν τις προσωπικές και συλλογικές ελευθερίες και να διαλύσει τη Βουλή. Ο Γεώργιος Β’ ευλόγησε το πραξικόπημα και αμέσως εξέδωσε δύο παράνομα διατάγματα με τα οποία καταλύθηκε ο κοινοβουλευτισμός και επιβλήθηκε δικτατορία. Όταν λοιπόν ξημέρωσε η 7η Αυγούστου του 1936, εκτός από τους βενιζελικούς και τους κομμουνιστές, στο στόχαστρο του καθεστώτος μπήκε και η γνώση μαζί με την ατομική ελευθερία.
Και επειδή οι σημερινοί νοσταλγοί του θα μιλήσουν για μια «στρατιωτική μεγαλοφυΐα» που κατατρόπωσε τους Ιταλούς και προετοιμαζόταν από νωρίς για τον πόλεμο, τα στοιχεία, δυστυχώς για εκείνους, μαρτυρούν το αντίθετο. Ο Μεταξάς δεν έβλεπε την Ιταλία ως εχθρό του. Εχθρό του νόμιζε τη Βουλγαρία. Οι περίφημες προετοιμασίες για τον πόλεμο που επικαλούνται οι νοσταλγοί του ήταν οι εξής: Σε σύνολο 851 εκατ. δραχμών, που δαπανήθηκαν μεταξύ Απριλίου 1939 και Οκτωβρίου 1940, τα 769 εκατ. διατέθηκαν στον ελληνοβουλγαρικό τομέα, ενώ στον ελληνοαλβανικό μόλις 82 εκατομμύρια.
Η «στρατιωτική μεγαλοφυΐα» ανέχθηκε τον Παπάγο να τηλεγραφεί στον επιτελάρχη του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας, συνταγματάρχη Γεωργούλη, ότι «θα ρίξωμεν μερικές τουφεκιές διά την τιμήν των όπλων», ενώ στο ημερολόγιό της η «στρατιωτική μεγαλοφυΐα» σημείωνε στις 29 Οκτωβρίου ότι τον «ανησυχεί η υπεραισιόδοξος κοινή γνώμη, που είχε πάρει τον πόλεμο στα σοβαρά». Άλλο ένα δείγμα για τις στρατιωτικές ικανότητες του Μεταξά κατά τη διάρκεια της ιταλικής επίθεσης αποτελεί το τηλεγράφημα προς τον διοικητή της 8ης Μεραρχίας, υποστράτηγο Χαράλαμπο Κατσιμήτρο, στο οποίο μαζί με τον Παπάγο του ζητούσαν να αφήσει την άμυνα της Ηπείρου και να επικεντρωθεί στην άμυνα της Θεσσαλίας.
Μεταξάς και Παιδεία
Όταν ανέλαβε την εξουσία ο Μεταξάς, το πρώτο μέλημά του ήταν η λογοκρισία. Ο ίδιος έγραψε επιστολή και την απέστειλε παραμονή του πραξικοπήματος στις εφημερίδες (με τη ρητή εντολή να μη δημοσιευτεί) και ανέφερε τα εξής:
-Οι εφημερίδες θα υποβάλλονται σε διπλό έλεγχο από την Υπηρεσία Εποπτείας Τύπου.
-«Αι εφημερίδες δέον όπως εκθύμως και ενθουσιωδώς δι’ άρθρων, σχολίων και πάσης φύσεως δημοσιευμάτων συμβάλλωσι εις το αναμορφωτικόν και δημιουργικόν έργον της κυβερνήσεως».
-«Απαγορεύεται οιαδήποτε κρίσις περί του έργου της κυβερνήσεως, εκτός εάν είναι ευμενής».
-«Απαγορεύεται οιαδήποτε είδησις περί ταξιδιών της Αυτού Μεγαλειότητος του Βασιλέως».
-«Απαγορεύεται οιαδήποτε είδησις ή δημοσίευση κρίσης περί της οικονομικής καταστάσεως της χώρας».
Στη συνέχεια – και αυτό είναι γνώρισμα όλων των φασιστικών καθεστώτων – διέταξε την απαγόρευση των βιβλίων. Με το όραμα του Χίτλερ που έκαψε τα βιβλία, ο Μεταξάς έκανε ακριβώς το ίδιο. Το θέαμα ήταν φοβερό. Πάγωνε το αίμα. Χιλιάδες βιβλία σχημάτιζαν μικρούς λόφους και με αλαλαγμούς από τους τραμπούκους της 4ης Αυγούστου καίγονταν βράδυ.
Απαγορεύτηκαν ο Μπέρναρ Σω, ο Δαρβίνος, ο Γκαίτε, ο Ανατόλ Φρανς, ο Φρόυντ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Παπαδιαμάντης, ο Καρκαβίτσας.. Μάλιστα με την υπ’ αριθμ 16.80.151γ της 5ης Νοεμβρίου του 1938 εγκύκλιο - διαταγή του Μανιαδάκη απαγορεύτηκε η κυκλοφορία 445 βιβλίων. Η ώρα του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού» είχε φτάσει! Ήταν δε τόσο μεγάλος αυτός ο πολιτισμός, ώστε λογοκρίθηκαν και οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς. Δεν γλίτωσαν ούτε ο Θουκυδίδης και ο Σοφοκλής.
Στη Θεσσαλονίκη η καύση των βιβλίων έγινε δίπλα στον Λευκό Πύργο, στην Αθήνα το κάψιμο έγινε στους Στύλους του Ολυμπίου Διός και στα Προπύλαια, ενώ στον Πειραιά τα βιβλία παραδόθηκαν στην πυρά στο Πασαλιμάνι. Τα ελληνικά βιβλία που οι εθνικόφρονες του Μεταξά έκαψαν ήταν: Η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή και ο «Περικλέους Επιτάφιος» του Θουκυδίδη – για να μην τον εκλάβουν οι μαθητές ως έμμεση αποδοκιμασία των μηχανισμών του κράτους –, «Τα ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου και «Η ζωή εν τάφω» του Στρατή Μυριβήλη επειδή ήταν αντιπολεμικό βιβλίο. Την ίδια τύχη είχαν πολλά έργα του Πλάτωνα, του Θουκυδίδη και του Ξενοφώντα.
Και δεν ήταν μόνο τα βιβλία, αλλά και το θέατρο. Απαγορεύτηκαν ή λογοκρίθηκαν δεκάδες παραστάσεις. Ο Κάρολος Κουν διατάχθηκε να πάει στην Ασφάλεια «διά προσωπικήν του υπόθεση». Ο ίδιος θα πει: «Με κάλεσαν στην Ασφάλεια για απολογία, επειδή παρουσιάζω κομμουνιστικά έργα. Τους ρώτησα να μου πουν ποια έργα που ανεβάζω είναι κομμουνιστικά και μου απάντησαν: “Ο Πλούτος” του Αριστοφάνη και “Ο κατά φαντασίαν ασθενής” του Μολιέρου».
Η ελληνική νεολαία, δεν έπρεπε να μεγαλώσει με τη γνώση και τη μάθηση. Κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο για το καθεστώς. Η ελληνική νεολαία έπρεπε να ενταχθεί υποχρεωτικά στην ΕΟΝ. Τα παιδιά έπρεπε να μάθουν να προδίδουν τους φίλους και τους γνωστούς. Να μάθουν να καταδίδουν ακόμη και τους γονείς τους. Ο εσωτερικός κανονισμός της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας ανέφερε: «Η εγγραφή ολοκλήρου της ελληνικής νεολαίας εις την ΕΟΝ αποτελεί καθήκον όλων».
Η οργάνωση είχε στρατιωτικό χαρακτήρα και τα μέλη της φορούσαν χαρακτηριστικές στολές μπλε σκούρου χρώματος, χαιρετούσαν στρατιωτικά με την παλάμη ανοικτή και το χέρι προτεταμένο, όπως και στον φασιστικό χαιρετισμό. Σύμφωνα με το Άρθρο 30 των Γενικών Διατάξεων του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας: «Ο χαιρετισμός αποδίδεται διά ζωηράς προτάσεως της δεξιάς χειρός τεταμένης με δακτύλους ηνωμένους και την παλάμην εις το ύψος του δεξιού οφθαλμού, κατά το πρότυπον του καθαρώς αρχαίου ελληνικού χαιρετισμού».
Βέβαια τα ίδια έλεγε για τον χαιρετισμό και ο Μουσολίνι, ο οποίος φυσικά δεν μιλούσε για αρχαιοελληνικό χαιρετισμό, αλλά για... ρωμαϊκό. Ομοίως χαιρετούσαν αρχαιορωμαϊκά και τα μέλη της Gioventù Italiana del Littorio. Μερικές δεκάδες χρόνια αργότερα, σήμερα, οι νοσταλγοί όλων αυτών φωτογραφίζονται να χαιρετούν με τον ίδιο τρόπο...
Από αυτήν την «εξαιρετική» διαπαιδαγώγηση ήταν αδύνατον να λείψει και το μέλος της ναζιστικής νεολαίας του Χίτλερ, η πριγκίπισσα (τότε) Φρειδερίκη, η οποία ανέλαβε την «επίτιμον ανωτάτην διοίκησιν και την γενικήν επιθεώρησιν» των γυναικείων σχηματισμών.
Οι αριθμοί για την περίοδο του Μεταξά είναι σοκαριστικοί: Στην επίσημη στατιστική του έτους 1938-1939 η κατάσταση στη δημοτική εκπαίδευση αποτυπωνόταν ως εξής: 74.392 παιδιά διέκοψαν τη φοίτηση από το σχολείο, διαρρέοντας από τάξη σε τάξη, ενώ το 60,4% του συνόλου των δημοτικών σχολείων ήταν μονοτάξια. Την ίδια χρονιά περισσότερα από 100.000 παιδιά σχολικής ηλικίας δημοτικού δεν φοιτούσαν στο δημοτικό σχολείο, ενώ σε περισσότερα από τρεις χιλιάδες χωριά και συνοικισμούς δεν υπήρχε καν δημοτικό σχολείο. Στα υπάρχοντα νηπιαγωγεία, φοιτούσε την ίδια χρονιά μόνο ένα στα δέκα παιδιά νηπιακής ηλικίας.
Παπαδόπουλος και Παιδεία
Η «εθνοσωτήριος επανάστασις» της 21ης Απριλίου διέλυσε ό,τι είχε απομείνει από τη ρημαγμένη αυτή χώρα. Οι σημερινοί νοσταλγοί της, που φωτογραφίζονται με το «πουλί της χούντας» και φωνάζουν «Πού είσαι Παπαδόπουλε να μας δεις», φυσικά αποσιωπούν τα πάντα. Για εκείνους δεν υπήρξαν τερατώδη σκάνδαλα, δεν υπήρξε «στραγγαλισμός» των ελευθεριών. Για εκείνους το μόνο που μετρούσε ήταν ότι «κοιμόμασταν με ανοιχτά παράθυρα».
Η τριανδρία, άνθρωποι υπόπτου παρελθόντος, άσχετοι με τη διακυβέρνηση μιας χώρας, άχρηστοι να χειριστούν οικονομικά θέματα, χτύπησαν τον εύκολο στόχο. Τη γνώση. Τι κι αν ο Παπαδόπουλος χαρακτήρισε την «επανάστασιν» ως «εποχή πνευματικού φωτός»; Ουσιαστικά πρόκειται για έναν σκληρό μεσαίωνα.
Με το ειδικό διάταγμα υπ’ αριθμόν 93 επιβλήθηκε στα πανεπιστήμια καθεστώς αστυνομικής πειθαρχίας. Σε κάθε πανεπιστημιακό ίδρυμα φυτεύτηκε ο «υπερπρύτανης», ο οποίος έπρεπε να είναι κάποιος στρατηγός εν ενεργεία ή εν αποστρατεία. Οι ακαδημαϊκοί άρχισαν να παραιτούνται. Το 1968 στις ανώτατες σχολές υπήρχαν 140 κενές έδρες. Ο χουντικός καθηγητής Τωμαδάκης δήλωνε με υπερηφάνεια: «Τώρα, οπότε προέχουν αι ανάγκαι της εθνικής αμύνης, δεν είναι καιρός δι’ εκπαιδευτικήν μεταρρύθμισιν». Ο ογκόλιθος του πνεύματος συνταγματάρχης Λαδάς, σε λόγο που εκφώνησε, διακήρυξε πως «είναι περιττή η διδασκαλία των αναρχικών Γαλιλαίου και Μοντεσκιέ...».
Τον Ιανουάριο του 1968 ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Αριστόβουλος Μάνεσης, ύστερα από αναφορά του στον στίχο «Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία» του Ανδρέα Κάλβου και στον «Επιτάφιο του Περικλή», πήρε τον δρόμο για την εξορία. Και δεν ήταν ο μόνος πανεπιστημιακός που είχε αυτήν τη μοίρα.
Και μπορεί ο Μεταξάς να απαγόρευσε 445 βιβλία και να τα έστειλε στην πυρά, όμως οι συνταγματάρχες απαγόρευσαν 1.046 βιβλία. Οι επικίνδυνοι συγγραφείς ήταν οι Έλληνες κλασικοί Ευριπίδης, Σοφοκλής, Αισχύλος, Αριστοφάνης, Αριστοτέλης και οι σύγχρονοι Σαρτρ, Έλιοτ, Καμύ, Τόμας Μαν, Λόρκα, Γκόρκι, Έρενμπουργκ, Αμάτο, Τζορτζ Φίνλεϊ, ο ελληνιστής Τόμσον, ο Κωστής Παλαμάς, ο Κάφκα, ο Καζαντζάκης, ο Ρίτσος, ο Σεφέρης, ο Ελύτης και φυσικά ο Κώστας Βάρναλης.
Σημερινός αοιδός, που έχει δηλώσει νοσταλγός της χούντας, μάλλον δεν γνωρίζει ότι η «Μπαλάντα του κυρ-Μέντιου», την οποία τραγουδάει στη σκηνή χαιρετώντας ναζιστικά (συγγνώμη... αρχαιοελληνικά), είναι ποίημα του Κώστα Βάρναλη.
Πώς θα μπορούσε άλλωστε να το γνωρίζει;
«Άιντε θύμα, άιντε ψώνιο / άιντε σύμβολο αιώνιο / αν ξυπνήσεις μονομιάς / θα ’ρθει ανάποδα ο ντουνιάς».
Είναι ο στίχος που ενδεχομένως να μπορεί να καταλάβει, αλλά, εάν μπορούσε να εμβαθύνει στην επόμενη στροφή («Koίτα οι άλλοι έχουν κινήσει / έχει η πλάση κοκκινίσει / άλλος ήλιος έχει βγει / σ’ άλλη θάλασσα, άλλη γη»), μάλλον θα προτιμούσε να τραγουδάει το «Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει πατέρα;».
Αντί επιλόγου, ένα απόσπασμα από τον «απαγορευμένο» Καζαντζάκη: «Υπάρχουν ομοιώματα ανθρώπων που δεν είναι ανώτερα από χιμπατζήδες. Πρέπει ν’ αγρυπνούμε, για να μην τους επιτρέψουμε ν’ ανάψουν φωτιά και να κάψουν τον κόσμο».