Ετούτος δω ο λαός δε γονατίζει παρά μονάχα μπροστά στους νεκρούς του.
Αν δεν μπορέσω να το δεις κι εσύ, μοιάζει σα να μη το ‘χω
Και οι λέξεις φλέβες είναι. Μέσα τους αίμα κυλάει.
Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις, ―εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο,
Να τη, πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.
Τι όμορφη που είσαι. Με τρομάζει η ομορφιά σου.
Σε πεινάω. Σε διψάω.
Σου δέομαι: Κρύψου, γίνε αόρατη για όλους, ορατή μόνο σ᾿ εμένα.
Να είμαστε έτοιμοι
κάθε ώρα είναι η δική μας ώρα.
Πολλοί στίχοι είναι σαν πόρτες,
πόρτες κλειστές σ’ ερημωμένα σπίτια.
Κάποτε θ' ανταμώσουμε στους λόφους του ήλιου. Μην ξεχνάς.
Περπάτα.
Δε χρειάζεται να θυμηθείς.
Tο ξέρουμε.
Ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός στην καρδιά του Θεού.