«Στο καλό γιε μου. Με την ευχή της Παναγιάς και τη νίκη». Με συνοδό την ευχή της μάνας και μια εικόνα της Παναγιάς, ο στρατιώτης έφευγε για το Μέτωπο. Αλλά και ο σύζυγος, ο πατέρας και ο αδελφός, έπαιρναν μαζί τους την ευχή της Ελληνίδας γυναίκας, που στο Έπος του 40, έμεινε πίσω για να φυλάξει τις δικές της Θερμοπύλες, σε χρόνια δύσκολα, σκληρά, πείνας, αλλά και πίστης στη νίκη και την Πατρίδα.
«Alors , c’ est la guerre» - «Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμος». Ήταν 3 τα ξημερώματα της Δευτέρας 28 Οκτωβρίου, του 1940, όταν ο Ιωάννης Μεταξάς, απάντησε αρνητικά στο τελεσίγραφο των Ιταλών, να τους επιτραπεί η ελεύθερη διέλευση του στρατού τους στα ελληνοαλβανικά σύνορα και να καταλάβουν στη συνέχεια στρατηγικά σημεία της Ελλάδας.
Η αρνητική απάντηση του Μεταξά, στα γαλλικά, στις ιταμές αξιώσεις των Ιταλών, σύντομα μεταφράστηκε – σε αυτό είχε συμβολή και ο Τύπος της εποχής – σε ένα βροντερό «ΌΧΙ», που ενέπνευσε μικρούς και μεγάλους, ηλικιωμένους, γυναίκες, παιδιά, άνδρες. Κι ενώ θα περίμενε κανείς ότι στις 3 τα ξημερώματα εκείνης της μέρας, θα σταματούσε ο χρόνος για την Ελλάδα, μόλις ξεκινούσε για την Πατρίδα μας, ένα ακόμη σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία της, παραδίδοντας μαθήματα ήθους, φρονήματος, γενναιότητας, ηρωισμού και αγάπης για την πατρίδα, σε όλο τον κόσμο.
Η αρνητική απάντηση του Μεταξά, στα γαλλικά, στις ιταμές αξιώσεις των Ιταλών, σύντομα μεταφράστηκε – σε αυτό είχε συμβολή και ο Τύπος της εποχής – σε ένα βροντερό «ΌΧΙ», που ενέπνευσε μικρούς και μεγάλους, ηλικιωμένους, γυναίκες, παιδιά, άνδρες. Κι ενώ θα περίμενε κανείς ότι στις 3 τα ξημερώματα εκείνης της μέρας, θα σταματούσε ο χρόνος για την Ελλάδα, μόλις ξεκινούσε για την Πατρίδα μας, ένα ακόμη σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία της, παραδίδοντας μαθήματα ήθους, φρονήματος, γενναιότητας, ηρωισμού και αγάπης για την πατρίδα, σε όλο τον κόσμο.
Το πρωινό της Δευτέρας εκείνης, η Ελλάδα ξύπνησε με τις σειρήνες του πολέμου, αλλά και έναν άνεμο περηφάνιας και ελληνικής λεβεντιάς να φυσάει από άκρη σε άκρη. Από τις μεγάλες πόλεις, μέχρι το πιο απομακρυσμένο χωριό. Και σε αυτόν τον άνεμο, η Ελληνίδα γυναίκα και μάνα ήταν και εκείνη που ύψωσε τη δική της γροθιά, και με έναν αξιοθαύμαστο τρόπο ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα της Πατρίδας.
«Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε/και η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της/μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο» είναι κάποιοι από τους στίχους του ποιήματος του Νικηφόρου Βρεττάκου, «Μάνα και γιος». Η Ελληνίδα μάνα στο Έπος του 40, έδειξε ένα απαράμιλλο ηρωισμό και αυτοθυσία. «Δεν υπήρξε ούτε μία μάνα που να έκλαψε, όταν ο γιος της έφευγε για το Μέτωπο», διαβάζουμε σε ιστορικές μαρτυρίες για την εποχή εκείνη. Έδινε την ευχή της, να συντροφεύσει τα παιδιά της στο Μέτωπο, μαζί με την εικόνα της Μάνας όλων, της Παναγιάς. Να τους δίνει δύναμη και κουράγιο.
Και οι ίδιες, όμως, οι Ελληνίδες πολέμησαν αντάξια ως μάνες, σύζυγοι, κόρες και αδελφές. Ήταν οι αφανείς ηρωίδες του 40. Πήραν τη θέση του άντρα, που έφυγε για το Μέτωπο, στο σπίτι. Ανέλαβαν να μεγαλώσουν τα μικρότερα παιδιά, να κρατήσουν το σπίτι. Έγιναν μάνα και πατέρας, αφέντης του σπιτιού και νοικοκυρά. Στέκονταν στις ουρές, στα συσσίτια για μια κουτάλα φασόλια ξερά και ένα κομμάτι ψωμί. Με βλέμμα πονεμένο, τη θλίψη στα μάτια τους και την αγωνία για το τι θα απογίνουν τα παιδιά τους. Οι ίδιες δεν έτρωγαν για να δώσουν στα παιδιά τους. Μανάδες πέθαναν στο μεγάλο λιμό, του χειμώνα του 41, όπου οι νεκροί από την πείνα έφτασαν τους 300.000.
Δεκάδες γυναικείες οργανώσεις, όπου συμμετέχουν όλες οι Ελληνίδες, από άκρη σε άκρη της χώρας και υπό την αιγίδα της οργάνωσης, «Η φανέλα του στρατιώτη» αναλαμβάνουν το ρουχισμό των στρατιωτών στο Μέτωπο. Νέες κοπέλες, γυναίκες και γιαγιάδες πλέκουν φανέλες, κάλτσες και μπλούζες, για το στρατό, που έχει να αντιμετωπίσει το ψύχος στα βουνά. «Μερόνυχτα σκυμμένη στέκει/και ξενυχτάει δουλεύοντας για την Πατρίδα/κι ενώ σκυμμένη πλέκει/έχει ψηλά το μέτωπο η Ελληνίδα. Και τα βελόνια γίνονται σπαθιά/που βγαίνουν από τη χρυσή τους θήκη/να αγωνιστούνε με το νιο πολεμιστή», γράφει στο ποίημα του «Ελληνίδες», ο Τίμος Μωραϊτίνης.
Οι Ελληνίδες με απαράμιλλο θάρρος βρέθηκαν και στην πρώτη γραμμή του Πολέμου. Κουβαλούσαν πυρομαχικά και τρόφιμα στα χιονισμένα και δύσβατα μονοπάτια των κακοτράχαλων βουνών. «Συνάντησα γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά Μία ήτο 88 ετών. Το βράδυ είδα μία γριούλα να κρατά δύο μικρά παιδιά και η μητέρα ζύμωνε ψωμί, για το στρατό με το φως δύο κεριών. Όλες γεμάτες χαρά, ήθελαν να προσφέρουν στο στρατό» (από το Ημερολόγιο Πολέμου του Αργύρη Μπαλατσού στο Χατζηπατέρα – Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-41, Αθήνα, εκδόσεις Κέδρος, 1982).
Ωστόσο, ποιος είναι εκείνος που δεν υποκλίνεται στην Ελληνίδα μάνα, η οποία ωσάν άλλη σύγχρονη Σπαρτιάτισσα, στέλνει τα παιδιά της στον πόλεμο; Έτοιμη να αναμετρηθεί με τη μοίρα της και είτε θα υποταχθεί σε αυτήν, είτε θα τη νικήσει. Και άμα τη νικήσει, θα έχει νικήσει η ίδια η Πατρίδα. «Και η Ελλάς, αμέσως, άνοιξε όλες τις φλέβες της. Ήταν Αγών υπέρ της Πατρίδος» έγραφε, τότε, στην εφημερίδα Καθημερινή, ο Γεώργιος Βλάχος. Και αυτό, η Ελληνίδα μάνα το ήξερε καλά. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Ελένης Ιωαννίδου, από την Κυπαρισσία, μίας μάνας 9 γιων, η οποία πέρασε στην ιστορία, ως η Ελληνίδα μάνα του ’40, η σύγχρονη Σπαρτιάτισσα, που με ένα γράμμα της στον τότε Πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή, «προσέφερε» τους γιους της στο καθήκον τους για την Πατρίδα. Ήταν το δικό της «Ή ταν ή επί τας», που ενέπνευσε, εμπνέει και θα εμπνέει γενιές και γενιές.
Δείτε περισσότερες φωτογραφίες παρακάτω: